Έχοντας βγει από μία δεκαετία αναταραχής και κοινωνικού αναβρασμού ανά τον κόσμο –και μπαίνοντας σε μία δεκαετία δυνητικά πολύ χειρότερη– και δεδομένων των πρόσφατων εξεγέρσεων σε διάφορα μέρη του κόσμου, από το Χονγκ Κονγκ μέχρι τη Λευκορωσία, θεωρούμε πως χρειάζεται να υπάρξει μία νέα ανάλυση ως προς τις μοναδικές πλέον συνθήκες του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, εν αντιθέσει με τη μέχρι τώρα ανάλυση των αντικαπιταλιστικών κοινωνικών κινημάτων. Έχοντας βγει από μία δεκαετία νεο-ιμπεριαλιστικής καταπίεσης από διεθνείς ενώσεις του κεφαλαίου (βλ. Ε.Ε.), και πλήρους απελευθέρωσης του παγκόσμιου κεφαλαίου από τα εδαφικά δεσμά, είναι αναγκαία μια αναθεώρηση της στάσης μας ως προς την παγκοσμιοποίηση και τις επιπτώσεις της στο κοινωνικοαπελευθερωτικό κίνημα, καθώς συνθήματα τύπου «το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του» είναι πλέον άτοπα και ανεπίκαιρα, ιδιαίτερα έχοντας υπόψη ότι, βάσει των αντικειμενικών υλικών συνθηκών, «το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του» σημαίνει απλώς ότι το Αιγαίο ανήκει στο διεθνές κεφάλαιο που επιζητεί να το εκμεταλλευτεί· τους φυσικούς πόρους του, και τους κατοίκους των νησιών του.
Είναι αχρείαστο και επιζήμιο το δίπολο εθνικισμού, και ενός αντιεθνικισμού ο οποίος φαίνεται να μην κατανοεί εν μέρει τη σημασία του δικαιώματος των λαών στην αυτοδιάθεση. Θα ήταν απολύτως άτοπο να λέμε πως η Παλαιστίνη ανήκει στα ζώα που την απαρτίζουν. Θα ήταν επίσης απολύτως προσβλητικό προς τον αγώνα των Παλαιστινίων ενάντια στην καταπίεσή τους από τον ισραηλίτικο ιμπεριαλισμό. Και αν και η κατάσταση της Ελλάδας και της Παλαιστίνης μπορεί να φαίνονται ανόμοιες, και τα δύο έθνη, όπως και η πλειοψηφία των εθνών και κοινωνιών ανά την υφήλιο υποφέρουν κάτω από την ίδια πλέον παγκόσμια συνθήκη. Αυτή του παγκόσμιου καπιταλισμού και της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας. Και είναι ασύμφορο από την πλευρά των κοινωνικών επαναστατικών κινημάτων να αγνοούν την εν λόγω συνθήκη, και τις αλυσιδωτές επιπτώσεις αυτής στο κοινωνικό-ιστορικό –και κατ’ επέκταση– στο κοινωνικοαπελευθερωτικό κίνημα.
