Εδώ ξεδιπλώνεται η παιδική υφή της ψυχής μας. Μεσάνυχτα ηχούν στα χέρια μας κάτω από την επιφάνεια της αμφιβολίας, παραδομένα στην κριτική των χτύπων της ώρας. Πώς να διαταχθεί η αναρχία. Κανένα έλεος. Πώς να διαταχθεί η αρμονία. Κανένα έλεος. Και η άνοιξη σιγοψιθυρίζει μέσα απ’ τα γρανάζια των μηχανών. Και η ασυνέπεια των πιο σκοτεινών νυκτών ξεφεύγει οικειοθελώς από την κυβερνούσα του θαυμαστού κήπου. Κλαίμε. Κλαίτε. Πίσω απ’ τα ερημωμένα παλάτια τα στολίδια χορεύουν στα χνάρια του ανακτηθέντος χρόνου. Τα εργοστάσια ονείρων αποστάζουν πάνω στον λόφο γλυκά βασανιστήρια. Οι αιχμηροί κυνόδοντες λάμπουν στη σιωπή. Πόσο όμορφες είναι, αυτές οι μέρες. Γελάμε. Γελάτε. Κάποιοι από μας γαντζωνόμαστε στον θόλο τ’ ουρανού, απορροφημένοι από την αέναη κίνηση των πάντων. Μέχρι την παρούσα μελαγχολική στιγμή, όλο κάτι ξεφεύγει. Και μακριά από τα φωτεινά χωράφια, οι γυναίκες που έκλεψαν θα σκοτώσουν τους πραγματικούς ενόχους. Παίζουμε. Παίζετε. Το αεροπλάνο ετοιμάζεται να πετάξει. Στο γλυκό άρωμα του τριαντάφυλλου που φέρνει ο άνεμος, η ανάμνηση μιας αθώας φαντασίωσης. Και το γλυκό άρωμα του κρυφού ας γίνει χρώμα. Ελευθερία εν τέλει, ή επιθυμία. Ο έρωτας ο ίδιος, ή η αλήθεια. Σε όλα τα μονοπάτια του κόσμου, εδώ, ξεδιπλώνεται η παιδική υφή της ψυχής μας.
Mya Finbow
πρωτότυπο στη γαλλική γλώσσα – μετάφραση: bois