Γιατί Όλοι Μισούν Την Αστυνομία – Μια Ιστορία σε 9+1 Τραγούδια

κείμενο του Δημήτρη Πλαστήρα, αναδημοσίευση από το geniusloci2017.wordpress.com

«Ανάμεσα σ’ ένα παιδί 15 χρόνων με μολότοφ κι έναν τριαντάρη εκπαιδευμένο αστυνομικό με πιστόλι, εγώ είμαι πάντα με το μέρος του παιδιού»

~Μάνος Χατζηδάκις

Τι είναι η αστυνομία; Ένας απλός ορισμός θα ήταν πως είναι η πολιτική, ένοπλη ή μη, εκείνη δύναμη που είναι επιφορτισμένη με την πρόληψη και την καταστολή της εγκληματικότητας, και με την διατήρηση της ευνομίας και τάξης. Δεν μοιάζει ιδιαίτερα κακοήθες αυτό σε πρώτη ματιά, μάλλον μπορεί να μοιάζει και θετικό, αν πιστεύεις στο αστικό ή εργατικό δημοκρατικό κράτος. Μια ματιά όμως σε μέσα και χώρους που επιτρέπουν την αφιλτράριστη έκφραση απόψεων, δημιουργεί ένα ερώτημα: Γιατί τελικά τόση απέχθεια, ανοιχτή και μη, για αυτή την υπηρεσία που υπάρχει για το καλό μας; Αν και με τον παραπάνω συνολικό ορισμό μοιάζει να είναι πολύ δύσκολο να απαντηθεί, ή ακόμη και να εκλογικευτεί, η απάντηση γίνεται πολύ πιο εύκολη αν εστιάσουμε στις λέξεις «εγκληματικότητα» και «ευνομία και τάξη», και παρακάτω θα θυμηθούμε εννιά τραγούδια, και ένα επιπλέον, που μας θυμίζουν το γιατί αυτές οι λέξεις δεν είναι ούτε τόσο απλές στην ερμηνεία τους, αλλά ούτε και καλοήθεις πέρα από κάθε αμφιβολία. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη σειρά ούτε χρονολογική και αλλά ούτε διασημότητας των καλλιτεχνών που τα δημιούργησαν. Ούτε φυσικά και της έκτασης που έλαβαν στις ειδήσεις ή αν τα θυμόμαστε σήμερα ή όχι. Το κείμενο δεν προσπαθεί να αναλύσει φιλοσοφικά ή ψυχαναλυτικά τα αίτια της αστυνομικής βαρβαρότητας, δεν θα μπορούσα εξάλλου να αναλάβω να κάνω κάτι τέτοιο, απλά υπενθυμίζει πως οι μπάτσοι όχι απλά δεν είναι φίλοι μας, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις είναι και εχθροί μας.