Προφανώς ποσώς μας ενδιαφέρει η ισχυροποίηση το έθνους-κράτους αυτού κάθ’ αυτού, ούτε και η δόμηση μιας εθνοτικής κοινότητας βάσει του εθνικιστικού μοντέλου ταυτοποίησης της εθνική ταυτότητας (δηλαδή τη θεωρία του αίματος και της φυλετική καθαρότητας). Το ζήτημα είναι η δυνατότητα αυτονομίας των κοινωνιών από τα κέντρα εξουσίας και των καπιταλισμό, και η δυνατότητα δόμησης μια επαναστατική προοπτικής με αντίκρισμα στον πραγματικό (υλικό) κόσμο. Η παγκοσμιοποίηση ουδεμία σχέση έχει με τον επαναστατικό διεθνισμό και τη διεθνή ταξική αλληλεγγύη, και ο τρόπος με τον οποίο τίθεται σε ισχύ έχει εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις ως προς αυτά τα προτάγματα. Αυτό που ένα μεγάλο κομμάτι της αριστεράς και του επαναστατικού κινήματος ερμηνεύει μονάχα ως άνοδος το εθνικισμού δεν είναι παρά το αίτημα για την επανοικειοποίηση του ελέγχου –ή έστω του ελάχιστου ελέγχου που υπήρχε στο παρελθόν– της πολιτική εξουσίας και της οικονομίας. Αυτό που φαίνεται ως άνοδος του εθνικισμού και του φασισμού δεν είναι σε καμία περίπτωση καθολικά παρόμοιο με την άνοδο του έστω και ψευδοεπαναστατικού εθνικισμού του Χίτλερ και του Μουσολίνι τη δεκαετία του ‘30. Η σύγχρονη άνοδος της ακροδεξιάς είναι αποτέλεσμα φόβου, και της πλέον παντελούς απώλειας ελέγχου των συνθηκών από τις κοινωνίες. Και όσο και αν απολύτως δίκαια σιχαινόμαστε τον εθνικισμό, είναι πλήρως ασύμφορο να ποινικοποιούμε τον δικαιολογημένο εν τέλει φόβο αυτών των κοινωνιών που συντηρητικοποιούνται
Ποια όμως μπορεί να είναι η στάση και ο ρόλος των κινημάτων που αποσκοπούν στην κοινωνική και ατομική απελευθέρωση. Πώς μπορούμε να επέμβουμε ουσιαστικά στην κοινωνία χωρίς να ισχυροποιήσουμε ούτε τις θέσεις του εθνικισμού, αλλά μήτε του παγκόσμιου κεφαλαίου και της απανταχού εξουσίας. Για να μπορέσουμε να απαντήσουμε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να δούμε πιο αναλυτικά τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης.
Παγκοσμιοποίηση και αποσάθρωση των εθνικών οικονομιών
Θα ήταν προφανώς απολύτως παράλογο για οποιοδήποτε νοήμον ον να θεωρήσει πως η παγκοσμιοποίηση είναι συνολική. Η μόνη τάξη που μπορεί να υπερβεί ουσιαστικά τα εθνικά σύνορα είναι η τάξη των καταπιεστών, των κεφαλαιοκρατών, της μπουρζουαζίας κ.λπ. Η αποδέσμευση του κεφαλαίου από τον υπαρκτό χώρο σημαίνει τη σχεδόν καθολική απώλεια ελέγχου της οικονομία από την πολιτική εξουσία –η όποια όμως συνεχίζει να νομοθετεί προς όφελος αυτού του παντελώς πλέον αναξιόπιστου κεφαλαίου– και κατ’ επέκταση, την απουσία των κοινωνικών κινημάτων από τη διαδικασία διαμόρφωσης των συνθηκών. Το κεφάλαιο το οποίο πλέον μπορεί να διαπερνάει και να αγνοεί τα σύνορα δεν έχει κανένα συμφέρον να διατηρεί τη σταθερότητα των εθνικών οικονομιών, ούτε έχει λόγο να σεβαστεί τις κοινωνίες και τα δικαιώματα αυτών μέσα στις οποίες δραστηριοποιείται, καθώς ανά πάσα στιγμή μπορεί να μεταφερθεί αλλού, πιθανότατα στον τρίτο κόσμο, στον οποίο βασίζεται για την παραγωγή των προϊόντων του, και όπου σαφώς βρίσκεται υπό σημαντικά λιγότερο υλικό κίνδυνο.
Δεδομένης αυτής της συνθήκης τα θεωρητικά ανεξάρτητα κράτη καταλήγουν έρμαια στο θρησκευτικά κατασκευασμένο «αόρατο χέρι της αγοράς», λόγω της αδυναμίας τους να ρυθμίσουν την οικονομία τους, καθώς οι πράξεις μόλις μερικών τζογαδόρων απατεώνων χρηματιστών της Wall Street μπορούν να καταστρέψουν οποιαδήποτε εθνική οικονομία. Όπως ακριβώς ο Σόρος υποτίμησε την αγγλική λύρα το ‘92, όπως το χρηματιστήριο δημιούργησε την κρίση ακρίβειας στην Ινδία στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, και όπως τώρα με την κρίση που επήθλε το κορωνοϊού, η παγκόσμια οικονομία και ο χώρος φαίνεται να επηρεάζονται από έναν αόριστο και ακόμη ακαθόριστο εχθρό που δρα εκτός του υποκείμενου χώρου και οικονομίας. Ταυτοχρόνως, αν μια κοινωνία πλέον θέλει να επιβιώσει, επιβάλλεται από την ίδια τη νέα αυτή παγκόσμια συνθήκη να πάρει μέρος σε αυτήν την απείρως άνιση εξίσωση εξουσιών και οικονομιών ανά τον πλανήτη, όπου και αυτομάτως, εφόσον δεν βρίσκεται στις κορυφαίες 22 οικονομίες, καταλήγει ηττημένη.
