“Το χέρι υπέγραψε συνθήκη, γέννησε πυρετό,
θέρισε η πείνα κι έπεσε ακρίδα
μέγα το χέρι που έχει τόση εξουσία
στον άνθρωπο, με τ’ όνομά του ορνιθοσκαλισμένο.”
(Ντύλαν Τόμας-Το χέρι που υπέγραψε)
Από τότε που ξεκίνησε η οικονομική επίθεση της Αυτοκρατορίας του χρήματος στο κομμάτι του πλανήτη που μας φιλοξενεί, έχω αναλωθεί στο να διαβάζω και να ψάχνω το τι έγινε σε άλλες γωνιές του πλανήτη σε ανάλογες περιπτώσεις στο παρελθόν. Δεν συνάντησα πουθενά αλλού ανάλογο ιστορικό προηγούμενο, όπου μία ολόκληρη κοινωνία που έχει δεχτεί τόσο ανελέητη επίθεση από τη Τραπεζική κυριαρχία να μην αντέδρασε με εξεγέρσεις κάποια στιγμή, αν εξαιρέσουμε τη δικτατορία του Πινοτσέτ στη Χιλή το 1973, απ’ όπου και ξεκίνησε για πρώτη φορά η εφαρμογή στην πράξη των οικονομικών θεωριών της λεγόμενης σχολής του Σικάγο και του Μίλτον Φρίντμαν.
Η Ελλάδα καταγράφεται ως η πρώτη χώρα που μετρά συνεχόμενα κοντά έξι χρόνια διαρκούς οικονομικής επίθεσης χωρίς στην πραγματικότητα να έχει ανοίξει ρουθούνι.
Ακόμη και στην Κίνα, όταν το εκεί Κ.Κ. κάλεσε τη σχολή του Σικάγο και επέβαλε τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της, έλαβε χώρα η εξέγερση της πλατείας Τιεν-Αμέν.
Αντίθετα εδώ, ως τώρα, όχι μόνο δεν έχει ανοίξει ρουθούνι (οι όποιες διαδηλώσεις και κινήσεις από λίγο κόσμο κρίνονται ως μερικές και όχι μαζικές), αλλά, αντίθετα, ένας ολόκληρος λαός κάθεται και δέχεται μοιρολατρικά, δουλικά και με σκυμμένο το κεφάλι όσα του επιβάλουν αυτοί τους οποίους ο ίδιος διαλέγει να κανοναρχούν τη ζωή του. Δέχεται τη συνεχή υποτίμηση της ζωής του προσπαθώντας απλά και μόνο να κρατήσει στα χέρια του ένα μικρό ξεροκόμματο που του πετούν. Και σα να μην έφτανε αυτό, κάνει ό,τι μπορεί με την απάθεια και τη μηδενική του αντίδραση να ανακόψει κάθε είδους αντίσταση, πολλές φορές ακόμη και στεκόμενος ενάντια σε όποιους, μην αντέχοντας όσα ζουν καθημερινά, προσπαθούν να αντισταθούν. Να αντισταθούν όχι μόνο για τον εαυτό τους και τους δικούς τους, αλλά και για λογαριασμό του.
Οι πλατείες το 2011 και οι λεγόμενοι “αγανακτισμένοι” σαφώς και δεν αποτελούσαν την πλειοψηφία του κοινωνικού ιστού. Ακόμη και η προσπάθεια κάποιων ανθρώπων που δρουν στο ανταγωνιστικό κίνημα δεν κατάφερε να ριζοσπαστικοποιήσει μία βαθιά άρρωστη κοινωνία και να τη βοηθήσει να απαλλαγεί από τα μικρόβια της ανάθεσης και του ατομικισμού.
Οι περισσότεροι άνθρωποι που βρέθηκαν τότε στους δρόμους και στις πλατείες αναλώθηκαν σε μια μαζική ψυχοθεραπεία από μικροφώνου, ενώ το κυρίαρχο αίτημά τους ήταν η επιστροφή στην πρότερη δανεική (με κυμαινόμενο επιτόκιο) ζωή τους, αντί να παραδεχτούν την αποτυχία των πολιτικών που οι ίδιοι επέλεγαν ως τότε και -το κυριότερο- να κοιτάξουν το μέλλον μέσα από τα δικά τους μάτια, να το διαμορφώσουν μέσα από τις δικές τους σκέψεις, να το οργανώσουν με τα δικά τους χέρια.
