«…Τώρα κάνεις μαύρη πλάκα κι όλο τρως απ’ την κουτάλα,
τώρα μάγγωσε η φάκα και σε κλείσανε στη γυάλα».
~Δήμος Μούτσης, Σωτηρία Μπέλου, « η νταλίκα»
Αυτοί που δημιούργησαν την κρίση, κι αφού πρώτα αμνήστευσαν τους εαυτούς τους, βγάζουν τώρα δεκάρικους «δια την σωτηρίαν της πατρίδος». Και ποιοι να τους ακροαστούν; Η κοινωνία που διαδηλώνει φωνάζοντας «να καεί το μπουρδέλο η βουλή», όταν αυτή η ίδια σταβλιζόταν για όλη τη μεταπολίτευση στα κομματικά παραμάγαζα;
Για δεκαετίες το αναπτυξιακό πρότυπο της χώρας ήταν: «Λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι μου». Αντιπαροχή και τσιμέντωμα. Κι αυτό το πρότυπο η επταετία των Συνταγματαρχών το έκανε εθνικό ιδεώδες. Ο Παττακός έκοβε βόλτες μ’ ένα μυστρί, κι ο λαός χόρευε τσάμικα το πρωί και σέικ το βράδυ. Όσοι βεβαίως δεν αναπαύονται στις επετειακές πομφόλυγες γνωρίζουν ότι η πτώση της Χούντας δεν υπήρξε έργο καμιάς καθολικής λαϊκής αντίστασης, το Πολυτεχνείο ήταν η εξαίρεση. Κανόνας ήταν οι «νοικοκυραίοι» που κοίταζαν να κάνουν τη δουλειά τους. Να βάλουν φως, να βάλουν νερό, να βάλουν τηλέφωνο, να βάλουν και το παιδί τους στο άσυλο του Δημοσίου. Η πτώση της Χούντας ήταν αποτέλεσμα άλλων συγκυριών.
Μετά ο «εθνάρχης» ήρθε από το Παρίσι να κυβερνήσει τους ιθαγενείς, κουβαλώντας μαζί του όλον τον παλαιοκομματικό συρφετό. Επιπλέον, οι ηττημένοι κομμουνιστές του 1949 έμπαιναν και πάλι στο παιχνίδι, αυτή τη φορά όμως όχι ως διεκδικητές της εξουσίας αλλά ως κολαούζοι της. Όμως η Ελλάδα διψούσε και για σοσιαλισμό. Κι ο Ανδρέας είχε πολλά αποθέματα σοσιαλιστικής ατάκας για να την ξεδιψάσει. Ήξερε δε πολύ καλά να κλείνει το μάτι σε όσους λιγουρεύονταν την εξουσία: «Ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά». Στις 18 του Οκτώβρη του 1981 ο λαός –επιτέλους– ερχόταν στην εξουσία, και το πανελλήνιο σοσιαλιστικό κίνημα στην κυβέρνηση. Ο αγώνας τώρα διορίζεται. Τέρμα οι ρετσίνες. Άρχισαν τα μακροβούτια στα σπέσιαλ «ουίσκια».
Η ελληνική εκδοχή του σοσιαλισμού υπήρξε εξόχως γενναιόδωρη. «Ένα δωράκι στον εαυτό του» εδικαιούτο να κάνει ο κάθε κρατικός λειτουργός, και χιλιάδες κομματικοί κλακαδόροι που δεν τους γνώριζε ούτε ο γείτονάς τους, βρέθηκαν μ’ ένα πούρο στο ένα χέρι, και με τα τιμημένα λάβαρα του εγχώριου σοσιαλισμού στο άλλο. Ήταν ζήτημα χρόνου η πρώτη ηχηρή διάψευση, η οποία και δεν άργησε καθόλου, αλλά ήρθε από εκεί που κανείς δεν την περίμενε με την κατάρρευση των «κομμουνιστικών» χωρών. Την πτώση του τείχους ακολουθούσε μια γεωπολιτική αμηχανία, και η χώρα κατακλύσθηκε από τους απόκληρους του ανύπαρκτου σοσιαλισμού, και τους κληρωτούς της υπαρκτής παγκοσμιοποίησης. Από εργαζόμενοι οι νεοέλληνες έγιναν εν μια νυκτί εργοδότες. Η χώρα γέμισε με αυθαίρετα εξοχικά που οικοδομούσαν οικονομικοί μετανάστες, επιβεβαιώνοντας την επίπλαστη προκοπή μας. Ένας πρώην πράκτορας ονόματι Κόκκαλης έγινε ο πλουσιότερος άνθρωπος της χώρας. Και μαζί του έγινε κοινό μυστικό ότι κουμάντο έκαναν διάφοροι μεγαλοεπιχειρηματίες, που μας προέκυψαν από το πουθενά και ο πολιτικός κόσμος τούς έκανε τα θελήματα.
