Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα μίας συζήτησης που έγινε με τον σύντροφο Ν. από τη Βόρεια Μακεδονία. Η συνάντηση έλαβε χώρα στην Αθήνα στα μέσα του περασμένου Μάρτη, δύο μήνες μετά την ψήφιση της συμφωνίας των Πρεσπών. Ο εθνικιστικός πυρετός που ακολούθησε την ανακίνηση του μακεδονικού, ήταν αυτός που ενεργοποίησε και συσπείρωσε τα πιο συντηρητικά αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας. Πάνω σε αυτά ανασυγκροτήθηκε η ελληνική νέα ακροδεξιά ως επανεμφανιζόμενη πολιτική δύναμη, και εν τέλει έλαβε τη σκυτάλη για την κυβέρνηση του ελληνικού κράτους.
Η συζήτησή μας λοιπόν με τον Ν, στη χρονική στιγμή που έγινε, στράφηκε γύρω από το θέμα του εθνικισμού στις δύο πλευρές των συνόρων, το πώς οπλίστηκε και εκφράστηκε, και μέσα σε ποια οικονομικά και πολιτικά περιβάλλοντα. Εδώ παραθέτουμε το κομμάτι αυτό που εστιάζει στο γειτονικό κράτος, αποσκοπώντας κυρίως να αναδείξουμε, αντιπαραβάλλοντας με τη δική μας βιωμένη εμπειρία, τις ομοιότητες «αντικρουόμενων» εθνικισμών, και κατ’ επέκταση να αντιληφθούμε πώς δομείται ο εθνικισμός ως ιδεολογικός μηχανισμός της κυριαρχίας, που ξεπερνάει τα στενά πλαίσια ενός και μόνο έθνους.
Από τότε μέχρι και σήμερα, πρέπει να επισημάνουμε ότι το «όραμα» για ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στην Ε.Ε. καταποντίστηκε μετά από βέτο της Γαλλίας στα μέσα του Οκτώβρη, παρόλο που το μακεδονικό κράτος έκανε πολλές υποχωρήσεις σε σχέση με το σύνταγμά του με ό,τι άλλο συνεπάγεται αυτό…
Σαφώς η επιχειρηματολογία είναι παρόμοια. Στην τελική όντως πρόκειται για εθνικισμό, και το ζήτημα του ονόματος αποτέλεσε σημείο αναφοράς για πολλούς ανθρώπους που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, λιγότερο ή περισσότερο, είναι εθνικιστές.
Άπατρις: Ποιο είναι το οικονομικό υπόβαθρο και η ταξική διαστρωμάτωση της Βόρειας Μακεδονίας τα τελευταία χρόνια;
Ν: Υπάρχει μία μεγάλη πόλη, τα Σκόπια, και φυσικά είναι η πιο ανεπτυγμένη οικονομικά. Σχετικά εύπορες είναι και κάποιες άλλες πόλεις στα δυτικά, και αυτό είναι όλο.
Η χώρα βασίζεται κατά κύριο λόγο στον αγροτικό τομέα, εκτός από αυτές τις πόλεις. Ακόμα και κάποιες πόλεις που είναι πιο κοντά σε αγροτικές εκτάσεις και χωράφια έχουν αγροτική ζωή. Ενώ στο κέντρο των Σκοπίων και πέριξ, δεν υπάρχει αγροτική απασχόληση, οι περισσότερες από τις υπόλοιπες πόλεις και τα χωριά είναι αγροτικά. Πρόκειται για πολύ μικρά εισοδήματα, έχει σημειωθεί πολύ χαμηλή βιομηχανοποίηση, ενώ πολλά εργοστάσια έχουν κλείσει ήδη από τη δεκαετία του ’90. Υπάρχει πολύ μεγάλη εργασιακή επισφάλεια. Έρχονται ξένες επενδύσεις, επειδή η χώρα έχει αρχίσει να παρέχει πλεονεκτήματα στις ξένες εταιρίες, όπως η μη φορολόγηση της δραστηριότητά τους, και η βοήθεια στις προσλήψεις προσωπικού. Και φυσικά αυτές οι εταιρίες αξιοποιούν όλα αυτά όχι για να δημιουργήσουν καλύτερα εργασιακά περιβάλλοντα, αλλά ως μία νέα μορφή αποικισμού, ερχόμενες εδώ εκμεταλλευόμενες όλα τα πιθανά οφέλη, δίνοντας τους ίδιους μισθούς που δίνουν και οι ντόπιοι καπιταλιστές, παρέχοντας τις ίδιες συνθήκες, κάποιες φορές χειρότερες, κάποιες φορές καλύτερες.
