Η ζωή στο Hollywood δεν έχει σχεδόν ποτέ happy end
Μια επιφανειακή ματιά στο Starry Eyes στην εποχή του ελληνικού #metoo
Το Starry Eyes είναι μια ταινία τρόμου από το όχι και τόσο γνωστό σκηνοθετικό δίδυμο Kevin Kölsch και Dennis Widmyer, η οποία γυρίστηκε το 2014 στη γενέτειρα των αμερικανικών blockbuster ταινιών, το Los Angeles. Οι σκηνοθέτες εμπνέονται από ένα μεγάλο φάσμα ιδεών και ταινιών: από το satanic panic των ’80s στις ΗΠΑ και τον body horror κινηματογράφο, όπως το The Fly (1986) του David Cronenberg, στις «video nasty» δεκαετίες των ’70s – ’80s κατά τις οποίες άνθησε το slasher και female revenge σινεμά και από τη φαουστική φιλοδοξία μέχρι το σουρεαλιστικό αντιχολιγουντιανό μανιφέστο του David Lynch, Mullholand Drive (2001). Πρόκειται για μια σχετικά δύσκολη ταινία για τα άτομα που δεν είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένα με τον horror κινηματογράφο, παρότι αντλεί έμπνευση από τα κλασσικά παραδείγματα που αναφέρονται παραπάνω. Σε κάποιες σκηνές η βία είναι υπέρμετρη, χωρίς να γίνεται το κεντρικό εργαλείο αφήγησης. Συνδυαζόμενη όμως με το ζήτημα της κουλτούρας του βιασμού αλλά και της κοινωνικής αντιμετώπισης της ψυχικής υγείας που βρίσκονται στο προσκήνιο, ολόκληρη η ταινία θα έπρεπε να συνοδεύεται από ένα trigger warning, παρόλο που δεν χρησιμοποιεί τις εικόνες αυτές για το shock-value, όπως έκαναν οι exploitation ταινίες των περασμένων δεκαετιών.
Αφηγείται την ιστορία της φιλόδοξης Sarah Walker, που μέχρι στιγμής έχει δύο κύρια πράγματα να αντιπαλέψει στη ζωής της: τη σκατοδουλειά της σαν σερβιτόρα σε ένα breastaurant1 όπου σερβίρει φτερούγες κοτόπουλο σε σοβινιστές και, παράλληλα, το συνεχές κυνήγι των ακροάσεων σαν ηθοποιός στη μαύρη εργασιακή τρύπα που λέγεται Hollywood. Η πρωινή της δουλειά είναι γεμάτη με τα σεξουαλικά υπονοούμενα και τα αηδιαστικά βλέμματα των πελατών, των συναδέλφων και, προφανώς, του αφεντικού της, του περήφανου ιδρυτή του εστιατορίου Big Tatters2. Το βιοποριστικό αδιέξοδο μιας ανερχόμενης ηθοποιού που ζει στο Los Angeles είναι μείζον θέμα τόσο στην ταινία, όσο και στην πραγματική ζωή, καθώς είναι μία από τις πόλεις με τα υψηλότερα ενοίκια στις ΗΠΑ· μάλιστα, το 2019 οι καταγεγραμμένοι άνθρωποι χωρίς στέγη ξεπερνούσαν τους 82.000 σε όλη την επικράτεια.
Η ιστορία προχωρά συστήνοντας την παρέα της Sarah, η οποία απ’ όσο καταλαβαίνουμε δεν είναι με κανένα και καμία πραγματικά φίλοι. Μέσα από την κοινωνικοποίηση που παρουσιάζουν οι σκηνοθέτες, βλέπουμε μια παρέα ατόμων με συγκεκαλυμμένα επιθετική συμπεριφορά, εμμονικών με το εγώ τους ή τα social media. Όλοι είναι κοντά στην ηλικία των 25 και είναι φανερό πως δεν θα δίσταζαν λεπτό να αλληλοφαγωθούν για μια δουλειά, καθώς όλοι προσπαθούν να καταξιωθούν στον χώρο του κινηματογράφου.