Η εναλλακτική της οικονομικής απομόνωσης προϋποθέτει ισχυρές παραγωγικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να στηρίξουν την εν λόγω απομόνωση, την οποία όμως το παγκόσμιο κεφάλαιο έχει καταστήσει αδύνατη για την πλειοψηφία του αναπτυσσόμενου τρίτου κόσμου – συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας (ιδιαιτέρως η Ε.Ε. επιβάλλει καθολικές οικονομικές πολιτικές στα μέλη της). Όπως όμως προείπαμε, δεν μας ενδιαφέρει η ισχυροποίηση της εθνικής οικονομίας ούτε είναι τελικός μας στόχος η οικοδόμηση ενός μοντέλου υγιούς καπιταλισμού. Στόχος μας είναι η αποδέσμευση των κοινωνιών από την παρούσα αλυσίδα παραγωγής, και το τέλος της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Θα ήταν όμως αφελές να θεωρήσουμε πως η αποσάθρωση της εθνικής οικονομίας και κυριαρχίας δεν επηρεάζει την επαναστατική προοπτική.
Το τέλος της γεωγραφίας
Τι εννοούμε όταν μιλάμε για το τέλος της γεωγραφίας. Σημάνει την κατάργηση της Γεωγραφίας ως επιστήμη; Προφανώς και όχι. Μιλάμε για την αποσαφήνιση του «χώρου», και το τέλος αυτό ως αποτελεσματικός ιστορικός παράγοντας. Τι σημαίνει για μας όμως ο «χώρος».. Ο χώρος καθορίζεται σχεδόν καθολικά από την ανθρώπινη κινητικότητα εντός αυτού. Δεν θεωρούμε καθόλου τυχαίο το ότι στον ελλαδικό χώρο χρησιμοποιούμε τη λέξη «χώρος» εναλλακτικά της λέξης «κίνημα» όταν μιλάμε για την αναρχία ή την αριστερά. Ο «χώρος» και ο «τόπος» καθορίζονται από το πράττειν των ανθρώπων εντός τους, και ως αυτό μπορούν να υπάρχουν ως ιστορικός παράγοντας. Τα Εξάρχεια δεν είναι απλώς μια γειτονιά στο κέντρο της Αθήνας που καθορίζεται από τα κτίριά της, αλλά ένας χώρος με σημειολογική σημασία και επίδραση στο κοινωνικό-ιστορικό λόγω της ανθρώπινης κινητικότητας εντός τους, η οποία σημασία εναλλάσσεται ανάλογα με την ποιότητα της εν λόγω κινητικότητας και πράξης. Τα Εξάρχεια, όπως και κάθε χώρος, είναι ταυτοχρόνως μια υλική όσο και φαντασιακή πραγματικότητα.
Όταν λοιπόν μιλάμε για το τέλος της γεωγραφίας στην ουσία μιλάμε για την αποσημαδιοποίηση του ανθρωπίνου πράττειν, και κατ’ επέκταση των κοινωνικών κινημάτων, τα οποία χρίζονται αναποτελεσματικά και αχρείαστα λόγω της φαινομενικής τους αδυναμίας να επηρεάσουν και να μεταλλάξουν πλέον τις υλικές συνθήκες, δεδομένου ότι δεν μπορούν να απειλήσουν πραγματικά τα συμφέροντα του κεφαλαίου που αδιαφορεί πλήρως για οποιαδήποτε τοπική ανθρώπινη δραστηριότητα. Εφόσον το κεφάλαιο το οποίο καθορίζει σχεδόν απόλυτα την οικονομία και την παραγωγή, όπου εντός καπιταλισμού αποτελούν τις πιο ουσιαστικές λειτουργίες μιας οικονομίας, μπορεί να κινείται ελεύθερα –σε αντίθεση με τους πληθυσμούς που κατοικούν εντός του χώρου, και που είναι δέσμιοι αυτού– δεν έχει, όπως είπαμε πιο πάνω, λόγο να συμβιβαστεί με κανένα από τα αιτήματα της εκάστοτε κοινωνίας, κάνοντας οποιονδήποτε αγώνα να φαίνεται ανέλπιδος και ανούσιος. Εφόσον το κεφάλαιο είναι πλέον εκτός χώρου, δεν επηρεάζεται από αυτόν, ενώ τον επηρεάζει.
