Το ναυάγιο της υποκρισίας: Οι μετανάστες πέρα από τη Λαμπεντούζα

Μετά την εκατόμβη που έβαψε μαύρη τη Μεσόγειο, μιλήσαμε για ένα πολιτικό μακελειό. [1] Θέλουμε να το επαναλάβουμε και σήμερα, μετά το χυδαίο θέαμα μιας ηθικολογίας η οποία δεν είναι απλά ανίκανη να πολεμήσει τον ρατσισμό, αλλά επιπλέον χρειάζεται τον ρατσισμό για να υπάρχει. Πολλοί, τόσο από τη θεσμική αριστερά όσο και από τα κινήματα, μίλησαν για υποκρισία. Την υποκρισία εκείνων που πρότειναν τη Λαμπεντούζα για το βραβείο Νόμπελ ειρήνης. Την υποκρισία όσων προτείνουν να αναγνωριστούν πολιτικά δικαιώματα μετά θάνατον στους νεκρούς μετανάστες, ενώ αρνούνται την ιθαγένεια στους ζωντανούς. Την υποκρισία εκείνων που ανακήρυξαν μια ημέρα εθνικού πένθους, ενώ στα ποδοσφαιρικά γήπεδα ένα μέρος του κοινού δηλώνει ελεύθερα τον ρατσισμό του. Δεν είναι μόνο μια υποκρισία ηθική, αλλά πολιτική. Κλείνοντας τα μάτια εμπρός σε αυτό το γενικευμένο σκάνδαλο, ο Υπουργός Εσωτερικών, Angelino Alfano, διευκρίνισε αμέσως ότι ο νόμος Bossi-Fini [2] δεν θα πρέπει να αμφισβητηθεί. Αυτό είναι το διακύβευμα όταν μιλάμε για το μακελειό της Λαμπεντούζα και για τον πολιτικό αγώνα που διεξάγεται πάνω από τις ζωές εκατοντάδων ανδρών, γυναικών και παιδιών. Μερικοί λένε ότι το αίτημα για την «κατάργηση του νόμου Bossi-Fini» σημαίνει τον σεβασμό των δικαιωμάτων και την εφαρμογή μιας ισχυρότερης νομιμότητας. Εμείς λέμε ότι η κατάργηση του νόμου Bossi-Fini σημαίνει την καταστροφή ενός από τους μηχανισμούς του παγκόσμιου διαιρετικού μηχανισμού εκμετάλλευσης.

Σύμφωνα με τον Τύπο, ένας άνδρας από την Ερυθραία που κρατούνταν στο «κέντρο υποδοχής» της Λαμπεντούζα απευθύνθηκε στο υπουργείο, εστιάζοντας όχι στις απάνθρωπες συνθήκες του κέντρου κράτησης, αλλά αναζητώντας τρόπους αποφυγής της παγίδας της συνθήκης Δουβλίνο ΙΙ, σύμφωνα με την οποία οι αιτούντες άσυλο πρέπει να μένουν στη χώρα όπου έφτασαν. Αυτό το επεισόδιο λέει ξεκάθαρα ότι η ελευθερία των μεταναστών έχει να αντιμετωπίσει όχι μόνο τους κινδύνους του ταξιδιού, αλλά και το ευρωπαϊκό καθεστώς διαίρεσης, το οποίο είναι απαραίτητο για τη διαχείριση της κρίσης. Όσοι επισημαίνουν τις πολιτικές λιτότητας ως τον πρώτο εχθρό που πρέπει να πολεμήσουμε, πρέπει να γνωρίζουν ότι ο πρώτος τρόπος για να διαχωριστούν οι «ενάρετες» ευρωπαϊκές χώρες από εκείνες που αναγκάζονται να εφαρμόσουν την πολιτική λιτότητας συνίσταται στο να υποχρεώνονται οι μεσογειακές και οι χώρες-σύνορα της Ε.Ε. να πληρώνουν το τίμημα της παγκόσμιας κινητικότητας. Αυτό δεν αποτελεί μια διάκριση μεταξύ κρατών, αλλά μια ιεραρχία της εκμετάλλευσης στο πλαίσιο του οικονομικού και χρηματοπιστωτικού ευρωπαϊκού χώρου. Η επίσκεψη του Μπαρόζο στη Λαμπεντούζα δεν ήταν μόνο μια υποχρεωτική απάντηση σε ένα δραματικό γεγονός, αλλά και ένας τρόπος για τη διαχείριση της έντασης που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση, ένταση που επιτείνεται από τις κινήσεις των μεταναστών.

