Δύο μολότοφ, χίλιοι και κάτι προβοκάτορες και μια ταξική δολοφονία

Ι

Τα μεγάλα γεγονότα μάλλον μοιάζουν κάπως έτσι. Έχουν ένα αδιευκρίνιστο μούδιασμα στο σώμα, γεννούν σκέψεις οργής, κινητοποιούν το άτομο να πάψει πια να είναι άτομο που ζει με άλλα άτομα. Το θέλουν να βρεθεί από κοινού, να αναζητήσει αυθόρμητα και επιτακτικά μια ασαφή συλλογικότητα, η οποία συγκροτείται επί του κοινού βιώματος το οποίο ψελλίζει ένα πρώτο «Ζούμε από τύχη», ένα δεύτερο «Θα μπορούσα να ήμουν και εγώ εκεί», και ένα τρίτο «Φτάνει». Το μεγάλο γεγονός όμως, δεν έγκειται μόνο στην αντικειμενικότητά του, δηλαδή στην πολύνεκρη δολοφονία σε ένα από τα πιο πολυσύχναστα δρομολόγια τρένου που ενώνουν Αθήνα-Θεσσαλονίκη, αλλά κυρίως σε μια αφηρημένη και ανείπωτη ταύτιση με την τάξη των ανθρώπων που μετρούν τα λεφτά για να αγοράσουν ένα –πλέον πολύ ακριβό– εισιτήριο, που στριμώχνονται στα βαγόνια, που στην τελική η ίδια τους η ζωή δεν έχει και τόση σημασία μπροστά στην κερδοφορία του κεφαλαίου.

ΙΙ

Οι δολοφόνοι λοιπόν, βγαίνουν αμέριμνοι στα κανάλια, βγάζουν διαγγέλματα, παίρνουν ή δίνουν συνεντεύξεις, τοποθετούνται και απολογούνται, με αυτήν τη γνωστή ψυχραιμία της εξουσίας που μπορεί να σε τσακίσει. Η τάση για συλλογικοποίηση, από την άλλη, εκφράζεται στον δημόσιο χώρο με μαζικές διαδηλώσεις. Η τελετουργία της διαμαρτυρίας ξεδιπλώνεται στα κεντρικά σημεία της μητρόπολης, και ακολουθεί τα ορισμένα βήματα. Πανό, ντουντούκες, πλακάτ, λεκτικά μηνύματα πόνου, θλίψης, οργής. Η αστυνομία αν και διακριτική, παραμένει παρούσα, λαμβάνοντας μια θέση στο τελετουργικό. Σαν να λέμε «διαδηλώστε με μέτρο». Πώς συμβαίνει λοιπόν σε μια ωμή ιστορική στιγμή έκφρασης του τι σημαίνει «ανάπτυξη του κεφαλαίου», σε μια ρωγμή στις κοινωνικές σχέσεις κατά την οποία εμφανίζεται η ένταση της ταξικής βίας, η απόσταση ανάμεσα στο κράτος και την κοινωνία να διατηρείται σε μια γνώριμη και ασφαλή θέση;

ΙΙΙ

Ηχούν λόγια από τα μεγάφωνα των κομματικών οργανώσεων, «ώρα να απομακρυνθούμε, έρχονται οι προβοκάτορες, τα τσιράκια του κράτους!», όσο ένα μαυροφορεμένο μπλοκ ανεβαίνει τη Σταδίου κρατώντας πέτρες, διατηρώντας μια σιωπή ανάμεσά τους, μοιάζοντας σε μια πρώτη όψη ως τα μαύρα πρόβατα, μια παραφωνία. Οι συγκρούσεις ξεκινούν, η βία συνήθως καταδικάζεται όταν εκφράζεται από διαδηλωτές –εκτός αν θεαματικοποιείται ως ένα διαχωρισμένο γεγονός–, ενώ όταν εκφράζεται από την αστυνομία, αναμένεται και συνήθως καταγγέλλεται με μετέπειτα κείμενα περί καταστολής, με έναν προβλεπόμενο βερμπαλισμό γύρω από το «Θα μας βρείτε μπροστά σας». Μα καλά. Τι ειρωνεία. Η τελετουργία της διαδήλωσης, λοιπόν, μπορεί να αφορά μια επιβεβαίωση του μονοπωλίου της βίας από το κράτος. Μου γεννάται το ερώτημα: Πώς άραγε συντηρεί το ίδιο το κοινωνικό σώμα την αντί-εξέγερση που έχει επιβάλει η εξουσία μεθοδικά όλες αυτές τις δεκαετίες; Με άλλα λόγια, για να σταματήσει να αναπαράγεται ο εφιάλτης του κράτους και του κεφαλαίου, χρειάζεται, εκτός άλλων, οι κυβερνούμενοι να σταματήσουν να τον αναπαράγουν. Όσο πιο τακτοποιημένη είναι λοιπόν η τελετουργία της διαδήλωσης, τόσο οι κοινωνικές δυνάμεις μένουν φρόνιμες, και ο κοινωνικός ανταγωνισμός, ενώ υπάρχει και κινεί προς μια εξεγερσιακή κατεύθυνση, ντύνεται τελικά ως «ανάγκη για ειρηνική διαμαρτυρία, έξω οι προβοκάτορες από τις διαδηλώσεις». Αλήθεια, τι μπορεί να σημαίνει η λέξη «προβοκάτορας», και γιατί την ακούσαμε ή τη διαβάσαμε τόσες πολλές φορές εκείνες τις ημέρες; Πώς και επιλέγεται μια τέτοια λέξη για να περιγράψει μια αντιληπτή ως αποκλίνουσα συμπεριφορά, η οποία είναι να πετάς συντονισμένα και συλλογικά, πού και πού μια-δυο μολότοφ πάνω στους πάνοπλους μπάτσους;

