«Αυτονόητα, δεν μπορεί να ειπωθεί σήμερα όλη η αλήθεια – θα έρθει η ώρα να ειπωθεί ολόκληρη, να δοθεί όνομα στα πάντα. Όσα ειπωθούν σήμερα, όμως, πρέπει να είναι αλήθεια»
Το βιβλίο αυτό είναι ένα πολιτικό ντοκουμέντο. Εκ των πραγμάτων η όποια αναφορά σ’ αυτό θα είναι πολιτική και δεν μπορεί να παίζει με τις λέξεις βιβλιοπαρουσίαση-βιβλιοκριτική.
Όπως λέει και ο τίτλος του βιβλίου, ο Δημήτρης Κουφοντίνας γεννήθηκε πολιτικά τη μέρα που η χούντα αιματοκύλησε την εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973, την 17 ΝΟΕΜΒΡΗ. Παιδί της μεταπολίτευσης, με ενεργό συμμετοχή στο πολύμορφο ριζοσπαστικό κίνημά της, μας δίνει μια από τα μέσα περιγραφή της εποχής, των γεγονότων και των καταστάσεων, των ελπίδων και των ματαιώσεων, της στάσης της Αριστεράς. Φυσικά, απ’ την κριτική του δεν μένει απ’ έξω το ένοπλο κομμάτι του κινήματος αυτού, ούτε η ίδια η 17 Νοέμβρη. Επίσης, η αυτοκριτική του συγγραφέα κατέχει δεσπόζουσα θέση, καθώς επανέρχεται συχνά στις απόψεις και θέσεις που στήριζε την εποχή εκείνη, κι αυτό σε σύγκριση με τη μετέπειτα και τωρινή στάση του απέναντι στις τότε επιλογές του. Απ’ αυτό το ντοκουμέντο, λοιπόν, θα θέλαμε να εστιάσουμε σε μερικά σημεία που θεωρούμε πιο καίρια.
Η Μεταπολίτευση: Η περίοδος 74-80 που πασχίζουν να μας κάνουν να την ξεχάσουμε. Ως δρων πολιτικό υποκείμενο και διαμορφωμένος ιδεολογικά μέσα σ’ εκείνη την εποχή, ο Κουφοντίνας μάς δίνει μια μοναδικά ζωντανή περιγραφή του ακηδεμόνευτου κοινωνικού και εργατικού κινήματος: Οι άγριες αυτοοργανωμένες απεργίες με την πλατιά αλληλεγγύη που ξεσήκωναν, οι βίαιες συγκρούσεις με την αστυνομία του «εθνάρχη» Καραμανλή, η πολυμορφία και ο ριζοσπαστισμός στις δράσεις και τις απόψεις. Αλλά και οι δομικές αδυναμίες και αντιφάσεις αυτού του κινήματος που επέτρεψαν στο κράτος και αφεντικά να του επιτεθούν με τον νόμο 330 του 1976 και να το οδηγήσουν σταδιακά σε υποχώρηση και ενσωμάτωση. Πάνω από δέκα χιλιάδες εργάτες, πρωτοπόροι του κινήματος, απολύθηκαν βάσει αυτού του νόμου. Πριν συμβεί αυτό, το εργατικό κίνημα αντέδρασε και ο έφηβος Κουφοντίνας είχε μια ακόμα μοναδική εμπειρία, αφορμή για περαιτέρω σκέψη. Την 25 Μάη ’76 η αστυνομία χτύπησε την συγκέντρωση διαμαρτυρίας με τέτοια βιαιότητα ώστε υπήρξε και μια νεκρή εργάτρια. Όμως ο κόσμος αντιδρά. Στήνουν οδοφράγματα, αμύνονται και στη συνέχεια αντεπιτίθενται, οι γείτονες δείχνουν την αλληλεγγύη τους. «…ήταν από τις στιγμές που σε λίγη ώρα μαθαίνεις πολλά… έβλεπα πόσο αδίστακτη ήταν η βία της εξουσίας για να προασπίσει τα συμφέροντα των ισχυρών…εμείς γιατί να διστάζουμε να χρησιμοποιήσουμε κάθε μέσο για να προασπίσουμε τα συμφέροντα των κοινωνικά αδύναμων;»
