«οι μελλοντικές επαναστάσεις δεν θα γίνουν για τους ανθρώπους αλλά από τους ανθρώπους»
(από το βιβλίο: «Χαμογέλα, ρε… Τι σου ζητάνε;»)
Αυτή η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στις 20/08/2008, στο σπίτι του Χρόνη Μίσσιου, από δύο φοιτητές στα πλαίσια της πτυχιακής τους εργασίας με θέμα: «H μορφωτική, πολιτιστική και πολιτισμική δράση των οργανώσεων την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης και της προδικτατορικής περιόδου (Λέσχες ΕΠΟΝ, Θέατρο Βουνού, Λέσχες Νεολαίας ΕΔΑ και ΔΝΛ, Μαθήματα επιμόρφωσης κ.α.)». Η εργασία αυτή δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και η συνέντευξη έμεινε, έως τώρα, αδημοσίευτη.
*
Η Ελλάδα ήταν ακόμα αδικημένη. Τα χωριά είχαν ζωή και από τους μετανάστες που έστελναν μερίσματα και λοιπά. Υπήρχε νεολαία που κρατιόταν ακόμα στα χωριά, όμως ταυτόχρονα, τα χωριά ήταν σχεδόν έρημα από στέκια νεολαίας. Τώρα έχουν γεμίσει καφετέριες, μπαρ, κολοκύθια….. Τότε όμως είχαν ένα-δυο καφενεία και μάλιστα ήταν χωρισμένα: To καφενείο των αριστερών και το καφενείο των δεξιών, όπου πηγαίνανε συνήθως οι γέροι, άντε και κανένα παιδί. Τα κορίτσια πάντως απαγορευόταν. ‘Ήταν αδιανόητο να πάνε στο καφενείο.
Θυμάμαι λοιπόν σκηνές, να γυρίζω από κάποια περιοδεία στην ύπαιθρο έξω, και να γυρίζω βράδυ μέσα από το κεφαλοχώρι, με βροχή, και να βλέπεις τα παιδιά- αγόρια και κορίτσια- με τις ομπρέλες, πάνω- κάτω, πάνω-κάτω, στο δρόμο….
…το νυφοπάζαρο που λένε;
Το νυφοπάζαρο, ας πούμε. Δεν είχαν πού να κάτσουν να πιούνε ένα ποτό. Μιλάω τώρα για το ’64-’65, αυτή η περίοδος… Αυτό το κενό, λοιπόν, μαζί με την έλλειψη κάθε είδους πολιτισμού στο χωριό έρχονται να καλύψουν οι λέσχες της νεολαίας Λαμπράκη και οι εξορμήσεις για το βιβλίο, σε μια προσπάθεια να φέρουμε τη νεολαία σε επαφή με την καλή λογοτεχνία, με το καλό βιβλίο, μέσα από ομαδικές αναγνώσεις στις λέσχες και τα λοιπά. Οι Λέσχες ήταν συνήθως οικήματα. Δηλαδή έπαιρναν έναν εγκαταλελειμμένο στάβλο, ας πούμε, και τον φτιάχνανε. Είχε μέσα τραπέζια, καρέκλες, ένα σκάκι, ένα ντόμινο, τέτοια παιχνίδια και λοιπά, πέντε-έξι βιβλία, με ό,τι άλλο μπορούσαμε να εμπλουτίσουμε.
…Πηγαίνανε οι Λαμπράκηδες από αστικά κέντρα ή ήταν πυρήνες μέσα στα χωριά;
Είχαν οργανώσεις πολύ γερές στα χωριά.
