Tο Ρεμπέτικο Τραγούδι (αφού μας αρέσει…)


Στο ‘πα να κάτσεις φρόνιμα
γιατί θα σε τσακίσω
θα ‘ρθω με το κουμπούρι μου
φιγουρατζή και θα σε ξεφτιλίσω

Το κουτσαβάκι
Στίχοι, μουσική: Ανέστης Δελιάς

Αν προσπαθήσουμε να δώσουμε έναν περιεκτικό ορισμό για το ρεμπέτικο τραγούδι, θα λέγαμε ότι αποτελεί ένα μουσικό ιδίωμα το οποίο άνθιζε στα αστικά κέντρα της ελληνικής επικράτειας (και στη Μικρά Ασία δηλαδή) κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα καθιερώθηκε ως το περιθωριακό λαϊκό τραγούδι των πόλεων, αλλά η πλήρης εξέλιξή του φτάνει μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.

Τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι μικρά, ευκολονόητα και απλά τραγούδια με κοινωνικό περιεχόμενο, τραγουδισμένα από ανθρώπους λαϊκούς καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάπτυξής τους. Κάποιοι μελετητές τα θεωρούν μετεξέλιξη της μουσικής παράδοσης των δημοτικών και των κλέφτικων τραγουδιών.

Βέβαια, ακριβώς επειδή οι κοινωνικές παράμετροι που το πλαισιώνουν καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό το περιεχόμενό του, θα λέγαμε ότι το ρεμπέτικο τραγούδι ανάγεται σε κοινωνικό φαινόμενο. Κι αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο παρακάτω παραθέτουμε την ιστορική του αναδρομή και τις κοινωνικοπολιτικές του συνιστώσες.

Εψές το βράδυ είδα στ’ όνειρό μου
πως είχες τα μαλλάκια σου ριγμένα στο λαιμό μου
αμάν άμαν, πια μικρό μην κλαις
αμάν άμαν, κι έχεις ό,τι θες
Σπάω τα πιάτα

για τα δυο σου μαύρα μάτια

Θα σπάσω κούπες
Σμυρναίικη Εστουδιαντίνα, 1908

 Οι απαρχές του ρεμπέτικου τραγουδιού

Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, σε αρκετά αστικά κέντρα άρχισαν να αναδύονται περιθωριακές κοινωνικές ομάδες με έντονο αντιθεσμικό και αντισυστημικό χαρακτήρα και δικές τους ηθικές αξίες. Τα ονόματα που τους προσδίδονται είναι πολλά: κουτσαβάκηδες (στα τέλη του 19ου αιώνα) κι αργότερα μάγκες, βλάμηδες, τσίφτιδες, ρεμπέτες. Επρόκειτο για άντρες με ως επί το πλείστον εμπειρία στη φυλακή, οι οποίοι σύχναζαν στους λεγόμενους «τεκέδες», μέρη όπου μαζεύονταν για να καπνίσουν χασίσι. Η ρεμπέτικη μουσική φαίνεται να γεννήθηκε μέσα στους τεκέδες και τη φυλακή, ως τρόπος έκφρασης των περιθωριακών μαζών των πόλεων της εποχής.

Με το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου που κατέληξε στην καταστροφή της Σμύρνης το 1922, ο ελλαδικός χώρος δέχτηκε μεγάλο αριθμό προσφύγων, μετά την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών. Οι άνθρωποι αυτοί, που κουβαλούσαν την καλλιέργεια μιας ιδιαιτέρως εκλεπτυσμένης μουσικά κοινωνίας, άρχισαν να ανοίγουν τα δικά τους μαγαζιά όπου παιζόταν η μουσική τους. Τα μαγαζιά αυτά, που πήραν σταδιακά τη μορφή λαϊκών καφενείων της εποχής, ονομάστηκαν «καφέ αμάν», κυρίως λόγω του επαναλαμβανόμενου επιφωνήματος «αμάν, αμάν», που χρησιμοποιούσαν οι τραγουδιστές (λεγόμενοι και αμανετζήδες) κατά τον αυτοσχεδιασμό τους πάνω στους στίχους των κομματιών. Σταδιακά, κάποιοι από αυτούς ήρθαν σε επαφή με τους ρεμπέτες και συνακόλουθα με τους τεκέδες, ίσως λόγω της κοινής τους αντίληψης για τη διασκέδαση ή λόγω της χρήσης χασίς, που συνηθιζόταν στην Τουρκία.