Βραζιλία, Σάο Πάολο, 2 Οκτωβρίου 1992

Χτίστηκε το 1956, φτιαγμένο να φιλοξενεί 3500 κρατούμενους σε αναμονή δίκης, μα στην πραγματικότητα το Σωφρονιστικό Κατάστημα του Σάο Πάολο κρατάει φυλακισμένους μέσα του, κυριολεκτικά στοιβαγμένους τον ένα πάνω στον άλλο, περισσότερους από 7000 κρατούμενους. Αυτή είναι η κατάσταση που επικρατεί την Παρασκευή 2 Οκτώβρη του 1992. Με αιτία μάλλον έναν καυγά στο ποδόσφαιρο ξεσπά μια αιματηρή εξέγερση των κρατουμένων στο Μπλοκ 9, όπου κρατούνται κυρίως άτομα 18 έως 25 ετών, με την κατάσταση να ξεφεύγει και να επεμβαίνει η Στρατιωτική Αστυνομία της Πολιτείας του Σάο Πάολο. Αγνοώντας τον διευθυντή των φυλακών που ήθελε να αποκλιμακώσει την κατάσταση, η αστυνομία εισέβαλε στο κτίριο της φυλακής παίρνοντας τον έλεγχο της κατάστασης, ανάγκασε τους κρατούμενους να γυμνωθούν, εκτέλεσε 111 κρατούμενους, ανάμεσά τους παιδιά που κρύβονταν τρομοκρατημένα κάτω από τα κρεβάτια τους, δίχως καν να τους δοθεί η ευκαιρία να βγουν από τα κελιά τους και να παραδοθούν. «Η αστυνομία μπήκε πυροβολώντας, άνοιξαν την πόρτα και μας είπαν να βγούμε έξω, είπαμε πως ήμασταν άοπλοι. Ένα αγόρι σηκώθηκε από το κρεβάτι, ένας αστυνομικός το πυροβόλησε τρεις φορές έξω από την πόρτα. Είχε έρθει μόλις την προηγούμενη Παρασκευή. Πυροβόλησαν προς την πλευρά της τουαλέτας, σκότωσαν άλλον ένα […]. Φέραμε τα νεκρά σώματα πάνω μας και κρυφτήκαμε από κάτω». Η επίσημη ιστορία ήταν και παραμένει ότι όλα έγιναν σε αυτοάμυνα, αλλά η απουσία οποιουδήποτε τραύματος στους αστυνομικούς αφήνει πολλές αμφιβολίες για τη θέση της αστυνομίας και κυρίως του διοικητή της, συνταγματάρχη Ubiratan Guimarães, πρώην αξιωματικού της χούντας, που η δουλειά του ήταν εκκαθαρίσεις αντιφρονούντων ανταρτών. Η κατακραυγή έφερε την τιμωρία κάποιων αστυνομικών που οι ποινές τους ακυρώθηκαν το 2016, με το δικαστήριο να υιοθετεί την άποψη της αυτοάμυνας. Η φυλακή γκρεμίστηκε το 2002. Η υπόθεση είναι γνωστή ως η Σφαγή των Φυλακών Καραντίρου, και είναι η ιστορία που περιγράφεται με παραστατικό τρόπο στους στίχους του Manifest των Sepultura, «Over eighty percent of the inmates were not sentenced yet/ The bodies were filled with bullets/ And bites from the police dogs/ The police try to hide the massacre/ Saying there were only eight deaths», από τον δίσκο τους Chaos A.D. που κυκλοφόρησε ένα χρόνο αργότερα. Η ιστορία έχει μεταφερθεί στον κινηματογράφο το 2003, από τον Hector Babenco με τον ομώνυμο τίτλο.

Sepultura – Manifest (Chaos A.D., 1993)

Γαλλία, Παρίσι, 27 Οκτωβρίου 2005

Η αστυνομία κυνηγά κάποια έφηβα αγόρια που τα θεωρεί ύποπτα για διάρρηξη σε ένα υπό κατασκευή κτίριο. Μεταξύ τους ο Zyed Benna, 17, ο Bouna Traoré, 15, και ο Muhittin Altun, 17. Προσπαθώντας να διαφύγουν κρύβονται σ’ έναν ηλεκτρικό υποσταθμό και εκεί τα τρία παιδιά κεραυνοβολούνται από το ρεύμα. Οι δυο πρώτοι νέοι πεθαίνουν, και ο τρίτος παρά τα πολύ σοβαρά εγκαύματα κατορθώνει να επιζήσει. Ήταν το τελευταίο από μια σειρά περιστατικών που κάνουν τα προάστια της πόλης να εκραγούν. Ο καθημερινός ρατσισμός, η στόχευση και η ισλαμοφοβία, κάνουν τους κατοίκους των προαστίων να αγανακτούν και να νοιώθουν θυμό, απόγνωση και εγκαταλειμμένοι. Η πολυπολιτισμικότητα των προαστίων της δεκαετίας του 1980 έχει χαθεί και πλέον έχουν μετατραπεί σε γκέτο, ή πιο σωστά ιδιότυπες ανοιχτές φυλακές, όπου τα παραμελημένα σχολεία και η ενδημική ανεργία, το κάνουν δύσκολο για όλους να ξεφύγουν, ιδιαίτερα τα παιδιά και τα εγγόνια των μεταναστών από τις πρώην αποικίες, που γεμίζουν σιγά σιγά με οργή. Και είναι αυτή η οργή που περιγράφει η Keny Arkana έναν χρόνο αργότερα στο τραγούδι της La Rage. Οι ταραχές διαρκούν περίπου είκοσι μέρες, και εξαπλώθηκαν σε όλη τη χώρα, με τον απολογισμό να είναι τρεις νεκροί. Ένας από ατύχημα, και δυο θύματα αυτής της οργής. Σε μια παράλληλη συνέπεια τα επεισόδιά, χάρη στη κάλυψη των μέσων, αποτελούν σε γενικές γραμμές την αρχή της λεγόμενης Ευρώπης-Φρούριο και της κατάστασης έκτακτης ανάγκης στην Ευρώπη, καθώς το φταίξιμο πέφτει αποκλειστικά στα παιδιά των μεταναστών, παρ’ όλο και συμμετείχαν και παιδιά λευκών. Οι τρεις έφηβοι, που ο θάνατος των δυο και ο σοβαρός τραυματισμός του τρίτου, και ήταν η σταγόνα που έκανε την οργή να ξεχειλίσει, επέστρεφαν απλά με φίλους από προπόνηση ποδοσφαίρου όταν τους κυνήγησε η αστυνομία, και φυσικά η επίσημη θέση είναι πως έφταιγαν τα παιδιά που έτρεξαν, γιατί οι αστυνομικοί έψαχναν κάποιους άλλους Βορειοαφρικανούς.

