Σημειώσεις για την αστική δικαιοσύνη και τους λαϊκούς δικαστές

*Βρισκόμαστε εν μέσω μιας ιστορικής στιγμής όπου η σύγκρουση κοινωνίας-κράτους είναι στο πιο οριακό σημείο από την μεταπολίτευση έως τώρα. Τις μέρες που γράφονται αυτές οι γραμμές οι τεράστιες και πλειοψηφικές μάζες που κατέλαβαν τους δρόμους στις 26 Γενάρη και 28 Φλεβάρη έχουν αποσυρθεί καθώς διαφαίνεται ότι σε πρώτο χρόνο έχουν αποτύχει να επιβάλλουν το δίκιο τους. Τίποτα όμως δεν έχει λυθεί και αναπόφευκτα θα επιστρέψουν. Το κεντρικό αίτημα για Δικαιοσύνη που αμφισβητεί έναν από τους κεντρικότερους πυλώνες του καθεστώτος μέχρι τώρα παραμένει σε συνθηματολογικό επίπεδο, αδυνατώντας να μετεξελιχθεί σε κάτι απτό που να μπορεί να επιβληθεί – οι πολυδαίδαλες, γραφειοκρατικές, νομικίστικες δικαστικές διαδικασίες δεν διορθώνονται και πρέπει να εκθεμελιωθούν, και προς το παρόν δεν είναι ορατό ούτε πώς θα γίνει αυτό, ούτε τι μπορεί να τις αντικαταστήσει. Μόνο η κυβέρνηση φαίνεται να έχει καταλάβει το επίδικο της όλης κατάστασης και για αυτό σχεδόν όλα της τα μέλη έχουν δηλώσει σε όλους τους τόνους ότι δεν πρέπει να αποδοθεί λαϊκή δικαιοσύνη αλλά αστική. Το έχουν δηλώσει μάλιστα τόσες πολλές φορές, που ο μοναδικός λόγος που δεν έχει γίνει ήδη σύνθημα των διαδηλωτών είναι ο ασαφής ορισμός του όρου λαϊκή δικαιοσύνη – στο ερώτημα τι είναι η λαϊκή δικαιοσύνη που δεν πρέπει επ’ ουδενί να αποδοθεί, για να γλιτώσουν το τομάρι τους ο Μητσοτάκης, ο Καραμανλής και ο Τριαντόπουλος κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με πειστικό τρόπο. Αν μπορούσε θα είχε ήδη γεννηθεί κάτι εδώ.

*

Μια από τις κατακτήσεις της Γαλλικής Επανάστασης ήταν ο θεσμός των ενόρκων ή λαϊκών δικαστών. Οι επαναστάτες στο φινάλε του 18ου αιώνα δεν είχαν καμία εμπιστοσύνη στους αυλικούς επαγγελματίες δικαστές, και η επανάσταση επέβαλε τη νέα κατάσταση: Όσοι παραβαίνουν τους νόμους θα δικάζονται από λαϊκούς δικαστές – αν και διατηρούνται οι θεσμικοί ρόλοι του δικαστή (που απλά προεδρεύει, δηλαδή συντονίζει) και του εισαγγελέα, την απόφαση παίρνουν οι ένορκοι/λαϊκοί δικαστές, που επιλέγονται με κλήρωση σαν ένα τυχαίο κοινωνικό κομμάτι. Στην Ελλάδα, από τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους έως τη χούντα, αρμόδια για όλα τα κακουργήματα ήταν τα αμιγή ορκωτά δικαστήρια, όπου δέκα λαϊκοί δικαστές αποφάσιζαν την τύχη του κατηγορουμένου. Τα αμιγή ορκωτά που κατάργησε η χούντα δεν τα επανέφερε η αστική δημοκρατία, δίνοντας τη θέση τους στα μεικτά ορκωτά, όπου οι τέσσερις λαϊκοί δικαστές έχουν μεν την πλειοψηφία, ωστόσο ψηφίζουν και τρεις επαγγελματίες. Τα μεικτά ορκωτά είναι τα μόνα αρμόδια δικαστήρια σύμφωνα με το σύνταγμα για την εκδίκαση κακουργημάτων. Από το τέλος της δεκαετίας του ‘90 και έκτοτε στην Ελλάδα ψηφίστηκε ότι ΜΟΝΟ ΚΑΤ’ ΕΞΑΙΡΕΣΗ μπορούν να δικάζονται κακουργήματα χωρίς ενόρκους, μόνο δηλαδή από επαγγελματίες δικαστές. Αυτή η εξαίρεση είναι που εφαρμόζεται κατά κόρον όποτε δικάζονται κοινωνικοί αγωνιστές, αλλά και όποτε δικάζονται μπάτσοι, πολιτικοί, αστοί και γενικότερα άνθρωποι του καθεστώτος. Η σύγκρουση κοινωνίας-κράτους και εδώ είναι ξεκάθαρη: Όσο η κοινωνία υποχωρεί, όσο οι μάζες μετατρέπονται σε σύνολα ατομικοτήτων, τόσο το κράτος καταλαμβάνει κάθε πτυχή της ζωής. Ο παροπλισμός των λαϊκών δικαστών είναι άλλη μια τέτοια περίπτωση.

