Ο Καστοριάδης ως στοχαστής έχει πολλούς θαυμαστές αλλά και άλλους τόσους αντίπαλους. Η σκέψη του είναι σημαντική. Θέτει ερωτήματα στον μαρξισμό που πρέπει να ληφθούν υπόψη για εκείνον που θέλει να σκεφτεί σοβαρά πάνω σ’ αυτόν, εφόσον κατά τον Lefebvre ο μαρξισμός αποτελεί μια από τις λίγες κοσμοαντιλήψεις -μόλις τρεις- που υπάρχουν.
Το θέμα του συγκεκριμένου κειμένου δεν είναι η σχέση Καστοριάδη και μαρξισμού, αλλά η επιρροή της λακανικής σκέψης στην κοινωνική του θεωρία και η προσπάθεια σημασιοδότησης του φαντασιακού, που αποτελεί κομβική έννοια στη σκέψη και του Λακάν και του Καστοριάδη. Κατά τον Λακάν, ο άνθρωπος γεννιέται πρόωρα, καθώς του λείπουν οι ικανότητες που αποκτά με το πέρασμα του χρόνου. Δεν μπορεί να περπατήσει, να μιλήσει, έχει μερικό έλεγχο κάποιων κινητικών λειτουργιών και σε καμία περίπτωση δεν είναι από βιολογική άποψη πλήρης. Σ’ αυτήν την έτσι κι αλλιώς δύσκολη κατάσταση ο ανθρώπινος οργανισμός απαντά με τον μιμητισμό. Ο Λακάν δέχεται τη θεωρία του Roger Gaillois, σύμφωνα με την οποία οι οργανισμοί αιχμαλωτίζονται από το περιβάλλον τους. Έτσι, συναντάμε έντομα τα οποία προσαρμόζονται στο χρώμα του περιβάλλοντος. Ο Λακάν μεταφέρει τη θεωρία αυτή στον άνθρωπο, ώστε να υιοθετήσει την άποψη ότι ο άνθρωπος υφίσταται μια παρόμοια μορφή φαντασιακής αιχμαλωσίας του σε μια εξωτερική εικόνα. Το παιδί ταυτίζεται με μια εικόνα έξω απ’ αυτό, και η φαινομενική πληρότητα της εικόνας τού προσφέρει έναν νέο έλεγχο πάνω στο σώμα. Έτσι, το εγώ συγκροτείται μέσα από μια αλλοτριωτική ταύτιση, ώστε ο άλλος να αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην ανάπτυξή του. Με άλλα λόγια, το εγώ συγκροτείται στη βάση μιας θεμελιώδους αλλοτρίωσης, η οποία όμως ορίζει τον άνθρωπο ως βαθύτατα κοινωνικό ον. Το εγώ δεν αποτελεί ένα πρωτογενές υλικό. Διαμορφώνεται μέσω του άλλου. Ο Λακάν αποκαλεί αυτή την ταύτιση με τον άλλο «φαντασιακό».
Περνώντας τώρα στον Καστοριάδη, παρατηρούμε ότι το λακανικό αυτό σχήμα μεταφέρεται στη συγκρότηση της κοινωνίας, θέλοντας να προσδιορίσει ακριβώς αυτό που αποκαλεί αυτονομία. Κάθε κοινωνία αυτοθεσμίζεται, δημιουργεί τους θεσμούς της, τους κανόνες της, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Ενώ όμως συμμετέχει ενεργά στην παραγωγή των θεσμών της, αυτοαλλοτριώνεται, αποδίδοντας τη δημιουργία σε μια ξένη προς αυτήν ετερότητα, είτε πρόκειται για Θεό είτε για κάποια αυθεντία. Η απώλεια δεν είναι κατ’ ανάγκην κακή. Έχει το σκοπό της, καθώς ισχυροποιεί τους θεσμούς της. Η πειθαρχία στους κανόνες της κοινωνικής ζωής εξασφαλίζεται με την θεϊκή υπογραφή στους νόμους και τους θεσμούς της.