Keny Arkana – La rage (Entre ciment et belle étoile, 2006)

Ελλάδα, Αθήνα, 17 Νοεμβρίου 1985

1973, το κτίριο του Πολυτεχνείου στην Αθήνα καταλαμβάνεται από φοιτητές αρχικά με αιτήματα που αφορούν την ελεύθερη λειτουργία των πανεπιστημίων, και που σταδιακά παίρνει συνολικά αντιδικτατορικό χαρακτήρα. Το κτίριο μένει υπό κατάληψη για 3 μέρες και είναι η αρχή μιας σειράς γεγονότων που έφεραν το τέλος της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Με τη λεγόμενη αποκατάσταση της δημοκρατίας, η επέτειός της μετατρέπεται σε μαζική εκδήλωση. Δώδεκα χρόνια αργότερα, στην πορεία του Πολυτεχνείου το 1985, δίχως να έχει σημειωθεί κάποιο ιδιαίτερο επεισόδιο, μια ασήμαντη λογομαχία μεταξύ μιας ομάδας αναρχικών και κάποιων αστυνομικών έληξε με την παρέμβαση περαστικών, ενώ μαρτυρίες λένε πως οι αστυνομικοί προσπάθησαν να δώσουν συνέχεια. Κάποια στιγμή αργότερα μια ομάδα αναρχικών επιτίθεται σε μια κλούβα των ΜΑΤ πετώντας μια μολότοφ, οι αστυνομικοί βγαίνουν πυροβολώντας στον αέρα, εκτός του Αθανάσιου Μελίστα, που γονατίζει, σημαδεύει, πυροβολεί και πετυχαίνει τον 15χρονο Μιχάλη Καλτεζά στο κεφάλι. «Ήταν εν ψυχρώ δολοφονία, ο αστυνομικός Μελίστας γονάτισε έξω από την κλούβα των ΜΑΤ και πυροβόλησε. Ήταν άριστος σκοπευτής όπως έλεγαν στο χωριό του. Πρώτο πιστόλι». Την επόμενη μέρα καταλαμβάνεται το Παλιό Χημείο και το Πολυτεχνείο, και η αστυνομία εισβάλει, στην πρώτη φορά που καταργήθηκε το πανεπιστημιακό άσυλο, και παρά την υπόσχεση για ειρηνική εκκένωση, ακολουθεί όργιο βίας, που συχνά παραλληλίζεται με την εξέγερση στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, και λέγεται το ελληνικό Φράουλες και Αίμα, και μέσα στο κλίμα αυτό είναι που ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά darkwave συγκροτήματα, αν όχι το σημαντικότερο, αυτό των Yell-O-Yell, τραγουδάει «Death to those who made the Flowers bleed». Ο Μελίστας δεν τιμωρήθηκε ποτέ…

Yell-O-Yell – Drifters (XIII/Thirteen, 1986)

