Μετά την εκδήλωση της 24ης Μαΐου στο εργατικό κέντρο Ηρακλείου που διοργάνωσε η «Επιτροπή Αλληλεγγύης για τους κατοίκους της Χαλκιδικής – Ηρακλείου Κρήτης», συζητάμε σήμερα με την Έλλη και τον Γιάννη από την επιτροπή αγώνα της Μ. Παναγιάς για το τι γίνεται τον τελευταίο καιρό και για το από πού ξεκίνησε η όλη ιστορία και πού φαίνεται να καταλήγει, αν καταλήξει ποτέ και ποια είναι τα τελευταία δεδομένα που έχουμε που δεν τα γνωρίζουμε, που δεν έχουν ακόμα βγει παρά έξω.
Γιάννης και Έλλη: Λοιπόν, λίγα λόγια έτσι για την ιστορία. Η ιστορία των μεταλλείων στη Χαλκιδική, είναι μια παλιά ιστορία, μπορεί να αναχθεί στην αρχαιότητα. Το μόνο που έχουμε να πούμε γι’ αυτό, είναι ότι έχουμε να κάνουμε με μια ιστορία κατάκτησης. Κυριολεκτώντας, μια ιστορία κατάκτησης είτε πρόκειται για τον Φίλιππο τον Β’, είτε για τους υπόλοιπους βυζαντινούς, Οθωμανούς κ.λπ.. Αυτό που μας ενδιαφέρει για να μην τρέχουμε έτσι στο παρελθόν και ψάχνουμε λίγο ως πολύ ψίλους στα άχυρα. Έχει μια ιδιαίτερη σημασία ο ρόλος των εταιρειών εκμετάλλευσης, ή της εταιρείας εκμετάλλευσης καλύτερα, που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην περιοχή από τις αρχές του αιώνα, από το 1928 που πέρασε σε ελληνικά χέρια θα λέγαμε η εκμετάλλευση των μεταλλείων της περιοχής μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, και στη συνέχεια για αλλαγή, όσον αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς, αφού η εκμετάλλευση ή καλύτερα η περιοχή περνά σε ξένα χέρια, κυρίως σκανδιναβικά χέρια. Αυτό το ιστορικό κομμάτι που έχει να κάνει με τις ελληνικές ιδιοκτησίες είναι σημαντικό γιατί είναι αυτό που διαμόρφωσε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και μέσα από συγκεκριμένες από την άλλη διαδικασίες και προσεγγίσεις διαμόρφωσε το όλο κλίμα της περιοχής. Το κλίμα που έχει να κάνει με τις συμπεριφορές των ανθρώπων, με το πώς προσεγγίζουνε το θέμα και πώς κατά συνέπεια συμπεριφέρονται ή αντιδρούν.
Επί ιδιοκτησίας της ανωνύμου ελληνικής εταιρείας χημικών προϊόντων και λιπασμάτων με αφεντικό τον Πρόδρομο Αθανασιάδη-Μποδοσάκη, και στη συνέχεια τον ανιψιό του Αλέξανδρο Αθανασιάδη-Μποδοσάκη, είναι πολύ σημαντικές φιγούρες, ιδιαίτερα ο θείος, ο Πρόδρομος. Αναφορικά με την ελληνική βιομηχανία, να σκεφτεί κανείς ότι τη δεκαετία του ’70 κατείχε το 35% της ελληνικής βιομηχανίας, της βαριάς ελληνικής βιομηχανίας μεταξύ πυρομαχικών, λιπασμάτων, κλωστηρίων, μεταλλείων κ.