Η Αριστερά: Μέσα σ’ αυτή την κατάσταση τι κάνει η λεγόμενη επίσημη Αριστερά; Για τον συγγραφέα, όχι μόνον ήταν απούσα αλλά παρέμενε υποταγμένη, φοβική και σαμποτάριζε το κίνημα της βάσης για να το εντάξει στους κομματικούς της σκοπούς. Και εξ αρχής χαρακτήριζε προβοκάτορες όσους απαντούσαν με τη νόμιμη λαϊκή αντιβία στις επιθέσεις του κράτους και των αφεντικών. Επιχειρώντας να εξηγήσει το φαινόμενο αυτό κάνει μια ιστορική αναδρομή στο ντόπιο και παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Οριακό θεωρεί το γεγονός της «ειρηνικής συνύπαρξης» που αποφάσισε η γραφειοκρατία της Ε.Σ.Σ.Δ. το 1956. Απόφαση που ακολούθησαν πιστά τα υπόλοιπα Κ.Κ. Το κενό αυτού του «ταξικού συμβιβασμού» προσπάθησαν να καλύψουν τα «αιρετικά» κινήματα, όπως οι Τουπαμάρος, οι κουβανοί, τα αντάρτικα πόλης στη Δύση με τις νέες τους προσεγγίσεις για την ταξική πάλη. Όμως, κατά τη γνώμη μας, αυτά δεν απαντούν στην ουσία της υπόθεσης: Πού ακριβώς οφειλόταν αυτός ο συμβιβασμός; Πώς δημιουργήθηκαν αυτές οι γραφειοκρατίες; Ποιες θεωρητικές θέσεις το επέτρεψαν και ποιες κοινωνικές αλλαγές; Ποια συμφέροντα υπήρχαν πίσω απ’ αυτή τους τη στάση; Όπως αναφέρει και ίδιος, η ηγεσία του Κ.Κ.Ε. αφόπλισε το κίνημα του Ε.Α.Μ. τη στιγμή που ήταν έτοιμο να καταλάβει την εξουσία. Αυτό όμως έγινε το 1944, τότε που το Κ.Κ.Ε. ήταν, κατά τον ίδιο, επαναστατικό. Προφανώς, οι παραπάνω αποφάσεις, θέσεις και πράξεις δεν μπορούν απλώς να αποδοθούν σε θεωρητική ανεπάρκεια, και πολύ περισσότερο σε προδοσία. Και δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κάποιος, πόσο διαφορετικές απαντήσεις έδωσαν τελικά όλα αυτά τα αντιιμπεριαλιστικά κινήματα που θέλησαν να ακολουθήσουν τον άλλο δρόμο, με πρώτη και καλύτερη την Κούβα.
Το Ένοπλο: Στο βιβλίο παρουσιάζεται όλο το πανόραμα της κυοφορίας, της γέννεσης, της εξέλιξης και ανάπτυξης του ελληνικού αντάρτικου πόλης. Ο σεβασμός του ένοπλου κομματιού σ’ όλες τις μορφές πάλης, η συμμετοχή του στους νόμιμους αγώνες και η προσπάθεια σύνδεσης μ’ αυτούς για το χτίσιμο μιας ενιαίας πολιτικο-στρατιωτικής οργάνωσης. Η πτώση του κινήματος της μεταπολίτευσης έφερε και την αποστρατεία των ένοπλων οργανώσεων, τις διαφωνίες για το μέλλον, την προσπάθεια για ενότητα που απέτυχε.
Η συνέχεια στη 17Ν. Μιλά για το πρωταρχικό διπλό λάθος: Την μονόπλευρη ένοπλη δράση και την μονόπλευρη εσωτερική ανάπτυξη με την αποχώρηση των διαφορετικών τάσεων. Αυτό συμβαίνει παρά την αντίθετη θεωρητική θέση της οργάνωσης για τη σχέση της με το κίνημα και για «πλατιά συζήτηση» και «σωστή δημοκρατική λειτουργία» στο εσωτερικό της. Έτσι, ενώ το κίνημα υποχωρεί και ενσωματώνεται, η 17Ν αρχίζει την πυκνή ένοπλη δράση της. Για την παραπάνω επιλογή ο αντάρτης Κουφοντίνας κάνει μια εκτεταμένη (αυτό)κριτική χρήσιμη για το σήμερα και το αύριο. Το επαναστατικό ήθος του μάς λέει ότι κάθε μορφή πάλης έχει τη δική της αξία και καμιά δεν είναι ανώτερη απ’ την άλλη∙ ότι παρά τις διαφορετικές απόψεις και επιλογές όλοι ήταν σύντροφοι που πάλευαν για τον ίδιο σκοπό. Στέκεται ιδιαίτερα στην αλληλοτροφοδότηση που πρέπει να έχουν τα ένοπλα κινήματα με τον περίγυρό τους, και στην πολιτική θεωρητική μόρφωση των μελών τους που αμέλησε η οργάνωση. Ο οδυνηρός θάνατος του Αξαρλιάν και η κατάρρευση του 2002 αποκάλυψε σε όλο τους το εύρος αυτές τις ελλείψεις.
