Σκοπός του κειμένου αυτού είναι να αναδείξει ένα τοπικό θέμα που έχει ανακύψει στην Κέρκυρα σε ενεστώτα χρόνο. Ένα περιβαλλοντικό θέμα, ένα ενδιάμεσο δηλαδή ζήτημα, από αυτά που λειτουργούν ως πόλος έλξης για ευρύτερα κοινωνικά και πολιτικά κομμάτια.
Πιο συγκεκριμένα, το κείμενο αφορά στη λίμνη Κόλλα. Η αναφερθείσα λίμνη βρίσκεται πίσω από το αεροδρόμιο της Κέρκυρας. Η Fraport, εταιρεία κολοσσός στην οποία ανήκει το αεροδρόμιο, έχει αποφασίσει το μπάζωμα της λίμνης με σκοπό να φτιάξει έναν δεύτερο αερολιμένα. Γύρω από αυτή τη βάση έχει δημιουργηθεί η «συνέλευση ενάντια στο μπάζωμα της λίμνης Κόλλα», μια ανοικτή συνέλευση που στέκεται ενάντια στις ορέξεις της Fraport για μπάζωμα της λίμνης.
Εμείς από την μεριά μας επιλέγουμε να μην δούμε το περιβαλλοντικό ζήτημα ξεκομμένο από την πολιτική του μήτρα. Αντιλαμβανόμαστε αφενός ότι από την αποστράγγιση και εν συνεχεία από το μπάζωμα θα πληγούν άμεσα τα πουλιά που διαβιούν εκεί. Γνωρίζουμε αφετέρου ότι το κεφάλαιο, όντας στο διηνεκές αντικοινωνικό και βάρβαρο, δεν διστάζει να πατήσει επάνω σε οτιδήποτε για να μπορεί να εξασφαλίζει αέναα την κερδοφορία του. Ως εκ τούτου, δεν διστάζει να πατά επάνω, τόσο στις ανθρώπινες ανάγκες και επιθυμίες, όσο και στο φυσικό περιβάλλον.
Από τη στιγμή λοιπόν που ένα από τα βασικά υποσυστήματα του περιβάλλοντος είναι και ο άνθρωπος, υπεισέρχεται και ο κοινωνικός παράγοντας με ό,τι αυτό συνεπάγεται: Τις κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις και την ιστορική εξελικτική διαδικασία τους. Τίποτα πλέον στο περιβάλλον δεν είναι αποτέλεσμα μόνο βιολογικών και φυσικών Νόμων, αλλά και κοινωνικών, οι οποίοι προκαλούνται στη βάση του καπιταλιστικού ιδιωτικού κέρδους.
Στο ζήτημα του περιβάλλοντος έχουν διαμορφωθεί δύο εντελώς διαφορετικές αντιλήψεις που συγκρούονται μεταξύ τους: Αλλιώς αντιλαμβάνεται την έννοια του περιβάλλοντος ο κόσμος του μόχθου, της δουλειάς, της δημιουργίας, και με εντελώς διαφορετικό τρόπο συμπεριφέρονται απέναντί του, με τις πολιτικές που υλοποιούν, οι κυρίαρχες δυνάμεις, το πολυεθνικό και ντόπιο κεφάλαιο, οι κυβερνήσεις που τις εκφράζουν, και ολόκληρο το σύστημα που τις υπηρετεί.
Οι πρώτοι, όλο και πιο πολύ συνειδητοποιούν ότι αυτό που ονομάζεται περιβάλλον, δηλαδή ο άμεσος, ο ευρύτερος, αλλά και ο πλανητικός χώρος όπου εργάζονται, δημιουργούν, ονειρεύονται, ξεκουράζονται, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και φροντίδα. Χρειάζεται την υπεράσπισή τους για την προστασία και την αναβάθμισή του. Ο αγρότης για παράδειγμα, ο οποίος ζει κυριολεκτικά μέσα στη φύση, δεν θα την αντικρύσει ποτέ με τον αποστασιοποιημένο και αισθητικοποιημένο τρόπο που αναπτύσσει ο νεωτερικός αστικός κόσμος.
Οι δεύτεροι, παρά τις κατά καιρούς «ρηξικέλευθες» δηλώσεις, «διαβεβαιώσεις» και «δεσμεύσεις», με τη δράση τους αποκαλύπτουν ότι το περιβάλλον δεν είναι τίποτα παραπάνω γι’ αυτούς, παρά η πηγή (κάθε άλλο παρά ανεξάντλητη) άντλησης και καταλήστευσης φυσικών πόρων. Ο φυσικός χώρος όπου ασκούν την ανεξέλεγκτη δραστηριότητά τους, και απορρίπτουν κάθε είδους απόβλητα (υγρά, στερεά, αέρια) της δραστηριότητάς τους αυτής. Ο ιδιαίτερος επικερδής τομέας παραγωγικών επενδύσεων, μόνο για τους ίδιους. Εδώ ενσαρκώνεται και η διαστροφή της έννοιας της φύσης μέσα στον καπιταλισμό, που τη θέλει ως απεριόριστα αναλώσιμη. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο νεωτερικός αστικός κόσμος αναπτύσσει τη ψυχοσύνθεση του κυνηγού απέναντι στη φύση. Αντιπροσωπεύει το έσχατο σημείο πανηγυρισμού της νέας κυριαρχίας πάνω στη φύση, το όπλο του οποίου είναι η νέα τεχνοεπιστήμη.
