Editorial #27

Αν η συναίνεση των υπηκόων ήταν πάντα η ποθητή ερωμένη των αφεντικών, το πρόσχημα ήταν το μπουντουάρ όπου καλλωπιζόταν. Κι αν τα σύγχρονα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης επιβάλλουν όλο και περισσότερο το απροσχημάτιστο μαστίγωμα (η «κρίση» ξερίζωσε μαζί με τη ζωή και τα καρότα), η μέχρι στιγμής άκρως δυσμενής για μας, αλλά ακόμα απροσδιόριστη τροπή του αγριότερου κοινωνικού πολέμου που μας κήρυξαν ποτέ, επιβάλλει ενίοτε και ξανά, τη χρήση του προσχήματος: την πασπαρτού «σωτηρία της πατρίδας» με φόντο μια «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» (που δήθεν απειλεί τους πάντες και δήθεν φταίξαμε όλοι εξίσου γι’ αυτή), το «εθνικό συμφέρον» (που μηρυκάζει άλλοτε αβασάνιστα, άλλοτε σκόπιμα, και το μεγαλύτερο μέρος της  Αριστεράς), τη «δημοσιονομική εξυγίανση» (που απολύει εργαζομένους αλλά όχι πολιτικούς και τραπεζίτες), την «ανάπτυξη» (που πάντα έδινε σ’ αυτούς ουρανό με παντεσπάνι και σε μας λάσπη με ψίχουλα). 

Δυστυχώς όμως, στον πάτο που φτάσαμε (;) το ζήτημα δεν είναι πλέον τόσο το αληθινό περιεχόμενο των όρων αυτών αλλά η προϊούσα, όλο και πιο τρομακτικά διαφαινόμενη, εθελούσια χαμέρπεια της μεγάλης πλειοψηφίας των υπηκόων, που το μαγικό ραβδάκι του φόβου, της ανάγκης, της απαιδεψιάς και της μωροφροσύνης, έχει, ως άλλη Κίρκη, μετατρέψει σε γουρούνια πρόθυμα όχι μόνο να κυλιστούν στη λάσπη αλλά και να κατασπαράξουν τη σάρκα των ομοίων τους προκειμένου να τη «σκαπουλάρουν».

…Δεν είναι παράξενο: είναι «απλώς» η φυσική συνέχεια των κοινωνικών σχέσεων στις οποίες υπεβλήθη, αλλά και αποδέχτηκε, αυτός που πάντα ήταν, περισσότερο από άλλους, ο μόνος τρομοκράτης: ο συρφετός του μικροαστισμού. Αυτός που  αποδέχτηκε να γίνει «πελάτης» και να «συναλλάσσεται» για ένα διορισμό, μια επιδότηση, ένα δάνειο∙ που δολοφόνησε πάμπτωχους μετανάστες για την κλοπή ενός καρπουζιού∙ που πέρασε τις «ρωσίδες πουτάνες» απ’ τη «βαριά πούτσα του τσολιά»∙ που πήγαινε για ψώνια με ύφος (και ήθος) Μάκαρου Ψωμιάδη στο Σαντάνσκυ των «φτωχομπινέδων» Βουλγάρων (και σήμερα ψηφίζει Μπέο και Μαρινάκη)∙ που έθαψε τις μαρτυρίες για ενεργό συμμετοχή «συμπατριωτών» μισθοφόρων στη γενοκτονία της Σρεμπρένιτσα το 1995 (οι «Σέρβοι αδερφοί», βλέπετε…)∙ που είδε τους νεκρούς των εργατικών ατυχημάτων στα ολυμπιακά έργα του 2004 σαν αριθμούς χωρίς σημασία μπροστά στη «Μεγάλη Ιδέα». Και που σήμερα, ταπεινωμένος κι αναλώσιμος αλλά πάντα νταής, αδαής και ψοφοδεής, μεταξύ άλλων ψηφίζει τους ναζί για να τη σκαπουλάρει και να «εκδικηθεί» (τους ναζί;! τους ναζί, ρε ξεφτιλισμένα τομάρια;!…).