Περνώντας στο δεύτερο μέρος της ταινίας, παρακολουθούμε την ακρόαση της Sarah από την εταιρεία παραγωγής Astraeus για την ταινία «Η ασημένια κραυγή». Η υπεύθυνη του κάστινγκ και ο βοηθός της είναι δύο υπερόπτες, αλαζονικοί τύποι, που στο τέλος κάθε ακρόασης απλά απαντούν με το στερεοτυπικό «θα επικοινωνήσουμε μαζί σου». Είναι τόσο ενοχλητικά αγενείς που σου προσφέρουν μια μίξη κωμικότητας με νεύρα. Μετά την ακρόασή της, η Sarah καταρρέει ψυχικά στην τουαλέτα του κτηρίου και εμφανίζει ξανά συμπτώματα τριχοτιλλομανίας, μιας συμπεριφοράς στην οποία γνωρίζουμε από την αρχή της ταινίας ότι καταφεύγει η Sarah σε συναισθηματικά φορτισμένες στιγμές. Η διαταραχή αυτή τραβάει τα βλέμματα των casting directors και της ζητούν να τους αναπαραστήσει την κρίση που έπαθε στην τουαλέτα, προκαλώντας την να ξεπεράσει τον εαυτό της.
Ως εδώ, το Starry Eyes έχει καταγράψει με εξέχουσα κινηματογραφική τεχνική τη ρεαλιστική καμπύλη της ιστορίας της ηρωίδας, θέλοντας να αναδείξει και να σχολιάσει ένα μέρος της αθέατης πλευράς της κινηματογραφικής βιομηχανίας στις ΗΠΑ. Στη συνέχεια, ξεκινά μια πορεία βραδείας καύσης, αυτή της μεταμόρφωσης της Sarah αλλά και των αιχμών που περνάει η ταινία. Από ένα προσγειωμένο δράμα, μετατρέπεται σιγά σιγά σε ένα ψυχολογικό θρίλερ με μεταφορές και συμβολισμούς. Η Sarah πηγαίνει στη δεύτερη ακρόαση όπου της ζητούν να γδυθεί, κάτι που την φέρνει σε αμηχανία καθώς δεν την είχαν ενημερώσει σχετικά. Ξεκινώντας μια αλληλουχία υπό το φως του προβολέα να αναβοσβήνει γρήγορα, οι σκηνοθέτες μας αφήνουν μετέωρους ως προς το τι συμβαίνει. Τα καρέ περνούν γρήγορα και μας αποτυπώνουν θολά πως η Sarah περνά κάτι μεταξύ κρίσης, έκστασης και μεταμόρφωσης και μπορούμε να διακρίνουμε αμυδρά τη νέα, τερατόμορφη φύση της να ανθίζει. H σκηνή κλείνει με την casting director να την συμβουλεύει πως: ― Άμα δεν μπορέσεις να αφεθείς, πώς θα μεταμορφωθείς σε κάτι άλλο;
H Sarah φεύγει ικανοποιημένη και μπερδεμένη από την ακρόαση, έχοντας το συναίσθημα πως για πρώτη φορά θα πραγματοποιηθεί το όνειρό της να παίξει σε μεγάλου μήκους ταινία. Προσπερνά τα όποια καλά ή κακά σχόλια της παρέας της και πιστεύει πως η ζωής της βρίσκεται σε καλή τροχιά, όταν η Astraeus την καλεί να γνωρίσει τον παραγωγό. Ο παραγωγός παρουσιάζεται ως ένας ηλικιωμένος, γλυκομίλητος άντρας, ο οποίος υποδέχεται τη Sarah με ένα λογύδριο περί πρωτοτυπίας στο σινεμά και περί του πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος που θα της προσφέρει στην επερχόμενη ταινία του. Ο παραγωγός, όπως και η casting director, έχουν κάτι το κωμικό· ο ένας είναι η κλασσική γλοιώδης πατριαρχική φιγούρα που σε συμβουλεύει με απώτερο σκοπό το κέρδος ή τις ορέξεις του, ενώ η άλλη είναι η σατιρική μορφή του υπευθύνου καστ που προσπαθεί να σε μειώσει, να σε υποτιμήσει, να σε κάνει να αισθανθείς ευγνώμων που σε είδε. Οι σκηνοθέτες θέλουν να προσδώσουν αυτή τη «σάτιρα» επιτιθέμενοι στο πραγματικό Hollywood με στερεοτυπίες, αλλά παράλληλα και με ρεαλισμό.