Το να χαρακτηρίσουμε τα γεγονότα στη Λαμπεντούζα ως σκάνδαλο είναι μια πολύ φτωχή αντίδραση. Είναι αστείο να προσποιούμαστε ότι η καλύτερη απάντηση είναι μια συλλογή υπογραφών που υποστηρίζουν μια πιο λογική πολιτική, αναθέτοντας την επιτυχία της στην καλή καρδιά των πολιτών. Όσοι προτείνουν τη δημιουργία ενός ανθρωπιστικού διαδρόμου και τη διάκριση μεταξύ προσφύγων και μεταναστών, ξεχνάνε ότι το τέλος αυτού του διαδρόμου είναι το αδιέξοδο του νόμου Bossi-Fini και ο εκβιασμός που επιβάλλεται στους μετανάστες, ειδικά σε περίοδο κρίσης. Είναι επίσης υποκριτική η αντίδραση των επίσημων συνδικάτων, που διοργάνωσαν διαδήλωση πένθους για τους θανάτους, την ίδια ώρα που αγνοούν συστηματικά τους ζωντανούς, ιδιαίτερα όταν εκείνοι παλεύουν με απεργίες για την κατάργηση του νόμου Bossi-Fini ή για καλύτερες συνθήκες ζωής, έχοντας κερδίσει την ελευθερία τους στη Λιβύη ή την Τυνησία. Όσοι μιλάνε για δικαιώματα ασύλου και κατάργηση της ποινικοποίησης των χωρίς χαρτιά, ξεχνούν ότι οι μετανάστες πρέπει καθημερινά να αποδεικνύουν ότι έχουν έναν μισθό επαρκή για να ανανεώσουν τις άδειες παραμονής τους, ξεχνούν ότι οι μετανάστες, αν δεν αποδέχονται εργασία ανεξαρτήτως συνθηκών και μισθών, είναι υποχρεωμένοι να εισέρχονται παράνομα και να καθίστανται παράνομοι. Η κατάσταση των μεταναστών πηγαίνει πέρα από τη θάλασσα της Λαμπεντούζα, περιλαμβάνει τις ιεραρχίες που επιβάλλονται τόσο από το κράτος όσο και μέσα από τους χώρους εργασίας. Ενάντια σε αυτή την κατάσταση οι μετανάστες αγωνίστηκαν και εξακολουθούν να αγωνίζονται.

Ίσως αυτοί οι αγώνες να μην αποτέλεσαν μια οριστική λύση, αλλά είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να αγνοηθεί μέσω μιας περιστασιακής ηθικολογίας, ή με το να αποκαλούνται «μετανάστες» εκείνοι που μέχρι χθες λέγονταν «εργάτες», καταστρατηγώντας την ιδέα μιας ενιαίας εργατικής τάξης, η οποία αγνοεί τις διαιρέσεις. Σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, ο μόνος ομογενοποιημένος χώρος είναι αυτός των αγορών, ενώ οι άνδρες και οι γυναίκες χωρίζονται ανά κατηγορία, χρώμα, φύλο και νομικές διαφοροποιήσεις. Αυτό δεν είναι ένα πρόβλημα ηθικό, αλλά πολιτικό. Όσοι προσποιούνται ότι επιδιώκουν συμβολικές ή πραγματικές νίκες χωρίς να αμφισβητούν το καθεστώς αυτό του διαχωρισμού που επιτίθεται σε όλους μας μέσα από την επίθεση ενάντια στους μετανάστες, και χωρίς να κατανοούν την ευρωπαϊκή και παγκόσμια διάσταση των αγώνων των μεταναστών, τροφοδοτούν μια ψευδαίσθηση την οποία δεν μπορούμε να συμμεριστούμε.


Coordinamento Migranti
9 Οκτώβρη 2013,
www.coordinamentomigranti.org

Μετάφραση: Δίκτυο Clandestina


[1] «Μετανάστες: άλλο ένα πολιτικό μακελειό», Coordinamento Migranti, 3 Οκτώβρη 2013,
http://www.connessioniprecarie.org/2013/10/03/migrants-another-political-carnage/

[2] Ο νόμος Bossi-Fini που ψηφίστηκε το 2002 πήρε το όνομά του από τους εμπνευστές του, Umberto Bossi, επικεφαλής τότε της Λέγκας του Βορρά, και Gianfranco Fini, ιδρυτής του νεοφασιστικού κόμματος «Εθνική Συμμαχία». Ο νόμος προβλέπει ποινές για όσους βοηθούν μετανάστες χωρίς χαρτιά, αποτρέποντας καπετάνιους αλιευτικών να παρέμβουν προς σωτηρία μεταναστών που ναυαγούν στα ιταλικά χωρικά ύδατα. Επιπλέον, επιβάλλει στους μετανάστες που εισέρχονται στην Ιταλία χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα φυλάκιση, πρόστιμο μέχρι 5.000 ευρώ και απέλαση.