*

Στις 24 Οκτώβρη του 1982 γίνεται απόπειρα διάρρηξης ενός εργαστηρίου οδοντοτεχνικής στα Εξάρχεια, κατά την οποία τραυματίζεται σοβαρά ένας μπάτσος με όνομα Ψαρουδάκης. Οι ασφαλίτες της εποχής αποφασίζουν ότι υπεύθυνος είναι ο κοινωνικός αγωνιστής Μάκης Λεσπέρογλου1, ο οποίος καταφεύγει στην παρανομία, στην οποία και θα παραμείνει είκοσι ολόκληρα χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών οι μπάτσοι αποφασίζουν να του φορτώσουν όσες περισσότερες υποθέσεις μπορούν, ανάμεσα στις οποίες και ενέργειες της επαναστατικής οργάνωσης Αντικρατική Πάλη. Τον Δεκέμβρη του 1999, ο Λεσπέρογλου συλλαμβάνεται στο αεροδρόμιο ενώ επιστρέφει στην ελλάδα, η αντιτρομοκρατική πανηγυρίζει για μέρες στα κανάλια, και μέσα στο κλίμα που διαμορφώνεται ο Λεσπέρογλου καταδικάζεται για την απόπειρα δολοφονίας του μπάτσου Ψαρουδάκη, χωρίς να του αναγνωριστεί ούτε ένα ελαφρυντικό, σε 17 χρόνια φυλακή. Τους επόμενους μήνες δικάζεται για όλες τις υπόλοιπες υποθέσεις που του είχαν φορτώσει οι μπάτσοι για τα χρόνια που βρισκόταν στην παρανομία και αθωώνεται σε όλες. Σταδιακά το κλίμα αρχίζει να μεταστρέφεται και να γίνεται κατανοητό ότι τα στοιχεία που έχουν οι μπάτσοι για μια σειρά υποθέσεων σχετικά με τον Λεσπέρογλου βασίζονται κυρίως στη φαντασία τους. Τον Μάρτη του 2001, ο Λεσπέρογλου δικάζεται σε δεύτερο βαθμό για την αρχική υπόθεση του τραυματισμού του μπάτσου Ψαρουδάκη. Οι τέσσερις λαϊκοί δικαστές αποφασίζουν ότι είναι αθώος. Προφανώς οι τρεις επαγγελματίες ψήφισαν ότι είναι ένοχος. Ο κρατικός μηχανισμός λυσσάει. Κάποιος εισαγγελέας ασκεί έφεση, ο άρειος πάγος συμφωνεί, η απόφαση ακυρώνεται και η δίκη επαναλαμβάνεται από την αρχή. Οι τέσσερις λαϊκοί δικαστές αποφασίζουν ξανά ότι ο Λεσπέρογλου είναι αθώος και οι τρεις επαγγελματίες ένοχος.

*

Έχουμε φανταστεί πώς θα ήταν οι δίκες των κρατικών εγκληματιών όταν απέναντί τους θα βρίσκονταν τυχαίοι άνθρωποι και όχι επαγγελματίες δικαστές; Και αντίστοιχα, πώς θα ήταν οι δίκες των αγωνιστών που θα μπορούσαν πλέον να επιχειρηματολογήσουν απέναντι σε καθημερινούς ανθρώπους που αυτοί θα αποφάσιζαν για το αν είναι ένοχοι ή αθώοι;