Αυτή είναι πάνω κάτω η οικονομική κατάσταση, και πάλι ο μεγαλύτερος επενδυτής στη χώρα είναι η Ελλάδα. Όπως λέω, τα έθνη δεν υπάρχουν για τους καπιταλιστές, και δεν θα έπρεπε να υπάρχουν και για μας. Και βλέπουμε στην ανάπτυξη του μακεδονικού κράτους έναν νέο κύκλο επέκτασης κεφαλαίου, ευρωπαϊκού, αλλά και ελληνικού, που πρόκειται να εγκατασταθεί στη χώρα, και να διεκδικήσει μεγαλύτερο κομμάτι της εγχώριας αγοράς. Μην ξεχνάμε πως μιλάμε για μία χώρα που πολλές φορές κρίθηκε η φτωχότερη στην Ευρώπη, ή με τους χαμηλότερους μισθούς…
Άπατρις: Έχουμε υπόψη ότι από τη στιγμή που η συμφωνία των Πρεσπών πήρε δημοσιότητα, και ο κόσμος άρχισε να συζητά για αυτή, οι κύριες αντιδράσεις εμφανίστηκαν στη βόρεια Ελλάδα, με την πιο έντονη φάση στη Θεσσαλονίκη, με τον εμπρησμό της κατάληψης Libertatia στο πρώτο συλλαλητήριο. Υπήρχε ένα επιχείρημα που ακουγόταν σε καθημερινή βάση από κόσμο, το όποιο έλεγε πως «αν πάρουν το όνομά μας (οι Μακεδόνες), το επόμενο βήμα θα είναι να έρθουν να μας πάρουν τα χωράφια» και άλλα τέτοια. Και αυτή η ρητορική δεν εκπορεύτηκε ακριβώς από το επίσημο κράτος, αλλά ήταν διάχυτη στην κοινωνική βάση.
Αναρωτιόμασταν εάν υπάρχει κάτι αντίστοιχο και στην άλλη πλευρά των συνόρων: Εάν δηλαδή ο (μακεδονικός) εθνικισμός αναδύεται, τοποθετώντας απέναντί του την Ελλάδα, ώστε να ενισχύσει την απήχησή του, και αν χρησιμοποιεί αντίστοιχη επιχειρηματολογία ή προσέγγιση της συμφωνίας των Πρεσπών.
Ν: Σαφώς η επιχειρηματολογία είναι παρόμοια. Στην τελική όντως πρόκειται για εθνικισμό, και το ζήτημα του ονόματος αποτέλεσε σημείο αναφοράς για πολλούς ανθρώπους που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, λιγότερο ή περισσότερο, είναι εθνικιστές. Οι άνθρωποι ταυτίζονται αρκετά με το όνομα, και η ρητορική ήταν παρόμοια σε ερωτήσεις τύπου «με τι θα μείνουμε αν μας πάρουν το όνομα; (Η ερώτηση αυτή πηγάζει από την ιδιοκτησιακή αντίληψη της Μακεδονίας, επειδή είμαστε το κράτος που ονομάζεται Μακεδονία, οπότε τεχνικά είναι το όνομά μας). Οπότε μας μένει τίποτα; Θα μας πάρουν το “ποιοι είμαστε”, την ταυτότητά μας». Ακόμα και όταν οργανώναμε διαδηλώσεις ενάντια σε κακές πολιτικές της κυβέρνησης, που θα οδηγούσαν σε περαιτέρω φτωχοποίηση του πληθυσμού, ακούγαμε σχόλια του στυλ «Γιατί δεν διαμαρτύρεστε επίσης και για το όνομα;» ή «Είναι το όνομα λιγότερο σημαντικό;». Εννοείται πως το όνομα της χώρας είναι λιγότερο σημαντικό απ’ το ψωμί, αλλά για αυτούς τους ανθρώπους έχει γίνει σημαντικότερο. Σε εμένα προσωπικά έχουν πει πως «αν πάρουν το όνομά μας, δεν έχουμε τίποτα, μπορούμε να πεθάνουμε αύριο». Για κάποιο κόσμο λοιπόν έχει φτάσει μέχρι αυτό τον βαθμό, αλλά όχι για όλους. Και βασικά αυτό αναπαριστά το πώς και πόσο πολύ έχουν τραφεί με την εθνικιστική προπαγάνδα.