…«Εάν αυτό είναι ο Άνθρωπος…», έγραψε παλιότερα ο Πρίμο Λέβι, πασχίζοντας ασθματικά να περιγράψει την απερίγραπτη αυτή κτηνωδία του μέτριου ανθρωπάκου, όταν στο τελικό στάδιο της ίδιας ασθένειας της οποίας σήμερα βλέπουμε διάχυτα τα συμπτώματα, κατασπάραζε κάποτε τους ομοίους του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί. Μετά απ’ όλα τα παραπάνω, θα μπορούσε κανείς εύκολα να πέσει στην παγίδα σήμερα, και ν’ αναρωτηθεί το ίδιο, ή να εγκολπωσεί έναν διόλου ευάγωγο μηδενισμό (είτε της μεμψιμοιρίας είτε της δράσης). Όμως, για όσους βλέπουν την κίνηση του κόσμου διαλεκτικά, μέσα από το πρίσμα μιας κριτικής γνώσης της Ιστορίας και της εμπειρίας, για όσους επιμένουν να (ανα)στοχάζονται μέσα σ’ αυτή τη δυσωδία, είναι γνωστό ότι όλ’ αυτά δεν ανάγονται σε κάποια απαράλλαχτη Ανθρώπινη Φύση, αλλά σε ό,τι αναφέραμε πιο πάνω: στις εκάστοτε επικρατούσες σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, όπως προσδιορίζονται από ένα ολόκληρο ψηφιδωτό συγκεκριμένων σε κάθε περίοδο ιστορικών (πολιτισμικών, πολιτικών, οικονομικών, ηθογραφικών κ.α.) παραγόντων. Και για τον λόγο αυτό, σχέσεις (και συνθήκες) που είναι πάντα μεταβλητές. Οπότε;

…Οπότε, εμείς βγαίνουμε για την 27η βόλτα μας στην έρημη γη των μνησίκακων νοικοκυραίων, των αποχαλινωμένων χουλιγκάνων, των εγκληματιών πολιτικών και τραπεζιτών, των μαφιόζων του ποδοσφαίρου και της νύχτας, της ακροδεξιάς σκιάς που (αντί για το φάντασμα του κομμουνισμού) πλανιέται ξανά πάνω απ’ την Ευρώπη μετά τις ευρωεκλογές, του καλπάζοντα εκφασισμού (wannabe ολοκληρωτισμού), για να ποτίσουμε από το μετερίζι μας τις γωνιές της εκείνες που πασχίζει να χλοάσει ένας άλλος, φωτεινός και ξεδιψαστικός κόσμος: εκείνος των αγωνιζόμενων καθαριστριών του υπουργείου οικονομικών, των μεταναστών απεργών εργατών στη Σκάλα Λακωνίας, των αγωνιζόμενων κολασμένων στα Νταχάου των ελληνικών φυλακών, και των συντρόφων μας που γδέρνουν με νύχια και με δόντια τα κάγκελα εκεί μέσα, των εργατών της ΒΙΟΜΕ, εκείνων που στήνουν κοινωνικά ιατρεία και άλλες δομές αλληλεγγύης, όλων όσων πήραν την απόφαση του αξιοπρεπούς αγώνα «με κόντρα τον καιρό».
Σε σένα που (ακόμα) το σκέφτεσαι, λέμε: άρον το αδιέξοδό σου και περιπάτει (μαζί μας). Όσο για τους άλλους, που νιώθουν τον βούρδουλα του τυράννου στο πετσί τους αλλά ανησυχούν μόνο για το τελευταίο, λέμε αυτό που λιτά και ξεκάθαρα έγραψε κάποτε ένας σύντροφος της Άπατρις: «οι άλλοι στο διάολο».

«Θα σας κάνω εγώ να μάθετε ζωή»
Νίκος Καρούζος

Συντακτική ομάδα Ηρακλείου