Ακόμη μία κρίση. Ακόμη ένα πολεμικό ανακοινωθέν από την κεφαλή της πολιτικής εξουσίας. Ακόμη μερικές έκτακτες μιλιταριστικές ενημερώσεις από τον αρχιερέα του εγκλεισμού και των περιοριστικών μέτρων Ν. Χαρδαλιά. Ακόμη πολλά καλέσματα εθνικής ομοψυχίας από όλες τις μπάντες. Ακόμη μία-δύο-τρεις πυρκαγιά(ές) κατακαίει(καίνε) χιλιάδες στρέμματα δάσους, άγριας ζωής, ζώων, πρώτων κατοικιών και χώρων εργασίας.
Το lockdown κυριαρχεί
Η παρούσα κρατική διαχείριση, η οποία εν πολλοίς κέρδισε τις εκλογές πατώντας στα πτώματα των ανθρώπων από το Μάτι διαχειρίζεται ακόμη μία «κρίση». Έτσι βαφτίστηκε το φαινόμενο των πυρκαγιών, μήνα Αύγουστο, στη λεκάνη της μεσογείου. Φυσικά, αυξάνοντας το χάος, το σοκ και την τρομοκρατία, κερδίζεις εν τέλει με όποια «διαχείριση»1 και να κάνεις.
Επιστρέφοντας στο κομμάτι της διαχείρισης δεν πρέπει να υπάρχουν παρεξηγήσεις. Η καταστροφή είναι ανυπολόγιστη, δεν υπάρχει ζήτημα γι’ αυτό. Παρόλα αυτά οι ευθύνες άλλοτε είναι ο στρατηγός άνεμος, άλλοτε η «κλιματική αλλαγή», άλλοτε το τάδε, το δείνα. Έτσι, και χωρίς να συντρέχει σοβαρός λόγος, η καταστροφή θα είναι ζήτημα εξωγενών παραγόντων και όχι των ελλείψεων στην κρατική μηχανή, αλλά και στην παντελή εγκατάλειψη των δασών μέσω διαφόρων οδών. Ακόμη και lockdown επιχείρησαν στα βουνά.
Η εκκένωση των χωριών και των οικισμών σε Εύβοια, Αττική και Πελοπόννησο είναι lockdown με άλλα λόγια. Το να διώχνεις τους κατοίκους που έχουν εκεί την κατοικία τους, ή ακόμη και το εξοχικό τους, επιθυμώντας μάλιστα να δώσουν τη μάχη είναι καταστολή.
Η ατομική ευθύνη κυριαρχεί σε όλο το κοινωνικό φάσμα, ξανά. Ευτυχώς, πολύς κόσμος παρέμεινε, έδωσε τις μάχες του, όπως πρέπει να κάνουμε και για το μέλλον που μας επιφυλάσσεται. Διέλυσαν επί του πρακτέου (και) την εμπιστοσύνη στο κράτος, αγνοώντας και μη πειθαρχώντας στις κρατικές διαταγές περί εκκένωσης και εγκατάλειψης του τόπου τους, και ανέδειξαν ότι αυτοί και αυτές που ζούνε στα μέρη, μπορούν να κάνουν τη σημαντική διαφορά.
Επίσης, το θράσος των «διαχειριστών» κρίσεων να κλείνουν εν μέσω καλοκαιριού όλα τα μέρη με πράσινο είναι τουλάχιστον εξοργιστικό. Δηλώνει και αυτό με τη σειρά του την ευθύνη του δασικού κατασκηνωτή, της παρέας νεαρών που ζούνε μέσα στα δάση και τα χωριά τους, των χρηστών και των χρηστριών των δασών και των βουνοκορφών επάνω στα γεγονότα που διαδραματίζονται. Δηλαδή, οι άνθρωποι που κατεξοχήν προστατεύουν με την παρουσία τους τα δάση, επιχειρώντας να μην τραυματίζουν το περιβάλλον γύρω τους, εξισώνονται με τις επενδυτικές εταιρείες, με τα αφεντικά της ενέργειας, με τα αφεντικά του real estate, που είναι οι πραγματικοί και διαχρονικοί υπαίτιοι των καταστροφών αυτών.
