Το φάντασμα του λιανεμπορίου και ο δικός μας Σίσυφος

Είσοδος παλαιοπωλείου στην Κοδριγκτώνος και Πατησίων // Ίχνος αυθόρμητου πολιτικού σχολίου πάνω στη συγκυρία...

«Έχουμε ήδη καταλάβει ότι ο Σίσυφος είναι ο παράλογος ήρωας, τόσο για τα πάθη του όσο και για το βασανιστήριό του. Η περιφρόνησή του απέναντι στους θεούς, το μίσος του για τον θάνατο και το πάθος του για τη ζωή, του στοίχισαν τούτο το ανείπωτο μαρτύριο όπου όλο το είναι του επιδίδεται σε κάτι που δεν τελειώνει ποτέ».

~Αλμπέρ Καμύ, Ο μύθος του Σίσυφου

Να πάω για δουλειά ή ν’ αυτοκτονήσω;

Αν για τον Καμύ, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο του «Ο μύθος του Σίσυφου», υπάρχει μονάχα ένα φιλοσοφικό πρόβλημα πραγματικά σοβαρό, και αυτό είναι η αυτοκτονία, για τη μισθωτή εργάτρια υπάρχει ένα άλλο κεντρικό φιλοσοφικό ερώτημα, ηθικό-πρακτικής φύσεως, το οποίο θα μπορούσε να περιγραφεί κάπως έτσι: Να συνεχίσω την αναπαραγωγή του μεταβλητού κεφαλαίου ή να βάλω φωτιά στο κατάστημα της εταιρείας ως θεμελιακή ρήξη με την μισθωτή εργασία;

Η φωτιά εδώ, δεν έχει κυριολεκτική έννοια μιας οντολογικής καταστροφής ενός μέσου παραγωγής, αλλά εμπεριέχει μια σημαίνουσα μεταφορά: Η φωτιά τοποθετείται μέσω μιας δράσης αντίστασης ή μιας διαφοροποίησης με το υπάρχον σύστημα εργασίας. Αφορά για αρχή την υποδοχή της σκέψης πως τα πράγματα είναι εντελώς σκατά. Πλέον σ’ αυτή την σκέψη δεν αρκούν ούτε οι πολιτικοί αναλυτές και στοχαστές, ούτε οι αγωνιστές του εργατικού κινήματος στον 19ο και 20ο αιώνα. Πλέον η αναμέτρηση είναι κάπως πιο προσωπική, εκκινεί δηλαδή από την ίδια την καθημερινότητα και από την τριβή με το παράλογο του κόσμου της μισθωτής εργασίας.

Αυτούς τους μήνες της έκτακτης ανάγκης, που μοιάζουν με ένα πάγωμα του χρόνου, φανερώθηκε ένα χάσμα ανάμεσα σε διάφορους κόσμους της κοινωνικής πραγματικότητας. Μερικά τρανταχτά παραδείγματα συναντήσαμε στο χάσμα ανάμεσα στον κόσμο της εργασίας και της αγοράς, στον κόσμο των ευάλωτων ομάδων και στον κόσμο των ιδεολόγων, στον κόσμο της εστίασης και των μπαρ και στον κόσμο των νοσοκομείων, στον κόσμο των μεταναστών και στον κόσμο των ελλήνων πολιτών. Οι διαχωρισμοί είναι ατελείωτοι, και τους ακούμε διαρκώς γύρω μας. Αυτή η επιβεβλημένη ατομοποίηση μιας διαχωρισμένης ζωής άγγιξε σημεία μιας προαναγγελθείσας διάρρηξης. Φανέρωσε αντιθέσεις. Στο παρόν άρθρο όμως θα περιοριστούμε στο να εξετάσουμε συνοπτικά και κάπως άχαρα εν είδει ενός ελεύθερου συνειρμού, τον αντιφατικό τρόπο που επικοινώνησαν αυτούς τους μήνες ο κόσμος της αγοράς με τον κόσμο της εργασίας, όπως συναντήθηκε βιωματικά σε μια πολυεθνική εταιρεία που ασχολείται με το εμπόρευμα του ελεύθερου χρόνου και της τεχνολογίας.