Επιτρέψτε μου και ένα σύντομο σχόλιο: Ενδεχομένως είναι «βάσιμη» η διεκδίκηση εδαφών από την ελληνική πλευρά, καθώς από τη σκοπιά του μακεδονικού εθνικισμού, όταν γίνεται λόγος για την Ελλάδα, κυρίως αναφέρονται στη μακεδονική μειονότητα, και πώς η περιουσία της στη βόρεια Ελλάδα (ελληνική Μακεδονία) εκλάπη. Ίσως σε πολλές περιπτώσεις να αληθεύει, επομένως να υπάρχει μία σύνδεση με αυτό που λέτε στην ερώτηση. Επίσης λένε πως θέλουν ολόκληρη την περιοχή πίσω, να ενσωματωθεί στη χώρα. Και όποιοι δεν το θέτουν έτσι, που είναι και λιγότερο ριζοσπαστικοί, λένε «δώστε τα σπίτια πίσω στους μακεδόνες του Αιγαίου». Έτσι αποκαλούν τους μακεδόνες που έζησαν ή ζουν στην Ελλάδα. Σίγουρα αυτά είναι αλληλένδετα από διαφορετικές οπτικές. Και σίγουρα ένα βασικό σημείο για τον αναδυόμενο εθνικισμό είναι το τι αντιλαμβάνεται ως επίθεση. Όταν δέχονται επίθεση, θέλουν να αμυνθούν. Και συσπειρώνονται με τους ανθρώπους «τους».
Άπατρις: Μετά από όλες τις διαδηλώσεις και κινήσεις ενάντια στα μνημόνια, τη λιτότητα κτλ. όλοι αυτοί οι κύκλοι αγώνα είναι που έκαναν τον σύριζα να ανέβει σε δυναμική. Ο σύριζα πήρε μέρος στα γεγονότα αυτά, το κόμμα πήρε αρκετή δύναμη από αυτό, και κατάφερε να κεφαλαιοποιήσει τη συμμετοχή του στους αγώνες (κατά βάση λέγοντας ψέματα). Στο γεγονός αυτό, μπορούμε να πούμε ότι το κίνημα έχασε αυτή τη μάχη. Μετά από όλα αυτά, ο σύριζα έγινε κυβέρνηση, κατά κάποιον τρόπο κατάφερε να ενσωματώσει τους αγώνες στην κρατική ατζέντα, είτε παίρνοντας ανθρώπους που συμμετείχαν στους αγώνες και δίνοντάς τους εξουσία ή κρατική θέση, ή κυρίως με τον συνήθη σοσιαλδημοκρατικό τρόπο: με το να κάνει έναν αγώνα που δεν προέρχεται από το κράτος ή την κυβέρνηση να ταυτίζεται με τον αγώνα του κράτους. Έτσι, μετά από τόσα χρόνια κινητοποιήσεων ενάντια στη λιτότητα, έρχεται το δημοψήφισμα (2015), που έχουμε ξανά μαζικά κόσμο στον δρόμο, υπέρ της κυβέρνησης και ενάντια στην «κακιά ΕΕ». Φυσικά τα νούμερα αυτά ήταν χαμηλότερα από τη συμμετοχή το 2010-2012. Για παράδειγμα, το 2012 υπήρξε μία διαδήλωση με τη συμμετοχή να εκτιμάται στο μισό εκατομμύριο κόσμο γύρω από το σύνταγμα, που προσπαθούσε να φτάσει στο κοινοβούλιο. Το 2015 τα νούμερα δεν ήταν τόσο μεγάλα. Μετά το δημοψήφισμα, όταν ήρθε το 3ο μνημόνιο προς ψήφιση στο κοινοβούλιο, τα νούμερα ήταν ακόμη πιο χαμηλά.
