Η αιματηρή πορεία του Φριτς Σούμπερτ και του ελληνικού «Σώματος Κυνηγών» στην κατοχική Κρήτη και Μακεδονία
Συνήθως οι αφηγήσεις για τους πολέμους αφορούν ήρωες ή μάρτυρες. Για τους πρώτους ακούμε τις περιπέτειές τους, τον τρόπο με τον οποίο διακινδύνευσαν τη ζωή τους, ή και τη θυσίασαν για κάποιο ιδανικό ή για να εκπληρώσουν το καθήκον τους προς την πατρίδα. Για τους δεύτερους μαθαίνουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες υπήρξαν θύματα των θηριωδιών μιας πολεμικής σύγκρουσης, πώς έχασαν τη ζωή τους ή δεινοπάθησαν από αυτά που φέρνουν οι πόλεμοι.
Τα καθάρματα, οι φονιάδες, οι σαδιστές, οι ψυχοπαθείς γενικά δεν είναι οι πλέον συνηθισμένοι πρωταγωνιστές των ιστορικών αφηγήσεων, παρ’ ότι οι πόλεμοι είναι πραγματικά το πεδίο εκείνο όπου τέτοιες προσωπικότητες βρίσκονται στο στοιχείο τους.
«Εφονεύθησαν ή εβασανίσθησαν κατά τον αγριώτερον τρόπον πλείστα άτομα, εληστεύθησαν δε και εκάησαν πλείσται οικίαι. Γενικώς η μετάβασις του σώματος τούτου [Σούμπερτ] εις τους τόπους της δράσεώς του ομοίαζεν προς αγρίαν λαίλαπα, συνώδευεν δε ταύτην πάντοτε αφθονία δακρύων, πόνου και αίματος».
Έτσι συνοψίζει ο Ειδικός Αντεπίτροπος στην έκθεσή του τον Απρίλιο 1947 την ωμή τρομοκρατία που είχε εξαπολύσει στην Κρήτη και τη Μακεδονία κατά την Κατοχή ο ελληνομαθής λεβαντίνος Φριτς Σούμπερτ, διοικητής του διαβόητου ελληνικού «Σώματος Κυνηγών». Θεωρήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους εγκληματίες πολέμου, καταδικάσθηκε 27 φορές σε θάνατο και εκτελέσθηκε στην Θεσσαλονίκη.
Κοσμοπολίτης, πολύγλωσσος, βίαιος, σαδιστής, διπλωμάτης και δολοπλόκος –μερικά από τα κύρια χαρακτηριστικά της ιδιόρρυθμης προσωπικότητάς του– ο επιλοχίας Σούμπερτ συνιστά μια πρωτοφανή και ίσως μοναδική περίπτωση στα χρονικά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Καταρχάς, ξεκινά πρώιμα (Ιούνιος 1942) την τρομοκρατική του δράση στο Νησί, επικεφαλής ομάδας Κρητικών, προαναγγέλλοντας την ίδρυση αργότερα των περιβόητων Ταγμάτων Ασφαλείας. Στη συνέχεια, με διαταγή του Στρατιωτικού Διοικητή του Φρουρίου Κρήτης καθίσταται πανίσχυρος διοικητής γερμανοντυμένου εγκληματικού σώματος Ελλήνων με το οποίο μετέρχεται ωμή βία εναντίον πολιτών στην Κρήτη και τη Μακεδονία για να επιβάλει τη Νέα γερμανική Τάξη.
Ο Θανάσης Φωτίου αποπειράται με τη παρούσα μελέτη, η πρώτη για το θέμα, την αποδόμηση του μύθου στηριζόμενος σε στέρεο πραγματολογικό υλικό, προϊόν πολύχρονης έρευνας που συνίσταται τόσο σε γραπτές όσο και σε προφορικές πηγές. Κυρίως, όμως, επιχειρεί στο μέτρο του δυνατού την ένταξη του Γερμανού επιλοχία μέσα στο ιστορικό πλαίσιο της τραγικής εκείνης περιόδου, και την αποκάλυψη αγνώστων μικρών και μεγάλων γεγονότων που αφορούν τον βίο και τη δράση του αιμοβόρου Επιλοχία και των στυγνών συνεργατών του.
Για τον διαβόητο λοιπόν Σούμπερτ κυκλοφόρησαν πολλές ιστορίες στους τόπους όπου έδρασε. Το όνομά του έγινε συνώνυμο του απόλυτου Κακού, και οι άνθρωποι που συνεργάστηκαν μαζί του και συμμετείχαν στις ομάδες του θεωρήθηκαν η απόλυτη κατάντια για Έλληνα. Ως και σήμερα σε περιοχές της Κρήτης ο χαρακτηρισμός «σουμπερίτης» είναι βρισιά συνώνυμη με την προδοσία και τη βαναυσότητα.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε τέσσερις ενότητες. Στην πρώτη και μεγαλύτερη παρουσιάζεται η σταδιοδρομία του δεκανέα Σούμπερτ, ο οποίος, από μεταφραστής και κατάσκοπος, εξελίχθηκε σε έναν πανίσχυρο διοικητή σώματος περίπου 140-150 ανδρών. Ο Σούμπερτ παρέμεινε στην Κρήτη από τον Αύγουστο του 1941 ως τον Ιανουάριο του 1944. Σύμφωνα με την έρευνα του συγγραφέα, σε αυτό το διάστημα ο Σούμπερτ πρόλαβε να εμπλακεί στην εκτέλεση άνω των 200 ατόμων, και σε αναρίθμητους βασανισμούς σε αρκετές δεκάδες χωριά.
Το δεύτερο μέρος εξετάζει τη δράση του στη Μακεδονία, όπου βρέθηκε μετά την Κρήτη. Εκεί ο Σούμπερτ έδρασε ιδιαίτερα στα χωριά της Χαλκιδικής και στην περιοχή της λίμνης της Βόλβης. Άφησε τη σφραγίδα του στα γερμανικά αντίποινα του Ασβεστοχωρίου, στο ολοκαύτωμα του Χορτιάτη και στις θηριωδίες στην πόλη των Γιαννιτσών.
Το τρίτο και το τέταρτο μέρος ακολουθούν τον Σούμπερτ από τη στιγμή της φυγής του από την Ελλάδα με τη γερμανική υποχώρηση, ως την επιστροφή του, τη σύλληψή του στη Θεσσαλονίκη, τη δίκη και την εκτέλεσή του στη Θεσσαλονίκη στις 22 Οκτωβρίου 1947.
Πέρα από την αφήγηση της αιματηρής διαδρομής του Φριτς Σούμπερτ, ο Θανάσης Φωτίου επιχειρεί να καταγράψει αυτούς που συμμετείχαν στις δολοφονικές ομάδες του και τα κίνητρα της συμμετοχής τους. Παρατηρεί ότι μια σειρά παραγόντων, όπως τα δίκτυα συγγένειας, προηγούμενες συγκρούσεις, τοπικές ή προσωπικές διαφορές και διάθεση για πλουτισμό, συνέργησαν στην απόφαση αυτή.
Το βιβλίο αποτυπώνει με συστηματικότητα και εξαιρετικά λεπτομερή τρόπο την τραγωδία μιας εποχής μέσα από την κτηνώδη δράση ενός εγκληματία πολέμου.
Α. Μελιγαλάς