Ανάμεσα στις ημερομηνίες – ανάμεσα στα διλλήματα: Νοήματα, ρητορική και επόμενη μέρα των ευρωπαϊκών και εθνικών εκλογών

Η επόμενη μέρα των ευρωεκλογών και των αυτοδιοικητικών εκλογών στην Ελλάδα έφερε ως πολιτικό αποτέλεσμα την προκήρυξη εθνικών εκλογών για τις 7 Ιούλη, μερικούς μήνες νωρίτερα από την ολοκλήρωση της 4ετίας από την παρούσα κυβέρνηση, με κορμό πλέον μόνο τον ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ., αφού είχε προηγηθεί η αποχώρηση των ΑΝ.ΕΛ., κάτω από την πίεση και τις αντίρροπες και φυγόκεντρες δυνάμεις που αναπτύχθηκαν σε όλο το φάσμα της κεντρικής πολιτικής σκηνής με βάση τη συμφωνία των Πρεσπών. Η παρούσα κυβέρνηση είναι η πρώτη από την είσοδο της χώρας στο Δ.Ν.Τ. που καταφέρνει να ολοκληρώσει, σχεδόν, μια ολόκληρη 4ετία διακυβέρνησης, έχοντας στο ενδιάμεσο προχωρήσει στην υπογραφή άλλου ενός μνημονίου, και εξασφαλίζοντας τη συνέχιση των προγραμμάτων «σωτηρίας» για το ελληνικό κράτος, προγραμμάτων που έδειξαν όλα τα προηγούμενα χρόνια πως δεν αποτελούν τίποτε άλλο παρά την αιχμή του δόρατος της καπιταλιστικής επίθεσης, προγράμματα θανάτου και εξαθλίωσης για τους από τα κάτω. Παρόλα αυτά, η γραμμή «μνημόνιο – αντιμνημόνιο», που αποτέλεσε ένα καθοριστικής σημασίας σημείο τα προηγούμενα χρόνια, και φαινόταν ότι θα αναδειχθεί για τη σύγχρονη εποχή σε ύψιστης σημασίας ζήτημα, όχι απλά για την πολιτική φυσιογνωμία των επίσημων κομμάτων, αλλά και για μεγάλο κομμάτι της κοινωνικής ζωής, στην παρούσα φάση φαίνεται να μην έπαιξε κάποιο ιδιαίτερο ρόλο στο πολιτικό παιχνίδι, παρά τη συνεχιζόμενη ρητορική από μεριάς της κυβέρνησης περί «εξόδου από τα μνημόνια». Αυτό φαίνεται και από την εξαΰλωση πολιτικών σχηματισμών που βάσισαν όλη τους την οντότητα πάνω σε μια γενική και θολή αντιμνημονιακή ταυτότητα, τόσο από τα αριστερά, όσο και από τα δεξιά.

Ο νέος διπολισμός

Αυτό που διαφαίνεται είναι η εκ νέου συγκρότηση δύο βασικών κορμών στην ελληνική πολιτική ζωή, αυτόν της -ανανεωμένης σε επίπεδο συσπείρωσης- δεξιάς, με κορμό πάντα τη ΝΔ, και ενός αυτοαποκαλούμενου προοδευτικού/κεντροαριστερού με κορμό τον ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ. Γύρω από αυτό (που όπως θα αναφερθεί και παρακάτω δεν αποτελεί την προκειμένη στιγμή ελληνικό φαινόμενο) μετασχηματίζεται και ο δημόσιος λόγος και τα σημεία του. Η σύγκρουση παρουσιάζεται με όρους θρησκευτικούς/μεταφυσικούς σαν την πάλη ανάμεσα στο απόλυτο κακό και το καλό, ένα σχήμα τρόμου, καταστροφολογίας και τελεολογίας που διαπερνά τη στρατηγική και των δύο σχηματισμών. Για τον ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ, το παλιό συγκρούεται με το νέο, οι πολιτικές υπέρ των πολλών με αυτές υπέρ των λίγων, το κοινωνικό/κρατικό/δημόσιο με το ακραίο νεοφιλελεύθερο/ιδιωτικό, η συντήρηση με την πρόοδο, η επιστροφή σε καιρούς έκτακτης ανάγκης και ολοκληρωτικού κράτους με τη μετάβαση σε έναn νεοσχηματισμένο, πιο δίκαιο και ανεκτικό κρατικό σχηματισμό. Από την άλλη, για τη ΝΔ και συνολικά το δεξιό στρατόπεδο, η αντιαναπτυξιακή αρτηριοσκληρωτική πολιτική με τα αριστερά βαρίδια συγκρούεται με τη φιλοαναπτυξιακή πολιτική που θα φέρει ευημερία, ο πατριωτισμός με τον εθνομηδενισμό, η «καλώς εννοούμενη» (φαντασιακό σχήμα) εφαρμογή του νόμου και της τάξης με την αποσάθρωση του κρατικού μηχανισμού δημόσιας τάξης, ο πολιτικός ρεαλισμός της οικονομίας με τις «αριστερόστροφες» ιδεοληψίες, η ευελιξία στη μορφή του κράτους και τη λειτουργία της αγοράς με την προσκόλληση σε παρωχημένες παλιοκομματικές και συνδικαλιστικές αρχές, που για το δεξιό ιδεολογικό οπλοστάσιο ευθύνονται, μαζί με τις αναποτελεσματικές κρατικές επιλογές, για την καθίζηση της επιχειρηματικότητας, την ανεργία, τη φτωχοποίηση.

