«Η χρήση της συμβολικής αφηρημένης έννοιας του φόβου, σαν σημείο ανταλλακτικής αξίας υπήρξε πάντα ένας χρήσιμος τρόπος για να δικαιωθούν και να επιδειχθούν οι πιο παραλογές ανάγκες της εξουσίας, που επενδύονται στην επέκταση των στρατιωτικοποιημένων λειτουργιών και την εξάλειψη της αυτονομίας». Διαβάζοντας το βιβλίο «Η προέλαση της πανούκλας, Βιολογικός πόλεμος και παγκόσμια δημόσια υγεία» δεν θα μπορούσαμε να μην παρατηρήσουμε την ιστορική συνέχεια στην αξιοποίηση του φόβου από το κράτος και τα αφεντικά. Αυτός ο φόβος μπορεί να είναι ο βιολογικός πόλεμος, το πυρηνικό ολοκαύτωμα, η έξαρση κάποιας πανδημίας, ο φονταμενταλισμός ή η μετανάστευση. Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονίσουμε ότι «Το αν μια απειλή υπάρχει πραγματικά ή όχι είναι άσχετο για τις ανταλλακτικές σχέσεις».
Αλλά η χρήση του φόβου παρόλα αυτά δεν περιορίζεται μόνο στην ανταλλακτική αξία, ή πιο απλά στο πουλάω φόβο, εισπράττω εργολαβίες και κονδύλια για τη βιομηχανία και τον στρατό. Έχει και μια δεύτερη εξίσου σημαντική λειτουργία, την αγκίστρωση της κοινωνίας στο κράτος «μπαμπά» και την «κοινωνική συναίνεση» που αυτή συνεπάγεται. Βέβαια αυτές οι διαδικασίες δεν είναι κάτι καινούργιο. Έτσι εμείς από την μεριά μας, θα παραλείψουμε την αντιτρομοκρατική νομοθεσία και την παραβίαση των προσωπικών δεδομένων που επιβλήθηκε μετά τις επιθέσεις του isis, θα παραλείψουμε ακόμα και τους ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας και την προσπάθεια πανοπτικής παρακολούθησής της. Στη συνεχεία δεν θα σταθούμε ούτε και στην 11η Σεπτεμβρίου ως σημαντικό σημείο στην αξιοποίηση του γενικευμένου φόβου, αλλά ούτε και στην απειλή του βιολογικού πολέμου για την οποία έχει εκδοθεί και το παραπάνω βιβλίο που αναφερόμαστε. Το παράδειγμα που θα σταθούμε όμως τελικά, βρίσκεται στη Γερμανία και για να ήμαστε πιο ακριβείς, στο υπόγειο Βερολίνο.
Η ιστορία μας ξεκινάει κατά την δεκαετία του ’70-’80 όταν το γερμανικό κράτος αποφασίζει να αξιοποιήσει τον φόβο για τον πυρηνικό όλεθρο -ώστε να επιτύχει την εθνική ενότητα αλλά και να δικαιολογήσει την αναγκαιότητα του κράτους σαν προστάτη της κοινωνίας – μέσω της κατασκευής πυρηνικών καταφυγίων. Έχοντας καταγράψει η συλλογική μνήμη του πληθυσμού της Γερμανίας τις συνέπειες της ατομικής βόμβας που έριξαν οι Η.Π.Α. στην Ιαπωνία, και ενώ βρισκόμαστε στη μέση του ψυχρού πολέμου, το κράτος αξιοποιεί τον δικαιολογημένο φόβο για τις συνέπειες ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος. Οπότε κάπως έτσι το γερμανικό κράτος ξεκινάει την κατασκευή πυρηνικών καταφύγιων [1] με στόχο την προστασία ολοκλήρου του πληθυσμού για 14 μέρες. Τι και αν γνώριζε ότι δεν υπήρχε καμιά περίπτωση αυτά να προστατεύσουν τον πληθυσμό?! Τα κατασκεύασε, μετέτρεψε ολόκληρους σταθμούς μετρό [2] σε πλήρως λειτουργικά καταφύγια, έσκαψε πολύ βαθιά σε πάρκα και τα εξόπλισε με κρεβάτια, κονσέρβες και όλα τα απαραίτητα. Έκανε ακόμα και ασκήσεις με φαντάρους που φιλοξενούνταν μέσα τους. Παρόλο όμως που οι φαντάροι δεν άντεξαν ούτε δυο μέρες, ακόμα και κάποιος που δεν είναι πυρηνικός φυσικός μπορεί να παρατηρήσει την επιπολαιότητα στην όλη σύλληψη. Κανένας δεν προβληματίστηκε με το γεγονός ότι ακόμα και να προστατευόταν εκεί μέσα για 14 μέρες – πράγμα που με τις σημερινές γνώσεις ήταν παντελώς αδύνατον – όταν θα άνοιγε την πόρτα θα διαπίστωνε ότι η ιδέα της προστασίας ήταν τελείως επίπλαστη καθώς θα έβγαιναν σε ένα κόσμο που θα ήταν κατεστραμμένος και ραδιενεργός, όποτε μπορεί να είχε σωθεί από την επίθεση μέσα στο καταφύγιο, αλλά όταν θα έβγαινε έξω θα είχε όλες τις συνέπειες μια ατομικής βόμβας να αντιμετωπίσει.