Ιταλία, Ρέτζιο Εμίλια, 7 Ιουλίου 1960

Οι πρόσφατες εκλογές του Μαρτίου έφεραν στην εξουσία το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα υπό τον Fernando Tambroni, με τη στήριξη του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος (MSI), το κόμμα των οπαδών του Mussolini. Στην ένταση της περιόδου προστέθηκε η επιλογή της Γένοβας ως η πόλη που θα φιλοξενούσε το συνέδριο του MSI, μια πόλη με αντιστασιακή και αντιφασιστική παράδοση. Αυτό οδήγησε σε γενικευμένες αντιδράσεις και συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, μια τέτοια έγινε και στη Ρέτζιο Εμίλια. Στις 6 Ιουλίου αποφασίστηκε γενική απεργία για την επόμενη μέρα, ως απάντηση σε κάποια γεγονότα που έλαβαν χώρα στη Ρώμη και στη Λικάτα. Η περιφέρεια είχε αρνηθεί τη χρήση ηχείων και η πορεία των 20000 ατόμων βρίσκονταν στην πλατεία· εκεί μια ομάδα εργατών άρχισε να τραγουδάει τραγούδια των παρτιζάνων. Η αστυνομία και οι καραμπινιέροι επιτέθηκαν λίγο πριν τις πέντε. Οι απεργοί προσπάθησαν να αντισταθούν, και κατόρθωσαν να αποκρούσουν την επίθεση της αστυνομίας, που είχε γίνει με χημικά και νερό. Η αστυνομία απάντησε πυροβολώντας, αν και αυτόπτες μάρτυρες λένε πως η αστυνομία άρχισε να πυροβολεί πριν καν οι διαδηλωτές προσπαθήσουν να αντισταθούν, κάτι που τους είχε δώσει την άδεια να κάνουν ο πρωθυπουργός. Πέντε άνθρωποι σκοτώθηκαν, όλοι εργάτες από 19 ως 41 ετών, και με τους τρεις να είναι παλιά μέλη της Ιταλικής Αντίστασης. Η κηδεία τους έγινε παρουσία 150.000 ανθρώπων, και το περιστατικό που έμεινε γνωστό ως η Σφαγή της Ρέτζιο Εμίλια οδήγησε στην παραίτηση της κυβέρνησης. Ο Fausto Amodei γράφει έναν ύμνο στους νεκρούς της Ρέτζιο Εμίλια, τους συντρόφους που δολοφονήθηκαν για χάρη των φασιστών, που έχουν ηχογραφήσει πολλοί καλλιτέχνες, ανάμεσα τους και οι γνωστοί ύποπτοι του ιταλικού πολιτικού τραγουδιού Modena City Ramblers.

Modena City Ramblers – Per I Morti Di Reggio Emilia (Tracce Clandestine, 2015)

Χώρα των Βάσκων, Γκαστέις, 3 Μαρτίου 1976

Η Ισπανία μοιράζεται πολλά κοινά με την Ελλάδα, ένα από αυτά είναι πως στη δεκαετία του 1970 και οι δύο πέρασαν μια περίοδο μετάβασης από ανελεύθερα καθεστώτα σε αστικές δυτικές δημοκρατίες, τουλάχιστον επιφανειακά. Όπως και στην Ελλάδα, που η αστυνομία της χούντας παρέμεινε στη θέση της, η αστυνομία στην Ισπανία δεν καθαρίστηκε από οπαδούς του Franco. Με αρχή τον Ιανουάριο του 1976, έξι χιλιάδες εργάτες άρχισαν να απεργούν ενάντια σε αποφάσεις για περιορισμό των αυξήσεων των αμοιβών τους, και για καλύτερες συνθήκες εργασίας. Αυτό επαναλήφθηκε ξανά, και τον Μάρτιο καλέστηκε η τρίτη απεργία για τις 3 του μήνα, και στην οποία οι εργάτες συμμετείχαν μαζικά. Την ίδια μέρα η Ένοπλη Αστυνομία, μια στρατιωτικού τύπου μονάδα που δημιουργήθηκε από τον Franco, εισέβαλε στην εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης στη Γκαστέις, ή όπως είναι γνωστότερη με την καστιλιάνικη ονομασία, Βιτόρια. Εκεί οι εργάτες της πόλης συγκεντρώθηκαν για να μιλήσουν για τη δράση τους. Στην γεμάτη εκκλησία, αγνοώντας τον ιερέα που ζήτησε να φύγουν, και τη συμφωνία Εκκλησίας και κυβέρνησης πως η αστυνομία δεν μπορεί να μπαίνει με τη βία σε εκκλησίες, οι αστυνομικοί ρίχνουν δακρυγόνα και ανοίγουν πυρ, δολοφονούνται πέντε άνθρωποι, μεταξύ τους και ένα παιδί 17 ετών. Ηχογραφήσεις των διαλόγων της αστυνομίας που έχουν εντοπιστεί εκείνη την μέρα δείχνουν πως η σφαγή έγινε εσκεμμένα και με την άδεια της διοίκησης της αστυνομίας. Και αυτήν την πράξη αστυνομικής και κρατικής τρομοκρατίας μας προτρέπουν να μην ξεχάσουμε οι Βάσκοι Soziedad Alkoholika, για να μην γράφουν την ιστορία και στη νέα εποχή οι δήμιοι. Οι υπεύθυνοι δεν τιμωρήθηκαν και ο Νόμος περί Ιστορικής Μνήμης τούς χαρακτήρισε θύματα της δικτατορίας, παρά το γεγονός πως η σφαγή της Βιτόρια έγινε πέντε μήνες μετά το θάνατο του δικτάτορα. Ο τότε υπουργός εσωτερικών και υπεύθυνος για τη δράση της αστυνομίας, Manuel Fraga Iribarne, έχει τον τιμητικό τίτλο του Πατέρα του Ισπανικού Συντάγματος