Μετά από όλα αυτά, μπορούμε να πούμε με 100% σιγουριά ότι ο σύριζα κατάφερε να γυρίσει τον κόσμο στα σπίτια του. Και ο πρώτος λόγος, που ο κόσμος ξανά βγαίνει μαζικά στους δρόμους μετά από τόσα χρόνια είναι η συμφωνία των Πρεσπών. Έτσι, βλέπουμε στη θεσσαλονίκη 200.000 ανθρώπους. Μαζικές διαδηλώσεις, με τη διαφοροποίηση στην ποιότητα τους (2010-μείωση μισθών, χειροτέρευση των οικονομικών συνθηκών / 2018-όνομα της μακεδονίας). Το πρώτο σκέλος της ερώτησης είναι πόσοι άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους στη μακεδονία απλά για το όνομα τον τελευταίο χρόνο. Ποιο είναι το ιστορικό των αγώνων στη μακεδονία τα τελευταία 10-15 χρόνια. Παρατηρείται μία παρόμοια συμπεριφορά από τις «μάζες»;
Ν: Υπάρχουν πολλά όμοια σημεία. Το κόμμα που είναι κυβέρνηση εδώ τώρα, είναι ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, που δεν θα το ταύτιζα με τον σύριζα, αλλά πιο πολύ σαν το πασόκ θα έλεγα. Έχει χρησιμοποιήσει παρόμοιες τακτικές αφομοίωσης των αγώνων που δεν καθοδηγούσε απαραίτητα, αλλά μάλλον διείσδυε. Μόνο που οι αγώνες ήταν λιγότερο ριζοσπαστικοί σε περιεχόμενο. Το πλαίσιο ήταν ότι υπήρχε μία διαφορετική κυβέρνηση στην χώρα από το άλλο κόμμα, το συντηρητικό και εθνικιστικό κόμμα, το οποίο ήταν στην εξουσία για 11 χρόνια (από το 2006 μέχρι το 2017).
Τότε υπήρξε ένα κίνημα διαδηλώσεων που αναπτύχθηκε από την τρέχουσα κυβέρνηση. Αυτό το κίνημα δυνάμωσε. Υπήρχαν διαδηλώσεις, αν και σποραδικά. Αλλά από το 2011 ξεκίνησαν διαδηλώσεις εναντίον της αστυνομικής βίας, διότι ένας αστυνομικός σκότωσε ένα παιδί. Διαδήλωναν για έναν μήνα κάθε μέρα. Το 2014, ξανά ξεκίνησαν φοιτητικοί αγώνες ενάντια σε έναν νόμο, ο οποίος επηρέαζε και τους επισφαλείς εργαζομένους, οι οποίοι και κατέβηκαν σε απεργία. Ο νόμος αυτός θα μείωνε τους μισθούς τους και θα μεγέθυνε τα έξοδα τους. Διαδήλωναν, μαζί με το πλεονάζον εργατικό δυναμικό (αυτό συμβαίνει επίσης γιατί πολλά εργοστάσια κλείνουν), ή με τους απλήρωτους εργάτες.
Έτσι, αυτοί οι αγώνες εντείνονταν. Κάποια στιγμή, το 2015, έγιναν έντονες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις που το αντίπαλο κόμμα (αυτό που τώρα κυβερνά) έβλεπε ότι θα κερδίσει. Το 2016 κέρδισαν τις εκλογές, για πρώτη φορά μετά από 11 χρόνια. Το έκαναν με τον ίδιο τρόπο που λέτε ότι ο σύριζα το έκανε: πήραν μερικούς ανθρώπους που έγιναν διάσημοι μέσω των διαδηλώσεων, πράγμα που πολλοί έκαναν σκοπίμως απλά για να βρεθούν σε κάποια θέση. Θα τους αποκαλούσα όλους αυτούς μία φιλελεύθερη αβάντ-γκάρντ που πίεζε για αυτές τις διαμαρτυρίες. Οι μισοί από αυτούς συνεργάστηκαν με τους σοσιαλ-δημοκράτες αργότερα, και όχι μόνο καπηλεύτηκαν αγώνες στους οποίους δεν συμμετείχαν, αλλά επίσης πήραν με το μέρος τους όσους αγωνίστηκαν ενάντια στην προηγούμενη κυβέρνηση.