Εφόσον η σημασία και η επίδραση της τοπικότητας έχει αποδιαρθρωθεί από την παγκοσμιοποίηση, ο «χώρος» μεταφέρεται από το υλικό-πραγματικό στο ιδεατό, όπου ο μόνος τρόπος να παγκοσμιοποιηθούν οι κοινωνίες και το προλεταριάτο είναι μέσω του καινούριου παγκόσμιου χώρου, του διαδικτύου ή πιο σωστά του κυβερνοχώρου. Ο διαδικτυακός χώρος όμως δεν υπάρχει, ούτε μπορεί να υπάρξει στο πραγματικό, και δεν μπορεί να υπάρξει ιστορικά, εφόσον εντός του δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστικά «πράξη». Εφόσον ο εν λόγω «χώρος» δεν υπάρχει εντός του πραγματικού, αλλά μόνο ως μία φαντασιακή συνθήκη, ή ως τίποτε άλλο πέρα από ένα «οικοδόμημα», είναι κατά κύριο λόγο υπό τον έλεγχο των απανταχού εξουσιών και του κεφαλαίου, όπου και λειτουργεί σχεδόν εξαναγκαστικά λόγω της φύσης του ως «μη υλική πραγματικότητα» με όρους θεάματος – ενός θεάματος εντός του οποίου το κοινωνικό απελευθερωτικό κίνημα φαίνεται να μην μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά.
Το τέλος του φαντασιακού ως έχει
Μαζί με την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας επακολουθεί και η παγκοσμιοποίηση της επικοινωνίας και του πολιτισμού. Αυτό κάθ’ αυτό το φαινόμενο δεν είναι καθολικά αρνητικό, καθώς δεν θεωρούμε ότι κάθε κουλτούρα και πολιτισμός έχουν κάποια απολύτως αντικειμενική καθολική αξία, η οποία πρέπει να προστατευτεί ως έχει πάση θυσία. Ο προβληματισμός μας έγκειται στο κατά πόσο έχουν οι κοινωνίες τη δυνατότητα να παράξουν τη φαντασιακή τους πραγματικότητα οργανικά, μέσω της αντικειμενικής τους τοπικής πραγματικότητας, εφόσον ο πολιτισμός ο οποίος διαδίδεται παγκοσμίως είναι αυτός του καταναλωτισμού· και εφόσον σ’ αυτές επιβάλλεται το παγκόσμιο φαντασιακό που παράγεται από τον αποκεντρωμένο πολιτισμό του καπιταλισμού, που υπάρχει εκτός του χώρου στον οποίο υπάρχει «δράση». Το ερώτημα λοιπόν είναι κατά πόσον μπορεί να παραχθεί ένα ιδεατό που αντιστοιχεί στις αντικειμενικές υλικές συνθήκες από τις κοινωνίες οι οποίες τις βιώνουν. Ή τουλάχιστον κατά πόσον το εν λόγω φαντασιακό μπορεί να έχει κάποιου είδους υλικό-πραγματικό αντίκρισμα, και ποια είναι η δυνατότητα επιβολής οποιασδήποτε ουσιαστικής αλλαγής από το τοπικό στοιχείο.