Soziedad Alkoholika – No Olvidamos, 3 de Marzo (Sistema Antisocial, 2017)

Αγγλία, Λονδίνο, 24 Απριλίου 1979

Το 1977 το σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, κάποια εργατικά σωματεία και άνθρωποι που ανησυχούσαν για την ραγδαία άνοδο του Εθνικού Μετώπου (NF) δημιούργησαν την Αντι-Ναζιστική Ένωση (Anti-Nazi League, ANL). Χρησιμοποιώντας έναν συνδυασμό τέχνης, διαδηλώσεων, ακόμη και μαχητικών ακτιβιστικών ομάδων, προσπάθησαν να αντιστρέψουν την όλο και μεγαλύτερη επιρροή του NF κυρίως στη νεολαία, αλλά και στην κεντρική πολιτική σκηνή. Αν και πρόκειται λίγο πολύ για ένα τυπικό λαϊκό μέτωπο, με όλα τα προβλήματα που αυτό συνεπάγεται, κατόρθωσε να κάνει αισθητή την παρουσία του, κυρίως μέσω δυο μαζικών φεστιβάλ το 1978 που παρακολούθησαν 80.000 και 100.000 άνθρωποι αντίστοιχα. Στις 23 Απριλίου 1979, το NF ανακοίνωσε πως θα οργάνωνε προεκλογική συγκέντρωση στο Σάουθχολ, μια περιοχή με μεγάλο αριθμό Ινδών μεταναστών αλλά και εξίσου μεγάλων εκλογικών ποσοστών προς αντιμεταναστευτικά και εθνικιστικά κόμματα. Οι κάτοικοι προσπάθησαν να ματαιώσουν την εκδήλωση αλλά δίχως αποτέλεσμα, και τη μέρα της συγκέντρωσης πραγματοποιήθηκε αντισυγκέντρωση. Μικροπεριστατικά συγκρούσεων μεταξύ αστυνομικών και διαδηλωτών υπήρξαν έξω από το δημαρχείο του Σάουθχολ, που θα γινόταν η συγκέντρωση του NF, που το απέκλεισε πλήρως για να επιτρέψει στα μέλη του νεοναζιστικού κόμματος να συγκεντρωθούν. Ακολούθησαν μεγαλύτερες συγκρούσεις και το απόγευμα άρχισε η συγκέντρωση του NF με τα μέλη του να χαιρετούν ναζιστικά, και την αστυνομία να προσπαθεί να διαλύσει την αντισυγκέντρωση. Λίγο αργότερα ο Νεοζηλανδός δάσκαλος και μέλος της ANL, Blair Peach, μαζί με φίλους του αποφάσισε να φύγει, ακολουθώντας μια διαδρομή που έμοιαζε ασφαλής, ωστόσο έπεσαν πάνω σε μια ισχυρή αστυνομική δύναμη των Ειδικών Δυνάμεων που συγκρούονταν με διαδηλωτές. Ο Blair Peach δέχτηκε στο κεφάλι χτύπημα από ρόπαλο αστυνομικού. «Είδα την αστυνομία να χτυπά. Είδα ένα λευκό άντρα να στέκεται εκεί…. Η αστυνομία τους χτυπούσε όλους […], μετά είδα τον αστυνομικό με την ασπίδα να χτυπά τον Peach». Πέθανε δέκα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, γιατί όπως μας λέει ο Linton Kwesi Johnson, ο Blair Peach ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος, που έκανε μια απλή επιλογή, στάθηκε απέναντι στο φασισμό. Οι δολοφόνοι του δεν τιμωρήθηκαν ποτέ.