Άιντε σαν πεθάνω τι θα πούνε,
πέθανε ένας χασικλής (κάποιο παιδί)
πέθανε ένας δερβίσης (λεβέντης)
ένας καραμπουζουκλής (που γλεντούσε τη ζωή)

Της καναβουριάς τα φύλλα
Στίχοι, μουσική: Μπάμπης Μπακάλης

Κάπως έτσι ξεκίνησε μία αμοιβαία αλληλεπίδραση μεταξύ του σμυρναίικου στυλ των προσφυγικών καφενείων και του ρεμπέτικου των φυλακισμένων και χασικλήδων, χωρίς όμως να υπάρξει ταύτιση. Γεγονός είναι πάντως ότι δέκα χρόνια μετά την ανταλλαγή πληθυσμών, τα ρεμπέτικα τραγούδια σταμάτησαν να είναι αποκλειστικότητα του τεκέ και πήραν το χαρακτήρα της λαϊκής μουσικής της πόλης. Τότε έγιναν και οι πρώτες ηχογραφήσεις με περισσότερο επαγγελματικά χαρακτηριστικά.

Ανάμεσα στους σημαντικότερους εκπροσώπους του τότε ρεμπέτικου στυλ ήταν ο Παπαϊωάννου, ο Βαμβακάρης, ο Περπινιάδης, ο Μάθεσης και ο Μπάτης, αλλά και ο Τούντας, ο Νούρος, ο Ρούκουνας, η Μαρίκα Παπαγκίκα, η Ρόζα Εσκενάζι και η Ρίτα Αμπατζή, που προέρχονταν από προσφυγική γενιά.

Εξέλιξη: ρεμπέτικο και σμυρναίικο τραγούδι στις δεκαετίες 1930-1960

Κατά τη δεκαετία του 1930 το σμυρναίικο τραγούδι, που είχε νωρίτερα γνωρίσει μεγάλη επιτυχία, άρχισε να υποχωρεί, και τη θέση του σε δημοτικότητα πήρε το ρεμπέτικο του Πειραιά, του τεκέ. Βέβαια, τα καφέ αμάν και οι ταβέρνες (που αντικατέστησαν τους τεκέδες) συνυπήρχαν, αλλά με διαφορετικά χαρακτηριστικά.

Την περίοδο αυτή, πέρα από τους μουσικούς που ήδη αναφέρθηκαν, αναδείχθηκαν και οι: Χατζηχρήστος, Γενίτσαρης, Γιοβάν Τσαούς, Στέλλα Χασκήλ, Σωτηρία Μπέλλου και Σεβάς Χανούμ.

Ήρθαν μπάτσοι βρε και μας πήραν
και στου Συγγρού καλέ μας πήγαν
βρε και υπόδικους μας ρίξαν
μωρ’ και στη φυλακή μας κλείσαν
Βρε αστυνόμε και ειρηνοδίκη
μωρ’ βγάλε γρήγορα τη δίκη
θα ‘ρθούνε μπάτσοι να ορκιστούνε
και ψέματα να μη σας πούνε