Ο Λαός: Ο Κουφοντίνας αναφέρεται συνεχώς στο λαό ως όλον, χωρίς διαχωρισμούς. Ξανά και ξανά αναφέρεται στις «λαϊκές αξίες», στον «λαϊκό πολιτισμό» στη «λαϊκή ψυχή», στο «λαϊκό ένστικτο» στη «λαϊκή μνήμη αντίστασης». Δεν υπάρχει ίχνος κριτικής σ’ αυτόν τον λαό, καμιά απόδοση ευθύνης σε αναντιστοιχία με την πραγματικότητα -που ο ίδιος περιγράφει- της πλήρους επικράτησης του μικροαστισμού, του λάιφ στάιλ, της ιδιοτέλειας και του καταναλωτισμού. Η δικαιολόγηση αυτής της στάσης με αναφορά στην επίθεση του συστήματος παγκόσμια, στην επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού και στη μεγέθυνση της μεσαίας τάξης, αποκρύβει το ότι δεν υπήρξε καμιά αντίσταση απ’ αυτόν τον λαό και ότι η λαϊκή πανοπλία δεν βοήθησε τελικά. Απόρροια της πίστης αυτής είναι και να ρομαντικοποιείται η σχέση 17Ν-λαού. Όχι πως οι ενέργειες της 17Ν δεν τύγχαναν μεγάλης αποδοχής. Όμως τι σήμαινε αυτή σε πολιτικό επίπεδο; Ήταν «έκφραση επαναστατικής συνείδησης» και «επανασύνδεση με τις επαναστατικές παραδόσεις» ή μια «πολιτική ανάθεση» και θεαματική απόλαυση απ’ τον καναπέ; Μια τέτοια αντιμετώπιση του λαού τον θέλει πάντα προδομένο, να θέλει αλλά να μην τον αφήνουν.
Έθνος – Ιμπεριαλισμός: Στο ζήτημα αυτό έχει ενδιαφέρον πώς αντιμετωπίζεται η περίπτωση της Κύπρου. Πρόκειται για προδοσία που οδήγησε σε εισβολή, σφαγές και προσφυγιά. Δεν αναφέρονται τα γεγονότα που προηγήθηκαν, ούτε το δράμα των απλών ανθρώπων της άλλης πλευράς. Δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν ότι στο κίνημα της ένωσης ηγήθηκαν απ’ την αρχή μέχρι το τέλος ένας κομμουνιστοφάγος φασίστας κι ένας αντικομμουνιστής ιεράρχης. Δεν γίνεται λόγος για τις δολοφονίες αριστερών απ’ τους φασίστες και των δυο πλευρών, που διέλυσαν το κοινό ταξικό κίνημα στο νησί. Κατά τη γνώμη μας, οι έλληνες φασίστες δεν πρόδωσαν στην Κύπρο, απλά προσπάθησαν να ασκήσουν την επεκτατική πολιτική του ελληνικού κράτους και απέτυχαν. Αν υπήρξε μια «προδοτική» στάση αυτή είναι της Αριστεράς, που απαιτούσε την ένωση σε μια εποχή που στην Ελλάδα οι αγωνιστές διώκονταν ανηλεώς, ουσιαστικά απαιτώντας δηλαδή, στο όνομα του έθνους, να παραδοθεί το μεγαλύτερο αριστερό κίνημα της Ανατολικής Μεσογείου στο μένος των φασιστών. Όταν η πολιτική ασκείται με βάση την ύπαρξη των δύο κοινοτήτων τότε ο ταξικός αγώνας πάει περίπατο.
Δεν μπορούμε να μην σημειώσουμε ότι στο βιβλίο παραλείπεται κάθε νύξη για το ζήτημα των μεταναστών και τη στάση της ελληνικής κοινωνίας απέναντί τους, καθώς και στο ζήτημα της αποδοχής από ικανό μέρος της μιας νεοναζιστικής οργάνωσης μαφιόζων, της χρυσής Αυγής.
Εν κατακλείδι: «Αν κάνω την αυτοκριτική που μου (μας) αναλογεί, δεν είναι για να απαρνηθώ την ιστορία μου… Δεν αρνούμαι τίποτα, δεν την τεμαχίζω, να διαλέξω τις όμορφες πλευρές της και να φορτώσω τις κακές αλλού. Την επωμίζομαι και εγώ, με όλο το βάρος της, ολόκληρη. Γιατί ήταν η δική μας απάντηση στο παλιό ερώτημα, στο παντοτινό ζητούμενο: Να αλλάξουμε τον κόσμο».
Κολίγος