Γύρω στις 9.15 στον προαύλιο χώρο του Πρωτοδικείου Αθηνών, παρουσία μίας διμοιρίας που βρισκόταν ήδη εκεί αλλά και περιμετρικά των δικαστηρίων -καθώς έλαβε χώρα και το εφετείο της Χ.Α.- σήμερα 19/9, βρισκόμασταν περίπου 100 σύντροφοι και συντρόφισσες ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα αλληλεγγύης στον σύντροφο Θοδωρή Σίψα, η δίκη του οποίου ξεκίνησε σήμερα ταυτόχρονα με την υπόθεση για την επίθεση στο βιβλιοπωλείο Ιανός , με κατηγορούμενο τον Παύλο Αντρεέβ.
Ξεκινάει η συνεδρίαση και η γραμματέας της έδρας απαγγέλει τις κατηγορίες. Στη συνέχεια, ο Θ.Σ. ζητάει αποχώρηση από την αίθουσα για 5 λεπτά για λόγους υγείας. Έτσι η συνεδρίαση διακόπτεται για λίγο. Μόλις επιστρέφουμε, καλείται ο Θ.Σ. ο οποίος δηλώνει ότι από το 2011 έχει καταδικάσει δημόσια την ενέργεια για την οποία κατηγορείται καθώς ως άνθρωπος το θεωρεί αναξιοπρεπές και δεν θα μπορούσε να πράξει κάτι τέτοιο και δηλώνει πως δεν έχει καμία ανάμειξη με τον εμπρησμό της τράπεζας. Μετά από τη δήλωσή του η πρόεδρος τον ρωτάει για την άρνησή του: «Παρόλο που συμμετείχατε στη συγκεκριμένη διαδήλωση και βρισκόσασταν στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο;» και ο Θ.Σ. απαντάει θετικά.
Ξεκινούν οι καταθέσεις των αυτoπτών μαρτύρων και των μαρτύρων κατηγορίας. Εδώ θα παραθέσω κάποια στοιχεία από τις πολυάριθμες καταθέσεις που θεωρώ σημαντικά.
Αρχικά, μιλούν ορισμένοι μάρτυρες που βρίσκονταν μακριά από το συμβάν στη τράπεζα. Για παράδειγμα, ένας υπάλληλος ξενοδοχείου στην οδό Συγγρού είχε καταθέσει, την επομένη του γεγονότος, στην αστυνομία φωτογραφίες από την πορεία εκείνης της μέρας χωρίς όμως να έχει κάποια άμεση οπτική επαφή με την Σταδίου ούτε υλικό από το επίμαχο σημείο. Ο υπάλληλος αυτός, μέλος της ομάδας πυρασφάλειας του ξενοδοχείου όπου δούλευε, μίλησε αρκετή ώρα για τις ομάδες περιφρούρησης που είχαν συγκροτήσει οι εργαζόμενοι εντός του ξενοδοχείου ώστε να αποτρέψουν ενδεχόμενη επίθεση από διαδηλωτές, χωρίς όμως να καταθέτει κάτι περί του συμβάντος στη Μarfin ή στον Ιανό και έτσι χωρίς να προσφέρει τίποτα στην εξεταζόμενη υπόθεση παρά μόνο δημιουργώντας κλίμα τρομοκρατίας για τα γεγονότα της 5ης Μάη.Ένα ανάλογο παράδειγμα αποτελεί και η κατάθεση ενός υπαλλήλου του τμήματος ασφαλείας της Alpha Bank από το οποίο ζητήθηκε το υλικό των καμερών αλλά οι κάμερες αυτές δεν έβλεπαν πάνω στη Σταδίου-αλλά στην Κοραή- οπότε και δεν υπήρχε οπτική επαφή ούτε με την Marfin ούτε με τον Ιανό. Τέλος, ο ιδιοκτήτης ενός γραφείου στο κτήριο πάνω από τον Ιανό έλειπε καθ’ όλη τη διάρκεια των γεγονότων και έτσι το μόνο που είχε να μας πει ήταν ότι όταν γύρισε είδε πυροσβεστικά οχήματα και τον Βγενόπουλο, τον οποίο έβριζαν οι διαδηλωτές, έξω από την τράπεζα, ενώ όταν ανέβηκε στο γραφείο του είδε μια λιπόθυμη κοπέλα στο μπαλκόνι της τράπεζας με το οποίο είχε άμεση οπτική επαφή.