Από αυτήν την περίοδο, και βασικά κατά τη μετάβαση της κυβέρνησης (από τη δεξιά στη σοσιαλ-δημοκρατία), πολλοί άνθρωποι άρχισαν να κινητοποιούνται σε μία εντελώς εθνικιστική βάση. Το 2015, ο Ζάεφ, ο αρχηγός του κυβερνώντος κόμματος και πρωθυπουργός, δημοσίευσε στο youtube υποκλεμμένες τηλεφωνικές συζητήσεις, και όλοι παρακολουθούσαν τα κακά πράγματα που έλεγαν οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Κατάφερε μέσω αυτού να επανέλθει το κόμμα του. Γιατί; Διότι στα έντεκα χρόνια της διακυβέρνησης από το δεξιό κόμμα, η ισορροπία μεταξύ των δύο δυνατών κομμάτων είχε σπάσει, καθώς το δεξιό κόμμα πραγματικά κατέβαλε τη μέγιστη προσπάθεια και τις προσωπικές σχέσεις για να «τελειώσει» τους σοσιαλ-δημοκράτες.
Είχαν καλούς λόγους να το κάνουν αυτό, αφού οι σοσιαλ-δημοκράτες κυβερνούσαν από το ξεκίνημα των 90s’, που σημαίνει ότι ήταν αυτοί που έφεραν εις πέρας τη μετάβαση της χώρας από τον σοσιαλισμό. Αυτό σημαίνει ότι ιδιωτικοποίησαν εργοστάσια, δηλαδή τα πούλησαν και γίναν οι ίδιοι πλούσιοι, γίναν καπιταλιστές. Πολύς κόσμος ήταν ήδη εξαγριωμένος με την αυξανόμενη ανεργία εκείνης της περιόδου, και το δεξιό κόμμα ήξερε πως να κεφαλαιοποιήσει αυτή την κατάσταση λέγοντας «δείτε αυτοί είναι οι κακοί που σας κατέστρεψαν», και το επαναλάμβαναν μέχρι που τους διέλυσαν (οι δεξιοί). Όταν τον Νοέμβριο του 2016 οι σοσιαλ-δημοκράτες «ανέκαμψαν» με τις υποκλεμμένες κλήσεις, υστερούσαν ακόμα κατά δύο μέλη σε σχέση με το δεξιό κόμμα στο κοινοβούλιο.
Εκατόν είκοσι μέλη του κοινοβουλίου, 51 στη δεξιά, 49 σοσιαλ-δημοκράτες, εκατό στο σύνολο. Οι άλλοι 20 ήταν από αλβανικά κόμματα, καθώς οι αλβανοί αποτελούν περίπου το 25-30% του πληθυσμού της χώρας, η μεγαλύτερη μειονότητα. Παραδοσιακά, ένα από τα δύο κόμματα που κερδίζει τις εκλογές κάνει συνεργασία με ένα αλβανικό κόμμα, αφού χρειάζονται 61 βουλευτές, ώστε να κατέχουν πάνω από τις μισές έδρες. Το δεξιό κόμμα πήρε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και πρότεινε συνεργασία με ένα αλβανικό κόμμα. Ποιο ήταν το πρόβλημα; Μία από τις κλήσεις που είχαν αποκαλυφθεί αποκάλυπτε ότι υψηλά ιστάμενος αξιωματούχος της δεξιάς έλεγε κάποια αλβανοφοβικά σχόλια όπως «γιατί δεν τους σκοτώνουμε όλους;», «μπορούμε να κάνουμε πόλεμο μαζί τους αύριο». Σε αυτή τη φάση θα ήταν πολιτική αυτοκτονία για ένα αλβανικό κόμμα να συνεργαστεί με τους δεξιούς, και έτσι η εντολή πέρασε στον Ζάεφ.