Η δυνατότητα των διεθνικών μονοπωλίων να αναπτύσσουν με ευνοϊκούς γι’ αυτά όρους τις ληστρικές για το περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους δραστηριότητες, διασφαλίζεται μέσα από ένα πλήθος διεθνών και εθνικών νομικών ρυθμίσεων (Συνθηκών, Πρωτοκόλλων, Συμφωνιών, Οδηγιών, Νόμων κ.ο.κ.), που θεσπίζουν οι πολιτικοί εκφραστές τους, διεθνείς οργανισμοί και κυβερνήσεις. Βασικό κριτήριο των ρυθμίσεων αυτών παραμένει πάντα η μεγιστοποίηση των κερδών, η οποία κυριαρχείται από «αρχές» όπως: «Ανταγωνιστικότητα» (το ξεζούμισμα δηλαδή των εργαζομένων), «εμπορευματοποίηση» (κάθε κοινωνική ανάγκη υποταγμένη στη κοινωνική σχέση του κεφαλαίου, ικανοποιείται δηλαδή μόνο μέσω της αγοράς, ως εμπόρευμα) και «ο ρυπαίνων πληρώνεται» (δηλαδή ο ρυπαινόμενος πληρώνει το κόστος της όποιας αντι-ρύπανσης και ο ρυπαίνων πληρώνεται, μέσω κινήτρων για να περιορίσει τη ρύπανση). Αποτέλεσμα των ρυθμίσεων αυτών, άρρηκτα δεμένων με τον καπιταλιστικό τρόπο ανάπτυξης, είναι να μεγαλώνει καθημερινά, παρά τα όποια μέτρα ανάσχεσης παίρνονται, η περιβαλλοντική υποβάθμιση και παραπέρα απειλή κατά του πλανήτη και των ανθρώπων που τον κατοικούν, και θα ήθελαν να συμβιώσουν μαζί του.
Όσο για τα ευφυολογήματα για θέσεις εργασίας που θα ανοίξουν στην περίπτωση επέκτασης των υποδομών του αεροδρομίου, δεν έχουμε παρά να επισημάνουμε ότι όταν ένα κακόγουστο αστείο διατυπώνεται για νιοστή φορά, φλερτάρει τότε έντονα με την τραγωδία. Αναγκαίο σε αυτό το σημείο είναι να πούμε ότι είμαστε φύσει και θέσει ενάντια στην ανάπτυξη του κεφαλαίου. Μια ανάπτυξη που για άλλη μια φορά θα πατήσει επάνω στα ανθρώπινα και μη όντα, χωρίς δισταγμό να τα μετατρέψει σε πτώματα. Τα αφεντικά μιλούν για θέσεις εργασίας, αλλά εμείς γνωρίζουμε ότι πίσω από αυτές κρύβονται (αν δεν διατυμπανίζονται και εντελώς φανερά πλέον) πενιχρά μεροκάματα, ευέλικτα ωράρια, ατομικές συμβάσεις εργασίας ή μαύρη εργασία, κανένα δικαίωμα σε απεργία. Μια δυστοπική πραγματικότητα, η οποία επιδιώκει να προσλάβει μόνιμο χαρακτήρα σε εποχές βίαιης φτωχοποίησης· μια τέτοια είναι και η δική μας εποχή.
Θέλουμε από την μεριά μας να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν θα βάλουμε πλάτες ούτε στη λεηλασία της φύσης ούτε και της ζωής μας. Από τις λίμνες μέχρι τα δάση, και από τα πάρκα μέχρι τις πλατείες, θα φροντίσουμε οι δημόσιοι χώροι να παραμείνουν δημόσιοι, γεμάτοι ζωή ενάντια στην ασφυξία που προκαλεί το κεφάλαιο.
Να ενδυναμώσουμε τους τοπικούς ενδιάμεσους αγώνες, να δημιουργήσουμε την κουλτούρα των κοινοτήτων αγώνα, χωρίς να ξεχνάμε το μεγάλο κάδρο: Την κοινωνική απελευθέρωση. Να συνδεθούμε με ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια, αγωνιζόμενοι συνεχώς για γη και ελευθερία.