Το κράτος δεν ενδιαφέρεται για τίποτα και για κανέναν. Η κρατική μηχανή είναι αδηφάγα, επιχειρεί να κυριαρχήσει επί των πάντων. Τα περάσματα του κράτους από πρόνοιας, σε αστυνομικό, φιλελεύθερο είναι τα τεχνάσματα της ίδιας καταστροφικής διαχείρισης των υποτελών. Αν δεν λάβουμε υπόψιν τη θέση του κράτους στην εξίσωση του κοινωνικού πολέμου, δυστυχώς, θα έχουμε κοντά ποδάρια και το κράτος μακρύ κοντάρι να μας χτυπάει.
Στα παραπάνω εάν προσθέσουμε ότι η πυροσβεστική δεν έχει (λάβει) εντολές εμπλοκής με τις φλόγες, ως απόρροια πολιτικών επιλογών και όχι στείρα επιχειρησιακών, (τότε) μιλάμε για εμπρησμό εκ προμελέτης, αλλά αυτή τη φορά (και) από την ίδια την κρατική μηχανή.
Έτσι, σώματα κατοίκων και εθελοντών2 τα οποία εντέχνως έχουν καταστραφεί εντελώς τα τελευταία χρόνια, φαίνεται ξανά να παίζουν τον πιο σημαντικό ρόλο σε όλο αυτό που συμβαίνει.
ΜΜΕ και οι από τα κάτω
Τα ΜΜΕ βγήκαν στη δημόσια σφαίρα. Μερικά δώσαν μικρόφωνο και στον κόσμο. Μύρισαν ακόμη μία φορά αίμα· μάλλον τα λεφτά της λίστας Πέτσα τελειώσανε για καλοκαίρι. Παρόλα αυτά έχουν δώσει στη δημοσιότητα μία συγκεκριμένη δυσαρέσκεια από μεγάλη μερίδα κόσμου, η οποία προχωρά μερικές φορές κάποια βήματα παρακάτω.
Έτσι, ενώ η αστική δημόσια σφαίρα διαμορφώνεται με συγκεκριμένους όρους μεταξύ πολέμου και ειρήνης, δίνεται η ευκαιρία σε μία μερίδα του «περιθωρίου» (η οποία ήταν επιμελώς εξαφανισμένη από τη δημόσια σφαίρα) να πει και τη δική της «γνώμη», έστω και για ένα συγκεκριμένο θέμα.
Το μήνυμα που κωδικοποιείται στη φράση «Μητσοτάκη γαμιέσαι» και διαδίδεται ευρέως μέσω τηλεοπτικών φακών στις οθόνες χιλιάδων, δυστυχώς, είναι α-πολίτικο, αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν δηλώνει τίποτα. Δηλώνει, με όρους συγκεκριμένης δυσαρέσκειας, ότι μετά από δύο χρόνια μονόπλευρης και ακραίας προπαγάνδας ότι ζούμε στο «Μικρό σπίτι στο λιβάδι» ή «θα πεθάνουμε εάν δεν υπακούσουμε το κράτος», η κοινωνική βάση έχει εντελώς διαφορετική οπτική να δηλώσει στην πολιτική ελίτ.
Και να μην μας αρέσει η φρασεολογία, ούτε οι λογικές viral που διαμορφώνονται, το πολιτικό προσωπικό βιώνει ίσως δημόσια και μαζικά μετά από καιρό σταθερότητας (συμπεριλαμβανομένης της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ) και ελεύθερης κυκλοφορίας, έστω και προφορικές και εξ´ αποστάσεως επιθέσεις δυσαρέσκειας.
Δώσε τρόπο στην οργή
Το κράτος είναι πόλεμος. Η ύπαρξη του, οι δηλώσεις ότι «το δάσος κάποια στιγμή θα καεί», η νομοθετική ρύθμιση για την καταστροφή των βουνών, η «πράσινη ανάπτυξη», οι έλικες σε βουνά σε όλη την επικράτεια, ο χρυσός-δηλητήριο στη Χαλκιδική, οι φορτιστές για τα Tesla των γιάπηδων, τα καράβια των εφοπλιστών και ο καρκίνος τους, η βιομηχανία «τουρισμός», η νέα, ιδιωτική ή περιφραγμένη, πόλη στο Ελληνικό Αττικής και τόσα άλλα παραδείγματα (βλέπε εδώ άλλο ένα συνεχές παράδειγμα).