Μάγκες καραβοτσακισμένοι, 1930
Στίχοι, μουσική: Γιώργος Μπάτης

Καθώς γινόταν έντονη πια η άνοδος του φασισμού και του ναζισμού σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, έτσι και στην Ελλάδα, επιβάλλεται από τη βασιλική παράταξη η δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936. Αναπόφευκτα, ξεκίνησαν οι διώξεις για το χασίς, οι επιθέσεις στους τεκέδες και το κυνήγι των ρεμπετών. Δεν θα μπορούσε να λείπει βέβαια και η λογοκρισία των τραγουδιών που επρόκειτο να ηχογραφηθούν, λόγω θεματολογίας (φυλακή, ναρκωτικά, μάγκικη ζωή) που ουσιαστικά επέβαλλε την αλλαγή των θεμάτων στα τραγούδια, τα οποία πια αναφέρονταν στον έρωτα, την ξενιτιά, τη ζήλια, κτλ. Δεν υπάρχει ούτε ένα δείγμα τραγουδιού με μάγκικη φρασεολογία στους δίσκους της εποχής, σε μία προσπάθεια πλήρους αφάνισης των τραγουδιών του κοινωνικού περιθωρίου. Οι δισκογραφικές εταιρίες δεν αντέδρασαν καθόλου, αν και πολλοί δίσκοι κατασχέθηκαν και η πλειοψηφία των δημιουργών έσπευσαν να συμμορφωθούν, περιορίζοντας δραστικά τον αμανέ. Αλλαγές, όμως υπέστη και η φόρμα των τραγουδιών, αφού ελαχιστοποιήθηκαν τα οργανικά κομμάτια (ταξίμια), αφενός για να χωρούν τα τραγούδια σε ένα δίσκο 78 στροφών, και αφετέρου γιατί τα μέρη αυτά θεωρήθηκαν αναβιώσεις του ανατολίτικου πολιτισμού, και τέτοιες αναβιώσεις «όφειλαν να παταχθούν». Την περίοδο εκείνη λοιπόν, γίνεται πλέον αναγκαστική η φυγή πολλών ρεμπετών προς την επαρχία και τη Θεσσαλονίκη, όπου τα πράγματα ήταν πιο ήρεμα.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1940 τα φασιστικά καθεστώτα της Ιταλίας και της Γερμανίας συνεργαζόμενα, πυροδοτούν τη συνθήκη που οδηγεί στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο στις 28 Οκτωβρίου του ’40, όταν ο δικτάτορας Μεταξάς αρνήθηκε την είσοδο των ιταλικών στρατευμάτων στον ελλαδικό χώρο.

Βρε γρουσούζη Μουσουλίνι
πού (ει)’ν(αι) τα τόσα μεγαλεία
Πού ‘ταζες κάθε λιγάκι
στην καημένη Ιταλία

Την ετάραξες στην πείνα
κι είναι πια ξελιγωμένη
Μονάχ’(α) η δική σου τσέπη
είναι παραφουσκωμένη

Τα καημένα τα παιδιά της
δεν τολμούν να πουν κουβέντα
τους εράψατε το στόμα
(ε)’συ ο Τζιάνος και η Έλντα

Μουσουλίνι άλλαξε γνώμη
έλα πια στα σύγκαλά σου
γιατί έφτασε η ώρα
να τινάξεις τα μυαλά σου

Μουσολίνι άλλαξε γνώμη, 1940
Στίχοι: Γιώργος Φωτίδας, Μουσική: Μάρκος Βαμβακάρης

Κατά τη διάρκεια του πολέμου και της γερμανικής κατοχής η πλειοψηφία των νυχτερινών κέντρων έκλεισε, κι όσα απέμειναν απευθύνονταν πια σε διαφορετικό κοινό (μαυραγορίτες, πόρνες, συνεργάτες και αξιωματικούς των Γερμανών) και λειτουργούσαν πριν τις 11 το βράδυ, κατά τη γερμανική διαταγή.

Εκείνη την περίοδο έγινε εντονότερη η ευρωπαϊκή επιρροή, και όλο και λιγότερα τραγούδια γράφονταν στους παλιούς ρεμπέτικους τρόπους. Επίσης έγιναν αλλαγές στον ρυθμό και το μουσικό στυλ, οι οποίες καθιερώθηκαν κυρίως από τον Βασίλη Τσιτσάνη.

Το 1947 στην Ελλάδα ξέσπασε ο Εμφύλιος. Μέχρι το 1949 που διήρκεσε ο πόλεμος, το λαϊκό πια (και όχι ρεμπέτικο με την έννοια που είχε πριν τον πόλεμο) τραγούδι των πόλεων εξέφραζε στιχουργικά τη μιζέρια και τη δυστυχία που επικρατούσαν, ως απόρροια των έντονων κοινωνικών ανακατατάξεων της εποχής. Μετά το 1947 άρχισαν να ξανανοίγουν οι δισκογραφικές εταιρίες, και το ρεμπέτικο αναγεννήθηκε χάρη στον Τσιτσάνη, ο οποίος από το ’50 κι έπειτα αποτέλεσε το πιο δυναμικό όνομα στην ρεμπέτικη-λαϊκή ιστορία.

Θα πάω μες στην Αφρική
τα μέρη να γνωρίσω
παίζοντας το μπουζούκι μου
τους μαύρους να ελκύσω

Ο Τσιτσάνης στη ζούγκλα
Στίχοι, μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης

Τη δεκαετία του 1950, κι ενώ σε γενικές γραμμές το βιοτικό επίπεδο της χώρας ανέβηκε (μαζί με αυτό βέβαια, ανέβηκε και ο «νεοπλουτισμός»), τα νέα ρεμπέτικα τραγούδια που γράφονται στερούνται αυθορμητισμού και αυθεντικότητας (συγκρινόμενα με τα παλιά πειραιώτικα τραγούδια του ’30), και γύρω στο ‘55 αποκαλούνται «αρχοντορεμπέτικα». 