*

Το καλοκαίρι του 2009 ένας τύπος με σομπρέρο, σαγιονάρες και χειρουργική μάσκα ανοίγει πυρ εναντίον μια κλούβας ματατζήδων στα Εξάρχεια. Μήνες μετά συλλαμβάνεται και προφυλακίζεται ο αγωνιστής Άρης Σειρηνίδης με ανύπαρκτα στοιχεία. Ο Άρης Σειρηνίδης είναι γνωστός στους μπάτσους, έχει συλληφθεί λίγο καιρό πριν ξανά, φωτογραφίζεται συνεχώς από τα ΜΜΕ ως υπεύθυνος για υποθέσεις που δεν έχει καμία σχέση και για τις οποίες δεν διώκεται ποτέ, είναι αυτό που θα μπορούμε πει κάποιος «συνήθης ύποπτος». Στη δίκη ο αυτόπτης μάρτυρας που υποτίθεται ότι τον αναγνώρισε δεν εμφανίζεται ποτέ, και ο Σειρηνίδης αν και δηλώνει αθώος απολογείται με τα λόγια του Κάρλ Μάρξ: «Οι κομμουνιστές δεν καταδέχονται να κρύψουν τις απόψεις τους και τις βλέψεις τους. Δηλώνουν, λοιπόν, ανοιχτά ότι ο σκοπός τους μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη βίαιη ανατροπή της σημερινής καθεστηκυίας τάξης». Οι τρεις επαγγελματίες δικαστές αποφάσισαν ότι είναι ένοχος και οι τέσσερις λαϊκοί δικαστές τον αθώωσαν.

*

Τη χρονική στιγμή που εμφανίστηκαν οι πορείες για τα Τέμπη ανέκοψαν εκ των πραγμάτων μια άλλη κρατική επίθεση προς την κοινωνία. Ο πρώην σοσιαλδημοκράτης και νυν νεοφασίστας υπουργός Δικαιοσύνης Φλωρίδης μεθόδευσε, μετά την κατάθεση του νέου ποινικού, και την κατάργηση των ενόρκων. Κεντρική επιχειρηματολογία ήταν ότι οι νόμοι, πλέον είναι τόσο πολύπλοκοι που μόνο οι επαγγελματίες (τακτικοί) δικαστές είναι σε θέση να δικάσουν. Αυτή η θέση από μόνη της είναι αποκαλυπτική – αν οι νόμοι είναι τόσο πολύπλοκοι πλέον, που οι λαϊκοί δικαστές δεν τους καταλαβαίνουν, πώς θα τους καταλάβει η κοινωνία για να τους τηρήσει;

*

Η λογική με την οποία τα κακουργήματα δικάζονται με τη συμμετοχή λαϊκών δικαστών, ενώ τα πλημμελήματα μόνο από τακτικούς επαγγελματίες δικαστές, βασίζεται στο ότι στα πλημμελήματα δεν υπάρχει πιθανότητα φυλάκισης. Με απλά λόγια, οι λαϊκοί δικαστές πρέπει να απασχολούνται μόνο με σοβαρές υποθέσεις, ενώ τις υπόλοιπες μπορούν να τις αναλάβουν οι επαγγελματίες δικαστές που έτσι και αλλιώς είναι η δουλειά τους. Με τον νέο ποινικό κώδικα όμως όσοι κατηγορούνται ακόμα και με πλημμεληματικές κατηγορίες είναι πολύ πιθανό να εκτίσουν πραγματική ποινή φυλάκισης. Η κοινωνική ανάγκη δεν πρέπει να είναι αμυντική, δεν είναι το επίδικο να μην καταργηθούν οι λαϊκοί δικαστές, αλλά η επέκταση του θεσμού: Αν τα πλημμελήματα μπορούν να στείλουν κάποιον στη φυλακή, πρέπει και αυτά να τα εκδικάζουν λαϊκοί δικαστές.

*

Στις 28 Μαρτίου του 2024 ο παιδοβιαστής, μαστροπός και νεοδημοκράτης Μίχος καταδικάζεται από μεικτό ορκωτό δικαστήριο για όλους τους λόγους του κόσμου σχετικά με την υπόθεση της 12χρονης. Η απόφαση βγήκε με πλειοψηφία 5-2, με τους δύο από τους τρεις τακτικούς (επαγγελματίες) δικαστές να μειοψηφούν. Με απλά μαθηματικά αν δεν υπήρχαν οι τέσσερις λαϊκοί δικαστές ο Μίχος από την επόμενη κιόλας μέρα θα ήταν ελεύθερος να συνεχίσει τη δράση του. Στην ίδια υπόθεση οι τέσσερις λαϊκοί δικαστές αθώωσαν τη μάνα του κοριτσιού που εκδικητικά είχαν πετάξει στην φυλακή, οι μπάτσοι και δικαστικοί φίλοι του Μίχου και των υπόλοιπων τομαριών της εξουσίας, ενώ οι τρεις τακτικοί δικαστές ψήφισαν την ενοχή της. Στην υπόθεση του Κολωνού, αν δεν υπήρχαν οι λαϊκοί δικαστές ο Μίχος θα ήταν αθώος και ελεύθερος, και η μάνα του κοριτσιού θα κατέληγε καταδικασμένη παμψηφεί στη φυλακή.