Η ανάμνηση του Μακιαβέλι σ’ αυτό το σημείο είναι προφανής. Η παγίωση των σχέσεων μεταξύ εξουσίας και μελών της κοινωνίας χωρίς την παραγωγή μύθων συναντά εμπόδια. Γράφει ο οξυδερκής φλωρεντινός στοχαστής στον «Ηγεμόνα»: «…ένας συνετός άνθρωπος πρέπει ν’ ακολουθεί πάντοτε δρόμους χαραγμένους από μεγάλους ανθρώπους και να μιμείται όσους ήταν άριστοι, ώστε κι αν ακόμη δεν φτάσει στην αξιοσύνη τους, τουλάχιστον να πάρει λίγο από το άρωμά της…για να έρθουμε σε εκείνους που έγιναν ηγεμόνες χάρη στην προσωπική τους αξιοσύνη κι όχι από τύχη, λέω ότι οι πιο εξαίρετοι είναι ο Μωυσής, ο Κύρος, ο Ρωμύλος, ο Θησέας και οι όμοιοι… όλοι αυτοί δεν θα μπορούσαν να κάνουν τον λαό να τηρεί τους νόμους τους για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, εάν ήταν άοπλοι». Το απόσπασμα αυτό είναι διαφωτιστικό, καθώς τα παραδείγματα του Μακιαβέλι προέρχονται όχι από την ιστορία αλλά τη μυθολογία. Γύρω από τα προαναφερθέντα πρόσωπα έχουν κατασκευαστεί μύθοι ή τα συνοδεύουν μύθοι, δείχνοντας την πεποίθηση του Μακιαβέλι ότι, χωρίς την κατασκευή μύθων στην πολιτική, η θεμελίωση της εξουσίας ως συνόλου κανόνων είναι αδύνατη. Η κοινωνία λοιπόν δημιουργεί μια φαντασιακή σημασία στην οποία υποτάσσεται.
Η παραπάνω αντίληψη στη συγκρότηση της κοινωνίας προσβάλλει την έννοια της αυτονομίας. Η προσωπική μου άποψη είναι ότι η κοινωνία συνειδητά αποδίδει τα παράγωγά της σε μια ετερότητα. Γνωρίζει ότι αυτοθεσμίζεται, αλλά κάνει ότι δεν το γνωρίζει για να επιβάλει όλους τους κανόνες που ρυθμίζουν την κοινωνική ζωή. Για τον Καστοριάδη, η αθηναϊκή δημοκρατία αποτελεί γονιμοποιό σπέρμα αυτονομίας, καθώς ο αθηναίος πολίτης γνωρίζει ότι ο ίδιος δημιουργεί τους θεσμούς και ο ίδιος είναι αυτός που τους σέβεται και πειθαρχεί σ’ αυτούς, χωρίς καμιά αναγωγή σε μεταφυσικές οντότητες και αυθεντίες. Πάνω στην έννοια της αυτονομίας, θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει τον μαρξισμό. Η τελεολογική αντίληψη του μαρξισμού στη διαμόρφωση της κοινωνίας προκαλεί την κριτική του Καστοριάδη, καθώς ο ίδιος, για να είναι συνεπής απέναντι στον ορισμό της αυτονομίας, δεν μπορεί να φανταστεί μια εικόνα του ανθρώπου, όπου αυτός βρίσκεται εγκλωβισμένος μέσα σ’ έναν αμείλικτο μηχανισμό, που μεταλλάσσει τις κοινωνίες με σκοπό τη μετάβασή της σε μια ανώτερη μορφή κοινωνίας που είναι η κομμουνιστική.