λπ. όλα Μποδοσάκη. Αυτό για μια φυσιογνωμία αρκετά σκοτεινή θα λέγαμε, ένα απροσδιόριστο άτομο καθότι οι σχέσεις του ήταν αμφιλεγόμενες και αμφίσημες πάντα. Είχε στενές σχέσεις με το υπουργείο άμυνας στην Ελλάδα, καθότι ήταν ιδιοκτήτης της ΠΥΡΚΑΛ, και άρα των ελληνικών πυρομαχικών, και είχε στενές σχέσεις με τον υπουργό εξωτερικών της Τουρκίας. Κατά συνέπεια έκανε ένα εντελώς ιδιαίτερο παιχνίδι και είχε μια εντελώς ιδιαίτερη σχέση με τις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις. Αυτό που δημιούργησε ο Μποδοσάκης ήταν μια κατάσταση απόλυτου ελέγχου ουσιαστικά και όσον αφορά την κατάσταση που επικρατούσε μέχρι το 1977 μια πολύ κεντρική στιγμή για τα δεδομένα των μεταλλείων Κασσάνδρας, αλλά και στη συνέχεια αυτό που προέκυψε μετά τη μεγάλη απεργία του ’77, γι’ αυτό ήταν κεντρική στιγμή, ήταν μια από τις μεγαλύτερες απεργίες που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα, τη μεταχουντική ελλάδα, τη μεταπολιτευτική τέλος πάντων. Και είχε σημαντικές συνέπειες. Είχε σημαντικές συνέπειες όσον αφορά τις αλλαγές του κοινωνικού φαντασιακού της περιοχής. Μέχρι εκείνης της στιγμής είχαμε ένα αφεντικό που λειτουργούσε τα μεταλλεία του, με τους τρόπους που λειτουργούσαν πάντα τα μεταλλεία, άθλιες εργασιακές συνθήκες απ’ τη μια πλευρά, με παθολογίες συναφείς όπως πνευμοκονιάσεις και καρδιοπάθειες, με τρελά νούμερα και ποσοστά, και κατά συνέπεια θανάτους και αναπηρίες βαριές, και από την άλλη αυτή η ιδιαίτερη σχέση του ελληνικού δημοσίου υπερπροστασίας προς τις εταιρείες αυτού του είδους. Απεργιακές κινητοποιήσεις διάφορες, παρά τις συνθήκες και παρά το γεγονός ότι ναι μεν τα μεροκάματα που θα μπορούσαμε να τα συγκρίνουμε με άλλες δραστηριότητες ήταν σχετικά ικανοποιητικά, αλλά θεωρώντας και το τίμημα που πληρωνόταν για αυτή την ιστορία, εννοείται ότι δεν υπήρχε το σχετικό αντίκρισμα, κέρδους (απόδοσης) οφέλους για αυτό που εργαζόταν. Οι πρώτες απεργιακές κινητοποιήσεις γίναν το ’56, και μπορεί να πει κανείς ότι αρχικά δικαιώθηκαν οι εργαζόμενοι, γιατί ήταν ψιλοπράματα αυτά που ζητούσαν – το μόνο που ζητούσαν ήταν κάποιες αυξήσεις που τους δόθηκαν. Οι εργασιακές συνθήκες το 1977 ήταν άθλιες, δεν θα μπω σε λεπτομέρειες για το πώς πεθαίνει ο κόσμος μες στις τρύπες, απλά ζούσαν σε ένα περιβάλλον με σκόνες βαρέων μετάλλων, οι συνέπειες είναι λίγο ως πολύ αναμενόμενες και σχετικά γνωστές. Το 1977 λοιπόν έχουμε την πρώτη κινητοποίηση από τη μεριά των εργαζομένων, οι οποίοι ζητούν καλύτερες συνθήκες και φυσικά και καλύτερες μισθοδοσίες. Μια απεργία που ξεκίνησε και κράτησε και διατηρήθηκε σε δυναμικό επίπεδο για τρεις περίπου μήνες, ενώ αποδυναμώθηκε λόγω της εμφάνισης των απεργοσπαστών οι οποίοι αναδύθηκαν μέσα από το ίδιο συνδικαλιστικό κίνημα από τα σωματεία των εργαζομένων. Χτυπήθηκε λοιπόν η απεργία, χτυπήθηκε και κατασταλτικά αλλά και εσωτερικά, με αποτέλεσμα πολλοί να αναγκαστούν από την περιοχή να μεταναστεύσουν.