Στη συνέχεια ακολουθούν οι καταθέσεις των υπαλλήλων της τράπεζας. Πέρα από τον πραγματικό τρόμο που έζησαν οι άνθρωποι εκείνη τη μέρα και ο οποίος περιγράφηκε λεπτομερώς από τους εργαζόμενους, έχει σημασία να εστιάσουμε σε ορισμένα κομμάτια των καταθέσεων αλλά και των ερωτήσεων που ακολούθησαν αυτών, τις οποίες θεωρώ αποκαλυπτικές.
Με βάση λοιπόν τις καταθέσεις αλλά και τις ερωτήσεις που ακολουθούσαν προκύπτουν τα παρακάτω:
Μόλις έγινε αντιληπτή η ένταση της ημέρας, οι εργαζόμενοι πήραν εντολή να ασφαλίσουν νωρίτερα από το συνηθισμένο τα έγγραφα και τις επιταγές της τράπεζας στο πυρασφαλές κιβώτιο που βρισκόταν στο υπόγειο και να κατεβάσουν τα σκίαστρα στα παράθυρα (δεν υπήρχαν ρολά) χωρίς καμία μέριμνα για την δική τους ασφάλεια (όπως πχ να φύγουν από το κτήριο). Επιπλέον, στο κτήριο δεν υπήρχε ουδεμία έξοδος κινδύνου ή σύστημα πυρασφάλειας (πέρα από μερικούς πυροσβεστήρες) αλλά και καμία εκπαίδευση εκ των προτέρων για την αντιμετώπιση πυρκαγιάς. Στο ζήτημα περί πυρασφάλειας εστίασε έντονα ο συνήγορος υπεράσπισης ο οποίος δέχτηκε κριτική από την εισαγγελέα και την πρόεδρο στο ότι ξεφεύγει από το θέμα της ανθρωποκτονίας και της απόπειρας αυτής. Η απάντηση του συνηγόρου ήταν ότι προσπαθούμε να διερευνήσουμε ποιές ήταν οι αιτίες που δεν μπόρεσαν αυτοί οι άνθρωποι να διαφύγουν έγκαιρα καθώς κι σε άλλες περιπτώσεις έχουν εκδηλωθεί πυρκαγιές σε καταστήματα αλλά σ’αυτή τη περίπτωση το αποτέλεσμα ήταν διαφορετικό. Η εισαγγελέας ρώτησε σε επόμενο μάρτυρα για το σύστημα πυρασφάλειας: ‘’Πιστεύετε ότι η γρήγορη επέκταση της φωτιάς οφείλετε μόνο στο ότι δεν υπήρχε σύστημα πυρασφάλειας;’’ Και η απάντηση που πήρε ήταν: «όχι έφταιγε και το εύφλεκτο υλικό» ενώ στη συνέχεια ο συνήγορος υπεράσπισης αντέστρεψε την ερώτηση: «Αν υπήρχε σύστημα πυρασφάλειας θα αποτρεπόταν η φωτιά;» Για να πάρει την απάντηση: «Δεν μπορώ να το γνωρίζω αυτό, το σίγουρο είναι ότι αν δεν έσπαγαν τα τζάμια και δεν έριχναν εύφλεκτο υλικό δεν θα καιγόμασταν».