… μέσα στην τρομοκρατία δηλαδή;
Βέβαια, βέβαια, ήταν σκληρή πάλη. Την Λέσχη μας ας πούμε στο Μυλοχώρι την τίναξαν με δυναμίτιδα. Τρεις φορές την τίναξαν. Η τρομοκρατία ήταν φοβερή… μα το κίνημα των Λαμπράκηδων ήταν ένα πολύ ζωντανό και παλικαρίσιο κίνημα, καταλαβαίνεις; Παρά το γεγονός ότι δεν ήταν μονάχα το ξύλο. ‘Ήταν ο αποκλεισμός του νέου ανθρώπου, από το φακέλωμα της ασφάλειας, από κάθε πρόσβαση προς την εργασία, προς τις σπουδές του. Δηλαδή, όταν σου στερούσαν το πιστοποιητικό των κοινωνικών φρονημάτων δεν μπορούσες ούτε δάσκαλος να γίνεις, ούτε καθηγητής, ούτε να πας σε δημόσια υπηρεσία. Εκτός του ότι, ας πούμε, όταν έπιανες μια δουλειά στον ιδιωτικό τομέα μπορούσες να υποστείς διάφορες διώξεις. Από αυτή την άποψη λοιπόν, ήταν ένα κίνημα πραγματικά παλικαρίσιο και αυτή τη μάχη οι νεολαίοι, εκείνη την εποχή, την έδιναν και πνευματικά. Βρισκόμασταν και σε μια εποχή άνθισης της προοδευτικής κουλτούρας. Έχουμε Θεοδωράκη, Χατζηδάκι, έχουμε καλό θέατρο, έχουμε τέτοια πράγματα και προσπαθούμε αυτά να τα μπολιάσουμε με τη νεολαία της επαρχίας, μαζί με μια κατεύθυνση κοινωνικής δράσης και έμπρακτου πατριωτισμού. Δηλαδή, υπήρχε μία προσπάθεια να κλείσουμε τις πληγές του Εμφυλίου πολέμου. Παραδείγματος χάρη, οι Λαμπράκηδες έπαιρναν την πρωτοβουλία να πάνε να θερίσουν το χωράφι της χήρας που είχε σκοτωθεί ο άντρας της στο αντάρτικο ή να πάνε να ασπρίσουν την εκκλησιά. Να κάνουν τον αυλόγυρο για να μπορούν οι γριές να πηγαίνουν άνετα και καθαρά, να καθαρίσουν ένα ρέμα, να ομορφύνουν το χωριό τους και τα ρέστα..
Αυτό έσπαγε την προπαγάνδα του κράτους, την αντιαριστερή, η οποία σε κάποια χωριά υπήρχε;
… Αυτοί δεν είχαν τίποτα όπου η αριστερά τα έχει όλα. Και η δεξιά δεν έχει τίποτα. Δεν έχει τίποτα να δώσει. Ούτε ένα βιβλίο -ένα κωλοβιβλίο-, ένα τραγούδι, ένα μουσικό κομμάτι. Τίποτα απολύτως. Όλος ο πολιτισμός που παράγεται αυτή την εποχή και ανθίζει πραγματικά είναι της αριστεράς και αυτό το παίρνει χαμπάρι η νεολαία. Και ταυτόχρονα, για πρώτη φορά, σπάει τη στρατιωτική πειθαρχημένη αυστηρότητα της κομμουνιστικής νεολαίας, της Ε.Π.Ο.Ν., και προχωράει, ας πούμε, παραπέρα. Δηλαδή διαδηλώνει με τσατσά, συγκρούεται με τις δυνάμεις τραγουδώντας. Είναι χαρακτηριστικό, τότε έβγαινε ο «Ελεύθερος Τύπος» του Κωνσταντόπουλου, μία φασιστική εφημερίδα, η οποία έλεγε ότι οι Λαμπράκισσες με τις μαύρες κάλτσες θα αποπλανήσουν τους αξιωματικούς του στρατού και μέσα από αυτή την αποπλάνηση θα καταλάβουν την εξουσία στην Ελλάδα. Τέτοια πράγματα. Εν πάση περιπτώσει, αν κανείς μελετήσει τον τύπο της εποχής θα δει ότι έγιναν περίπου πέντε ή έξι συμβούλια στέμματος για το πώς θα διαλύσουν τη Νεολαία Λαμπράκη. Αυτό λέει πάρα πολλά. Είχαν πραγματικά τρομοκρατηθεί και βέβαια, είχε τρομοκρατηθεί και το Κ.Κ.Ε.. Διότι έβλεπε μία δύναμη που δεν μπορούσε να την ελέγξει ή να καναλιζάρει μέσα στα δογματικά πλαίσια στα οποία κινούταν εκείνη την εποχή. Σε κάποια φάση πήγε να το μαζέψει και θα συγκρουόμασταν οπωσδήποτε, (ήταν έξω η καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος), εάν δεν μεσολαβούσε η δικτατορία.
