Έχει περάσει ένας χρόνος από την ψήφιση του μνημονίου στη βουλή και τη νέα σκληρή συνθήκη στην οποία ζούμε. Έναν χρόνο μετά μπορούμε να δούμε ότι τα αλλεπάλληλα μέτρα έχουν έναν και μόνο στόχο: Την ευημερία των διεθνών και των ντόπιων αρπακτικών εις βάρος της κοινωνίας. Η συντονισμένη επίθεση κράτους και κεφαλαίου συνεχίζεται ολομέτωπα. Από τη μια μεριά, σαρώνουν εργατικές κατακτήσεις αποβλέποντας στον ολοένα και μεγαλύτερο έλεγχο των εργαζομένων. Από την άλλη, προσπαθούν να δημιουργήσουν τις συνθήκες για –τη δική τους– μεγαλύτερη ανάπτυξη και κέρδος.
Μέσα σε αυτό το κλίμα καταλήστευσης των ζωών μας, το κράτος νομοθετεί για την ποινικοποίηση των κινητοποιήσεων, αυξάνει την επιτήρηση και οξύνει την καταστολή. Η αστυνομία έχει όλο και μεγαλύτερη παρουσία γύρω μας και εποπτεύει καθημερινά τις γειτονιές μας. Προετοιμάζεται, φακελώνοντας τους περισσότερο δραστήριους, και επιτίθεται όλο και πιο άγρια σε όσους αποφασίζουν να κινητοποιηθούν. Το δολοφονικό χτύπημα στην απεργιακή πορεία της 11 Μάη στην Αθήνα, που έστειλε ανάμεσα σε δεκάδες τραυματίες τον Γ. Καυκά σχεδόν νεκρό στο νοσοκομείο, δεν είναι παρά άλλο ένα σκαλί στην αποχαλίνωση της κρατικής τρομοκρατίας. Παράλληλα, γίνονται συλλήψεις στον σωρό, στήνονται κατηγορητήρια, και η δικαστική εξουσία στέλνει αγωνιστές στις φυλακές. Με λίγα λόγια, το κράτος σιγά-σιγά πετά τον δημοκρατικό του μανδύα και χουντοποιείται.
Στη σαρωτική αυτή επέλαση, η κοινωνία στέκεται απροετοίμαστη και κοιτάζει βουβή την επιχείρηση «σοκ και δέος» να ξεδιπλώνεται σε βάρος της. Η αντίσταση όλων αυτών των κοινωνικών κομματιών που βυθίζονται είναι μέχρι στιγμής αναιμική, αποσπασματική και χωρίς σύνδεση. Ο φόβος της αντίστασης, το συνδικαλιστικό ξεπούλημα και η αριστερή εκπροσώπηση έχουν φέρει σε αδράνεια και αποσυντονισμό όλα εκείνα τα κομμάτια που πλήττονται άμεσα, και θα έπρεπε ήδη να αντιδρούν μαζικά. Οι γενικές απεργίες, έντεχνα τοποθετημένες σε μεγάλη χρονική απόσταση, είναι έτσι οργανωμένες ώστε να αφήνουν τελικά μια γεύση απογοήτευσης και αδυναμίας. Οι κινητοποιήσεις παραμένουν είτε στα όρια του κυβερνητικά ή κομματικά ελεγχόμενου συνδικαλισμού, είτε στην περιχαράκωση των συντεχνιακών διεκδικήσεων στα μικροσυμφέροντά τους.
Ακόμη και σημαντικές αντιστάσεις, που εισάγουν νέες μορφές αγώνα, όπως αυτή του κινήματος «δεν πληρώνω» –για την άρνηση πληρωμής του κόστους υπηρεσιών που αφορά τις μεταφορές, τα διόδια ή την υγεία– ή του αγώνα των κατοίκων στα οδοφράγματα της Κερατέας –ενάντια στη δημιουργία ΧΥΤΑ στην περιοχή τους– μέχρι στιγμής δεν καταφέρνουν να συνδεθούν αποτελεσματικά, και παραμένουν αποσπασματικές μάχες ενάντια στην υποβάθμιση της καθημερινότητας και την εντατικοποίηση της εργασίας.