Μετά από αυτό, ο πρόεδρος του κόμματος της δεξιάς είπε: «Δεν θα δώσω εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Ζάεφ, διότι διέπραξε εθνική προδοσία. Οι προδότες (οι σοσιαλ-δημοκράτες) μαζί με τους αλβανούς -το κακό έθνος- προσπαθούν να πάρουν τη χώρα μας». Κάτι τέτοιο. Μπορεί να μην το είπε ανοιχτά, αλλά οι εθνικιστικές φωνές δήλωναν αυτό. Στην ουσία δεν ήταν αυτός που επίσημα το είπε, αλλά τα εθνικιστικά μίντια οργάνωσαν και στήριξαν διαμαρτυρίες υπέρ του (δεξιού) προέδρου. Με αυτόν τον τρόπο, ούτε καν το δεξιό κόμμα, αλλά κάποιοι οργάνωσαν πραγματικές εθνικιστικές διαδηλώσεις. Αυτή ήταν η κινητοποίηση ενός κομματιού του πληθυσμού που έγινε στο ξεκίνημα του 2017, μετά τις προηγούμενες διαμαρτυρίες ενάντια στην προηγούμενη κυβέρνηση.
Η μεταβατική περίοδος ήταν από τον νοέμβριο του 2016 μέχρι τον ιούνιο του 2017, όταν η νέα κυβέρνηση εν τέλει δημιουργήθηκε. Έτσι, είχαμε διαδηλώσεις εναντίον της προηγούμενης κυβέρνησης το 2016, διαδηλώσεις εναντίον της μεταβατικής κυβέρνησης το 2017 από εθνικιστές, οι οποίοι ήταν ένα άλλο γκρουπ ανθρώπων, ή ένα συντηρητικό που παραπλανήθηκε από την εθνικιστική ατζέντα, οι οποίοι το πιθανότερο είναι ότι πλέον συμπορεύονται με το δεξιό κόμμα. Υπήρχαν αντίπαλοι του κόμματος αυτού που κατέβαιναν στις πορείες. Και πηγαίνουν ακόμη και τώρα, στις διαμαρτυρίες για την αλλαγή του ονόματος. Οι μισοί από αυτούς, κυριολεκτικά μισούν το δεξιό κόμμα. Είναι παρόμοιο στην υπόθεση αυτή, ότι και μη εθνικιστές διαδηλώσεις έγιναν ενάντια στην κυβέρνηση, κυρίως ενάντια στις κακές πολιτικές, κατά κάποιο τρόπο όμως με φιλελεύθερο πρόσημο: Είτε πρόκειται για το περιβάλλον, ή τα κακά πολεοδομικά πλάνα και άλλα πράγματα τέτοιου είδους. Επειδή προερχόμαστε από μία σοσιαλιστική κληρονομιά, πολλά πάρκα είχαν τοποθετηθεί ανάμεσα σε μεγάλα κτήρια της σοσιαλιστικής περιόδου. Αυτά τα πάρκα οι καπιταλιστές θέλουν να τα χτίσουν και να τα μετατρέψουν σε κτήρια, και να μοιάζει η πόλη, ας πούμε με την Αθήνα. Φυσικά, οι άνθρωποι διαμαρτύρονται εναντία σε αυτό, ακόμη και με μία φιλελεύθερη οπτική. Όλοι γνωρίζουν ότι το να υπάρχουν όλο και λιγότερα πάρκα δεν είναι καλό, ειδικά σε μία πολύ επιβαρυμένη από τη μόλυνση πόλη, όσον αφορά την ατμοσφαιρική ρύπανση. Υπάρχει κινητικότητα λοιπόν και στις δύο πλευρές. Υπάρχουν κοινωνικές διαμαρτυρίες ενάντια στην κυβέρνηση, αλλά είναι πραγματικά τρομακτικό που οι εθνικιστές, ακόμη και εκτός του δεξιού κόμματος, ξαναπαίρνουν έδαφος.
Άπατρις