Ποιος κάνει κουμάντο εδώ κάτω;

Τι συμβαίνει κατά τη διάρκεια μιας έκτατης συνθήκης φαινομενικής αναστολής λειτουργίας, σε μια εταιρεία εμπορευμάτων που σχετίζονται με αυτή την φριχτή «ψυχαγωγία» και την πώληση ενός βιώματος ελεύθερου χρόνου; Παρατηρήσαμε τρία σημεία στην πρόσφατη έκρηξη αυτής της καπιταλιστικής σχέσης: Άπλετος κρατικός παρεμβατισμός –σε επίπεδο οργάνωσης της αγοράς και σε επίπεδο ενίσχυσής της– με άλλα λόγια, τι θα κλείσει και πώς θα ανοίξει, ποιοι είναι οι όροι λειτουργίας, το ύψος των αποζημιώσεων, το είδος των μέτρων ενέσεων ρευστότητας. Παρά τη φαινομενική αναστολή του κόσμου της αγοράς, είδαμε να δουλεύουμε συνεχόμενες Κυριακές, να κανονικοποιούνται πλήρως οι υπερωρίες (άλλες φορές πληρωμένες και άλλες φορές απλήρωτες) και να διαχειριζόμαστε 2.000 παραγγελίες την ημέρα.

Ένα δεύτερο σημείο υπήρξε η ταχύτατη ρύθμιση της αγοράς στον ψηφιακή χώρα των θαυμάτων. Οι μικρές επιχειρήσεις πάσχιζαν να δημιουργήσουν e-shops και να γράφουν πρόχειρα με μολύβι σε κόλλες Α4 «Click Away», οι μικρομεσαίες εκτύπωσαν τις κρατικές επιταγές και οι μεγάλες εταιρίες, οι πολυεθνικές, αύξησαν τον τζίρο τους, πατώντας πάνω στην υπερεργασία των υπαλλήλων ενός ενεργοποιημένου δικτύου παραλαβής-προετοιμασίας-παράδοσης, το οποίο εμπλέκει και απαιτεί συντονισμό όλων των μεγάλων ψαριών στην οικονομική μας αγορά. Σύμφωνα λοιπόν με ένα είδος κοινωνικού δαρβινισμού που ενυπάρχει στην ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού, κάποιες επιχειρήσεις δεν προσαρμόστηκαν, ενώ άλλες άκμασαν, και μάλιστα προώθησαν και εξέλιξαν μια παράλληλη χώρα θαυμάτων, που είναι το εξατομικευμένο τεχνητό βίωμα της ψηφιακής αγοράς.

Το τρίτο σημείο λοιπόν, ως άμεση συνέπεια των παραπάνω, αφορά τα σώματα και την εξάντληση της εργατικής δύναμης των εργαζομένων. Αρχικά, τέθηκαν υπάλληλοι σε αναστολή, ώστε να θεωρείται η πολύ-εθνική ως πληττόμενη από την πανδημία. Αυτό μεταφράστηκε σε μειωμένο προσωπικό να εργάζεται εξουθενωτικά πάνω σ’ ένα αντικείμενο που δεν ήταν το δηλωμένο με βάση τις συμβάσεις του. Αξίζει να σημειώσουμε πως τα φυσικά καταστήματα, πίσω από τα κατεβασμένα τους ρολά, είχαν μετασχηματιστεί σε πρόχειρη αποθήκη. Είδαμε πωλητές τεχνολογίας να συσκευάζουν και να κουβαλούν κούτες, ταμίες να βγάζουν τα μάτια τους ώστε να βρίσκουν προϊόντα μέσα σ’ έναν ολόκληρο χαμό από ατακτοποίητα πεταμένα βιβλία και παιχνίδια, ενώ παράλληλα να ασκείται φοβερή ψυχολογική πίεση. Όσες και όσοι έχουμε εργαστεί σε τέτοια πλαίσια γνωρίζουμε πολύ καλά αυτού του είδους την πίεση της απόδοσης, και την εξουσία των αριθμών που μας ασκείται καθημερινά, σε ένα πλαίσιο ανταγωνισμού ακόμα και μεταξύ των καταστημάτων του ίδιου ομίλου. Οι οικονομικοί γίγαντες λοιπόν, δέχτηκαν την απαιτούμενη ρευστότητα από το κράτος, χωρίς προσλήψεις, χωρίς καμία απολύτως αύξηση στους μισθούς, οι οποίοι παραμένουν οι κατώτατοι.