Ερώτηση: Ο ανιψιός του Μποδοσάκη είχε πολύ κόσμο δικό του στο συνδικαλιστικό κομμάτι;
Απάντηση: Ο ανιψιός του Μποδοσάκη δεν είχε πολύ κόσμο στο συνδικαλιστικό κομμάτι, αυτό που είχε (μπροστά) ο Μποδοσάκης ήταν το καλό αφεντικό. Ήταν ένα αφεντικό που έχει (άμοιρες) της εκτίμησης ευθύνες από τους εργαζόμενους, καθότι δεν ήταν θα λέγαμε – πώς να πούμε ο καναπεδάκιας, ή ξέρω ‘γω το αφεντικό που κοιτά τα πράματα αφ’ υψηλού, αλλά κάθε φορά που παρίσταντο στην περιοχή στο στρατώνι Μαντέμ Λάκκο (η περιοχή της εξόρυξης των μεταλλείων), κατέβαινε στις στοές, κυκλοφορούσε με τα άλογά του στην περιοχή, συναγελαζόταν με τα άτομα, με τους μεταλλωρύχους κ.λπ. δεν υπήρχε δηλαδή, δεν χρησιμοποιούσε τα στερεότυπα αφεντικού-εξαρτημένου αφεντικού-εκμεταλλευόμενου που θα έβλεπε κανείς σε μια άλλη επιχείρηση, ας πούμε. Ακριβώς αυτό το πράμα καθιστούσε τον Μποδοσάκη, τον Αλέξανδρο, ένα καλό αφεντικό. Όλοι αυτοί οι μύθοι σπάνε εύκολα όταν προκύπτουν-αναδύονται τα πραγματικά προβλήματα, και όταν κανείς αρχίζει να διεκδικεί απέναντι στο αφεντικό του αντιλαμβάνεται εύκολα ότι το αφεντικό δεν τον αγαπάει τελικά. Έτσι; Γιατί η απάντηση ήταν ΜΑΤ και καταστολή, τα ΜΑΤ του καραμανλή την εποχή. Ηττήθηκε λοιπόν η απεργία, έφυγαν μετανάστες πολλοί εκ των εργαζομένων, και αργά η γρήγορα επέστρεψαν στην περιοχή. Αυτά τα δείγματα μετακίνησης πληθυσμών, μεταναστεύσεις, νέες οικονομικές συνθήκες, όπως διαμορφώνονταν στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 στην Ελλάδα και γενικότερα, μελετήθηκαν από τα κλιμάκια, από τα επιτελεία του ιδρύματος Μποδοσάκη και αποφάνθηκαν το 1982 όταν τέλειωσε και ο δικαστικός αγώνας, στον οποίο είχαμε αμφιλεγόμενες, αμφίσημες αποφάσεις, ότι ναι μεν θα έπρεπε παραδείγματος χάριν να επαναπροσληφθούν οι εργαζόμενοι, και να βελτιωθούν οι εργασιακές συνθήκες, από την άλλη θα έπρεπε ως αντιστάθμισμα σε αυτό να διαλυθεί το συνδικαλιστικό τους κίνημα. Δηλαδή μέχρι τότε ενώ είχαμε πραγματικά σωματεία εργαζομένων μεταλλωρύχων, από το 1982 και μετά έχουμε τη διάσπαση των διαφόρων σωματείων σε μικρότερα σωματεία, ανάλογα με τις διάφορες ειδικότητες, και μιλάμε βέβαια για εργοδοτικά σωματεία. Αυτό που έπαιξε ως ρήξη στο κοινωνικό φαντασιακό της περιοχής είναι το εξής: Μέχρι το 1982 η μεταλλευτική δραστηριότητα ήταν μία από τις βασικές παραγωγικές δραστηριότητες της περιοχής, μεταξύ άλλων. Θα πρέπει οπωσδήποτε να αναφέρουμε τον πρωτογενή τομέα σε όλα τα επίπεδα, αγροτική παραγωγή, κτηνοτροφία, αλιεία, τυροκομία, μελισσοκομία και πάει λέγοντας, ο τουρισμός δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί ως παραγωγική διαδικασία στη Χαλκιδική. Είχαμε τα πρώτα βήματα, όσον αφορά την ανάπτυξη του τουρισμού. Την εποχή απασχολούνταν περίπου 400 άτομα στο μεταλλείο, και οι απαιτήσεις, οι ανάγκες της εταιρείας σε προσωπικό καλύπτονταν από εποχικούς εργαζόμενους που είχαν άλλες δραστηριότητες, κύρια οικοδόμους και γεωργούς, που κατά τη φθινοπωρινή χειμερινή περίοδο δεν είχαν δραστηριότητες, και κατά συνέπεια κατέφευγαν στο μεταλλείο ως διαδικασία part-time θα έλεγε κανείς για κάποιους μήνες. 