Linton Kwesi Johnson – Reggae Fi Peach (Bass Culture, 1980)

Γερμανία, Ντεσσάου, 7 Ιανουαρίου 2005

Ο Oury Jalloh γεννήθηκε στη Σιέρα Λεόνε και βρέθηκε ως πρόσφυγας στη Γερμανία. Το πρωί της 7ης Ιανουαρίου 2005, οδοκαθαριστές κάλεσαν την αστυνομία, καθώς βρέθηκε μεθυσμένος στον δρόμο και θεώρησαν πως συμπεριφέρθηκε απειλητικά προς γυναίκα συνάδελφό τους. Η αναφορά της αστυνομίας λέει πως δεν έδωσε τα στοιχεία του και αντιστάθηκε, τον έκλεισαν σε κελί του υπογείου, και λόγω της μέθης του, έδεσαν τα πόδια του και τα χέρια του στο κρεβάτι του κελιού. Οι αστυνομικοί έλεγχαν τον Jalloh μέσω ενδοεπικοινωνίας, και λόγω της κατάστασης του και των φωνών του ένας από τους αστυνομικούς χαμήλωσε τον ήχο για να μην τον ενοχλεί ο κρατούμενος. Το απόγευμα άρχισε να ακούγεται συναγερμός φωτιάς, ο αστυνομικός τον αγνόησε και τον έκλεισε, όπως και την δεύτερη φορά που χτύπησε. Όταν χτύπησε και ο συναγερμός από το σύστημα εξαερισμού, πήγαν να ελέγξουν τι συμβαίνει. Καπνοί έβγαιναν και τότε ο υπεύθυνος βάρδιας προσπάθησε να βρει βοήθεια. Ο Jalloh ήταν ακόμη ζωντανός με σοβαρά εγκαύματα αλλά ακόμη δεμένος και δίχως κλειδιά δεν μπορούσε να τον βοηθήσει ο αστυνομικός που ήταν στη σκηνή. Η ιατροδικαστική έκθεση μιλούσε για θερμικό σοκ στους πνεύμονες ως αιτία φωτιάς. Ωστόσο μια δεύτερη εξέταση ειδικών το 2019 έδειξε σπασμένο πλευρό και κατάγματα σε μύτη και βάση του κρανίου, που ταιριάζουν με βασανισμό. Δεν τιμωρήθηκε κανείς τελικά, παρά το γεγονός πως ακόμη δυο άνθρωποι πέθαναν υπό παρόμοιες συνθήκες στο ίδιο αστυνομικό τμήμα, και με παρόμοια τραύματα. Η ατιμωρησία γέννησε ένα κίνημα διαμαρτυρίας που συνεχίζει ακόμη και σήμερα να διεκδικεί την δικαίωση για τον Oury Jalloh

Carmel Zoum – Oury Jalloh feat. Msoke & Mal Elevé (Skwamat, 2015)