Πιο πρόσφατο παράδειγμα της θεσμοθετημένης οικοπεδοποίησης των δασών και των βουνών (και ποιος ξέρει τι άλλο θα ακολουθήσει) είναι το νομοσχέδιο Χατζηδάκη, που ψηφίστηκε εν μέσω πρώτου lockdown (Μάρτιος 2020). Επικύρωσε με τη νομική βούλα την πεποίθηση όλων των προηγούμενων κυβερνώντων (δεξιών και «αριστερών») ότι ο φυσικός πλούτος της χώρας λογίζεται ως ένα απέραντο οικόπεδο προς εκμετάλλευση. Αυτή η εκμετάλλευση, προϋποθέτει την ανοικοδόμηση, που με τη σειρά της ισοπεδωτική καταστροφή και πραγματική οικοπεδοποίηση. Παίρνοντας τα παραπάνω υπόψιν, αλλά και όλες τις προηγούμενες ρυθμίσεις, μπορούμε να αντιληφθούμε ότι το κράτος είναι τουλάχιστον ο ηθικός αυτουργός της καταστροφής.
Δυστυχώς τα περιστατικά αυτά τα έχουμε ξανά ζήσει. Το 2007, ή το 2019 κάνανε πάταγο. Παρόλα αυτά, τι απαντήσεις δόθηκαν; Τι πήραν οι από τα κάτω μέσω αυτών των καταστροφών; Μόνο δυστυχία, τόνους γραφειοκρατίας, ψίχουλα. Και η ζωή πήγε περίπατο… Όχι όμως για τους κερδισμένους, τους εξουσιαστές, ή τους πραγματικούς υπαίτιους που ξεχάστηκαν μετά από λίγο καιρό.
Όμως, οι υπεύθυνοι έχουν ονοματεπώνυμα. Είναι η πολιτική ελίτ, που διαχρονικά καταστρέφει ζωές, τις στέλνει στην εξαθλίωση και στην απόγνωση. Είναι τα μικρά και μεγάλα αφεντικά που βλέπουν στα δάση και τις πλαγιές φιλέτα εκμετάλλευσης (ξενοδοχεία, βίλες, αιολικά και ό,τι κατεβάσει ο νους τους). Τσάμπα γη, αυτό είναι τα δάση για τους παραπάνω. Και αν στο διάβα καεί και ένα χωριό, θα ρίξουν λίγα κροκοδείλια δάκρυα, λίγα ψίχουλα και βουρ για τις επόμενες εκλογές, τις επόμενες επενδύσεις. Η κοντή μνήμη έτσι και αλλιώς είναι μαζί τους. Ο πόλεμος ενάντια στη λήθη πρέπει να είναι συνεχής.
Το ζήτημα είναι να στρέψουμε τον φόβο κατά πάνω τους. Οι φωτιές να γίνουν τα δικά μας μέσα να τους καταστρέψουμε. Ή, έστω να τους φθείρουμε… Εάν η ζωή μας είναι το κυνήγι μίας άθλιας επιβίωσης, η αντίσταση είναι το καθήκον του χθες. Γιατί κάθε ώρα κράτους και κεφαλαίου σκοτώνει ζωές.
Δάση και άγρια ζωή
Το κράτος επέδειξε με τον καλύτερο τρόπο ότι τα δάση είναι χρήσιμα μόνο για να καίγονται. Η πολιτική της προστασίας των δασών πέρα από ανύπαρκτη (αν εξαιρέσουμε πρωτοβουλίες άλλων φορέων που είναι φίλοι/ες των δασών) ήταν και ηθελημένα μηδαμινή. Όποτε υπήρχε εντολή ή πίεση για να σωθεί κάτι ήταν μόνο όταν πλησίαζε σε σπίτια.
Το παραπάνω «πλάνο» αφήνει εκτός κάδρου, ξανά, τους από τα κάτω. Εάν δηλαδή έχεις μόνιμη κατοικία σε χωριά μέσα στο δάσος, είναι πολύ πιθανό να βγάζεις και το μεροκάματο σου σε σχέση με αυτό. Άρα, καίγοντας το δάσος, αλλά «σώζοντας» το σπίτι, δεν σου αφήνουν τίποτα.
Επίσης, είναι ανυπολόγιστες και μετριούνται απλά με γιγάντια νούμερα οι καταστροφές σε άγρια ζωή και σε δάση. Η αλήθεια είναι ότι ως μητροπολιτικά υποκείμενά, ίσως, δεν μπορούμε καν να συλλάβουμε πόσα είναι τα 200.000 στρέμματα δάσους. Έτσι, περνάει στα ψιλά και εξαφανίζεται. Παρόλα αυτά, η καταστροφή είναι τεράστια και επηρεάζει, όχι μόνο ό,τι ζούσε ή περνούσε από τα δάση (όλων των ειδών τα ζώα), αλλά και ό,τι ζει ακόμη και κοντά σε αυτά.