2-3-5 μήνες ανάλογα με τις διαθέσεις και τις ανάγκες της εταιρείας Η ιστορία που γίνεται από το 1982 και μετά είναι η μονιμοποίηση όλων των εργαζομένων. Είναι η αποδοχή αυτού του συστήματος της εποχικής εργασίας στα μεταλλεία. Αυτό είχε ως συνέπεια την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της περιοχής, δηλαδή ενώ η μεταλλευτική δραστηριότητα ήταν μία εκ των παραγωγικών διαδικασιών, γίνεται ξαφνικά η παραγωγική διαδικασία της περιοχής. Ο αριθμός των εργαζομένων ανέρχεται από τους 500-550 στους 950 εργαζόμενους 1000 εργαζομένους, ξεπέρασε κατά περιόδους και τους χίλιους μεταλλωρύχους σε μια δραστηριότητα που ναι μεν είναι μια από τις χειρότερες εργασιακές δραστηριότητες που μπορεί να διανοηθεί άνθρωπος, όπως και να’ χει όσο και να βελτιωθούν οι συνθήκες στα υπόγεια όταν κατεβαίνεις σε στοές 450 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, στα 110, ή αν γενικά ζεις στο σκότος και σε τεχνητές συνθήκες για 8 περίπου ώρες αλλοιώνονται πολλές εγκεφαλικές διεργασίες είτε μας αρέσει είτε όχι, εξάλλου αυτού του είδους οι διαδικασίες, αυτού του είδους οι αποκλεισμοί από τα φυσικά ερεθίσματα. Η εταιρεία η ίδια -καθότι δεν έχει ανάγκη πραγματική από όλο αυτό το προσωπικό- φροντίζει να δίνει περιθώρια-λούφες· αρέσει πολύ στον ελληνικό κόσμο η λούφα, δίνει περιθώρια αποφυγής, και όχι ιδιαίτερα έντονης εργασιακής δραστηριότητας μέσω των γιατρών της περιοχής. Έχουμε δηλαδή μια εμπλοκή μεταξύ εταιρείας και ιατρικού -θα λέγαμε- κατεστημένου της περιοχής. Δίνουν πολύ εύκολα άδειες στους μεταλλωρύχους, άδειες που μπορούν να καλυφτούν από το ΙΚΑ χωρίς να περάσει κανείς από επιτροπές κ.λπ. Αυτές τις 2-3 μέρες τον μήνα, κάτι που δημιουργεί την αίσθηση ότι πρόκειται για μια βαριά δουλειά από τη μια πλευρά, αλλά για μια μη δουλειά από την άλλη η οποία καλοπληρώνεται σε γενικές γραμμές, σε σχέση δηλαδή με άλλες κοινωνικές δραστηριότητες, εννοείται ότι τα μεταλλεία ως μισθοδοσία απέδιδαν αρκετά καλά. Θα έλεγε κανείς ότι δημιουργείται ένα καινούριο ανθρωπολογικό πρότυπο στην περιοχή, είναι αυτό του μεταλλωρύχου δημόσιου υπαλλήλου, του ανθρώπου δηλαδή που πιστεύει πως έχει να κάνει με μια κραταιά εταιρεία, και μέχρι κάποιο σημείο έτσι εμφανιζόταν και έτσι ήταν, δεν τον κουνούσε κανείς τον Μποδοσάκη δεν λογοδοτούσε σε κανέναν ο Μποδοσάκης και κατά συνέπεια συμπεριφερόταν. Ο κόσμος εκλάμβανε την όλη ιστορία ως να επρόκειτο για το ίδιο το ελληνικό δημόσιο με καλές αποδοχές. Οι δημόσιοι υπάλληλοι στις αρχές του ‘80 δεν έπαιρναν τα χρήματα που πήραν οι δημόσιοι υπάλληλοι από το ‘90 και μετά σε καμία περίπτωση. Αν θυμάται κανείς το «τρεις και εξήντα παίρνετε» για τους δημόσιους υπαλλήλους, εκεί παίρναν κάποια χρήματα. Έχουμε την ανάδυση αυτού του νέου ανθρωπολογικού μοντέλου-προτύπου στην περιοχή, το οποίο φυσικά και ουσιαστικά διαλύει τον κοινωνικό ιστό, δημιουργεί εντελώς εξατομικευμένες προσεγγίσεις όσον αφορά τα ενδεχόμενα ή τα αναδυόμενα προβλήματα κάθε φορά, έχουμε την ανάδυση και την παγίωση των εργοδοτικών σωματείων, τα σωματεία των εργαζομένων έχουν διασπαστεί πια σε έναν αριθμό ανάλογα με τις ειδικότητες ουσιαστικά, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει δυνατότητα διεκδίκησης των σχετικών δικαιωμάτων απέναντι στην εταιρεία, και αυτό συνεχίζεται για όλη τη δεκαετία του ‘80 μέχρι που ουσιαστικά συμβαίνει το ατύχημα στον Αλέξανδρο Αθανασιάδη-Μποδοσάκη, μας αφήνει χρόνους το 1988 αν θυμάμαι καλά και η εταιρεία μπαίνει σε καθεστώς εκκαθάρισης, όπως είχε συμβεί με όλες τις εταιρείες του ιδρύματος Μποδοσάκη. Ήταν η εποχή