Αυτό όμως που διαπερνά κάθετα και οριζόντια τη ρητορική και το ιδεολογικό corpus και των δύο είναι η αλήθεια σαν σχήμα λυτρωτικό, μετά τις προηγούμενες δεκαετίες της διαφθοράς, της αδιαφάνειας, των σκανδάλων, των μιζών, του δημοσίου χρέους, των μνημονίων. Η κάθαρση έρχεται συνολικά για το ελληνικό πολιτικό σχήμα, δαιμονοποιώντας ένα παρελθόν το οποίο όλοι μαζί καθομολογούν πως αποτέλεσε μια συλλογική αμαρτία (εξού και το «μαζί τα φάγαμε»), στο οποίο δεν πρέπει να επιστρέψουμε, και πως ο νέος θαυμαστός κόσμος μπροστά μας απαιτεί την κατάργηση των παλαιοπολιτικών φραγμών, τις συγκλίσεις, την ανταγωνιστικότητα, την ευελιξία στις πολιτικές και τους μετασχηματισμούς τους. Το σχήμα αυτό ανάγει την ταξική κοινωνική πραγματικότητα σε ένα τοτέμ συμβολικό, που χρησιμοποιείται κατά το δοκούν από αυτούς που τη διαμορφώνουν σε τεράστιο βαθμό. Μετά την απενοχοποίηση της «μνημονιακότητας», και αφού και το αντιμνημονιακό μέτωπο με αιχμή τον ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ παραδόθηκε στις απαιτήσεις των αγορών, η τράπουλα ξαναμοιράστηκε, και οι πολιτικές λεηλασίας και καταστροφής των ζωών μας διεκδικούν την ιστορική τους απενοχοποίηση στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ, που είναι σφυρηλατημένη από την «ιστορική αναγκαιότητα» να υπογραφούν τα μνημόνια «για να μην καταστραφεί η πατρίδα», τον εξαναγκασμό που δέχθηκαν από τα «σκληρά εξωτερικά συμφέροντα» (άλλος ένα σημαντικό σημείο μυστικοποίησης της λειτουργίας του κράτους και του κεφαλαίου), το πιο χυδαίο και θανατηφόρο there is no alternative που εκφράστηκε την τελευταία δεκαετία στον ελλαδικό χώρο.

Η κατασκευή της νέας συναίνεσης – η ισχυροποίηση του ελληνικού πολιτικού συστήματος μέσα από το «τέλος της μεταπολίτευσης»

Αυτό που απαιτεί το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι η πολυπόθητη ανακατασκευή τής από τα κάτω συναίνεσης στην οντότητα, τη φυσιογνωμία και τις επιλογές του. Τόσο καθώς τα προηγούμενα χρόνια εκφράστηκε με μαχητικό και αγωνιστικό τρόπο η διάθεση ρήξης με τον κυρίαρχο κόσμο που ξερνά εξαθλίωση και όλεθρο, με το οικοδόμημα της ολοένα και πιο αμείλικτης εκμετάλλευσης της ζωής μας και του φυσικού κόσμου, όσο και γιατί γνωρίζουν (και αυτό εκφράστηκε ξεκάθαρα και τώρα με την πολύ μεγάλη αποχή) πως τα σπέρματα της αμφισβήτησης και της κοινωνικής οργής αδυνατούν να καναλιζαριστούν μέσα στο κυρίαρχο πλαίσιο. Ουσιαστικότερα, γιατί ο καπιταλισμός έχει προ πολλού αντιληφθεί πως η επιβίωσή του δεν περνά μέσα από κανέναν συναινετικό δρόμο, από κανένα «δίκαιο» κοινωνικό συμβόλαιο, αλλά είναι ένας διαρκής και λυσσαλέος βιοπολιτικός πόλεμος απέναντι στους από τα κάτω. Και κάτι τέτοιο πρέπει με το σφυρί και το αμόνι της κυρίαρχης προπαγάνδας, με τον εκβιασμό πάνω στην ίδια την επιβίωσή μας, να εμπεδωθεί και να μορφοποιηθεί σε μια διαβίωση με όρους ατομικιστικούς, ναρκισσιστικούς, κανιβαλιστικούς, υποτακτικούς.