Ο χώρος της ενημέρωσης άρχισε να ελέγχεται από τους εργολάβους του δημοσίου. Κι όλοι μαζί –μεγαλοεργολάβοι, μεγαλοδημοσιογράφοι και πολιτικοί– πέταγαν ξεροκόμματα και μοντέλες με οξυζενέ μαλλί στο πόπολο. Η διαφθορά, με όλη τη μεταπολιτευτική εκγύμναση, πλέον είχε γίνει κοινωνική κατάκτηση. Κι οι Πανέλληνες βαρυστομάχιαζαν μπουκώνοντας ευρωπαϊκά πακέτα κι επιδοτήσεις. Η Ελλάδα κοιταζόταν στον καθρέφτη κι έφτυνε τον εαυτό της να μην τον βασκάνει. Ήμασταν οι ισχυροί των Βαλκανίων. Και μπορεί η ισχυρή χώρα μας να μην παράγει τίποτε, αλλά οι Έλληνες –ως γνωστόν– αεί παίδες. Κι ως παίδες διαπρέπανε στο παιχνίδι. Ένας ολόκληρος λαός αγόραζε και πουλούσε αέρα στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
Ο «εκσυγχρονισμός» της χώρας όμως σκόνταψε σε παχύδερμους επενδυτές που έχασαν αίφνης τα κλοπιμαία τους. Την ώρα που βούλιαζε το «Σάμινα», οι «απόγονοι» του Περικλή πατάγανε την μπανανόφλουδα της Ολυμπιάδας που έγινε η νέα μεγάλη ιδέα. Όταν τέλειωσε το πλούσιο πάρτι, αλληλοσυγχαίρονταν από καρδιάς τους με τους εαυτούς τους, ενώ ταυτόχρονα διαπίστωναν έντρομοι ότι είχαμε πλούσιους εργολάβους αλλά τριτοκοσμικές υποδομές. Χρειαζόταν επανίδρυση το κράτος, αλλά αυτός που την ευαγγελίστηκε (ανιψιός του «εθνάρχη») έμεινε να πουλάει τα νταηλίκια του εναντίον των «εθνικών νταβατζήδων» στα σουβλατζίδικα.
Στα τρωκτικά του «εκσυγχρονισμού» προστέθηκαν οι κουμπάροι της «επανίδρυσης». Ήταν και τα σόγια μεγάλα και το καράβι άρχισε να μπάζει από παντού. Και φθάσαμε στη χρονιά όπου ένας μειωμένης αντίληψης άνθρωπος και κληρονόμος του σοσιαλισμού με γονική παροχή, έγινε πρωθυπουργός της χώρας υποσχόμενος ότι «λεφτά υπάρχουν». Το πόσο γρήγορα διέψευσε τον εαυτό του υποθέτω ότι όλοι το γνωρίζουμε.
Με αυτά και με αυτά φτάσαμε στο σήμερα, όπου τα αφεντικά είδαν και απόειδαν με τις αρπακωλιές των πολιτικών, και αποφάσισαν ότι πρέπει να αναλάβουν οι ίδιοι να κάνουν το παιχνίδι, φυσικά μέσα από «δημοκρατικές διαδικασίες», βάζοντας τον κατάλληλο άνθρωπο (τους) στην κατάλληλη θέση.
Το πρόβλημα της χώρας που βάφτισαν Ελλάδα πριν από οικονομικό είναι πολιτικό και πολιτιστικό. Και δεν έχουμε μόνο έλλειμμα πολιτικής αλλά και έλλειμμα πολιτών (οι υπήκοοι φυσικά μας περισσεύουν). Κι αν αυτή η κοινωνία –η συστηματικά εκπαιδευμένη στην ιδιώτευση– δεν διεκδικήσει και πάλι την αξιοπρέπειά της τίποτε δεν θα αλλάξει. Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι θα ξημερώσει η αυριανή μέρα. Μπορούμε όμως να συζητήσουμε δυνατότητες και ενδεχόμενα, και θα το κάνουμε για να τρομάξουμε τον λαό δείχνοντάς του τον εαυτό του. Δεν έχει νόημα πια να κολακεύουμε τον λαό. Δεν μπορούμε να κοροϊδεύουμε κανένα και προπάντων τον εαυτό μας.
Τους επόμενους μήνες το άνοιγμα μιας περιόδου κοινωνικής αναταραχής και γενίκευσης της σύγκρουσης με τους «από πάνω» αποτελεί πρώτα απ’ όλα μια διαδικασία αυτοκάθαρσης από το άγος των τελευταίων δεκαετιών, συνειδητοποίησης της ευθύνης, ωρίμανσης των μεγάλων αποφάσεων. Μετά τα φουσκωμένα νερά θα μπορούσαν να καθαρίσουν το τοπίο, και να σαρώσουν μαζί με τ’ άλλα σκουπίδια του καπιταλισμού και μια ανάξια των περιστάσεων αριστερά.
Ευάγριος Αληθινός