των προβληματικών εταιρειών, από τις αρχές του ‘80, από το ‘81 και μετά για λόγους που γνωρίζει μόνο ο Ανδρέας Παπανδρέου οι περισσότερες εταιρείες είτε με συμμετοχή δημοσίου είτε είναι ιδιωτικές εταιρείες μπαίνουν σε καθεστώς προβληματικών εταιρειών και καθεστώς εκκαθάρισης, ένα ξεπούλημα δηλαδή όλων των δραστηριοτήτων με τις σχετικές αποζημιώσεις προς τα τότε αφεντικά, και φυσικά το πέρασμα στην ανεργία εκατοντάδων, δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων από κατηγορία σε κατηγορία η μία μετά την άλλη. Αυτό είχε συμβεί προηγούμενα σε όλες τις εταιρείες του ιδρύματος Μποδοσάκη, η ναυαρχίδα βέβαια του ιδρύματος ήταν τα μεταλλεία Κασσάνδρας, και ως τέτοια δραστηριότητα είχαν παραμείνει μέχρι το 1988. Το 1988 συνέβη αυτό που συνέβη στο αφεντικό της εταιρείας, και κατά συνέπεια το ίδρυμα, επειδή το ιδιοκτησιακό καθεστώς είναι μεγάλη ιστορία, το είχε φροντίσει ήδη ο πρόδρομος να μείνει ακαθόριστο. Ο παππούς δηλαδή το είχε φροντίσει με τέτοιο τρόπο ώστε να μην ανήκει σε κανέναν η εταιρεία, αυτά είναι άλλου είδους ιστορίες, είναι στον χώρο του ψυχοδράματος και της ψυχοπαθολογίας . Η εταιρεία λοιπόν περνάει στο ελληνικό δημόσιο, γίνεται προβληματική, περνάει σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης -μέσω της εθνικής τράπεζας θα γινόταν αυτή η ιστορία- και περνάει ουσιαστικά στα χέρια του ελληνικού δημοσίου. Η εθνική τράπεζα της ελλάδας και η (ετβά) μπήκαν στο παιχνίδι τότε. Τον ρόλο της εκκαθάρισης τον είχε αναλάβει η εθνική ασφαλιστική ως θυγατρική – ως σχετική εταιρεία επί των θεμάτων της εθνικής τράπεζα. Το ζητούμενο όμως -πέρα από αυτή την ιδιοκτησία της τεράστιας αξίας που πέρασε στα χέρια του ελληνικού δημοσίου- είναι και η μοίρα των 250 εργαζομένων που βρισκόντουσαν στην ανεργία. Ως γνωστόν τους έλληνες πολιτικούς τους χαρακτήριζε πάντα ένας τεράστιος βαθμός ευθυνοφοβίας από τη μια μεριά, ανευθυνότητας από την άλλη και τρελής ανησυχίας για το τι γίνεται όταν πρέπει να μετρήσεις τα κουκιά σου, όταν πρέπει τελικά να πράξεις πραγματικά, και ν’ απαντήσεις σε ερωτήματα που είναι ζωτικά για μια περιοχή. Είπαμε αναδύθηκε ένας καινούριος παραγωγικός φορέας που ήταν η μεταλλευτική δραστηριότητα, ο παραγωγικός αυτός φορέας κατέρρευσε ξαφνικά, άρα θα πρέπει να απαντήσεις σε αυτό το ζητούμενο. Παλιότερα οι δραστηριότητες είχαν χαθεί, η γεωργία είχε εγκαταλειφθεί, η κτηνοτροφία σε μεγάλο βαθμό είχε εγκαταλειφθεί και ήταν εξαιρετικά δύσκολο από πρωτοβουλίες μεμονωμένων ατόμων να ξαναμπεί μπροστά αυτή η παραγωγική διαδικασία, αυτή η παραγωγική μηχανή. Άρα κάποιος έπρεπε να απαντήσει στο πρόβλημα. Ο μόνος που δεν απαντούσε στο πρόβλημα ήταν ο κύριος υπεύθυνος, αυτός που είχε δημιουργήσει την κατάσταση μέσω των προνομίων που είχε παραχωρήσει σε μια συγκεκριμένη εταιρεία μέσω των διαβεβαιώσεων και της ανοχής, του ΙΚΑ παραδείγματος χάριν όσον αφορά του τι συνέβαινε με την όλη διαδικασία και πάει λέγοντας η ιστορία. Τι να κάνουμε λοιπόν δηλώσεις του κυρίου Μητσοτάκη να το ξεφορτωθούμε το δυνατό γρηγορότερο έστω και για ένα δολάριο. Το μεγαλύτερο μεταλλευτικό κοίτασμα της Ελλάδας δηλαδή θα μπορούσε να παραχωρηθεί κατά τον μέγιστο κύριο Μητσοτάκη έστω και για ένα δολάριο. «Φύγε κακό από τα μάτια μου». Η αντίληψη των ελλήνων πολιτικών, όσον αφορά την πολιτική και τη διαχείριση του δημόσιου πράματος.