Δεν έγινε σύγκρουση με το εσωτερικό; Δεν υπήρχε αντίθεση της μέσα και της έξω καθοδήγησης;
Καλά, υπήρχε. Η Ε.Δ.Α. υπάκουε απολύτως στα κελεύσματα της καθοδήγησης που ήταν έξω, του πολιτικού γραφείου δηλαδή, μετά την δικτατορία και τη διάσπαση της 12ης ολομέλειας. Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός είναι ότι μόλις έγινε η δικτατορία, όσοι διασωθήκαμε και περάσαμε στην αντίσταση και αρχίσαμε να ανασυγκροτούμε το αντιστασιακό κίνημα και τις οργανώσεις, το πρώτο που κάνουμε είναι να διαλύσουμε τη Νεολαία Λαμπράκη και να κάνουμε γερές κομμουνιστικές οργανώσεις. Το μαζικότερο κίνημα, μετά ίσως την Ε.Π.Ο.Ν., αλλά νομίζω περισσότερο από την ΕΠΟΝ, ήταν η Νεολαία Λαμπράκη. Στελεχωμένο και οργανωμένο όχι μόνο με αριστερή αντίληψη, αλλά με κομμουνιστική ιδεολογία. Είχε όλη την ορμή της σκέψης και του συναισθήματος των νέων ανθρώπων και της νέας εποχής. Αυτό έκανε, δεν έκανε καμία ανταρσία εναντίον του Κόμματος. Η Νεολαία Λαμπράκη ήταν από τα ίδια τα πράγματα, από την ίδια την εποχή, από την ίδια την ιδιοσυγκρασία της, κόντρα σε μία δογματική αντίληψη. Μεσολάβησε η δικτατορία, ξαναγυρίσαμε στις γερές Κομματικές οργανώσεις και στις ευρύτερες οργανώσεις του πατριωτικού μετώπου που ήταν ο μαζικός μας χώρος.
Αυτό το λέτε και για το ΚΚΕ και για το ΚΚΕ εσωτερικού;
Το ΚΚΕ εσωτερικού δημιουργήθηκε μετά. Όταν έγινε η διάσπαση της 12ης Ολομέλειας, το ‘68. Η Ε.Δ.Α. ,η Νεολαία Λαμπράκη -και κάναμε πια καθαρές κομμουνιστικές οργανώσεις- ιδρύσαμε το Πατριωτικό Μέτωπο. Τότε με τον Μίκη και τα άλλα παιδιά, μας πιάσανε. Ούτε υποδομές δεν είχαμε. Καμία προετοιμασία για την επερχόμενη δικτατορία. Πιστεύαμε, μάλιστα, ότι δεν θα γίνει δικτατορία στην Ελλάδα.