Η συνθήκη που εισερχόμαστε φαίνεται να είναι δυστοπική. Παρόλα αυτά, να έχουμε στόχο να γίνουμε ο αστάθμητος παράγοντας στα σχέδια κράτους και κεφαλαίου. Διαφαίνεται με τον πιο έκδηλο τρόπο, ότι κρίσεις θα «γεννιούνται» συνέχεια. Και συγκεκριμένες δυνάμεις θα τις εκμεταλλεύονται, ενάντια στους από τα κάτω. Οι περιβαλλοντικοί αγώνες, που σε άλλες χώρες έχουν δοθεί και πριν πολλά χρόνια, φαίνεται να έρχονται στο προσκήνιο, ως μία ακόμη καπιταλιστική φάση. Ως μία ακόμη ευκαιρία για αναδιάρθρωση, να γίνει και δικός μας στόχος να τελειώνουμε με το σύστημα που γεννά, αναπαράγει και στηρίζεται σε αυτά τα γεγονότα. Η καταστροφή του καπιταλισμού, του κράτους, η δόμηση μικρών κοινοτήτων, η αυτάρκεια, ο σεβασμός σε ό,τι μας περιβάλλει φαίνεται να αποτελούν μονόδρομο, εάν το μέλλον που μας επιφυλάσσεται είναι αυτό που βλέπουμε ήδη μπροστά μας.
Κοιτώντας το ζήτημα και βιωματικά, δυστυχώς, το να καεί το μισό ή το ένα τρίτο του βουνού και του δάσους της Πάρνηθας επηρεάζει τη ζωή κάποιων εκατομμυρίων ανθρώπων στην Αττική. Οξυγόνο, θερμοκρασίες, πλημμύρες, ανάπαυλα ή βόλτα και η λίστα αγνοεί σίγουρα πολλά άλλα ζητήματα. Φυσικά, το ίδιο ισχύει για όλα τα οικοσυστήματα που κάηκαν παντού στον πλανήτη, όχι μόνο τώρα, αλλά όλα αυτά τα χρόνια.
τιπτόου
Ένα σχόλιο:
Φωτιά και κοινωνικές τάξεις
Η επικοινωνιακή λαίλαπα για ενότητα, διαλύεται από την ταξική διαφορά των πυρόπληκτων. Ειλικρινά, δεν υπάρχει διάθεση για δάκρυα για κατοίκους της Ιπποκράτειου πολιτείας για παράδειγμα. Ας ψάξει ο καθένας και η καθεμιά την ιστορία ή το ποιόν όσων μένουν εκεί. Οι μισοί πιθανά να είναι υπαίτιοι για άλλες καταστροφές με γνώμονα την κερδοφορία, όπως πετρελαιοκηλίδες, πυρκαγιές σε άλλα δάση, ακραία εκμετάλλευση ανθρώπων κτλ. Το χτίσιμο πολιτείας πολυτελών κατοικιών μέσα στο βουνό είναι μία μορφή της καταπάτησής του.
Υποσημειώσεις:
1 Η λέξη διαχείριση μπαίνει σε εισαγωγικά για διάφορους λόγους. Αρχικά, είναι διαχείριση του κράτους να αφήσει να καούν εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα. Είναι επιλογή του η υποστελέχωση, η διάλυση δομών πιο κοντά στην κοινοτική ζωή των χωριών για παράδειγμα, η ακραία εκμετάλλευση, η επιχειρηματικότητα, οι επενδύσεις.
Εκεί που μπαίνει όμως το πολιτικό κόστος, η διαχείριση ˗με ή χωρίς εισαγωγικά˗ εξαφανίζεται και έχουμε ασύμμετρες απειλές, πρωτοφανή φαινόμενα, θεούς και δαίμονες…
2 Εδώ, στο τέλος του κειμένου των συντρόφων/ισσών του Επαναστατικού Αγώνα αναγράφεται μία ενδιαφέρουσα μαρτυρία της συντρόφισσας Π. Ρούπα σχετικά με τις δασοπυροσβέσεις.