Το περιβαλλοντικό κόστος για την περιοχή κατά τη διαχείριση Μποδοσάκη μέχρι το τέλος του ‘70 ήταν τεράστιο καθότι ό,τι τοξικό απόβλητο υπήρχε ριχνόταν στην θάλασσα χωρίς καμιά προηγούμενη κατεργασία. Μετά την απεργία μαζί με τις εργασιακές συνθήκες, τις υγειονομικές συνθήκες μπήκε και το περιβαλλοντικό εκ των πραγμάτων. Δηλαδή είναι η στιγμή που στήνονται εδώ οι πρώτες δεξαμενές οι πρώτες λίμνες κατεργασίας και εξουδετέρωσης των όξινων όνειρων που πρόκειται από τη δραστηριότητα μέσα από τις στοές και αρχίζει κάπως να συμμαζεύεται το χάλι. Το χάλι είναι το γεγονός ότι ο κόλπος του στρατωνίου, η θάλασσα του στρατωνία φωσφορίζει από το διάστημα λέγανε αν την δεις φασματοσκοπικά, ξεχωρίζει ως φωτεινό πεδίο λόγω έκλυσης φωτεινότητας από τα βαρέα μέταλλα που έχουν καθιζάνει στον πυθμένα της θάλασσας εκεί πέρα.
Άρα η περιβαλλοντική ιστορία στην ουσία και καλά βγαίνει από τα τέλη του ’70.
Ακριβώς από τότε αρχίζουν και αντιλαμβάνονται. Κάτι άλλο βέβαια που εννοείται ότι γνώριζε ο Μποδοσάκης και γνώριζαν και οι παρατρεχάμενοι σχετικοί είναι ότι υπήρχαν κάποιες περιεκτικότητες χρυσού. Επειδή ακριβώς η μεταλλευτική δραστηριότητα στην Ελλάδα, σε όλη την επικράτεια, ήταν κάποιου επιπέδου, δηλαδή η μεταλλευτική δραστηριότητα έπρεπε να φτάσει μέχρι την παραγωγή συμπυκνωμάτων. Εμπλουτισμένο δηλαδή μετάλλευμα είναι αυτό που πουλούσε ο Μποδοσάκης και οι Κυριακόπουλοι και όλοι οι άλλοι, εμπλουτισμένα μεταλλεύματα όταν έχουν να κάνουν με μέταλλα. Όταν έχουν να κάνουν με αδρανή, πουλάν αυτό που είναι, αλλά ως πρώτη ύλη για περαιτέρω κατεργασία και επεξεργασία. Αυτό που βγαίνει με το σοσιαλιστικό πασόκ είναι η διάθεση απ’ τη μεριά του Παπανδρέου να αξιοποιήσει, διάθεση δεν ξέρω κατά πόσο ήταν παιχνίδι, όπως τα (ερωτικά του) παιχνίδια, ή αν ήταν πραγματική διάθεση για να πάει κάπου αλλού την ελληνική βιομηχανία. Έτσι το 1985 έχουμε πρώτη προσπάθεια μέσω της δημιουργίας μεταλλευτικής εταιρείας βορείου αιγαίου (ΜΕΒΑ) για τη δημιουργία (τακτοποιημένης) μονάδας, μονάδας παραγωγής χρυσού. Μέχρι το 1988 που κηρύχθηκε προβληματική ουσιαστικά δεν υπήρχαν