Όλη αυτή η προσπάθεια πνευματικής και πολιτιστικής ανάπτυξης από τη δημοκρατική νεολαία Λαμπράκη είχε ξεκινήσει σαν μία γραμμή που μπορεί να έδωσε το τότε κόμμα της ΕΔΑ ή του ΚΚΕ ή ξεκίνησε από τα κάτω, από την ανάγκη των παιδιών και τη στέρηση που είχαν από τα γράμματα, από τις τέχνες, από κάποιες εικόνες που μπορεί να είχαν ακούσει, πληροφορηθεί στην Ευρώπη, που είχαν αναπτυχθεί κινήματα, είχε αναπτυχθεί η μόρφωση; Δηλαδή ξεκίνησε από τα κάτω ή από γραμμή της ΕΔΑ για να αυξήσουν τις γραμμές της ΕΔΑ και της νεολαίας;
Το κίνημα της αριστερής νεολαίας εκφραζόταν μέσω της νεολαίας της ΕΔΑ. Όταν δολοφονήθηκε ο Λαμπράκης έχουμε ένα ξέσπασμα, μια αγανάκτηση του κόσμου ενάντια στην τρομοκρατία. Τότε ήμουν ο γραμματέας της Θεσσαλονίκης. Μόλις είχα βγει από την εξορία της νεολαίας. Όσο παλεύει ο Λαμπράκης, γύρω από το νοσοκομείο, το ΑΧΕΠΑ, μάζες νεολαίας ξενυχτάνε εκεί πέρα. Περιμένουν. Έχουν σπάσει τον κλοιό των χαφιέδων, την τρομοκρατία μέσα στην πόλη, τα πάντα. Ο Θεοδωράκης, ο οποίος ήταν πρόεδρος του εθνικού συμβουλίου της νεολαίας, συλλαμβάνει την ιδέα μαζί με άλλα παιδιά -είχαν και την κίνηση του Brat Resell- για την ειρήνη. Ο Brat Resell ήταν άγγλος φιλόσοφος. Συλλαμβάνει την ιδέα για την δημιουργία της νεολαίας Λαμπράκη, στην οποία βέβαια θα προσχωρήσει και η νεολαία της ΕΔΑ, για να τη στελεχώσει, γιατί είναι και πιο έμπειρη. Εκεί υπάρχουν και διαφωνίες. Εγώ τότε ήμουν πιστός και δογματικός εκείνη τη στιγμή και διαφώνησα με εκείνη την επιλογή. Μειοψήφησα και πολύ σύντομα αναγνώρισα ότι είχα κάνει ένα πολύ σοβαρό λάθος και ότι το κίνημα, από την μία μέρα στην άλλη, φούντωσε σαν το νερό που σπάει το φράγμα και ξεχειλίζει. Άρχισα να δουλεύω με ενθουσιασμό μέσα σε αυτό το κίνημα. Σύντομα στη Μακεδονία στήσαμε τότε σαράντα ή εξήντα λέσχες. Στήσαμε σε όλα τα χωριά γερές οργανώσεις. Αρθρώναμε ένα λόγο εντελώς καινούριο.
Θυμάμαι μιλάμε σε ένα χωριό της Κατερίνης, όπου είχε και μεγάλη αντίδραση, γιατί τότε τα χωριά, εκεί που είχε αριστερούς είχε και αντίδραση και το αντίστροφο. Μιλούσα λοιπόν, σε ένα χωριό και βέβαια, είχαμε πάντα πρόβλημα. Γιατί όταν πηγαίναμε να μιλήσουμε, πρώτοι-πρώτοι οι γερόντοι πιάνανε θέση και ας ήταν της νεολαίας, γιατί υπήρχε τόση πλήξη και η ανυπαρξία επικοινωνίας στο χωριό, ώστε όποιος και αν πήγαινε να μιλήσει ήταν ευπρόσδεκτος. Τέλος πάντων, είχαν μαζευτεί και οι νεολαίοι και μιλούσα εγώ για το τι είναι η νεολαία Λαμπράκη, τι νεολαία θέλουμε, ποιο είναι το μέλλον για τα νιάτα της πατρίδας μας κλπ.. Κάποια στιγμή σηκώνεται από το βάθος ένας τεράστιος προς το τραπέζι που μιλάω. Τα δικά μας τα παιδιά τον κυκλώνουνε, γιατί ήταν ο τραμπούκος του χωριού. Νόμιζαν ότι ήθελε να με χτυπήσει. Τον κυκλώνουν λοιπόν, τους παραμερίζει και τους λέει: «κάντε στη άκρη ρε, δε θα τον πειράξω», και μου λέει: «Ρε φίλε, αν είναι έτσι που μου τα λες, έχω και εγώ έναν γιο 17 χρονών. Να τον περάσεις στη οργάνωση αυτή». Τέτοια εντύπωση έδινε η νεολαία Λαμπράκη. Μέσα στον κόσμο ήταν τα παιδιά που λάμπανε στον χώρο, που αρθρώνανε λόγο εκείνη την εποχή, που μιλούσαν για πράγματα κοινωνικά, μιλούσαν για δικαιώματα, για δημοκρατία, για μουσική, για όνειρα, για τo μέλλον και τα ρέστα.