Στα παραπάνω παίζει πολύ σημαντικό ρόλο η κυρίως από τα δεξιά θέση περί «τέλους της μεταπολίτευσης», η ρήξη δηλαδή με ένα πολιτικό παρελθόν που για την κυρίαρχη προπαγάνδα χαρακτηρίστηκε από τη λεγόμενη «ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς», την αδυναμία του ελληνικού κράτους να παίξει τον αναμενόμενο ρόλο για την εναρμόνιση της ελληνική οικονομίας με τα κελεύσματα της ταξικής νεοφιλελεύθερης επίθεσης που ξεδιπλωνόταν στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Αλλά και συνολικότερα, η μεταπολίτευση για το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι μια προηγούμενη ρύθμιση διακυβέρνησης, και ένα πεπερασμένο κοινωνικό συμβόλαιο που σε μεγάλο βαθμό χαρακτηρίστηκε από τις λεγόμενες παροχές, τον κρατικοδίαιτο συνδικαλισμό, τη διόγκωση του δημοσίου, τη συναίνεση/σχέση πάνω στη μορφή του πελατειακού κράτους και διάφορα άλλα τέτοια. Σαφώς και υφίσταται τεράστια διαφορά μεταξύ των δύο προαναφερόμενων πολιτικών πόλων όταν μιλούν για τη μεταπολίτευση, αλλά υπάρχουν κάποια βασικά σημεία σύγκλισης: Αρχικά, η απόκρυψη πως η μεταπολίτευση ήταν σε μεγάλο βαθμό μια ανάγκη ανασυγκρότησης του ελληνικού κράτους σε σύγχρονα πρότυπα, ώστε να τελειώσουν, να ενσωματωθούν, να θαφτούν οι μεγάλοι αγώνες των προηγούμενων δεκαετιών, από την αντίσταση, τον εμφύλιο, τα ιουλιανά, την αντιδικτατορική πάλη, αλλά και τα σύγχρονα, τους φοιτητικούς και μαθητικούς αγώνες, τον Δεκέμβρη σαν κορύφωση και πύκνωμα αυτού του ιστορικού νήματος. Δεύτερον, πως σε αυτό το πλαίσιο κατασκευάστηκε η νέα μορφή του πολίτη, που ζει, διεκδικεί, αδικείται, ευνοείται ή οτιδήποτε άλλο, πάντα σε συναρμογή με το κράτος και τα όσα ορίζει. Και αυτό αφορά κυρίαρχα τους αγώνες, με απόληξη τον Δεκέμβρη, και τις μαχητικές επιλογές μέσα σε αυτόν, της προοπτικής σύγκρουσης που προτάσσουν τα ριζοσπαστικά κοινωνικά κομμάτια. Ως απάντηση τέθηκε και τίθεται συνεχώς η ανάγκη εγκαθίδρυσης και σχηματοποίησης του συνταγματικού τόξου, με στοιχεία ενός λεγόμενου πολιτικού πολιτισμού, μιας ειρηνικής διευθέτησης των ζητημάτων, διαλόγου με τον αντίπαλο και καταδίκης της εξεγερτικής, αγωνιστικής, πολιτικής αντιβίας. Το διακύβευμα είναι πάντα η κρατική παρουσία και εξουσία, η αναπαραγωγή και διεύρυνση του κεφαλαίου. Τρίτον, η αποπολιτικοποίηση της ζωής ως σημείο προόδου για το ατομικό συμφέρον, για την ατομική αλλά και συλλογική ευημερία, η καταδίκη και η λοιδορία της αγωνιστικής συμμετοχής και δράσης ως παρωχημένο, παρελθοντικό και προβληματικό στοιχείο συμπεριφοράς. Με λίγα λόγια, μορφωθείτε, ζήστε, δουλέψτε, σας τα προσφέρουμε όλα, αφήστε εμάς που γνωρίζουμε να τα οργανώσουμε και μην πολυσκοτίζεστε. Γιατί οτιδήποτε άλλο, βάζει σε κίνδυνο τη δημοκρατία, και προοικονομεί την επιστροφή σε (γενικώς και αορίστως) σκοτεινές μέρες. Όλα τούτα έχουν τεράστια συμβολική αλλά και υλική σημασία για το συλλογικό κοινωνικό πολιτικό φορτίο, και τη νέα σχέση που επιθυμούν οι κυρίαρχοι να οικοδομηθεί από τους από τα κάτω με το κράτος και το κεφάλαιο. Και κάτι τέτοιο διαπερνά και τα επιχειρήματα, τα προγράμματα και τις πολιτικές που εφαρμόζονται στο σύνολό τους. Γι’ αυτό και η απασχόληση, η ανάπτυξη, οι επενδύσεις έχουν αναδειχθεί στο ιερό δισκοπότηρο των πολιτικών σχηματισμών.

Αν φοβηθήκατε την κρίση, πού να δείτε την ανάπτυξη

Από την επόμενη κιόλας μέρα των εκλογών, φαίνεται χωρίς πλέον καμία ντροπή ή καμία ήπια προσέγγιση η διακήρυξη της επόμενης μέρας. Τα προηγούμενα χρόνια συντριβής και ήττας της κοινωνικής δυναμικής, της ενσωμάτωσης και της συρρίκνωσης των αγώνων, με την απαιτούμενη απονοηματοδότησή τους και τη μετατόπιση της κυρίαρχης ατζέντας και του δημόσιου λόγου προς τα δεξιά, αποτέλεσαν το αναγκαίο μαξιλαράκι για τον επόμενο κύκλο της καπιταλιστικής επίθεσης, που θα ξεδιπλωθεί από εδώ και πέρα. Τα ισχυρά μπλοκ της Ε.Ε. και του παγκόσμιου καπιταλισμού ήδη μετατοπίζουν την εμπιστοσύνη τους στη Ν.Δ. ως τον εκφραστή της αναγκαίας κρατικής στρατηγικής για το επόμενο διάστημα. Ιδιωτικοποιήσεις, δημιουργία ενός εφιαλτικού ταξικού περιβάλλοντος για τους από τα κάτω ώστε να «δημιουργηθεί το ευνοϊκό περιβάλλον για τις επενδύσεις», αναβάθμιση της καταστολής πέρα από επίπεδο μονάδων και επιχειρησιακότητας, με την επίθεση σε όλο το φάσμα των αγωνιστικών σχηματισμών και την επιβολή μιας