αντιδράσεις όσον αφορά τη μεταλλευτική δραστηριότητα. Είχε γίνει η κύρια παραγωγική διαδικασία, άρα ήταν αποδεκτή. Το περιβαλλοντικό κόστος για τους Έλληνες γενικότερα ήταν μια εντελώς αφηρημένη έννοια, ακόμα και το 2013, είναι οι οικολόγοι γενικώς ίσως η μεγαλύτερη ύβρις που μπορεί να ακούσει άνθρωπος στην Ελλάδα – να σε πουν οικολόγο. Τουλάχιστον για μας εκεί πάνω έτσι είναι. Ό,τι πιο απαξιωτικό δηλαδή, οικολόγος ίσον ηλίθιος. Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί ήταν αυτή. Ξεκίνησαν αντιδράσεις το 1985, δεν ολοκληρώθηκαν, ήταν η πρώτη συσπείρωση ανθρώπων προς αυτή την ιστορία, αντίδραση δηλαδή προς την μεταλλευτική-μεταλλουργική πλέον δραστηριότητα αλλά μέχρι εκεί, μια πρώτη αρχική συσπείρωση και μια κίνηση θα λέγαμε σε επίπεδο αντιπληροφόρησης τι μπορεί να σημαίνει κάτι τέτοιο. Ο κύριος Μποδοσάκης φρόντισε, γνωρίζει τον τόπο, γνωρίζει τον δρόμο και τα μέσα για το πώς πραγματοποιούνται αυτά να ξεπουλήσει. Πλειοδότησε ή μειοδότησε ανάλογα με τις περιόδους και τις προεκλογικές στιγμές με το αντίπαλο δέος όσον αφορά τις πολιτικές του τοποθετήσεις, δηλαδή νεοδημοκράτης κι ο πασόκος με το ανερχόμενο αστέρι της περιοχής, που ήταν ο κύριος Πάχτας, ήταν ακόμα νομάρχης, διετέλεσε υπουργός στο ανάπτυξης, διετέλεσε στη συνέχεια υφυπουργός οικονομικών. Το 1996 με κυβέρνηση Σημίτη και υφυπουργό οικονομικών τον Πάχτα έχουμε την πώληση πια των μεταλλείων Κασσάνδρας σε ξένη πια εταιρεία. Μια διαδικασία που δεν ακολούθησε καμιά νόμιμη ή νομότυπη διαδικασία, δηλαδή την κήρυξη διεθνούς διαγωνισμού κ.λπ. και παρέδωσε τα μεταλλεία Κασσάνδρας σε καλύτερη τιμή απ’ ότι είχε προγραμματίσει ο μητσοτάκης. Δηλαδή ο Πάχτας πούλησε στο αντίστοιχο σημερινό 33 εκατομμύρια ευρώ, ενώ ο Μποδοσάκης ήθελε να πουλήσει γύρω στα 25, άρα καταλαβαίνουμε ποιο ήταν το όφελος για το ελληνικό δημόσιο στην προκειμένη. Έτσι σώθηκε από τότε η ελληνική οικονομία.
Να πούμε ότι τα προγραμματισμένα εγκαίνια, νομίζω το 1987 (υπήρχε πρόσκληση για τα εγκαίνια του εργοστασίου μεταλλουργίας χρυσού στην ολυμπιάδα) δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ.