Μιλώντας οντολογικά, ο Καστοριάδης δεν πιστεύει σε κανέναν προκαθορισμό της ύπαρξης. Δεν υπάρχει ένα νόημα ή ένας σκοπός στην ύπαρξη. Κι αν υπάρχει αυτό είναι μια κατασκευή του ανθρώπου στην προσπάθειά του να δώσει ένα νόημα. Η απουσία αυτή εγγενούς νοήματος της ύπαρξης, αφήνει στον άνθρωπο το περιθώριο να κατασκευάσει ο ίδιος ένα, διατηρώντας την αυτονομία του, αρκεί να είναι συνειδητή η παραγωγή. Ο μαρξισμός σ’ αντίθεση με την καστοριαδική σκέψη συγκροτεί έναν σκοπό, ένα νόημα, όπου ο άνθρωπος βρίσκεται εγκλωβισμένος σε μηχανισμούς και νόμους που μεταλλάσσουν τη ζωή του ως κοινωνικού όντος. Η εγκατάλειψη του μαρξισμού και η εύρεση καταφυγίου στο ασυνείδητο και τον φροϋδισμό δείχνει πιθανότατα την πρόθεση του Καστοριάδη να προστατεύσει με κάθε τρόπο την αυτονομία. Την ίδια στάση κρατά κι απέναντι στις θρησκείες.
Στις θεοκρατικές κοινωνίες δεν υπάρχει καμιά αναστοχαστική πρόθεση για θέματα που αφορούν το δίκαιο, το καλό και το κακό. Αφού αυτά αποδίδονται σε μια ριζικά διαφορετική ετερότητα από τον άνθρωπο, που θεωρείται απόλυτα τέλεια και σοφή, δεν αποδέχονται καμιά αμφισβήτηση. Υπάρχουν όμως κοινωνίες που αμφισβητούν τις παραδοσιακές αντιλήψεις περί δικαίου, κάλου και κακού, θέτουν ερωτήματα στον εαυτό τους και ο αναστοχασμός αυτός τους οδηγεί στον τρόπο με τον οποίο πρέπει να θεσμιστεί η κοινωνία. Ο Καστοριάδης αναφέρει παραδείγματα, όπως την αθηναϊκή δημοκρατία και τη δυτικοευρωπαϊκή κοινωνία μετά τον Μεσαίωνα.
Βέβαια, πρέπει να τονιστεί ότι η σκέψη του Καστοριάδη είναι δύσκολη, κάθε φορά που τον μελετούμε με προκατάληψη. Απελευθερωμένοι όμως απ’ αυτήν, βρίσκουμε μια μεγαλειώδη σκέψη, που συνοψίζει όλη την ιστορία των ιδεών με την οξυδερκή και κριτική ματιά του. Όλα τα επαναστατικά ρεύματα παρελαύνουν από τη σκέψη του και τίθενται υπό έλεγχο. Παντού απογοητεύεται, για να φτάσει στο συμπέρασμα ότι είναι επαναστατικά μόνο ως προς το όνομα. Χαρακτηριστική είναι η διαζευκτική καστοριαδική εκφορά: μαρξισμός ή επανάσταση, όσο σκληρό κι αν φαίνεται αυτό για τους απανταχού μαρξιστές. Η εγκατάλειψη του μαρξισμού θα τον οδηγήσει στην ανθρώπινη άβυσσο, το ασυνείδητο. Θα συναντήσει όλη τη φροϋδική παράδοση. Η στροφή αυτή δείχνει και την αδυναμία του Λόγου, να οργανώσει τη ζωή. Όλος ο Διαφωτισμός καταρρέει. Ο Λόγος συναντά έναν αντίπαλο, που σ’ όλη τη φιλοσοφική παράδοση λειτουργούσε στο παρασκήνιο.
Τώρα όμως ήρθε η ώρα του ν’ αναμετρηθεί με κάθε ορθολογικό πρόσταγμα. Ο άνθρωπος δεν λειτουργεί με βάση μόνο το λογικό του, αλλά υπάρχει δίπλα του ένα σκοτεινό υπόγειο που διαθέτει οντότητες, οι οποίες θέλουν να βγουν. Πιθανότατα, το ριζικό φαντασιακό να αναδύεται απ’ αυτό ως αυτοδημιουργία, ως αυταξία που παράγει και δίνει νοήματα. Κάπως έτσι διασφαλίζεται η αυτονομία του ατόμου – μέσα από τη διανοητική παραγωγή, που ασφαλώς επηρεάζει τη ζωή μας, κάνοντας τη φιλοσοφία σημαντικό στοιχείο της.
T. Φ.