Ταυτόχρονα, οι δίσκοι που ηχογραφούνται πουλιούνται μαζικά, γεγονός που φυσικά υποβαθμίζει την ποιότητα των τραγουδιών αλλά και τον στίχο τους, αφού συνήθως οι ηχογραφήσεις γίνονταν για καθαρά εμπορικούς-καταναλωτικούς λόγους. Αξιοσημείωτη είναι και κοσμοσυρροή που δέχονταν τα κέντρα («μπουζούκια» λεγόμενα), στα οποία ακουγόταν το νέο λαϊκό τραγούδι, αλλά και ο προκλητικός τρόπος με τον οποίο ο κόσμος διασκέδαζε. Η πλειοψηφία των ανθρώπων ξόδευαν μεγάλα ποσά σε ένα βράδυ, σπάζοντας πιάτα και παραγγέλνοντας ακριβά ποτά και δεύτερης ποιότητας φαγητό.

Η δεκαετία του ’60 βρίσκει την ελληνική κοινωνία τελείως αποκομμένη από τις παλιές της συνήθειες. Και ενώ ο ρυθμός της καθημερινότητας αυξάνεται, τα γούστα αλλάζουν και στο προσκήνιο έρχονται ο Ζαμπέτας, ο Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα, τα νέα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού που πια σε τίποτα δεν θυμίζει το περιθωριακό, υπόκοσμο ρεμπέτικο.


Όλοι το ίδιο είμαστε
σε τούτο τον κοσμάκη
και όλοι έχουμε καρδιά
λαός και Κολωνάκι
Φτώχεια και πλούτη δυστυχώς
ποτέ τους δεν ταιριάζουν
μα όταν θέλουν δυο καρδιές
λεφτά δε λογαριάζουν

Λαός και Κολωνάκι, 1959
Στίχοι, μουσική: Μανώλης Χιώτης

Κάπου εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι οι ρεμπέτες δεν ήταν όλοι τους άνθρωποι πολιτικοποιημένοι, με ξεκάθαρες προπαγανδιστικές στοχεύσεις μέσα από τα τραγούδια τους. Ήταν όμως αντιθεσμικοί, λούμπεν, είχαν τους δικούς τους αξιακούς κώδικες και αμφισβητούσαν τις προτεινόμενες ή και επιβαλλόμενες από την εξουσία κοινωνικές συμπεριφορές. Σίγουρα, αυτό δεν σημαίνει ότι παρέκκλιναν πολύ από το κυρίαρχο πρότυπο αρρενωπότητας που προέβλεπαν οι κανόνες της εποχής, χαρακτηρίζονταν μάλιστα από περίσσιο σεξισμό, συχνά μισογυνισμό και συντηρητικές απόψεις όσον αφορά την κοινωνική θέση της γυναίκας, αλλά και των ομοφυλόφιλων ατόμων.

Το ξεπόρτισε και λέει τι να κάνω κι όλο κλαίει
ο μπακάλης τη λυπάται κάθε βράδυ τη θυμάται
κι ο μανάβης σαν περνάει φεύγει την παρηγοράει
έτσι το ‘φερε η μοίρα Λένη να ‘σαι ζωντοχήρα

Σαν τ’ ακούει το μπαρμπεράκι να και τρέχει με μεράκι
έλα δω βρε Ελενάκι να σου δείξω το φαρμάκι
το ‘μαθε το χασαπάκι την εστέλνει ένα αρνάκι
κάνε το με το σπανάκι γιατί θα ‘ρθω το βραδάκι

Η Ελένη η Ζωντοχήρα
Στίχοι, μουσική: Γιάννης Εϊντζιρίδης, Γιοβάν Τσαούς

Κατεβάστε ελεύθερα και δείτε: «Μια ρεμπέτικη ιστορία», Ντοκιμαντέρ για το ρεμπέτικο, της κινηματογραφικής ομάδας της κατάληψης Ευαγγελισμού: http://www.black-tracker.gr/details.php?id=23

ανεμόσκαλα