Αυτό που είπε η Έλλη είναι ότι υπήρξανε κατευθείαν αντιδράσεις όσον αφορά το θέμα (θα το δούμε) του πώς αναδύονται. Έχουμε την πρώτη μεταβίβαση σε κανονική εταιρεία την TVX GOLD τότε χωρίς τις απαραίτητες διαδικασίες, όπως ακριβώς δεν έγινε ο διαγωνισμός, για ένα συγκεκριμένο ποσό. Οι προθέσεις της καναδικής εταιρείας ήταν ξεκάθαρες πια, αφού είχε βγει ήδη το θέμα το ‘85 της παραγωγής. Εννοείται ότι οι Καναδοί ήρθαν με την λογική ότι θα πάρουν καθαρότητα. Με αυτή την λογική λοιπόν παρουσιάζουν το επενδυτικό τους σχέδιο. Είναι σχήμα λόγου το ότι το παρουσίασαν. Όλες οι δραστηριότητες της TVX GOLD γίνανε με διαδικασίες κάτω από το τραπέζι. Δεν υπήρξε δηλαδή κανενός είδους μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων σοβαρή. Οι διανοίξεις που γινόντουσαν, π.χ. η μεγάλη αποστραγγιστική στοά που έγινε -900 μέτρων περίπου μήκους- που έγινε πάνω στις Σκουριές το 1997, παρουσιάστηκε ως διερευνητική στοά. Η μελέτη κατατέθηκε εκ των υστέρων, αφού έγινε η στοά κατατέθηκε σχετική μελέτη. Οι άδειες είχαν δοθεί και από το δασαρχείο και από τη ΔΕΗ που τους παρείχε ρεύμα κ.λπ. Φυσικά αδειοδοτήσεις που κατά εντελώς ελληνικό και μαγικό τρόπο ανακλήθηκαν στη συνέχεια. Αφού έχασε η εταιρεία, ανακλήθηκαν και οι σχετικές αδειοδοτήσεις. Το ότι να’ ναι, το αλαλούμ της ελληνικής πραγματικότητας η Χαλκιδική το ζει από αρκετά νωρίτερα θα έλεγε κανείς. Όπως λέγαμε αυτή η λογική, αυτή η προσέγγιση του να τακτοποιήσουμε την παραγωγή, εννοείται ότι ενόχλησε τους κατοίκους ή προβλημάτισε καλύτερα τους κατοίκους με αποτέλεσμα και να μην γίνουν τα αρχικά εγκαίνια, στη συνέχεια να κλείσει η εταιρεία, ακόμη αργότερα το ‘96 να περάσει σε νέα χέρια, αλλά με το ότι πέρασε σε νέα χέρια και επειδή ακριβώς οι προθέσεις ήταν ξεκάθαρες ότι δεν πάνε για κλασσική μεταλλευτική δραστηριότητα αλλά θα προχωρήσουν σε μεταλλουργική δραστηριότητα εννοείται ότι υπήρξαν αντιδράσεις απ’ όλα τα χωριά αρχικά του στρυμωνικού κόλπου. Κάποια χωριά από το ‘85 έως το 2003 έχουμε την ευαισθητοποίηση των χωριών του στρυμονικού κόλπου οι οποίοι μέσα από μια διαδικασία διασπάσεων λόγω των θέσεων απέναντι στην χωροθέτηση της μεταλλουργίας, δηλαδή η μεταλλουργία θα χωροθετηθεί κάπου, όπου δηλαδή υπάρχει κοινωνική συναίνεση; ή δεν θα χωροθετηθεί πουθενά; Πάνω σε αυτό το μοτίβο υπήρξε μια ουσιαστική διάσπαση των επιτροπών αγώνα, με την Ολυμπιάδα να διεκδικεί το πουθενά και προς αυτό είμαστε ευγνώμονες προς την Ολυμπιάδα σήμερα. Μιλάμε για ένα επιστημονικό κόλπο θεωρώντας ότι αν είναι λίγο πιο μακριά και δεν είναι κοντά στη θάλασσά μας, ότι μπορεί και αφού υπάρχει κοινωνική συναίνεση να αφεθεί στην Μ. Παναγιά π.χ. Καθότι από το 1996 μέχρι το 2003 οι μεγαλοπαναγιώτες παραμείναν ο κύριος όγκος των μεταλλωρύχων της περιοχής, και καθότι πρόκειται για μια συγγνώμη για τους μεταλλωρύχους του (κόλπου) γενικώς μια (καφροειδής) διαδικασία όσον αφορά τουλάχιστον τους Μεγαλοπαναγιώτες και τους μεταλλωρύχους των μεταλλείων Κασσάνδρας, αν δεν τον θέλουν αυτοί λέγανε στην Ολυμπιάδα, φέρτε το σε μας. Κάποια στιγμή θα δούμε αποφάσισαν να το φέρουν σε μας.
Έτσι μιλούσε η Μ. Παναγιά και κατέληξε να πάει να στηρίξει τις κινητοποιήσεις των μεταλλωρύχων. Κόσμος που είναι τώρα στην επιτροπή αγώνα Μ. Παναγίας. Σύσσωμο δημοτικό συμβούλιο, δημότες Μ. Παναγίας κατέβηκαν να στηρίξουν την κινητοποίηση των μεταλλωρύχων. Για τους λόγους που λέγαμε, πρόκειται για μια σημαντική μεταλλευτική δραστηριότητα. Όλοι το αντιλαμβανόντουσαν έτσι. Παρά αυτό που λέμε και για χλευασμό πάνω στους συντοπίτες μας πρέπει να παραδεχτούμε ότι η εμπλοκή η κοινωνική.