Η επόμενη μέρα των ευρωεκλογών και των αυτοδιοικητικών εκλογών στην Ελλάδα έφερε ως πολιτικό αποτέλεσμα την προκήρυξη εθνικών εκλογών για τις 7 Ιούλη, μερικούς μήνες νωρίτερα από την ολοκλήρωση της 4ετίας από την παρούσα κυβέρνηση, με κορμό πλέον μόνο τον ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ., αφού είχε προηγηθεί η αποχώρηση των ΑΝ.ΕΛ., κάτω από την πίεση και τις αντίρροπες και φυγόκεντρες δυνάμεις που αναπτύχθηκαν σε όλο το φάσμα της κεντρικής πολιτικής σκηνής με βάση τη συμφωνία των Πρεσπών. Η παρούσα κυβέρνηση είναι η πρώτη από την είσοδο της χώρας στο Δ.Ν.Τ. που καταφέρνει να ολοκληρώσει, σχεδόν, μια ολόκληρη 4ετία διακυβέρνησης, έχοντας στο ενδιάμεσο προχωρήσει στην υπογραφή άλλου ενός μνημονίου, και εξασφαλίζοντας τη συνέχιση των προγραμμάτων «σωτηρίας» για το ελληνικό κράτος, προγραμμάτων που έδειξαν όλα τα προηγούμενα χρόνια πως δεν αποτελούν τίποτε άλλο παρά την αιχμή του δόρατος της καπιταλιστικής επίθεσης, προγράμματα θανάτου και εξαθλίωσης για τους από τα κάτω. Παρόλα αυτά, η γραμμή «μνημόνιο – αντιμνημόνιο», που αποτέλεσε ένα καθοριστικής σημασίας σημείο τα προηγούμενα χρόνια, και φαινόταν ότι θα αναδειχθεί για τη σύγχρονη εποχή σε ύψιστης σημασίας ζήτημα, όχι απλά για την πολιτική φυσιογνωμία των επίσημων κομμάτων, αλλά και για μεγάλο κομμάτι της κοινωνικής ζωής, στην παρούσα φάση φαίνεται να μην έπαιξε κάποιο ιδιαίτερο ρόλο στο πολιτικό παιχνίδι, παρά τη συνεχιζόμενη ρητορική από μεριάς της κυβέρνησης περί «εξόδου από τα μνημόνια». Αυτό φαίνεται και από την εξαΰλωση πολιτικών σχηματισμών που βάσισαν όλη τους την οντότητα πάνω σε μια γενική και θολή αντιμνημονιακή ταυτότητα, τόσο από τα αριστερά, όσο και από τα δεξιά.

Ο νέος διπολισμός

Αυτό που διαφαίνεται είναι η εκ νέου συγκρότηση δύο βασικών κορμών στην ελληνική πολιτική ζωή, αυτόν της -ανανεωμένης σε επίπεδο συσπείρωσης- δεξιάς, με κορμό πάντα τη ΝΔ, και ενός αυτοαποκαλούμενου προοδευτικού/κεντροαριστερού με κορμό τον ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ. Γύρω από αυτό (που όπως θα αναφερθεί και παρακάτω δεν αποτελεί την προκειμένη στιγμή ελληνικό φαινόμενο) μετασχηματίζεται και ο δημόσιος λόγος και τα σημεία του. Η σύγκρουση παρουσιάζεται με όρους θρησκευτικούς/μεταφυσικούς σαν την πάλη ανάμεσα στο απόλυτο κακό και το καλό, ένα σχήμα τρόμου, καταστροφολογίας και τελεολογίας που διαπερνά τη στρατηγική και των δύο σχηματισμών. Για τον ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ, το παλιό συγκρούεται με το νέο, οι πολιτικές υπέρ των πολλών με αυτές υπέρ των λίγων, το κοινωνικό/κρατικό/δημόσιο με το ακραίο νεοφιλελεύθερο/ιδιωτικό, η συντήρηση με την πρόοδο, η επιστροφή σε καιρούς έκτακτης ανάγκης και ολοκληρωτικού κράτους με τη μετάβαση σε έναn νεοσχηματισμένο, πιο δίκαιο και ανεκτικό κρατικό σχηματισμό. Από την άλλη, για τη ΝΔ και συνολικά το δεξιό στρατόπεδο, η αντιαναπτυξιακή αρτηριοσκληρωτική πολιτική με τα αριστερά βαρίδια συγκρούεται με τη φιλοαναπτυξιακή πολιτική που θα φέρει ευημερία, ο πατριωτισμός με τον εθνομηδενισμό, η «καλώς εννοούμενη» (φαντασιακό σχήμα) εφαρμογή του νόμου και της τάξης με την αποσάθρωση του κρατικού μηχανισμού δημόσιας τάξης, ο πολιτικός ρεαλισμός της οικονομίας με τις «αριστερόστροφες» ιδεοληψίες, η ευελιξία στη μορφή του κράτους και τη λειτουργία της αγοράς με την προσκόλληση σε παρωχημένες παλιοκομματικές και συνδικαλιστικές αρχές, που για το δεξιό ιδεολογικό οπλοστάσιο ευθύνονται, μαζί με τις αναποτελεσματικές κρατικές επιλογές, για την καθίζηση της επιχειρηματικότητας, την ανεργία, τη φτωχοποίηση.