ΙV

Όποια έχει βρεθεί στο δρόμο ή έχει ζήσει και άλλα μεγάλα γεγονότα (σύμφωνα με τον ορισμό που δόθηκε πιο πάνω), είναι εξοικειωμένη σε έναν βαθμό με το νόημα της λέξης «προβοκάτορας». Είναι ένας πολύ απλός τρόπος να διαχωρίσεις απόλυτα και ακέραια τη βία από ένα υπό εξέλιξη κίνημα, να το διατηρήσεις σε μια ενταγμένη στην κανονικότητα κίνηση. Στην πραγματικότητα η ιδεολογία της προβοκατολογίας σημαίνει ένα πράγμα: Όταν υπάρχει (αντι)βία στις διαδηλώσεις, δεν μπορεί παρά να προέρχεται από το κράτος, αναπαράγοντας έτσι το μονοπώλιο της βίας ως ένα κομβικό κομμάτι της κυρίαρχης λογικής του κράτους και του κεφαλαίου.

V

Θα έλεγε κανείς πως η ύπαρξη (αντί)βίας στις διαδηλώσεις είναι το μέτρο μιας συλλογικής ετοιμότητας, προς την από-νομιμοποίηση του κράτους και των μηχανισμών του. Είναι αυτή η στιγμή που το άγνωστο δεν σε φοβίζει και τόσο, που η ανάγκη για αμφισβήτηση είναι πλέον μια ενσώματη πραγματικότητα και όχι μια θεωρία, που το όραμα έχει σάρκα και οστά, που πιστεύεις πως ναι μπορώ να αναμετρηθώ, να επηρεάσω την ιστορία. Το να ονομάζεις λοιπόν το παραπάνω, στη βάση της πράξης, ως προβοκατολογία, είναι ένας δείκτης πως η μαζική συλλογικοποίηση στον δρόμο με όρους παρουσίας και λιγότερο συνεκτικής οργάνωσης, αποτελεί μια αντίδραση στο μεγάλο γεγονός, και όχι μια δράση προς έναν μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων. Ωστόσο, πράγματι, αν η (αντι)βία αποτελεί μια πράξη μιας αυτόκλητης μειοψηφίας, μη ενταγμένη στο υπόλοιπο κοινωνικό σώμα, αποτελεί μια αποκομμένη αναμέτρηση, που είτε θα φετιχοποιηθεί είτε θα απορριφθεί. Έτσι, η ύπαρξη (αντι)βίας, παραμένει μία η άλλη ένας κατάλληλος δείκτης για το αν οι διαδηλώσεις θα αποτελέσουν, στη δεδομένη ιστορική συγκυρία, πρόβλημα για την εξουσία ή είναι απλώς ένα αναγκαίο κακό που θα περάσει.

VI

Είναι επόμενο λοιπόν: Ένας μήνας και κάτι μετά τη δολοφονία στα Τέμπη, και το ερώτημα έχει μετακινηθεί (αν δεν ήταν από την πρώτη στιγμή) στην επιλογή της κατάλληλης ψήφου τρέφοντας τη μηχανή της κουλτούρας της αντιπροσώπευσης. Τα δρομολόγια των τρένων εκκίνησαν και πάλι, και στον σταθμό Λαρίσης το περιπολικό δεν είναι απ’ έξω, αλλά έχει μετακινηθεί –διακριτικά πάντα– σε ένα σκοτεινό στενό απέναντι. Μένει να δούμε αν θα αυξηθούν κι άλλο οι τιμές στα εισιτήρια, τι θα γίνει με τις αποζημιώσεις στις οικογένειες των θυμάτων και των επιζώντων, και πόσα χρόνια φυλακή θα φάει ο σταθμάρχης. Ο εκσυγχρονισμός έχει τελικά πολύ αίμα.

κονσουέλα