Γιατί ακόμα πάμε για δουλειά;

Ωστόσο ο καπιταλιστικός και παράλογος τρόπος παραγωγής και διανομής άχρηστων εμπορευμάτων δεν αναπαράγεται από άψυχα σώματα που δρουν βάσει ενός μηχανιστικού ορθολογισμού, ή μιας απλής εταιρικής προσταγής. Αντίθετα είναι οι κοινωνικές σχέσεις του κεφαλαίου που δημιουργούν το πλαίσιο δράσης των εργαζομένων, τη συνέχεια και αναπροσαρμογή του καπιταλισμού. Τι εννοούμε με αυτό: Οι αποδοτικοί εργάτες, τα σώματά τους, και αυτός ο διαρκής εκβιασμός της μισθωτής εργασίας, έκαναν δυνατή από τη μία τη συνέχιση της οικονομίας κατά τη διάρκεια των lockdown, και από την άλλη επέτρεψαν κατά περιπτώσεις την αύξηση των κερδών. Το λιανεμπόριο με άλλα λόγια, δεν έκλεισε ποτέ. Η οικονομία δεν σταμάτησε ποτέ. Η μισθωτή εργασία και η εντατικοποίησή της, έσωσε ακόμα μια φορά ένα πλοίο που βούλιαζε. Είδαμε λοιπόν, έναν εξόφθαλμο τρόπο μιας κρατικής πολιτικής εξουσίας να πασχίζει να διατηρήσει την οικονομία και τις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις: Ακόμα και αν αυτό σημαίνει μια διόγκωση του κρατικού χρέους και μια χρηματοπιστωτική αστάθεια σε μια εποχή που η ύφεση διαφαινόταν ακόμη πριν την πανδημία.

Υπό αυτή τη συγκεκριμένη αντίφαση, μπορούμε να πούμε πως δεν ζούμε μια στιγμή ολοκληρωτισμού, μιας που η κρατική παρέμβαση σε επίπεδο πολιτικής οικονομίας περιορίστηκε στη ρύθμιση και στήριξη της ελεύθερης αγοράς, χωρίς αντάλλαγμα από τη δεύτερη σε επίπεδο πολιτικής εξουσίας. Και σίγουρα, δεν υπάρχει πουθενά εδώ η επιστροφή κάποιου κοινωνικού κράτους (παραπάνω ή ακόμα πιο βαθιά έχουμε την συρρίκνωσή του), ούτε όμως μπορούμε να πούμε πως η εμβάθυνση του βιοπολιτικού κράτους υπήρξε ο στόχος της πολιτικής εξουσίας. Αντίθετα, βλέπουμε πως βρήκε ένα μέσο, δηλαδή τον έλεγχο των πληθυσμών και αυτή τη διάχυτη ιατρικοποίηση, ώστε να επιτύχει μια μερική απαξίωση του κεφαλαίου, ώστε να συμβάλει στη διατήρηση της οικονομικής μηχανής, όπως κάνουν ιστορικά τα κράτη σε στιγμές πολέμου και κοινωνικής απορρύθμισης, σε στιγμές δηλαδή έκρηξης της καπιταλιστικής σχέσης.

Ποιο είναι τελικά το παράλογο για τον δικό μας Σίσυφο;

Βρισκόμενες πλέον στα μισά ίσως αυτού του παράξενου πολέμου στον δυτικό κόσμο, βλέπουμε μια αναπροσαρμογή των παραγωγικών κλάδων, με ορισμένους να βγαίνουν μπροστά, όπως είναι αυτός του ηλεκτρονικού εμπορίου και των μεγάλων εταιριών μεταφοράς και παράδοσης των προϊόντων. Παρά λοιπόν το φαινομενικό πάγωμα της οικονομίας, είδαμε σύσσωμες κοινωνίες να καταναλώνουν με συσσωρευμένο τρόπο εμπορεύματα που υπό άλλες συνθήκες θα κατανάλωναν με αργότερους ρυθμούς, και αυτό συνέβη απλώς ώστε ο μετά-νεωτερικός άνθρωπος να προσκρούσει στην ίδια τελικά άρνηση της πραγματικής ζωής, να επιμηκύνει την ευημερία της απαγόρευσης, και για να διατηρήσει αυτό που οι ειδικοί καλούσαν «κυνήγι της ευεξίας στην καραντίνα».

