Η πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκε η λέξη «τρομοκρατία» δεν ήταν για να καταγγείλει τις βίαιες πολιτικές πράξεις μεμονωμένων ατόμων ή μικρών ομάδων εναντίον μιας χώρας ή κυβέρνησης, αλλά για να περιγράψει ένα νέο καθεστώς: το Καθεστώς του Τρόμου (La Terreur) της Γαλλικής Επαναστατικής Κυβέρνησης. Ο Ροβεσπιέρος, επικεφαλής των Γιακοβίνων, της πολιτικής λέσχης που βρισκόταν στην κορυφή της πολιτικής ιεραρχίας την εποχή του Τρόμου (από το 1793 μέχρι το 1794) δικαιολόγησε τον τρόμο ως μέσο απονομής δικαιοσύνης: «αν η πηγή της λαϊκής κυβέρνησης σε καιρό ειρήνης είναι η αρετή, οι πηγές στον καιρό της επανάστασης γίνονται αυτόματα η αρετή και ο τρόμος… Ο τρόμος δεν είναι τίποτε άλλο παρά δικαιοσύνη, άμεση, γρήγορη, άκαμπτη».
Το 1651 ο Άγγλος πολιτικός φιλόσοφος Τόμας Χομπς είχε περιγράψει το Κράτος ως Θνητό Θεό (τον Λεβιάθαν), που εμπνέει τρόμο με την έννοια του δέους, για να αποτρέψει τους ανθρώπους από το να αλληλοσκοτώνονται λόγω των ενστίκτων τους. Οι Γιακοβίνοι στα τέλη του 19ου αιώνα χρησιμοποίησαν τον τρόμο ως εργαλείο εξολόθρευσης πραγματικών και υποτιθέμενων εχθρών της Επανάστασης, αλλά και απλώς υπόπτων. Η Γαλλική Επανάσταση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από δυο βασικές φάσεις βίας: Αντιδραστική/Επαναστατική Βία και Καθεστωτικός/Μεταεπαναστατικός Τρόμος. Ένα παράδειγμα «απονομής δικαιοσύνης» είναι πως κατά τη διάρκεια της εποχής του Τρόμου καταδικαζόταν σε αποκεφαλισμό όποιος έκοβε ένα Δέντρο της Ελευθερίας, που ήταν το σύμβολο αναγέννησης του Γαλλικού Κράτους…
Προοδευτικοί αλλά και συντηρητικοί Ευρωπαίοι του 19ου αιώνα, όταν είχε πια δημιουργηθεί ένα ισχυρό αστικό Κράτος στη Γαλλία, έβλεπαν με κατανόηση τη βία της προεπαναστατικής φάσης, θεωρώντας πως ήταν μια αναγκαιότητα λόγω της ακραίας ένδειας και καταπίεσης. Ο Κάρολος Ντίκενς στο μυθιστόρημά του Ιστορία Δύο Πόλεων περιγράφει με θαυμασμό το πάθος των επαναστατών στην άλωση της Βαστίλη,ς και δικαιολογεί το εκδικητικό τους μένος. Στη δεύτερη φάση, όμως, όταν έχουν πάρει την εξουσία στα χέρια τους, περιγράφει τους επαναστάτες ως αιμοδιψείς, κακόβουλους εξουσιομανείς «πατριώτες» που ακονίζουν τα ματωμένα τους σπαθιά – με πρώτο το ζεύγος Ντεφάρζ, ψευτοδικάζουν και στέλνουν στη γκιλοτίνα ανθρώπους μόνο με την υποψία συνομωσίας με το Παλαιό Καθεστώς.
Το Κράτος, επομένως, ήταν αυτό που, και θεωρητικά και πρακτικά, έπρεπε να εμπνέει, αλλά και εκείνο που άσκησε τον μεγαλύτερο και κυριολεκτικό Τρόμο. Όπως έλεγε ο Ερρίκο Μαλατέστα, η βία που έχει ως στόχο την απελευθέρωση είναι ιερή. Αντίθετα, «υπάρχουν ακόμη πολλοί που γοητεύονται από την ιδέα του τρόμου. Αυτοί νομίζουν ότι η γκιλοτίνα, οι τουφεκισμοί, οι σφαγές, οι εκτοπίσεις, η φυλακή είναι ισχυρά και απαραίτητα όπλα της επανάστασης… Αλλά η αλήθεια είναι πως ο τρόμος υπήρξε ανέκαθεν εργαλείο της τυραννίας».
Θα συμφωνούσε ο Ντίκενς, μέσω του χαρακτήρα του Σίντντεϊ Κάρτον που θυσιάζεται για να σώσει μια οικογένεια από την κρατική γκιλοτίνα, καθώς τον βάζει να οραματίζεται μια πραγματικά ελεύθερη κοινωνία: «Βλέπω…τον Ντεφάρζ, την Εκδίκηση, τον Ένορκο, τον Δικαστή, σειρές από νέους καταπιεστές που ξεπετάχτηκαν από την καταστροφή των παλιών, να αφανίζονται από το ίδιο τιμωρητικό εργαλείο… Βλέπω μια όμορφη πόλη και έναν υπέροχο λαό να υψώνεται από αυτήν την άβυσσο και, παλεύοντας να γίνει πραγματικά ελεύθερος, μέσα από τους θριάμβους και τις ήττες, βλέπω τα δεινά της εποχής αυτής μα και της προηγούμενης, σταδιακά να εξαγνίζονται και να ξεθωριάζουν».
Αν ο τρόμος της επανάστασης εξαγνίζεται, ο μόνιμος τρόμος συνηθίζεται. Γυρνώντας στον Θνητό Θεό του Χομπς, το Ηγεμονικό Κράτος ή τον μοναχικό Ηγεμόνα, το στοιχείο τρόμου υπήρξε ανέκαθεν ισχυρό εργαλείο για την πειθαρχία του λαού. Σήμερα δεν έχουμε γκιλοτίνα, αλλά έχουμε θεούς, θνητούς και μη, που μπορεί να μην εμπνέουν οι ίδιοι τρόμο, αλλά κάνουν ολοένα και περισσότερες προσπάθειες για να νιώσουμε ότι βρισκόμαστε υπό μόνιμη απειλή τιμωρίας σε περίπτωση μη συμμόρφωσης στο Κράτος του Ζόφου, που θα ‘λεγε και ο Τολστόι.
nam sibyllam