Ένα φαινόμενο που φαίνεται πλέον, αν όχι να έχει εξαλειφθεί, να έχει χάσει ένα σημαντικό κομμάτι της σημασίας του, είναι οι τοπικές σκηνές στο πεδίο της μουσικής, όπου μέχρι πριν από μόλις λίγες δεκαετίες φαινόταν να υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές από περιοχή σε περιοχή στο ίδιο μουσικό είδος. Έχει σημασία πλέον να μιλάμε για τη σκηνή του Thrash Metal στο Los Angeles (Βay Area), και τις διαφορές του με τη γερμανική Thrash Metal σκηνή; Πιθανότατα όχι. Και ενώ το γεγονός αυτό δεν το θεωρούμε προβληματικό από μόνο του, καθώς αυτό σημαίνει ότι μπορεί πλέον ή τουλάχιστον φαίνεται να υπάρχει μια παγκόσμια επικοινωνία και διάδοση της μουσικής, αυτό το οποίο υποδηλώνει φαίνεται αρκετά προβληματικό: Οι κοινωνίες έχουν σταματήσει να παράγουν τέχνη και πολιτισμό ως αποτέλεσμα κοινωνικής ζύμωσης, αλλά πλέον βάσει επιρροών που μπορούν να υπάρξουν μόνο στο φαντασιακό επίπεδο, ή πιο σωστά μόνο εντός της πραγματικότητας του παγκόσμιου θεάματος. Μία σύγχρονη ελληνική μπάντα δεν παράγει τέχνη ως αποτέλεσμα των κοινωνικών βιωμάτων των μελών της, αλλά επηρεασμένη από ένα φαντασιακό βίωμα, προϋπάρχον και καθορισμένο από εξωτερικούς και πλήρως αφαιρετικούς παράγοντες, καθώς πλέον κανένα κομμάτι της παγκοσμίως διαδεδομένης τέχνης δεν είναι αποτέλεσμα του υλικού, αλλά αυτοναπαράγεται μονάχα εντός του κόσμου του προκαθορισμένου θεάματος. Ενός θεάματος που καθορίζεται από και βάσει των συμφερόντων της παγκόσμιας άρχουσας τάξης και των πολυεθνικών εταιριών, που θέτουν τα όρια της εκάστοτε πλατφόρμας μέσω της οποίας διαδίδεται η πληροφορία και παράγεται η τέχνη.
Δεν αμφισβητούμε προφανώς τη δυνατότητα του τοπικού στοιχείου να παράξει ένα σχετικά αυτόνομο φαντασιακό, αλλά το κατά πόσο το κοινωνικό απελευθερωτικό κίνημα μπορεί να επηρεάσει το πλέον παγκόσμιο και ετεροκαθορισμένο φαντασιακό με οποιονδήποτε τρόπο που μπορεί να οδηγήσει σε οποιαδήποτε αλλαγή.
Ανασφάλεια, φόβος και συντηρητικοποίηση
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω δεν πιστεύουμε ότι αυτό που φαίνεται ως άνοδος του εθνικισμού στην Ευρώπη είναι ανάλογο της ανόδου του Χίτλερ και του Μουσολίνι κατά την δεκαετία του ’30, αλλά κατά πολύ πιο συγκρίσιμη με τις δυνάμεις της λεγόμενης «αντίδρασης» κατά τον 19ο αιώνα. Διόλου τυχαίο δεν είναι που υπό εποχές τόσο ακραίας αποσταθεροποίησης το αίτημα για συντήρηση θα έμπαινε στο προσκήνιο. Ο φόβος των κοινωνιών που ζουν κάτω από τη μπότα αυτού του αόρατου και ακαθόριστου εχθρού, είναι αναπόφευκτο να οδηγήσει σε θεωρίες συνωμοσίας, όπου κάποια παγκόσμια μυστική ελίτ παίρνει κρυφές αποφάσεις για τη μοίρα της ανθρωπότητας. Ενώ αυτή η παγκόσμια τάξη ανθρώπων υπάρχει, καθόλου στο σκοτάδι δεν βρίσκονται, ούτε υπάρχει ανάγκη για κρυφές συνωμοσίες, δεδομένου ότι το σύστημα έχει χτιστεί από και υπηρετεί τα συμφέροντα αυτής της τάξης ανθρώπων. Δεν είναι τίποτα άλλο από μια πρόσκαιρη συμμαχία συμφερόντων, που κατά τα άλλα σε καμία περίπτωση δεν είναι ενωμένοι ούτε και επιζητούν την καταστροφή ή και τη γενοκτονία της λευκών, όπως διαμηνύουν οι πιο γελοίοι εκ της ακροδεξιάς
Η ακροδεξιά στην επικείμενη συνθήκη έχει καταφέρει να υπάρξει επειδή εκμεταλλεύεται ένα κενό. Το κενό της κυριαρχίας πάνω στον χώρο. Το αίτημα για σταθερότητα όμως, απομονωμένο από τον φασισμό και τη συντήρηση, διόλου φασιστικό δεν είναι. Η ακροδεξιά ενισχύεται σε μεγάλο βαθμό, γιατί, εν αντιθέσει με το επαναστατικό κίνημα, αδυνατεί να κατανοήσει πλέον τον σύγχρονο αυτό φόβο, και το μόνο που προτάσσει –τουλάχιστον αυτό που φαίνεται προς τα έξω– είναι υπερμελλοντικά και ουτοπικά αιτήματα κενά νοήματος κατάργησης των συνόρων. Φαίνεται να μην κατανοούν ότι υπό καπιταλιστικές συνθήκες αυτή η στάση, και η στείρα αντιπαράθεση με τον φασισμό, χωρίς την ουσιαστική λύση των προβλημάτων που οδηγούν στην άνοδο αυτού, δεν πρόκειται να φέρουν κανένα επιθυμητό αποτέλεσμα αν το επαναστατικό κίνημα δεν μπορεί να δώσει λύση στο πρόβλημα του σύγχρονου φόβου.