Είδαμε, από τη μία, εργάτες και εργάτριες να ζουν για μήνες με επιδόματα, και από την άλλη όσοι βρισκόντουσαν στις «πρώτες γραμμές» να συντονίζονται πλήρως με τις επιταγές των εκάστοτε εταιριών, ακόμα και αν αυτό σήμαινε να πληρώνονται ψίχουλα και να δουλεύουν εξουθενωτικά, σε άσχετο από τη σύμβασή τους αντικείμενο, να υπάγονται διαρκώς σε υποχρεωτικές και αμφιβόλου ποιότητας αυτό-εξετάσεις, ενώ φοβούνται παράλληλα για αγαπημένα πρόσωπα ή και για τις ίδιες.

Τι ήταν αυτό που τελικά διατήρησε αυτά τα διάφορα πεδία ζωής να ρυθμιστούν ώστε να μην αλλάξει τίποτα απολύτως; Ποιο ήταν το Παράλογο που μας κράτησε στο να ανεβοκατεβαίνουμε καθημερινά αυτό το βουνό, κρατώντας με όσες δυνάμεις βρίσκαμε ή εφευρίσκαμε αυτόν τον τεράστιο βράχο στα χέρια μας; Είναι απόλυτα συνεπές και προφανές: Είναιο μισθός, είναι η κοινωνική καπιταλιστική σχέση. Ακόμα παραπάνω, ο μισθός αυτούς τους έκτακτους μήνες έγινε και ένα εισιτήριο κίνησης στην μητρόπολη, που έδινε την τέλεια δικαιολογία για πολλαπλές άσκοπες μετακινήσεις. Παρ’ όλα αυτά, οφείλουμε να πούμε και να κλείσουμε με το εξής. Οι οργανωμένες αντιδράσεις του κόσμου της εργασίας περιορίστηκαν μέσω των απεργιών και των καταγγελιών που έγιναν αυτούς τους μήνες, σε έναν μεταρρυθμιστικό και βιοπολιτικό χαρακτήρα, δηλαδή κάντε μας και άλλα τεστ, φέρτε μας μάσκες, προσλάβετε προσωπικό, προστατέψτε μας ώστε να είμαστε πιο αποδοτικοί. Αυτά τα αιτήματα είναι σίγουρα δίκαια και απόλυτα συνεπή με την προηγούμενη κίνηση απεργιών, και προσκρούουν στο συνολικό κοινωνικό/πολιτικό πλαίσιο που μιλά για μάχη, πόλεμο και πιστεύει ακόμα στην καλυτέρευση της καπιταλιστικής συνθήκης.

Ωστόσο οφείλουμε να στραφούμε στην πηγή των προβλημάτων μας, στη θεμελιακή δομή αυτού που ενώνει τον κόσμο της αγοράς με τον κόσμο της εργασίας, που είναι η ίδια η μισθωτή εργασία, ανεξάρτητα από το ορατό χάσμα και τους διαχωρισμούς. Παρά το πόσο μακρινό ηχεί, είναι η κατάργησή της που θα απελευθερώσει όλες τις δημιουργικές κοινωνικές δυνάμεις. Για τον Καμύ, ο Σίσυφος είναι ο «προλετάριος των θεών», ο οποίος ενώ γνωρίζει την αθλιότητα της κατάστασής του, είναι η ίδια η επανάληψη της τιμωρίας του που του δίνει τη συνείδηση πως η μοίρα του, του ανήκει. Αν σκεφτούμε τον Σίσυφο ως ένα συλλογικό υποκείμενο της δικής μας μετά-νεωτερικότητας, και ως τον έναν πόλο αυτής της κοινωνικής σχέσης του κεφαλαίου, πιστεύουμε πως ήρθε η ώρα να στείλει αυτόν τον βράχο στο διάολο.

konsouela