Μέχρι τότε η λέξη βιβλίο και βιβλιοθήκη ήταν άγνωστες τόσο στους κάτοικους και τη νεολαία του χωριού, όσο και στην πόλη; Δηλαδή, δεν υπήρχε καμία επαφή, εκτός βέβαια από κάποια πρωτοπορία;
Σε μαζική μορφή και σαν προσπάθεια κεντρική δεν υπήρχε. Άκουγα προχτές μια εκπομπή και έλεγαν ότι προσπαθούμε να προωθήσουμε τα βιβλία, να κάνουμε βιβλιοθήκες, και λέω εμείς τα κάναμε πριν 50 χρόνια ρε ρουφιάνοι, και μας πολεμούσατε σαν να κάναμε το χειρότερο κακό.
Υπήρχαν κρούσματα ενάντια στις λέσχες, αν θυμάστε, ή υπήρχε ένας σεβασμός;
Αστειεύεσαι; Υπήρχε ένας σεβασμός από τον κόσμο, γιατί ο κόσμος αντιλαμβανότανε ότι αυτό που γινόταν ήταν καλό, έστω και αν ήταν δεξιός. Υπήρχε όμως ο κρατικός και ο παρακρατικός μηχανισμός, ο οποίος γενικά χτυπούσε το κίνημα. Και στρατιώτες βάζανε και οι Μάηδες τότε ήταν οπλισμένοι, ένα κατάλοιπο σώμα από τον εμφύλιο, οι οποίοι καταπίεζαν ποικιλοτρόπως αυτή την ιστορία. Και όμως, το κίνημα της νεολαίας αναπτύσσονταν και προχωρούσε παρά τις δυσκολίες. Γι’ αυτό και βάλθηκε και ο Γεώργιος Παπανδρέου να μας διαλύσει. Πήραν απόφαση, κινητοποιήθηκε παγκόσμια όλη η νεολαία -γιατί εμείς είχαμε σχέσεις με το παγκόσμιο κίνημα της νεολαίας-, και πλακώσανε εδώ στην Ελλάδα από όλη την Ευρώπη, την Αμερική, την Ασία, επιτροπές νεολαίας και έγινε χαμός. Δεν μπορούσαν εύκολα να πάρουν απόφαση να μας διαλύσουν. Ωστόσο, πάντα υπήρχε ο κίνδυνος και πάντα κρατούσαμε μια μισοπαράνομη εφεδρεία στελεχών, για περίπτωση που ξαφνικά θα μας βγάλουν εκτός νόμου. Το κίνημα της Νεολαίας Λαμπράκη εκείνη τη στιγμή χτυπιότανε από δυο μεριές: από τη δεξιά, που ήθελε να το ανατρέψει, να το διαλύσει, και από το κομμουνιστικό κόμμα, που το φοβόταν για τους δικούς του λόγους, να το τιθασεύσει, να το χειραγωγήσει και να το καθοδηγήσει. Εγώ θυμάμαι όταν το ’65, ύστερα από αγώνες και διαμαρτυρίες της κοινοβουλευτικής μας ομάδας στη βουλή και στην κυβέρνηση, μου δίνουν ένα διαβατήριο για τη Σ.Ε.