Επανάσταση, αναρχία και η επανοικειοποίηση του χώρου
Ίσως ένα από το πιο πετυχημένα εγχειρήματα του αναρχικού χώρου στην Ελλάδα είναι η επιβολή του επί του χώρου, και η συνεχής και επίμονη δράση του επί αυτού – τουλάχιστον στον βαθμό που μπορεί να μετουσιώσει τον υπάρχοντα χώρο από στείρα υλικό σε σημειολογικά εξεγερτικό και επαναστατικό, δηλαδή να απελευθερώσει το τοπικό από την τυραννία της μονοτονίας του καπιταλισμού, και να δημιουργήσει συνθήκες κοινωνικής ζύμωσης. Το ουσιαστικότερο τελικά ζήτημα είναι πως το ευρύτερο κοινωνικό κίνημα θα μπορέσει να επέμβει και να ξαναδώσει σημασία στον «χώρο» αποδεσμεύοντας και αυτονομώντας τον από το σύστημα. Δημιουργώντας εστίες συνεχούς κίνησης και τοπικού αγώνα οι οποίες μπορούν να στηριχθούν και να δημιουργήσουν δίκτυα αλληλεγγύης. Η επανοικειοποίηση του χώρου δεν περιορίζεται μόνο στο υλικό/πραγματικό, αλλά και στον χώρο του παγκόσμιου φαντασιακού, μέσω των παγκόσμιων διόδων επικοινωνίας (ίντερνετ με λίγα λόγια), επιτιθέμενη στη μονοτονία του θεάματος της συντήρησης, και του καπιταλισμού στο πιο ουσιαστικό της πεδίο.
Αλλά μόνο όταν η θεωρία μπορεί να μετουσιωθεί και να γίνει πράξη μπορούν οι ιδέες ουσιαστικά να διαδοθούν. Παρ’ όλα αυτά θα συνεχίσουμε να ερχόμαστε αντιμέτωποι με το εξής πρόβλημα: Πώς μπορεί το τοπικό να επηρεάσει ή και να αποδεσμευθεί από την παγκόσμια διάσταση των δυνάμεων της τυραννίας, και πώς μπορεί να επέμβει στο πρόβλημα της απανταχού, και ταυτόχρονης σχεδόν ανά τον κόσμο, ηθικής νομιμοποίησης του καπιταλισμού, χωρίς ένα διεθνές δίκτυο αλληλεγγύης; Και πώς μπορεί ένα τοπικό κίνημα να πάρει διάσταση αν δεν μπορεί να συμμετέχει ουσιαστικά στο τοπικό, όταν καταλήγει να είναι εμμονικά απομονωμένο από την κοινωνία στην οποία ζει;
Οι απαντήσεις προφανώς δεν είναι εύκολες, ούτε και οι λύσεις μπορούν να είναι άμεσες, καθώς το προβλήματα είναι διεθνή και απαιτείται διεθνής συνεργασία. Εξαρτώνται από το συνειδητό πράττειν άλλων κοινωνιών, επί των οποίων έχουμε μειωμένη επίδραση. Αν υπάρχει λύση, αυτή βρίσκεται στην ενίσχυση των αγώνων εντός του χώρου, και στην προσπάθεια αυτονόμησης του ανθρώπινου στοιχείου, για να μπορεί να οικοδομηθεί ένα ουσιαστικά αποτελεσματικό διεθνές δίκτυο αλληλεγγύης και στήριξης των κινημάτων, όπου αυτά υπάρχουν.
Αρσέν Λου(μ)πέν