ΜΙΑ (ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΜΕΝΗ) ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΜΑΝΙΟΥΔΑΚΗ ΓΙΑ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

Στο δικαστήριο για την υπόθεση της δολοφονίας του πατέρα σου Κωστή Μανιουδάκη από τους μπάτσους Τσιχλάκη, Μόσχου, Λιανιδάκη και Γεωργιάδη έχεις οριστεί και μπορείς να καταθέσεις ως πολιτική αγωγή για την υποστήριξη της κατηγορίας. Υπάρχει διαφορά για σένα αν θα μιλήσεις μόνο σε επαγγελματίες δικαστές ή εάν θα λάβουν μέρος στην απόφαση και ένορκοι/λαϊκοί δικαστές; Αν ναι, τι διαφορετικό θα πεις και πως θα μιλήσεις σε αυτούς;

Η δικαστική εξουσία, και όσοι την απαρτίζουν, διαχρονικά έχει αποδειχθεί ότι εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα, ειδικά όταν έχει να κάνουν με αγωνιζόμενο κόσμο του ευρύτερου κινήματος: Αναρχικούς, κομμουνιστές, αντιεξουσιαστές. Προφανώς δεν υπάρχει καμία εμπιστοσύνη σε κανέναν από αυτούς [τους δικαστές] χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και εξαιρέσεις. Μπορεί να υπάρχουν και αξιοπρεπείς εισαγγελείς και ανακριτές, το θέμα όμως είναι ότι παρατηρούμε στο τώρα, για να μην μπούμε σε δεκάδες ή ακόμα και εκατοντάδες παραδείγματα του παρελθόντος, ότι στην υπόθεση του πατέρα μου έχουμε τέσσερις μπάτσους δολοφόνους για τους οποίους προκύπτει και επιβεβαιώνεται από παντού η αλλαγή των αφηγήσεών τους, και αναγκαζόμαστε να καταφύγουμε στη δικαστική εξουσία. Έχει σημασία, ότι σταματάμε να την λέμε δικαιοσύνη, είναι δικαστική εξουσία και εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα. Θα απαντήσω στο ερώτημα τώρα, αν υπάρχει διαφορά ανάλογα με το αν θα μιλήσω μόνο σε τακτικούς δικαστές ή και σε ένορκους. Υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά, φυσικά και θέλουμε να απευθυνθούμε σε πολίτες, να τους δείξουμε όλα τα στοιχεία που έχουμε συλλέξει και να τους δείξουμε την αλλαγή αφηγήσεων. Όλα αυτά, όλα τα στοιχεία, η δικαστική εξουσία τα έχει από την πρώτη στιγμή. Παρ’ όλα αυτά έπρεπε να πάμε εμείς να κάνουμε αναπαράσταση στο σημείο, να γίνουμε δικηγόροι και ντετέκτιβ, να ασχοληθούμε και να κάνουμε πράγματα που κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να μπει στη θέση να κάνει, καταστάσεις που σου καταστρέφουν τη ζωή και την καθημερινότητα, ειδικά όταν χάνεις δικό σου άνθρωπο από τα χέρια του κράτους. Έναν άνθρωπο που βρισκόταν χειροπεδημένος υπό την πλήρη εξουσία τους. Σαφώς και δεν έχω καμία εμπιστοσύνη στην δικαστική εξουσία. Η κοινωνική δικαιοσύνη είναι αυτή που έχει αποδοθεί. Έχει αποδοθεί γιατί σε όλη την ελλάδα κολλήθηκαν αφίσες με τα ονόματα των μπάτσων δολοφόνων, και αυτή είναι η μόνη δικαιοσύνη μέχρι