Ο παραγωγός, στο τέλος του λογυδρίου του, ανακοινώνει ανοιχτά στη Sarah πως για να πάρει τον ρόλο πρέπει να κάνει θυσίες: στην προκειμένη, να συνευρεθεί σεξουαλικά μαζί του. Η Sarah στην αρχή σοκάρεται και φεύγει, αλλά μετά από θολή σκέψη πως ο καθένας και η καθεμία θα έκανε το ίδιο, κλείνει εκ νέου ραντεβού με τον παραγωγό στο σπίτι του. Ο παραγωγός της λέει πως μόνο έτσι θα μπορέσει να δει το όραμα μέσα από τα μάτια του, μέσα από τα μάτια της εταιρείας [sic] και την ρωτάει αν είναι έτοιμη να αφήσει πίσω την παλιά της ζωή για μια λαμπρή, νέα ζωή.
Το υφολογικό στοιχείο αλλάζει εκ διαμέτρου. Η Sarah ξυπνά σωματικά και ψυχολογικά χάλια. Από τη στιγμή που εκπλήρωσε την επιθυμία του παραγωγού, ξεκινά μεταφορικά η συνολική της παρακμή. Είναι διαρκώς άρρωστη, το σώμα της αποσυντίθεται, δεν μπορεί να εστιάσει τη σκέψη της και έχει εκρήξεις θυμού. Τσακώνεται με το αφεντικό της και αυτός την διώχνει, ο χρόνος περνά και δεν έχει νέα από την Astraeus. Παράλληλα, τα νοίκια και οι λογαριασμοί της τρέχουν και αυτό γίνεται η αφορμή για καυγά και με τη συγκάτοικο-φίλη της. Η πρωταγωνίστρια πεθαίνει επίπονα, όπως την ενημερώνει και ο παραγωγός, πεθαίνει για να αφήσει την παλιά της ζωή και να ξεκινήσει το ταξίδι της στην καινούργια, το ταξίδι για να βρει τον αληθινό εαυτό της, «αυτόν που όλοι θα θυμούνται». Τα 3/4 της ταινίας έχουν χτιστεί μέσα σε ένα κοινωνικό, πεσιμιστικό, αδιέξοδο δράμα, ασκώντας κριτική τόσο στις σύγχρονες σχέσεις, όσο και στη μάχη για την επιβίωση. Αλλά, τώρα πια, δεν έχει τίποτα σημασία. Η Sarah βρίσκεται στο στάδιο πριν η προνύμφη μπει στο κουκούλι της και οι δημιουργοί κλείνουν το μάτι στον Κάφκα. Ο προβολέας είναι πια στραμμένος στη φιλοδοξία και στο επόμενο εικοσάλεπτο η τέως τραγική ηρωίδα παίρνει σαν τελευταίο χαρτί τις ζωές των φίλων της με εξαιρετικά αιματηρό τρόπο, μάλλον γιατί θεωρεί ότι πλέον είναι ένα βήμα πριν περάσει από τους «από τα κάτω» στους «από τα πάνω», ότι το φιλικό της περιβάλλον τόσο καιρό την εμπόδιζε να ανοίξει τα φτερά της.
Η κορύφωση της ταινίας βρίσκει τη Sarah αναγεννημένη. Τα άτομα πίσω από την εταιρεία παραγωγής αποκαλύπτεται πως είναι ένα cult που μάλλον αποτελείται και από άλλα μέλη της elite του Hollywood, το οποίο λατρεύει τον Astraeus, που στην ελληνική μυθολογία είναι ο πατέρας των αστεριών. Μέσα από την τελετή, η Sarah είναι πλέον έτοιμη να λάμψει το άστρο της, να αφήσει την φιλοδοξία της να κυλίσει. Η τελευταία σκηνή έρχεται σε αντίθεση με την πρώτη: στην πρώτη σκηνή, η Sarah κοιτάει όλο αγωνία και άγχος τον εαυτό της, ανήσυχη για την εμφάνισή της, ενώ τώρα έχει το βλέμμα της υπέρμετρης σιγουριάς, τα μάτια της ξεχειλίζουν από μια έναστρη αυταρέσκεια και η σκηνή κλείνει όταν φορά το μενταγιόν που της έδωσε η αίρεση. Το ακουστικό εφέ όταν κουμπώνει το μενταγιόν είναι ο ήχος που κάνουν οι χειροπέδες όταν κλειδώνουν, όπως κλείδωσε και εκείνη τη ζωή της στη βιομηχανία.
Τέρρης Ασπρολέοντας
1. Θεματικά εστιατόρια με κοινό χαρακτηριστικό την ενδυμασία των γυναικών σερβιτόρων που επικεντρώνεται στο sex appeal από την πατριαρχική αντρική σκοπιά.
2. Λογοπαίγνιο για το μεγάλο γυναικείο στήθος.