Πώς μάθατε ανάγνωση και γραφή;
Στη φυλακή, μας είχαν καταδικάσει σε θάνατο. Στο πρώτο στρατοδικείο που πέρασα είχα καταδικαστεί τρεις φορές σε θάνατο, κάτι ισόβιες, κάτι τέτοιο, και ήμασταν στο κελί των μελλοθανάτων και περιμέναμε να μας εκτελέσουν στο Εφταπύργιο του Γιεντικουλέ. Τα κελιά εκείνα, μέσα στον τοίχο, κατασκότεινα. Εμείς οι τρεις μέναμε στο τέταρτο κελί, που απέναντι στο διάδρομο είχε έναν μικρό φεγγίτη τόσο δα, με κάγκελα. Του κελιού η πόρτα είναι σιδερένια και έχει απλώς τον χαφιέ που λέμε, ένα μικρό παραθυράκι, μισοφέγγαρο, που τη μέρα είναι ανοιχτό. Σε κάποια φάση της μέρας, κάποιες αχτίδες του ήλιου χτυπούσαν στον φεγγίτη και περνούσαν τον χαφιέ της πόρτας και σκάγανε στον τοίχο του κελιού. Οι δικοί μας, μας φέρνανε τρόφιμα τότε. Συνήθως ήταν τυλιγμένα σε εφημερίδες τότε ή σε χαρτιά από περιοδικά, και όταν έσκαγε εκεί ο ήλιος, επειδή το Κόμμα έλεγε τότε ότι σε όποιες συνθήκες και αν βρίσκεται ένας κομμουνιστής, πρέπει να διαβάζει. Ο Ζαχαριάδης έλεγε: «Αγάπα το κελί σου, τρώγε όλο το ψωμί σου, διάβαζε πολύ». Γονατίζαμε λοιπόν, ήμασταν δύο αγράμματοι, ο άλλος ήξερε γράμματα, και κολλάγαμε το χαρτί εκεί που χτυπούσε ο ήλιος και βλέπαμε και προσπαθούσαμε να διαβάσουμε. Ο άλλος δεν ήξερε να τονίζει. «Οι παπίες», έλεγε – «οι πάπιες», του έλεγα εγώ. Έτσι μαθαίναμε τις λέξεις να τις βλέπουμε τυπωμένες στο χαρτί. Πήραμε αναστολή από την εκτέλεση και συναντηθήκαμε με τους άλλους στον θάλαμο, εκεί. Υπήρχαν εκεί τα παιδιά της ΕΠΟΝ, τα οποία ήτανε κυρίως φοιτητές, μεταξύ αυτών ο μακαρίτης ο μεγάλος μας ποιητής ο Μανόλης Αναγνωστάκης, όπου αυτοί ανέλαβαν να με μάθουν να διαβάζω. Την πρώτη φορά που απομυθοποίησα στο γραμμένο χαρτί μια πρόταση, ήμουν ευτυχής. Μετά, αγάπησα τόσο πολύ το διάβασμα, με γοήτευε τόσο πολύ αυτό το γραμμένο χαρτί, ώστε όπου έβλεπα βιβλίο το διάβαζα.
Στη φυλακή δεν είχαμε πολλές δυνατότητες. Ήταν πολύ άγρια τα χρόνια. Ο Άη- Στράτης όμως, είχε μια πολύ καλή βιβλιοθήκη στην εξορία και εκεί διάβασα αρκετά. Κυρίως λογοτεχνία, γιατί πιστεύω η λογοτεχνία μπορεί να σου δώσει τα πάντα. Η λογοτεχνία εμπεριέχει τα πάντα: κοινωνικές επιστήμες, γλώσσα, ιστορία, συναισθήματα κλπ. Είναι ένα από τα ισχυρότερα στοιχεία της παιδείας. Μετά έγινα και δάσκαλος εκεί. Δίδασκα ιστορία, δίδασκα πολιτική οικονομία, αλλά επειδή ήμουνα προλετάριος αγράμματος, ήμουνα καλός δάσκαλος, γιατί έβαζα τη φαντασία μου. Οι άλλοι, που ήταν δικηγόροι κλπ, φοβόντουσαν μην κάνουν καμία παρέκκλιση και στέκονταν στο κείμενο εντελώς ψυχρά. Βάσεις του μαρξισμού-λενινισμού διδάσκαμε τότε. Πού να τολμήσουν να βάλουν τη δική τους σκέψη. Στεκόταν ξερά και το μάθημα το βαριόνταν οι άνθρωποι. Καλά τα καταφέραμε. Εγώ για το μόνο που δεν παραπονιέμαι είναι η ζωή μου. Ήταν μια ζωή δύσκολη, αλλά ήταν όμως γεμάτη. Ήταν μια ζωή με ασύλληπτες συναισθηματικές εντάσεις, καταπτώσεις.