τώρα. Η μοναδική τιμωρία που έχουν μέχρι τώρα είναι αυτή. Και είναι κινηματικό κεκτημένο. Δεν είμαστε τρελοί, ούτε ο κόσμος που μας στηρίζει είναι τρελός. Θα σας περιγράψω αυτό που κάνουμε όλη αυτή την περίοδο. Στον εισαγγελέα μιλάγαμε συνεχώς. Πέρασε αρκετός καιρός, ένας χρόνος, και τελικά έβγαλε την παραγγελία και οι μπάτσοι παραπέμπονται στο εδώλιο. Λογικός χρόνος μας είπαν οι δικηγόροι, οι περιπτώσεις αυτές συνήθως κρατάνε πιο πολύ, να λέμε και πάλι καλά. Εμείς αυτή τη λογική και αυτά τα πράγματα δεν τα θέλουμε, μας φαίνονται παράλογα. Τον άνθρωπο τον σκότωσαν 1η Σεπτέμβρη, την επόμενη μέρα στις 2 του Σεπτέμβρη έπρεπε να υπάρχει η τιμωρία τους, και να τελειώσει εκεί το πράγμα. Υπάρχει κόσμος που έμεινε πίσω. Σε έναν δικαστή θα πω ό,τι έχω πει στον εισαγγελέα, ό,τι έχω πει στον ανακριτή, ό,τι είχα πει στην αρχή στον πταισματοδίκη, ό,τι βγαίνω και λέω στις εκδηλώσεις. Απλά θα πρέπει να αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας. Ένας απλός πολίτης, ένας άνθρωπος που θα του πεις δυο πράγματα θα τα καταλάβει κατευθείαν γιατί είναι έξω στην κοινωνία και ζει, δεν έχει να εξυπηρετήσει κάτι. Η συντριπτική πλειοψηφία των δικαστών έχουν κάποιους να εξυπηρετήσουν, κάποιο φίδι να βγάλουν από την τρύπα και κάποιον να καλύψουν. Σαφώς και δεν είναι το ίδιο να μιλάς σε έναν δικαστή, που θα είναι μόνος του χωρίς να υπάρχουν ένορκοι, γιατί δεν υπάρχει εμπιστοσύνη. Μάγγος, Ζακ, Σαμπάνης, Φραγκούλης, Μάτι, Πύλος, Τέμπη… τι να πρωτοπούμε, γυναικοκτονίες, βιασμοί, παιδοβιασμοί, όλους τους καλύπτουν. Όποιοι είναι δικοί τους, τους καλύπτουν, τι εμπιστοσύνη να υπάρχει; Αν δεν υπάρχει ένας απλός πολίτης να καταλάβει τον πόνο σου, δεν μπορεί να γίνει κάτι. Και όχι μόνο τον πόνο σου, τον πόνο της κοινωνίας. Η κοινωνία πλήττεται, υπάρχει κανιβαλισμός. Ο κανιβαλισμός αυτός έχει ονοματεπώνυμο πλέον. Και στην προκειμένη χρονική συγκυρία υπάρχει ονοματεπώνυμο. Ένοχοι είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία. Και εργαλεία τους η Ομάδα Αλήθειας, και όλα όσα χρησιμοποιούν που στην πραγματικότητα είναι παρακρατικοί μηχανισμοί.

Σε άρθρο του, ο αντιεισαγγελέας πρωτοδικών Πειραιά, Σακελλαρόπουλος, υποστήριξε: Ο θεσμός των ενόρκων, σπουδαία λαϊκή κατάκτηση της εποχής που τον γέννησε, είναι αδύνατον να λειτουργήσει σήμερα όπου η δικαιοσύνη απονέμεται από λειτουργικά και προσωπικά ανεξάρτητους δικαστές, οι οποίοι μάλιστα αποτελούν μέρος της κοινωνίας, ζουν σε αυτήν και αφουγκράζονται τον παλμό αυτής, μεταφέροντας έτσι τις αρχές και πεποιθήσεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Συμφωνείς με αυτή τη θέση και αυτήν την περιγραφή του κοινωνικού ήθους των δικαστών;