Νότια Αφρική, Σοβέτο, 16 Ιουνίου 1976

Έχουν περάσει 16 χρόνια από τη σφαγή στο Σάρπβιλ, και το καθεστώς λευκής υπεροχής του Απαρτχάιντ καθόριζε ακόμα τα πάντα, από την ύπαρξη των μπαντουστάν, αυτόνομων περιοχών που το καθεστώς του Εθνικού Κόμματος είχε ορίσει για την εγκατάσταση του μαύρου πληθυσμού της χώρας, μακριά από την λευκή μειονότητα, ως τη γλώσσα που έπρεπε να μιλούν οι μαύροι πληθυσμοί. Στα μεγάλα αστικά κέντρα όπως στο Γιοχάνεσμπουργκ, το αντίστοιχο των μπαντουστάν ήταν οι δήμοι (townships), που στην πραγματικότητα ήταν γκέτο, όπου μη λευκοί ήταν εγκλωβισμένοι, και ένα από αυτά είναι το Σοβέτο. Μέσα σε αυτό το κλίμα οι μαύροι ειδικά, και «έγχρωμοι» γενικά πληθυσμοί, στα σχολεία τους διδάσκονταν κυρίως τα αγγλικά ως γλώσσα, και όχι τα αφρικαάν που ήταν συνδεδεμένα με το καθεστώς – κάτι που η κυβέρνηση προσπάθησε να αλλάξει με διάταγμα το 1974, επιβάλλοντας να διδάσκονται και τα αφρικαάν. Ο μαύρος πληθυσμός αντέδρασε, θεωρώντας την ως γλώσσα των δυναστών, με το υπουργείο παιδείας να αρνείται κάθε διάλογο. Είναι η τελευταία σταγόνα σε μια σειρά ρυθμίσεων που ανάγκαζε τον μη λευκό πληθυσμό να φοιτά σε σχολεία που πολύ συχνά στερούνταν ηλεκτρικού, τρεχούμενου νερού ή ακόμη και αποχέτευσης. Η αγανάκτηση συσσωρεύτηκε ώσπου το 1976, οι μαθητές αρχίζουν αποχή από τα μαθήματα. Στις 13 Ιουνίου αποφασίστηκε να οργανωθεί μια μαζική διαδήλωση στις 16 του μήνα. Συνολικά εκείνη τη ημέρα κάπου 15.000 μαθητές διαδήλωσαν, οι αστυνομικοί προσπάθησαν να τους διαλύσουν αρχικά με εκπαιδευμένα σκυλιά και μετά με όπλα, όταν η πρώτη μέθοδος απέτυχε, πυροβολώντας κατευθείαν προς τους μαθητές. Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν με τον απολογισμό της ημέρας να είναι 23 νεκροί, διαδηλωτές και λευκοί που πιάστηκαν από τον όχλο. Τα νοσοκομεία γέμισαν με τραυματίες, με τους γιατρούς να καταγράφουν τα τραύματα από σφαίρες ως αποστήματα, για να μην αναγνωρίσει τους διαδηλωτές η αστυνομία και τους συλλάβει. Επίσημα 176 άτομα έχασαν τη ζωή τους – ανεπίσημα ως 700. Η λευκή κοινότητα της χώρας αγανάκτησε με την κυβερνητική βία, λευκοί φοιτητές του πανεπιστημίου του Γιοχάνεσμπουργκ προχώρησαν σε διαδηλώσεις διαμαρτυρίας, μαύροι εργάτες κατέβηκαν σε μαζική απεργία, μαθητές σε άλλες περιοχές προχώρησαν σε διαδηλώσεις, με συγκρούσεις να ξεσπούν σε όλα τα γκέτο της χώρας, και συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος της χρονιάς περίπου. Η Εξέγερση του Σοβέτο αντιμετωπίστηκε με μια «μικρή» σφαγή μέσα στην πόλη, όπως λέει στους στίχους του Soweto Blues η Νοτιοαφρικανή τραγουδίστρια και ακτιβίστρια Miriam Makeba.

Miriam Makeba – Soweto Blues (Welela, 1977)

Τουρκία, Ιστανμπούλ, 28 Μαΐου 2013

Ο αυξανόμενος αυταρχισμός της κυβέρνησης του Recep Tayyip Erdoğan δημιουργεί μια εκρηκτική κατάσταση, η οποία ξεσπά με αφορμή την ακραία βίαιη διάλυση της διαμαρτυρίας ενάντια στα σχέδια ανάπλασης του Πάρκου Γκεζί, δίπλα από την πλατεία Ταξίμ, έναν από τους τελευταίους χώρους πρασίνου στην ευρωπαϊκή πλευρά της Ιστανμπούλ. Αντίθετα από τις προηγούμενες φορές, που η αστυνομική βαρβαρότητα στρέφονταν κατά μαχητικών τμημάτων, είτε μειονοτήτων, είτε εργατικών στρωμάτων, τώρα η επίθεση στράφηκε εναντίον μη βίαιων οικολόγων. Αυτό αρκεί για να ξεσπάσουν μεγάλες διαμαρτυρίες, στις οποίες συμμετέχουν από οικολογικές οργανώσεις ως αναρχικοί και αριστεροί ακτιβιστές και οπαδοί των ομάδων της Κωνσταντινούπολης. Οι διαμαρτυρίες διαρκούν μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, και από αυτές ξεπηδούν πυρήνες αυτονομίας και αυτοδιαχείρισης, και εναλλακτικής ριζοσπαστικής αντίστασης. Η αστυνομία συνεχίζει ανενόχλητη τη δράση της, με τη βία να φτάνει ως τη χρήση θανάσιμης βίας. Ανάμεσα τους ο 15χρονος Berkin Elvan, που χτυπήθηκε από δακρυγόνο. Έμεινε σε κώμα για έναν σχεδόν χρόνο πριν πεθάνει στις 11 Μαρτίου 2014. Ο αστυνομικός που έριξε το δακρυγόνο κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε ποινή 16 ετών και 8 μηνών, το δικαστήριο δεν ζήτησε ποτέ τη σύλληψή του, ενώ η αστυνομία ακόμη και σήμερα λέει πως ο 15χρονος έφταιγε γιατί πήγε σε περιοχή με επεισόδια, και ούτως ή άλλως, σύμφωνα με τον Erdoğan, ήταν τρομοκράτης γιατί φορούσε μαντίλι να καλύπτει το στόμα και τη μύτη του. Είχε βγει για να αγοράσει ψωμί. Ακόμη και αν δεν ολοκληρώθηκε η διαμαρτυρία του Πάρκου Γκεζί με την απομάκρυνση του Erdoğan, το συγκρότημα των The Ringo Jets περιγράφει με έντονα σαρκαστικό τρόπο και τα αίτια και την καταστολή, στο βίντεο και τους στίχους του τραγουδιού τους Spring of War.