Αυτό όμως που διαπερνά κάθετα και οριζόντια τη ρητορική και το ιδεολογικό corpus και των δύο είναι η αλήθεια σαν σχήμα λυτρωτικό, μετά τις προηγούμενες δεκαετίες της διαφθοράς, της αδιαφάνειας, των σκανδάλων, των μιζών, του δημοσίου χρέους, των μνημονίων. Η κάθαρση έρχεται συνολικά για το ελληνικό πολιτικό σχήμα, δαιμονοποιώντας ένα παρελθόν το οποίο όλοι μαζί καθομολογούν πως αποτέλεσε μια συλλογική αμαρτία (εξού και το «μαζί τα φάγαμε»), στο οποίο δεν πρέπει να επιστρέψουμε, και πως ο νέος θαυμαστός κόσμος μπροστά μας απαιτεί την κατάργηση των παλαιοπολιτικών φραγμών, τις συγκλίσεις, την ανταγωνιστικότητα, την ευελιξία στις πολιτικές και τους μετασχηματισμούς τους. Το σχήμα αυτό ανάγει την ταξική κοινωνική πραγματικότητα σε ένα τοτέμ συμβολικό, που χρησιμοποιείται κατά το δοκούν από αυτούς που τη διαμορφώνουν σε τεράστιο βαθμό. Μετά την απενοχοποίηση της «μνημονιακότητας», και αφού και το αντιμνημονιακό μέτωπο με αιχμή τον ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ παραδόθηκε στις απαιτήσεις των αγορών, η τράπουλα ξαναμοιράστηκε, και οι πολιτικές λεηλασίας και καταστροφής των ζωών μας διεκδικούν την ιστορική τους απενοχοποίηση στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ, που είναι σφυρηλατημένη από την «ιστορική αναγκαιότητα» να υπογραφούν τα μνημόνια «για να μην καταστραφεί η πατρίδα», τον εξαναγκασμό που δέχθηκαν από τα «σκληρά εξωτερικά συμφέροντα» (άλλος ένα σημαντικό σημείο μυστικοποίησης της λειτουργίας του κράτους και του κεφαλαίου), το πιο χυδαίο και θανατηφόρο there is no alternative που εκφράστηκε την τελευταία δεκαετία στον ελλαδικό χώρο.

Η κατασκευή της νέας συναίνεσης – η ισχυροποίηση του ελληνικού πολιτικού συστήματος μέσα από το «τέλος της μεταπολίτευσης»

Αυτό που απαιτεί το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι η πολυπόθητη ανακατασκευή τής από τα κάτω συναίνεσης στην οντότητα, τη φυσιογνωμία και τις επιλογές του. Τόσο καθώς τα προηγούμενα χρόνια εκφράστηκε με μαχητικό και αγωνιστικό τρόπο η διάθεση ρήξης με τον κυρίαρχο κόσμο που ξερνά εξαθλίωση και όλεθρο, με το οικοδόμημα της ολοένα και πιο αμείλικτης εκμετάλλευσης της ζωής μας και του φυσικού κόσμου, όσο και γιατί γνωρίζουν (και αυτό εκφράστηκε ξεκάθαρα και τώρα με την πολύ μεγάλη αποχή) πως τα σπέρματα της αμφισβήτησης και της κοινωνικής οργής αδυνατούν να καναλιζαριστούν μέσα στο κυρίαρχο πλαίσιο. Ουσιαστικότερα, γιατί ο καπιταλισμός έχει προ πολλού αντιληφθεί πως η επιβίωσή του δεν περνά μέσα από κανέναν συναινετικό δρόμο, από κανένα «δίκαιο» κοινωνικό συμβόλαιο, αλλά είναι ένας διαρκής και λυσσαλέος βιοπολιτικός πόλεμος απέναντι στους από τα κάτω. Και κάτι τέτοιο πρέπει με το σφυρί και το αμόνι της κυρίαρχης προπαγάνδας, με τον εκβιασμό πάνω στην ίδια την επιβίωσή μας, να εμπεδωθεί και να μορφοποιηθεί σε μια διαβίωση με όρους ατομικιστικούς, ναρκισσιστικούς, κανιβαλιστικούς, υποτακτικούς.