Πώς να πω ότι οι δικαστές είναι κομμάτι της κοινωνίας όταν έχουμε όλα τα παραδείγματα που προανέφερα; Υπάρχουν δεκάδες παραδείγματα, άνθρωποι είναι φυλακή για μισό αποτύπωμα, οι μπάτσοι πήγαν και συλλέξανε τρικάκια από όλη την Αθήνα για να κατηγορήσουν έναν άνθρωπο ότι πέταγε τρικάκια2, ενώ οι άλλοι είναι δολοφόνοι και έχουν σκοτώσει και σε περιπτώσεις σαν και αυτές περνάνε δεκαετίες για να γίνει εκδίκαση. Καμία εμπιστοσύνη, όταν οι υποθέσεις σαν και αυτές κρατάνε τόσο καιρό σημαίνει ότι οι δικαστές δεν αντιλαμβάνονται τι σημαίνει, τι αφήνει πίσω ένας τέτοιος θάνατος, για τους φίλους, τις οικογένειες και την κοινωνία ολόκληρη. Χθες ρίχνανε δακρυγόνα σε παιδάκια3. Αυτούς ποιος θα τους ελέγξει; Η δικαστική εξουσία; Αν ήθελε θα το είχε κάνει προ πολλού. Δεν το κάνουν, είναι συγκεκριμένο και πάγιο μοτίβο, και είναι ένα από τα εργαλεία τους να τρομοκρατούν τον κόσμο με την αστυνομία. Η αστυνομία πρέπει κάποια στιγμή να αποδειχθεί ότι είναι εγκληματική οργάνωση. Και να το μάθει η κοινωνία. Πολύς κόσμος το έχει καταλάβει. Οι δικαστές και όλη η δικαστική εξουσία, οι εισαγγελείς γιατί δεν κάνουν μια έρευνα να αποδείξουν ότι είναι εγκληματική οργάνωση; Γιατί είναι εγκληματική οργάνωση η ελληνική αστυνομία. Πόσους έχει σκοτώσει και πόσους έχουν σκοτώσει οι Πυρήνες της Φωτιάς που καταδικάστηκαν σαν τρομοκρατική και εγκληματική οργάνωση; Υπάρχει ωστόσο και η εξής αντίφαση, και αυτή η ερώτηση εν τέλει έχει δύο αντίθετες απαντήσεις: Είναι αναγκαστικά κομμάτι της κοινωνίας οι δικαστές. Προκύπτει από τον ρόλο τους. Τώρα αν είναι δίκαιοι ή αν είναι σωστοί είναι άλλη ερώτηση. Δεν υπάρχει εμπιστοσύνη οπότε κάτι έχουν κάνει λάθος. Πολύ λάθος. Ωστόσο είναι κομμάτι της κοινωνίας και για αυτό πρέπει να καταλάβουν το μερίδιο ευθύνης που έχουν. Για όλες τις αποφάσεις που παίρνουν και για ότι καθυστερούν τους ανθρώπους που ψάχνουν δικαίωση.

Υπάρχει κάτι που θέλεις να προσθέσεις;

Στα παραδείγματα που ανέφερα για τις αποφάσεις της δικαστικής εξουσίας και τον ρόλο της θέλω να συμπληρώσω τις υποθέσεις του Μανώλη Αφράτη, του Παύλου Φύσσα αλλά και τις προφυλακίσεις αγωνιστών.

Φ.

Υποσημειώσεις

1. Ο αγωνιστής Αβραάμ (Μάκης) Λεσπέρογλου έφυγε από την ζωή στις 3 Ιουλίου του 2024. Για τις συνθήκες του θανάτου του αντιγράφουμε από post που ανέβηκε στο Athens Indymedia: «Με πήρε το πρωί της 3ης Ιούλη. Νόμιζα ότι ερχόταν. Ήταν όμως στο νοσοκομείο της Σπάρτης. “Θα με πάνε στην Αθήνα να πεθάνω” είπε με φωνή που μόλις έβγαινε. Τον είδα για τελευταία φορά την ώρα που τον έπαιρναν για το νοσοκομείο της Τρίπολης. Το νοσοκομείο της Σπάρτης που εξυπηρετεί έναν ολόκληρο νομό δεν μπορούσε να κάνει την κρίσιμη στεφανιογραφία, διαλυμένο από το νεοφιλελεύθερο πλιάτσικο. Πέθανε λίγα λεπτά αργότερα, μέσα στο ασθενοφόρο».

2. Ο Αναστάσης εδώ αναφέρεται στην υπόθεση του Γιάννη Α. που διώχθηκε, δικάστηκε και καταδικάστηκε με την κατηγορία της διέγερσης πλήθους για ένα αυτοκόλλητο που έγραφε «αφού μας θέλουν αναλώσιμους… ας πεθάνει και κάνας μπάτσος».

3. Αναφορά στην επίθεση στον λόφο του Στρέφη την Κυριακή 26/04 κατά τη διάρκεια εκδηλώσεων της Κατάληψης Εξωστρεφή.