Απλώς νομίζω ότι ζω σε μια εποχή εντελώς διαφορετική, η οποία είναι εντελώς αναξιοπρεπής, αναξιόπιστη. Είναι μια εποχή η οποία είναι ψεύτικη. Αυτή η κυριαρχία του καπιταλισμού μέσα στον κόσμο, μέσω της διεθνοποίησης, έχει οδηγήσει σε μια κατάρρευση όλων των αξιών και του λόγου του ανθρώπου και της σκέψης του και της φαντασίας του και του έρωτα και όλων αυτών των ζωντανών στοιχείων που μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια άνθιση του ανθρώπου. Πιστεύω, μπορεί να υπάρξει ένα όραμα στον κόσμο, αν και πιστεύω ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για μια παγκόσμια ευτυχία ή για μια κοινωνία ευτυχισμένη πάνω σε ένα πλανήτη δυστυχισμένο. Δηλαδή, αν δεν καταφέρουν οι άνθρωποι να κατακτήσουν την πολιτισμική τους αναγνώριση μέσα στη διαφορετικότητά τους, πώς θα γίνει;
Θυμάστε πόσες βιβλιοθήκες είχαν δημιουργηθεί και σε ποιες πόλεις, ή και πιο συγκεκριμένα ποιες ήταν οι δραστηριότητες των λεσχών;
Δεν θυμάμαι. Στη Βόρεια Ελλάδα είχαμε 40 με 60 λέσχες, είχαμε στην Πελοπόννησο, στην Κρήτη παντού είχαμε, αλλά δεν θυμάμαι συγκεκριμένα να σου πω. Δραστηριότητες είχαμε από πάρτι μέχρι σκάκι, μέχρι ομαδικά διαβάσματα. Γι’ αυτό ήταν και απόλαυση. Μια βροχερή νύχτα στο χωριό, τι μπορούσαν να κάνουν τα παιδιά; Δεν υπήρχαν ούτε τηλεόραση, ούτε ραδιόφωνο ακόμα τότε. Μπορούσαν να μαζευτούν στη λέσχη και ένας που ήξερε να διαβάζει, έπαιρνε ένα ωραίο μυθιστόρημα και διάβαζε και οι άλλοι ακούγανε. Την επομένη διαβάζανε την συνέχεια ή καθαρίζοντας το βράδυ τα καλαμπόκια στα χωριά. Τότε γινόταν τέτοια νυχτέρια. Σήμερα, ας πούμε, θα καθαρίσουμε το καλαμπόκι της Άννας, αύριο της Ελενίτσας και μαζευόντουσαν στον αχυρώνα. Ο ένας διάβαζε και οι άλλοι άκουγαν, τραγουδούσαν… ήταν πολύ όμορφα. Τώρα πλακώνονται στις καφετέριες και μετά στα μπαρ με τα σφηνάκια. Τότε, ούτε παντελόνια φορούσαν τα κορίτσια. Τα πράγματα ήταν πιο απλά, πιο οικεία.
*
Ε.Δ.Α.
Το τέλος του εμφυλίου πολέμου βρήκε το Ε.Α.Μ με χιλιάδες μέλη του στις φυλακές, στις εξορίες ή στις σοσιαλιστικές Δημοκρατίες όπου κατέφυγαν ως πολιτικοί πρόσφυγες. Σαράντα μέρες μετά το πέρασμα των δυνάμεων του Δ.Σ.Ε. στην Αλβανία (9/10/1949), συνήλθε η 6η Ολομέλεια της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε.. Στην «Απόφαση» με τίτλο «η νέα κατάσταση και τα καθήκοντά μας», αναφέρεται: «γ) Με βάση το πρόγραμμα για τη δημοκρατικοποίηση της Ελλάδας, την ανεξαρτησία και την υπεράσπιση της ειρήνης, το Κ.Κ.Ε. πρέπει […] να δημιουργήσει πλατύ δημοκρατικό συνασπισμό. Ο συνασπισμός αυτός […] πρέπει να χρησιμοποιήσει όλες τις νόμιμες μορφές πάλης κοινοβουλευτικές και μη».
Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής, ιδρύθηκε το ‘51 η Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (Ε.Δ.Α.) υπό την ηγεσία διοικούσας επιτροπής και με πρόεδρο τον Γιάννη Πασαλίδη. Δημοσιογραφικό όργανο της Ε.Δ.Α. ήταν αρχικά η «Δημοκρατική» κι απ’ το ‘52 η «Αυγή». Στις εκλογές του 1951, η Ε.Δ.Α. κατέλαβε 10 έδρες. Τον Ιούλιο του 1956, μετασχηματίζεται σε ενιαίο κόμμα, υπό την επίδραση των εξελίξεων στο Κ.Κ.Ε., το οποίο άλλαξε άρδην την πολιτική γραμμή του, διαλύοντας τις παράνομες κομματικές οργανώσεις, με το σκεπτικό ότι ήταν αποδιοργανωμένες και διαβρωμένες από τον εχθρό, και διαχέοντάς τις στην ΕΔΑ .
Τον Αύγουστο του ‘51, δημιουργήθηκε η Ε.Δ.ΝΕ. (Ενιαία Δημοκρατική Νεολαία) και στη συντριπτική πλειοψηφία, οι παλιοί Ε.Π.Ο.Νίτες πέρασαν σε αυτήν. Μετονομάστηκε σε Νεολαία Ε.Δ.Α., όταν το ‘52 χαρακτηρίστηκε από την Επιτροπή Ασφαλείας ως οργάνωση του -παράνομου τότε- Κ.Κ.Ε. και αναγκάστηκε να αλλάξει το όνομά της. Η Νεολαία της Ε.Δ.Α. έδρασε μέχρι την επιβολή της Δικτατορίας και αφού είχε μετονομαστεί, μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, σε Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη (στις 28 Μάρτη 1965), συγχωνεύθηκε με τη Δημοκρατική Κίνηση Νέων «Γρηγόρης Λαμπράκης», που είχε επικεφαλής τον Μίκη Θεοδωράκη. Κομμάτι της κοινωνικής δράσης της Ε.Δ.Α. στα αστικά κέντρα και την επαρχία ήταν η δημιουργία λεσχών, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις εξελίχθηκαν σε στέκια νεολαίας.
Ο Χρόνης Μίσσιος ήταν αντιστασιακός, συγγραφέας και ακτιβιστής για τα δικαιώματα των ζώων. Γεννήθηκε στην Καβάλα, το 1930, από γονείς καπνεργάτες. Από πολύ νωρίς εντάσσεται στην Εθνική Αντίσταση. Μετά την απελευθέρωση, οργανώνεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων και το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο για την συμμετοχή του στον εμφύλιο, ως μέλος του ΔΣΕ. Από το ’53 έως το ’62, ζει εξόριστος στην Μακρόνησο και τον Άη Στράτη. Από το ’62 ως το ’67 ήταν στέλεχος της Ε.Δ.Α., μέλος της 5μελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ. Το μεγαλύτερο μέρος της δικτατορίας το πέρασε στη φυλακή (φυλακές Αβέρωφ, Κέρκυρας, Κορυδαλλού) μέχρι και τον Αύγουστο του ’73 που αποφυλακίστηκε. Στα γραπτά του αποτύπωσε με μοναδική ειλικρίνεια και αμεσότητα τις ιδέες και τα βιώματά του, χωρίς να διστάσει να ασκήσει έντονη κριτική στον δογματισμό και την καθοδήγηση της αριστεράς.