Στα παραπάνω παίζει πολύ σημαντικό ρόλο η κυρίως από τα δεξιά θέση περί «τέλους της μεταπολίτευσης», η ρήξη δηλαδή με ένα πολιτικό παρελθόν που για την κυρίαρχη προπαγάνδα χαρακτηρίστηκε από τη λεγόμενη «ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς», την αδυναμία του ελληνικού κράτους να παίξει τον αναμενόμενο ρόλο για την εναρμόνιση της ελληνική οικονομίας με τα κελεύσματα της ταξικής νεοφιλελεύθερης επίθεσης που ξεδιπλωνόταν στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Αλλά και συνολικότερα, η μεταπολίτευση για το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι μια προηγούμενη ρύθμιση διακυβέρνησης, και ένα πεπερασμένο κοινωνικό συμβόλαιο που σε μεγάλο βαθμό χαρακτηρίστηκε από τις λεγόμενες παροχές, τον κρατικοδίαιτο συνδικαλισμό, τη διόγκωση του δημοσίου, τη συναίνεση/σχέση πάνω στη μορφή του πελατειακού κράτους και διάφορα άλλα τέτοια. Σαφώς και υφίσταται τεράστια διαφορά μεταξύ των δύο προαναφερόμενων πολιτικών πόλων όταν μιλούν για τη μεταπολίτευση, αλλά υπάρχουν κάποια βασικά σημεία σύγκλισης: Αρχικά, η απόκρυψη πως η μεταπολίτευση ήταν σε μεγάλο βαθμό μια ανάγκη ανασυγκρότησης του ελληνικού κράτους σε σύγχρονα πρότυπα, ώστε να τελειώσουν, να ενσωματωθούν, να θαφτούν οι μεγάλοι αγώνες των προηγούμενων δεκαετιών, από την αντίσταση, τον εμφύλιο, τα ιουλιανά, την αντιδικτατορική πάλη, αλλά και τα σύγχρονα, τους φοιτητικούς και μαθητικούς αγώνες, τον Δεκέμβρη σαν κορύφωση και πύκνωμα αυτού του ιστορικού νήματος. Δεύτερον, πως σε αυτό το πλαίσιο κατασκευάστηκε η νέα μορφή του πολίτη, που ζει, διεκδικεί, αδικείται, ευνοείται ή οτιδήποτε άλλο, πάντα σε συναρμογή με το κράτος και τα όσα ορίζει. Και αυτό αφορά κυρίαρχα τους αγώνες, με απόληξη τον Δεκέμβρη, και τις μαχητικές επιλογές μέσα σε αυτόν, της προοπτικής σύγκρουσης που προτάσσουν τα ριζοσπαστικά κοινωνικά κομμάτια. Ως απάντηση τέθηκε και τίθεται συνεχώς η ανάγκη εγκαθίδρυσης και σχηματοποίησης του συνταγματικού τόξου, με στοιχεία ενός λεγόμενου πολιτικού πολιτισμού, μιας ειρηνικής διευθέτησης των ζητημάτων, διαλόγου με τον αντίπαλο και καταδίκης της εξεγερτικής, αγωνιστικής, πολιτικής αντιβίας. Το διακύβευμα είναι πάντα η κρατική παρουσία και εξουσία, η αναπαραγωγή και διεύρυνση του κεφαλαίου. Τρίτον, η αποπολιτικοποίηση της ζωής ως σημείο προόδου για το ατομικό συμφέρον, για την ατομική αλλά και συλλογική ευημερία, η καταδίκη και η λοιδορία της αγωνιστικής συμμετοχής και δράσης ως παρωχημένο, παρελθοντικό και προβληματικό στοιχείο συμπεριφοράς. Με λίγα λόγια, μορφωθείτε, ζήστε, δουλέψτε, σας τα προσφέρουμε όλα, αφήστε εμάς που γνωρίζουμε να τα οργανώσουμε και μην πολυσκοτίζεστε. Γιατί οτιδήποτε άλλο, βάζει σε κίνδυνο τη δημοκρατία, και προοικονομεί την επιστροφή σε (γενικώς και αορίστως) σκοτεινές μέρες. Όλα τούτα έχουν τεράστια συμβολική αλλά και υλική σημασία για το συλλογικό κοινωνικό πολιτικό φορτίο, και τη νέα σχέση που επιθυμούν οι κυρίαρχοι να οικοδομηθεί από τους από τα κάτω με το κράτος και το κεφάλαιο. Και κάτι τέτοιο διαπερνά και τα επιχειρήματα, τα προγράμματα και τις πολιτικές που εφαρμόζονται στο σύνολό τους. Γι’ αυτό και η απασχόληση, η ανάπτυξη, οι επενδύσεις έχουν αναδειχθεί στο ιερό δισκοπότηρο των πολιτικών σχηματισμών.