Αυτή η ιστορία δεν σκοπεύει να θεμελιώσει άλλη μια θεωρία συνωμοσίας. Αλλά ένα τεκμήριο για το πώς τα κράτη αξιοποιούν τον φόβο ακόμα και κόντρα στην κοινή λογική, ώστε να εδραιωθούν σαν κοινωνική ανάγκη, αλλά και να ελέγξουν τις κοινωνικές σχέσεις εντός τους. Μια πιο σύγχρονη εκδοχή αυτής της στρατηγικής έζησαν στην Αμερική μετά την 9/11 και στην Ευρώπη μετά από τις επιθέσεις του isis. Επιστρέφοντας στο βιβλίο σε σχέση με τον βιολογικό πόλεμο διαβάζουμε: «Πληροφορίες για το πώς μπορεί να ξανακερδηθεί η κατάσταση σχετικής ηρεμίας έρχονται από το κράτος και μεταδίδονται από τα μήντια. Σε αυτό το σενάριο, ο καθένας παίρνει αυτό που θέλει. Για το κράτος, η θέση του παρουσιάζεται επικοινωνιακά σαν ένα νομιμοποιημένο γεγονός. Τα μήντια* προσελκύουν κινητοποιημένους θεατές, ικανοποιημένους διαφημιστές και έτσι αυξάνουν το περιθωρίο κέρδους.[…] Και το κοινό παίρνει πληροφορίες για την κρίση, μαζί με μια “καθησυχαστική” υπόσχεση ότι η κρίση αντιμετωπίζεται και εξουδετερώνεται».
*Στην περίπτωση της Ελλάδας δεν μπορούμε να μην κάνουμε την αναγωγή με το δώρο του κόστους των συχνοτήτων που έκανε το κράτος στα κανάλια. Τις διαφημιστικές καμπάνιες με τα στιλιζαρισμένα γραφήματα για τον covid-19, καθώς και το δώρο της υποτιθέμενης κατάρτισης των επιστημόνων μέσω των εκπαιδευτικών πλατφορμών που δημιουργήθηκαν σε μια νύχτα ή άλλες ανταλλακτικές σχέσεις που η έκταση του άρθρου δεν μας επιτρέπει να αναφερθούμε.
1 Στο Δυτικό Βερολίνο, τα καταφύγια πολιτικής άμυνας επανενεργοποιήθηκαν ή χτίστηκαν πρόσφατα ως προετοιμασία για πιθανό πυρηνικό πόλεμο. Ιδιαίτερα μετά την ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου, η κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας και η Γερουσία του Δυτικού Βερολίνου επένδυσαν εκατομμύρια σε αυτά τα έργα. Ορισμένα από αυτά κατασκευάστηκαν ως «δομές πολλαπλών χρήσεων» και χρησιμοποιούνται σήμερα ως υπόγειοι σταθμοί, γκαράζ στάθμευσης και εγκαταστάσεις αποθήκευσης.
2 Pankstrasse, Αυτή η εγκατάσταση πολλαπλών χρήσεων προοριζόταν για την προστασία των πολιτών του Δυτικού Βερολίνου σε περίπτωση πλήρους πυρηνικού πολέμου και χτίστηκε το 1977 μαζί με την επέκταση βόρεια της γραμμής U8 του υπόγειου σιδηρόδρομου. Εξυπηρετεί όχι μόνο ως στάση U-Bahn για τους μετακινούμενους αλλά και σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης θα μπορούσε να έχει φιλοξενήσει 3.339 άτομα μέχρι δύο εβδομάδες.
Foreign_voice