Αποτελεί ίσως μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία, η κοινωνίας μιας χώρας να αποτελείται από εθελόδουλους μοιρολάτρες που με κατεβασμένα χέρια όχι μόνο δεν αντιδρούν σε κάθε χτύπημα από το μαστίγιο της κυριαρχίας, αλλά βλέπουν σαν εχθρούς σχεδόν όσους αντιδρούν. Θεωρούν τους ίδιους τους τους εαυτούς αποκλειστικά υπεύθυνους για τη φτώχεια τους και όταν δεν θεωρούν τους εαυτούς τους, θεωρούν υπεύθυνους τους πιο κάτω από αυτούς: τους πρόσφυγες, τους κατατρεγμένους από τους πολέμους των αφεντικών τους, τους μετανάστες, ακόμη και τους άστεγους και πένητες. Είναι εξάλλου γνωστό στους ισχυρούς ότι η φτώχεια είναι πιο φρόνιμη αν νιώθει ότι φταίει που είναι αυτή που είναι και μας το θυμίζουν σε κάθε ευκαιρία.
Κρατά πολύ καλά η δικαιολογία των “κακών ξένων” που μας επιβουλεύονται, και κανένας δεν παραδέχεται ότι έχει συναινέσει δια της υπογραφής του σε ένα συμβόλαιο αργού θανάτου, του δικού του θανάτου. Βολεύει πάρα πολύ η δικαιολογία των ξένων επεμβάσεων και κανείς δεν θυμάται ότι ιστορικά όπου υπήρξε ξένη επέμβαση και κατοχή μια χώρας επί μακρόν, αυτή θα ήταν εντελώς αδύνατη χωρίς την ύπαρξη στήριξης και βοήθεια από τους πρόθυμους ντόπιους συμμάχους της.
Στον Β’ Π.Π. αυτοί που υποδείκνυαν και έστελναν στο εκτελεστικό απόσπασμα, στις φυλακές και στους θαλάμους βασανιστηρίων όσους/ες αντιστέκονταν, δεν ήταν ο στρατός των Ναζί αλλά οι ντόπιοι συνεργάτες τους ταγματασφαλίτες και δωσίλογοι. Αν θέλουμε λοιπόν να αναζητήσουμε τον εχθρό, ας μην κοιτάμε μόνο στα διεθνή τραπεζικά-καπιταλιστικά λόμπι αλλά ας κοιτάξουμε και λιγάκι δίπλα μας. Ας κοιτάξουμε τον γείτονά μας, τον συνάδελφό μας στη δουλειά, την ίδια την οικογένειά μας, που ανέκαθεν μας έλεγαν: “Κάτσε καλά. Εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου. Μη σε νοιάζει τι έχει ο άλλος”. Ας κοιτάξουμε τον κάθε υποκριτή -χειρότερο από ρασοφόρο- πολιτικό που του αναθέτουμε αφελώς τη ζωή μας μέσω μιας ψήφου, επειδή μας υπόσχεται την καλυτέρευση του βίου μας δια της εκλογικής επιλογής του προσώπου του.
Ας κοιτάξουμε τον ίδιο τον εαυτό μας, όταν παρακολουθώντας στα μ.μ.ε. της κυριαρχίας μία διαδήλωση, λέμε “Τι θέλουν και διαδηλώνουν τώρα και αυτοί;” ή, ακόμη και συμμετέχοντας σε μία διαμαρτυρία σε κάποια πλατεία της χώρας, διαμαρτυρόμαστε ότι “Δεν μπορούν να μας χαλάνε την ειρηνική μας μάζωξη αυτά τα τσογλάνια που πετάνε μολότοφ στην αστυνομία προβοκατόρικα για να μας διαλύσει”.
Ο εχθρός είναι μέσα μας και δίπλα μας και όχι κάπου αόριστα και αόρατα πίσω από τα μεγάλα γραφεία των πολυεθνικών, των κοινοβουλίων και των τραπεζικών οργανισμών.
Ο μεγαλύτερος εχθρός του λαού είναι ο ίδιος ο λαός, γιατί οι κυρίαρχοι δεν θα ήταν κυρίαρχοι αν δεν κυριαρχούσαν και στα μυαλά.
Ευάγριος Αληθινός