Το πράγμα όμως δεν μένει μόνο εδώ. Η αδυναμία συγκρότησης ενός ριζοσπαστικού κινήματος που θα αποτελέσει κοινωνικό ανάχωμα, δίνει χώρο σε συντηρητικές και λαϊκιστικές τάσεις. Σε αυτό συμβάλουν και τα ΜΜΕ, τα οποία –με τις ευλογίες του κράτους– αναπτύσσουν εθνικιστική ρητορική και δημιουργούν το ιδεολογικό πλαίσιο για την άνοδο φασιστικών πρακτικών. Μέσα στην υποβάθμιση, τον φόβο και το αβέβαιο μέλλον, αρθρώνεται ένας ρατσιστικός και εθνικιστικός λόγος που ψάχνει για αποδιοπομπαίους τράγους, και στρέφει το ένα κομμάτι των εκμεταλλευόμενων ενάντια στο άλλο. Φασιστικές και νεοναζιστικές ομάδες εμφανίζονται στις γειτονιές και οργανώνουν δολοφονικές επιθέσεις σε μετανάστες και αγωνιστές. Πρόσφατα είδαμε το πολυήμερο πογκρόμ μεταναστών στο κέντρο της Αθήνας, και τη δολοφονία του εικοσάχρονου από το Μπαγκλαντές. Όλα αυτά βέβαια συντονισμένα και σε αγαστή συνεργασία με τις δυνάμεις της καταστολής.
Αυτή είναι η στιγμή που πρέπει να αντιμετωπίσουμε κατάματα την πραγματικότητα, να θέσουμε ευθέως στους εαυτούς μας και τους γύρω μας τα ερωτήματα, και να δώσουμε ειλικρινείς και έμπρακτες απαντήσεις.
Θα συνεχίσουμε να αφήνουμε τις ζωές μας στα χέρια άλλων;
Θα ανεχτούμε να μας κλέβουν τη ζωή, την εργασία κι όλα όσα μας ανήκουν;
Θα συνεχίσουμε να πιστεύουμε στα μεγάλα λόγια και τις κενές υποσχέσεις;
Θα αφήσουμε το ρατσιστικό μίσος να μας κατακλύσει και να μας διχάσει;
Θα αφήσουμε τις φασιστικές συμμορίες να εξαπλωθούν στις γειτονιές μας;
Θα αφεθούμε να αντιμετωπίσουμε ο καθένας μόνος του και με στη σειρά του την καταστροφή που έρχεται, ή πιστεύουμε ότι η καταστροφή θα σταματήσει έξω από το σπίτι μας;
Και τελικά, ποια είναι η ζωή που ονειρευόμαστε, και τι σημαίνουν για μας οι λέξεις αξιοπρέπεια, αλληλεγγύη, ισότητα και ελευθερία;
Να σηκώσουμε το ανάστημά μας και να πούμε το μεγάλο ναι και το μεγάλο όχι. Να διαλέξουμε πλευρά και να βρεθούμε μαζί να συζητήσουμε, να συνδιαμορφώσουμε και να διεκδικήσουμε. Να ξεχάσουμε τις συνήθειες, τα στερεότυπα, τις ταμπέλες και τους ρόλους. Να αναγνωρίσουμε ότι η δύναμή μας βρίσκεται εκεί που οι αγώνες γίνονται συλλογικά και ακηδεμόνευτα. Να μην διστάσουμε. Να αναλάβουμε το κόστος και την ευθύνη. Να το κάνουμε εμείς και να το κάνουμε άμεσα, γιατί δεν πρόκειται το κάνει κανένας για μας.
Συντακτική Ομάδα Άπατρις – Ρέθυμνο