Αν φοβηθήκατε την κρίση, πού να δείτε την ανάπτυξη

Από την επόμενη κιόλας μέρα των εκλογών, φαίνεται χωρίς πλέον καμία ντροπή ή καμία ήπια προσέγγιση η διακήρυξη της επόμενης μέρας. Τα προηγούμενα χρόνια συντριβής και ήττας της κοινωνικής δυναμικής, της ενσωμάτωσης και της συρρίκνωσης των αγώνων, με την απαιτούμενη απονοηματοδότησή τους και τη μετατόπιση της κυρίαρχης ατζέντας και του δημόσιου λόγου προς τα δεξιά, αποτέλεσαν το αναγκαίο μαξιλαράκι για τον επόμενο κύκλο της καπιταλιστικής επίθεσης, που θα ξεδιπλωθεί από εδώ και πέρα. Τα ισχυρά μπλοκ της Ε.Ε. και του παγκόσμιου καπιταλισμού ήδη μετατοπίζουν την εμπιστοσύνη τους στη Ν.Δ. ως τον εκφραστή της αναγκαίας κρατικής στρατηγικής για το επόμενο διάστημα. Ιδιωτικοποιήσεις, δημιουργία ενός εφιαλτικού ταξικού περιβάλλοντος για τους από τα κάτω ώστε να «δημιουργηθεί το ευνοϊκό περιβάλλον για τις επενδύσεις», αναβάθμιση της καταστολής πέρα από επίπεδο μονάδων και επιχειρησιακότητας, με την επίθεση σε όλο το φάσμα των αγωνιστικών σχηματισμών και την επιβολή μιας νέας ολοκληρωτικής πραγματικότητας που το άσυλο, οι απεργίες, οι αποκλεισμοί, οι καταλήψεις και ένα σωρό άλλα εργαλεία αντιπαράθεσης των αγωνιζόμενων θα χτυπηθούν σφοδρά. Οι κυρίαρχοι πατούν πάνω στην ερημοποίηση και την ολοένα και μεγαλύτερη επισφάλεια για όλη μας τη ζωή, ώστε να προχωρήσουν στη σφυρηλάτηση της νέας αυτής εποχής, προσπαθώντας να πείσουν πως εκφράζουν το καλό όλων, πως ο μόνος δρόμος είναι να σκύψουμε το κεφάλι και να προσπαθήσουμε να επιβιώσουμε. Η χώρα θα μετατραπεί σε ένα τεράστιο εργαστήρι εκμετάλλευσης, μια άτυπη ειδική οικονομική ζώνη, που θα είναι ένας τουριστικό παράδεισος για τους πλούσιους, ένα Eldorado για τις επενδύσεις και τη λεηλασία της φύσης, και μια τσιμεντένια δυστοπία για όλους εμάς τους/τις υπόλοιπους/ες.

H διεθνής «αντιπαράθεση» ως ενδοαστική διαπάλη για την επιβολή του μοντέλου της «επόμενης μέρας»

Το ελληνικής έκφανσης δίπολο σοσιαλδημοκρατία/κοινωνική δικαιοσύνη – νεοφιλελευθερισμός/ολοκληρωτισμός, δεν εκφράζεται μονάχα στα μέρη μας, αλλά λίγο ή πολύ αφορά το σύνολο των διεργασιών σε επίπεδο κορυφής, όπως για παράδειγμα στις Η.Π.Α., την Ε.Ε. και άλλα κράτη, π.χ. πρόσφατα την Ισπανία. Η διόγκωση της ακροδεξιάς και των φασιστικών/ναζιστικών μορφωμάτων έχει θέσει τις βάσεις μιας αρκετά σφοδρής αντιπαράθεσης σε ενδοαστικό πλαίσιο, και μάλιστα σε επίπεδο κορυφής όπως συμβαίνει τώρα, με τις διαμάχες για την ανάδειξη του/της νέου/νέας προέδρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την κατανομή των εδρών/τη διαμόρφωση των πολιτικών συσχετισμών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η ισχυροποίηση των φασιστών είναι γεγονός, κάτι που σηματοδοτεί, πέρα από όλα τα άλλα, την ανάγκη από μεριάς κεφαλαίου τέτοιων μορφωμάτων στην ηγεσία των κρατών, ώστε να διασφαλίσουν την καπιταλιστική αναπαραγωγή και να ελέγξουν παράγωγα των καπιταλιστικών επιλογών (όπως ο πόλεμος), π.χ. τη μετανάστευση, τη φτώχια, την αδικία, τον θάνατο. Άλλωστε, σημαντικό στοιχείο είναι και η δημιουργία σε παγκόσμιο επίπεδο ενός φασιστικού/ναζιστικού μετώπου, και η ρήξη με τον υπόλοιπο αστικό κόσμο, ακόμη και με νεοφιλελεύθερα δεξιά κόμματα (έστω σε επίπεδο διακηρύξεων και ρητορικής).

