Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για τον Γιάννη της καρδιάς τους, τον Γιάννη της σημαίας, τον Γιάννη που τους κάνει εθνικά υπερήφανους. Θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε στη θέση του, όπως και είναι κατά καιρούς. Δεν είναι το πρόσωπο, μα η υποκρισία του «Ελληνάρα» που σπεύδει να ταυτιστεί με ό,τι, υπό άλλη οπτική, το ίδιο άβουλα θα μισούσε. Ό,τι κάθεται καλά στο μάτι του τον αποχαυνώνει, ό,τι τον ενοχλεί βάσει των προκαταλήψεών του τον αποστρέφει.
Είναι γνωστό πως στη χώρα μας εάν φιλάς ή δοξάζεις τη σημαία γίνεσαι τουλάχιστον πρότυπο. Εάν τυγχάνει να είσαι και δημόσιο πρόσωπο, τότε η πατριδολαγνεία εκτινάσσει τη δημοτικότητά σου στα ύψη. Δεν έχει να κάνει με τη σημαία καθεαυτή· οποιαδήποτε δήλωση αγάπης προς την Ελλάδα, στήριξης προς τον λαό της, ωθεί τον μέσο Έλληνα σε παροξυσμό. Η εθνική ανάταση διαδίδεται σε καφενειακούς κύκλους, σε εργασιακούς χώρους και σε χώρους που διαμορφώνονται χαρακτήρες, όπως τα σχολεία. Ωθεί την κάθε κοινωνική ομάδα να ξεχνάει τα υπαρκτά προβλήματά της, αποσπώμενη από την ψυχική εφορία που προκαλεί οποιαδήποτε ικανοποίηση των μικροαστικών της αναγκών. Αναγκών ψυχολογικών που κληρονομήθηκαν από γενιά σε γενιά, αλλοιώνοντας την ελευθερία έκφρασης του σύγχρονου ανθρώπου. Στα πλαίσια της γενικότερης πλάνης, όταν δεν χτυπάει τη διαφορετικότητα, αναλώνεται στο κουτσομπολιό ή την αποθέωση σάπιων ειδώλων. Βρίσκοντας νόημα σε δήθεν πνευματικές συζητήσεις γύρω από το αν γεννιέσαι η γίνεσαι Έλληνας. Φωνάζοντας ή χαμογελώντας. Και πληρώνοντας τον ΕΝΦΙΑ.
Σκέψου τώρα την κοινωνικοπολιτική εναλλακτική του άνωθεν σεναρίου. Ένας αθλητής που πέρασε δύσκολα μα τα κατάφερε, μιλά για αυτό. Αναδεικνύει τον ρατσισμό προς τη μαύρη κοινότητα της Αθήνας, τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Καταγγέλλει ακόμη τις αρρωστημένες συμπεριφορές του ντόπιου, που τον είδε σαν το χέρι που απλώνεται για να του αρπάξει το ψωμί. Οι δηλώσεις παίζουν στα μέσα, μεταξύ καρφωμάτων και ασίστ, αφήνοντας παγερά αδιάφορη τη μάζα. Οι αισθητήρες του κοινού δεν ανταποκρίνονται στην ανθρωπιστική συχνότητα. Κάποιοι, προοδευτικοί στα νιάτα τους, κλείνουν τώρα γεμάτοι ενοχές τα μάτια και τα αυτιά τους. Καλά κατάλαβες, στο προσκήνιο μένουν οι φωνές εκείνες που αποκαλούν τον αθλητή «αχάριστο αράπη» που τολμά να αρνηθεί την ελληνική φιλοξενία. «Τον ταΐσαμε, τον ποτίσαμε και τώρα βγάζει γλώσσα».
Είναι επομένως η τάση του ταλαιπωρημένου, από την έλλειψη και συνάμα τον βομβαρδισμό ερεθισμάτων, πολίτη να αποζητά την ψυχική ανάταση μέσα από εφήμερες δοξασίες με μια δόση εθνικής υπερηφάνειας. Άλλωστε εθνικό χαρακτήρα έχουν και τα προβλήματά του. Συνεπώς, ο Γιάννης και ο κάθε Γιάννης μετατρέπεται ασυνείδητα σε ένα εργαλείο του συστήματος (όποια ερμηνεία και να του δώσει κανείς) με θετικές συνέπειες και για τις δύο πλευρές. Ο αισιόδοξος και υπερήφανος λαός παίρνει κουράγιο, αγνοώντας παράλληλα τα οικονομικά του προβλήματα, και ο ταλαντούχος αθλητής παίρνει μία επιπλέον ώθηση, σχηματίζοντας μία πολιτικά ορθή εικόνα. Η εικόνα και οι πρόσκαιρες ανάσες αισιοδοξίας είναι άλλωστε από μόνα τους ισχυρά κίνητρα, ώστε ο καθένας μας να εθελοτυφλεί σχετικά με τον ρόλο του στη σύγχρονη κοινωνία.
SideliK_2
Υ.Γ. Σήμερα είναι ο Γιάννης, εχθές ο Ηλιάδης και ο Δήμας, αύριο κάποιος άλλος.