Όσον αφορά στην περιγραφή των επιτιθέμενων στην τράπεζα η εισαγγελέας προσπαθούσε να εκμαιεύσει από τους μάρτυρες τα χαρακτηριστικά των δραστών με βάση την περιγραφή που έχει κατασκευαστεί από την αστυνομία. Ενδιαφέρον έχει η παρατήρηση του συνηγόρου υπεράσπισης ότι δεν γίνεται να δημιουργούνται εντυπώσεις στους ενόρκους με βάση την περιγραφή της σωματοδομής και των βιομετρικών στοιχείων των υπόπτων καθώς δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί κατηγορία για ανθρωποκτονία με μόνο κριτήριο αυτό. Επίσης, η εισαγγελέας ρώτησε αν θα μπορούσε κάποιο από τα άτομα αυτά να είναι από 30 έως 35 χρονών αλλά και ποιά είναι η κρίση του μάρτυρα για την ψυχολογική κατάσταση των δραστών και το γενικότερο προφίλ τους ώστε να είναι ικανοί για μια τέτοια ενέργεια. Επιπλέον, σε όλους όσοι είχαν οπτική επαφή με τους δράστες ζητήθηκε να πουν αν αναγνωρίζουν με σιγουριά κάποιον από τους 2 κατηγορούμενους. Κανείς δεν αναγνώρισε κανέναν.
Μια ακόμα ενδιαφέρουσα στιχομυθία έλαβε χώρα στην αίθουσα με έναν από τους εργαζόμενους να λέει ότι είχε συνομιλήσει με κάποιον/ους από τον κόσμο έξω από την τράπεζα την ώρα που βρισκόταν στο μπαλκόνι. Όταν η πρόεδρος του ζήτησε να αναφέρει τον διάλογο αυτός αρνήθηκε λέγοντας χαμηλόφωνα ότι δεν νιώθει ασφάλεια να μιλήσει γι’αυτό στο συγκεκριμένο χώρο και στην απορία της προέδρου για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό και αν βρίσκεται κάποιος απ’αυτούς μέσα στην αίθουσα ο υπάλληλος απάντησε πως όχι δεν αναγνωρίζει κάποιον αλλά δεν έχει να πει κάτι παραπάνω.
Τέλος, μια υπάλληλος ρωτήθηκε από την συνήγορο υπεράσπισης αν απεργούσε κανείς από τους 24 εργαζόμενους στη τράπεζα εκείνη τη μέρα και η απάντηση ήταν αρνητική ενώ στην ερώτηση αν μπορούσαν να απεργήσουν η εργαζόμενη απάντησε ότι θεωρητικά μπορούσαν αλλά πρακτικά όχι.
Η δίκη έληξε με την κατάθεση ενός ακόμα μάρτυρα, φίλο του ενός κατηγορούμενου για την Μαρφίν ο οποίος αθωώθηκε στη συνέχεια, ο οποίος είπε ότι τον απήγαγαν από το σπίτι του με τη συνοδεία 2 διμοιριών , του εισαγγελέα και της ασφάλειας, του ερεύνησαν το σπίτι και κατάσχεσαν προσωπικά του αντικείμενα ( λάπτοπ, αφίσες κλπ) τα οποία δεν του επιστράφησαν ποτέ. Όταν τον μετέφεραν στην ΓΑΔΑ τον απειλούσαν ότι θα μπλέξει αν δεν πει τα πράγματα που ήθελαν να ακούσουν και δεν του επέτρεψαν να επικοινωνήσει με δικηγόρο ενώ αφέθηκε ελεύθερος μετά από περίπου 6 ώρες που βρισκόταν σε καθεστώς ομηρίας.
Η συνήγορος υπεράσπισης επισήμανε, μετά την παρατήρηση της εισαγγελέως για το ότι ξεφεύγει και πάλι από το θέμα ρωτώντας τον μάρτυρα να περιγράψει την αντιμετώπισή του σε αυτή την υπόθεση από την αστυνομία, ότι πρέπει να καταλάβουμε πως έχουν στηθεί οι δικογραφίες και ποια είναι η αντιμετώπιση της αστυνομίας σε αυτές τις υποθέσεις.
Η μοναδική ερώτηση που αποφάσισε να κάνει η εισαγγελέας ήταν αν ο μάρτυρας έχει πάει στρατό και αν όχι γιατί. Ο μάρτυρας της απάντησε πως δεν έχει πάει και πως το γιατί εμπίπτει στα προσωπικά του δεδομένα.
Η συνέχεια της δίκης ορίστηκε για 14 Οκτώβρη 2016 στο Πρωτοδικείο Αθηνών.
Ανταπόκριση για την Άπατρις από selinflor