«Κάτι δεν λειτουργεί πλέον στον καπιταλισμό, που ωφελεί όλο και περισσότερο ορισμένους. Δεν θέλω πλέον να θεωρούμε πως το θέμα της οικονομικής προσαρμογής και του χρέους υπερισχύει των κοινωνικών δικαιωμάτων».
Εμμάνουελ Μακρόν, ομιλία στο Νταβός

Από την άλλη, όμως βρίσκεται η ελπίδα του αγώνα και της ανάγκης για ζωή και ελευθερία, το τέλος των φρούδων υποσχέσεων και η συνειδητοποίηση του τι μας επιφυλάσσει αυτός ο κόσμος. Τα λόγια του Μακρόν δεν αποτελούν ακόμη μια κούφια ομιλία, αλλά αντανακλούν μια πραγματική αγωνία σε κορυφαίο επίπεδο για την επόμενη μέρα της καπιταλιστικής αναπαραγωγής, στον κόσμο του πολέμου, των ανταγωνισμών, του χρέους, του ολοένα και μεγαλύτερου ανοίγματος της ψαλίδας μεταξύ φτωχών και πλουσίων, της συνεχόμενης φυσικής καταστροφής, της ολοένα και μεγαλύτερης εκμετάλλευσης της εργασίας μας. Είναι χαρακτηριστικό πως αντίστοιχες δηλώσεις με τον Μακρόν έκαναν και άλλοι καπιταλιστές από τις Η.Π.Α, μάλιστα κορυφαίου επιπέδου, που μιλάν για μια επιστροφή σε ένα πιο δίκαιο σύστημα, με φορολόγηση του πλούτου, με μεγαλύτερη κοινωνική δικαιοσύνη, με συμμάζεμα της ακραίας νεοφιλελεύθερης ατζέντας και του τζογαδόρικου χρηματοπιστωτικού συστήματος και διάφορα άλλα τέτοια. Η αιτία είναι ο φόβος της κοινωνικής έκρηξης, καθώς οι ίδιοι μιλούν για τις αιτίες αυτές και την έντασή τους, και προβλέπουν την πιθανότητα μια επανάστασης. Επιπρόσθετα, στις Η.Π.Α. του Τραμπ, με βάση διάφορες έρευνες και μελέτες, ιδιαίτερα στους νέους, η επιρροή των σοσιαλιστικών ιδεών (σε ένα γενικό επίπεδο) και μια σοσιαλιστική προοπτική διακυβέρνησης αυξάνεται με ραγδαίους ρυθμούς, όπως αντίστοιχα η πτώση της επιρροής των καπιταλιστικών ιδεών. Τα λόγια, εν τέλει του Μακρόν, μετά τα παραπάνω που αναφέρθηκαν, όπως και η πρότασή του για έναν ευρωπαϊκό κατώτατο μισθό και κοινωνικά δικαιώματα, έρχονται εν μέσω της μεγάλης κοινωνικής έκρηξης των «κίτρινων γιλέκων», και αυτό μόνο αμελητέο δεν μπορεί να είναι.

Να περάσουμε το σημείο από όπου δεν υπάρχει επιστροφή

Πέρα από όσα θέλουν να μας πείσουν πως αποτελούν συλλογική πραγματικότητα, ο βαθμός αποχής και έλλειψης εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα παραμένει στα ύψη, όπως και οι γενεσιουργές αιτίες της φτώχειας, της δυστυχίας, της ταξικής εκμετάλλευσης, της επίθεσης συνολικά πάνω στις ζωές μας και τον φυσικό κόσμο. Το δυναμικό που σιωπηλά, ελλείψει αγώνων, υπομένει την καθημερινή βαρβαρότητα, διατηρώντας την αλληλεγγύη του και την αξιοπρέπειά του, όσοι και όσες δεν σιωπούν μπροστά σε όσα μας καταστρέφουν και μας θανατώνουν καθημερινά, όσοι και όσες ακόμη βαδίζουν το μονοπάτι του αγώνα και της σύγκρουσης με κράτος και κεφάλαιο, πρέπει να ξανασυναντηθούν σε έναν νέο κύκλο αγώνων, από τις γειτονιές μέχρι την αντίσταση στα μεγάλα καπιταλιστικά έργα και την επιβολή ενός νέου κύκλου εκμετάλλευσης. Η δημιουργία αγωνιστικών δομών, δομών αλληλεγγύης, η διάχυση του αντικαπιταλιστικού, αντιεξουσιαστικού λόγου και μεθόδων αγώνα, η υπεράσπιση όσων «περισσεύουν», το να βάλουμε ξανά την ανθρωπιά και τη ζωή στο προσκήνιο απέναντι στην αλλοτρίωση, την αποξένωση και την γενικευμένη θανατοπολιτική του κράτους είναι ζωτικής σημασίας για την οικοδόμηση εκείνου του κοινωνικού σώματος που θα παλέψει να φέρει τούμπα τον κόσμο. Να δημιουργήσει μια πραγματικότητα και μια κοινωνικότητα αλληλεγγύης, ομόνοιας, ισότητας, συνεργασίας, μακριά από τη βαρβαρότητα των πολέμων, της προσφυγιάς, της πατριαρχίας, της ομοφοβίας, του ρατσισμού, των εργατικών ατυχημάτων, της αδιαφορίας για το τι συμβαίνει στις ίδιες τις ζωές μας. Για τον αντιεξουσιαστικό αγώνα και την προοπτική συλλογικής και ατομικής ελευθερίας, να περάσουμε το σημείο μετά το οποίο δεν υπάρχει επιστροφή…

RedBlack