The Ringo Jets – Spring of War (The Ringo Jets, 2014)

Επίλογος

Και αν υπάρχει μια γραμμή που να ενώνει όλα αυτά τα περιστατικά, θα μπορούσαμε να την βρούμε σε κάποιο από τα εκατοντάδες τραγούδια που έχουν γραφεί για την αστυνομική βαρβαρότητα, και τη βία της εξουσίας από τους συνήθεις υπόπτους Clash, Millions Of Dead Cops (M.D.C.), Ν.W.A. και Rage Against The Machine, ως τους Sodom και τον Marvin Gaye, και τους The Kids ως τους Exploited. Όμως ίσως η πιο ειλικρινής παραδοχή βρίσκεται απλά πως η αστυνομία από τη γέννηση της είχε ως σκοπό να ελέγξει τις κατώτερες τάξεις για λογαριασμό των ανώτερων, γιατί όταν είσαι φτωχός, είτε λευκός, είτε μαύρος, είτε ντόπιος, είτε ξένος, αξία έχει η σιωπή σου και όχι η ζωή σου.

Body Count – No Lives Matter (Bloodlust, 2017)

Δημήτρης Πλαστήρας

Βιβλιογραφία

Amnesty International, Brazil: “Death has arrived”: prison massacre at the Casa de Detencao, Sao Paulo

Joanne Mariner, James Cavallaro, Human Rights Watch Behind Bars in Brazil, 1998

Angelique Chrisafis, French teens electrocution case linked to 2005 riots reopens, The Guardian

Henri Astier, Ghettos shackle French Muslims, BBC News

Χημείο: Οι Τρεις Ιστορικές Καταλήψεις, Independent News

Εβίτα Λάμπου, 17 Νοέμβρη 1985: Ο Μιχάλης Καλτεζάς δολοφονείται από αστυνομικό, MaxMag

Μιχάλης Καλτεζάς: Οταν από σφαίρα αστυνομικού χάθηκε ακόμη ένα παιδί, Τα Νέα Online,

Μανώλης Νταλούκας, Δύο τραγούδια για τη δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά (17 Νοεμβρίου 1985), Ιστορία της Ελληνικής Νεολαίας

Matteo Pioppi, 7 luglio 1960: dopo 53 anni facciamo chiarezza sui morti di Reggio, Il Fatto Quotidiano

Girolamo De Michele, I morti di Reggio Emilia – I morti del luglio 1960, Reti-invisibili

«Aquí ha habido una masacre, cambio»

David Beorlegui, ‘Vitoria, brothers, we do not forget!’ The public history of the strikes of Vitoria and the Spanish transition to democracy’ Oral History 46

1979: Teacher dies in Southall race riots, BBC

1980: Peach death was ‘misadventure’, BBC

Blair Peach killed by police at 1979 protest, Met report finds, The Guardian

Blair Peach: After 31 years Met police say ‘sorry’ for their role in his killing, The Guardian

German Police Officers Cleared of Prisoner’s Death, DW

Federal court orders new trial in burning death of asylum seeker, DW

Human Rights Prize Goes to Film About Refugee’s Death, DW

Martin Kreickenbaum, Police attack peaceful anti-racist protesters in Germany, World Socialist Web Site

Language Policy and Oppression in South Africa, Cultural Survival Quarterly Magazine

Anthony Lewis, The Rule on Teaching of Afrikaans Was a Kind of Last Straw, The New York Times

The Youth Struggle, South African History Online (SAHO)

Sifiso Mxolisi Ndlovu. «The Soweto Uprising». The Road to Democracy in South Africa

Amnesty International, Turkey: Gezi Park protests: Brutal denial of the right to peaceful assembly in Turkey

Gendarmerie report says Gezi protest victim Berkin Elvan ‘partly to blame’ for his own death, Duvar.English

Funeral of Turkish boy Berkin Elvan brings thousands to Istanbul streets, The Guardian

Ruling in Berkin Elvan case: 16 years, 8 months in prison, Bianet