Για μια σημειολογία του ρατσισμού

«Ο Δήμος Αθηναίων το βράδυ της Δευτέρας ξήλωσε από την πλατεία τα παγκάκια έπειτα από αίτημα περιοίκων για να μην μένει κόσμος στην πλατεία. Ωστόσο περίοικοι τονίζουν ότι οι πρόσφυγες κάθονται κάτω, δεν παίζουν ρόλο τα παγκάκια και ζητούν να δοθεί επιτέλους λύση. Ήδη, η συγκέντρωση ατόμων στην πλατεία έχει δημιουργήσει προβλήματα καθαριότητας επιδεινώνοντας την, ούτως ή άλλως, δύσκολη κατάσταση».

(Απόσπασμα από άρθρο στην Καθημερινή, τον Ιούλιο του 2020)[1]

*

Σε «υπνωτήριο αλλοδαπών» έχει μετατραπεί η πλατεία της Βικτωρίας, όπως σημειώνει ξανά και ξανά η αρθογράφος της Καθημερινής, Τάνια Γεωργοπούλου, ενώ ο υπουργός μετανάστευσης και ασύλου Μηταράκης κάνει μια ειδική αναφορά στους αλληλέγγυους, οι οποίοι σε μια προσπάθεια να «εκμεταλλευτούν τον ανθρώπινο πόνο, με στόχο τη δημιουργία εντυπώσεων», εξωθούν τους θεσμικά αναγνωρισμένους πρόσφυγες σε σκηνές αντίστασης.

Ένα νέο πρόβλημα ανακύπτει για τον κρατικό σχηματισμό, ο οποίος παραπάνω από μια ιδεολογική πρόσδεση, παραμένει να ενσαρκώνει μια επιτελική λειτουργία ως προς τη διαχείριση των ροών των εκτοπισμένων, όπως και να χρηματοδοτείται με ικανά κεφάλαια, με σκοπό να παραμένει ένας βάλτος ανθρώπινων ψυχών. Αυτό το πρόβλημα αφορά ένα παζλ, μια κρυπτογραφημένη γραφειοκρατική πίστα, αφορά το ερώτημα: τι θα γίνει με τους αναγνωρισμένους πρόσφυγες που μεταφέρονται στην ενδοχώρα; Μένει να προσδιορίσει ο κρατικός μηχανισμός την άλλη όψη της λεγόμενης αποσυμφόρησης.

*

Το παραπάνω πρόβλημα, αφορά την ιδεολογική πλέον αντίδραση, σε μια λογική συνέπεια ενός θα λέγαμε γραφειοκρατικού μηχανισμού, που έχει εγκλωβίσει χιλιάδες φτωχοποιημένα υποκείμενα για χρόνια σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον. Ο παρών πολιτικός σχηματισμός της Νέας Δημοκρατίας εξασκεί έναν νομιμοποιημένο και θεσμοθετημένο ρατσισμό μέσω πολλαπλών νομοθετημάτων που ψήφισε στο διάστημα μεταξύ του Ιουλίου του 2019 και 2020. Κάποια απ’ αυτά τα νομοθετήματα αφορούν την κατάργηση του κοινωνικού δικαιώματος στην περίθαλψη, μέσω της απαγόρευσης πρόσβασης των αιτούντων ασύλου σε ΑΜΚΑ, τη συνένωση του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής με το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (μια εντυπωσιακή θα λέγαμε συμβολική ιδεολογική κίνηση), και μια γενικότερη πολιτική αποτροπής, που εφαρμόζει η κυριαρχία στις κολάσεις της φιλοξενίας και στα σύνορα. Αποκορύφωμα αυτού στάθηκε ο Φεβρουάριος του 2020, με τη δαιμονοποίηση των εκτοπισμένων και τη χρήση πολεμικού λόγου (η «εισβολή», «η επίθεση του Ερντογάν») και νομιμοποιημένων πυρών εναντίον του, όπως είδαμε να συμβαίνει από την Εθνοφυλακή, το ελληνικό λιμενικό, αλλά και διάφορες εθνικιστικές παράστρατιωτικές ομάδες πολιτοφυλακών. Μια ακόμα όψη ενός επιθετικού ρατσισμού, που βρίσκει αναπαραγωγή και σε κοινωνικές δυνάμεις, εντοπίζουμε φυσικά και στο πλήθος των γεγονότων στη Λέσβο την ίδια περίοδο, που είχαν ως ενοποιητικό χαρακτηριστικό τους το μίσος ενάντια στους πρόσφυγες και σε όσους τους υποβοηθούσαν, σ’ ένα ιδεολογικό πλαίσιο αντεπίθεσης μιας πληγείσας εθνικής και οικονομικής ταυτότητας ενάντια σε όσα την απειλούν. Το παραπάνω, παρά τις αντιθέσεις και τις προσκρούσεις που δημιούργησε στο εσωτερικό του κομματικού μηχανισμού της Ν.Δ, εκφράστηκε σε νομοθετικό επίπεδο με τον πλέον αυταρχικό τρόπο της απαγόρευσης υποβολής αιτημάτων για άσυλο. Ο τρόπος που πραγματώθηκε αυτό, ήταν μια έκτακτη πράξη νομοθετικού περιεχομένου, με ένα σαφές υπόβαθρο εθνικής ιδεολογίας και κατάστασης εξαίρεσης υπό την πολεμική ρητορεία της ασύμμετρης απειλής. [2]

*

Η αποσυμφόρηση από τα νησιά, και η πλέον πρόσθετη συγκυρία της δόμησης μιας ολοκαίνουργιας Μόριας στο Καρά Τεπέ, με τα ίδια χαρακτηριστικά, πλέον περισσότερο πρόχειρη και από πριν, αφορά τη μετακίνηση ενός περιττού πληθυσμού, από ένα προηγούμενο σημείο εγκλωβισμού σ’ ένα νέο σημείο το οποίο μάλιστα βρίσκεται και περισσότερο κοντά στο νερό, μια εμπέδωση του εξορισμού. Παρότι αυτή η μετακίνηση, πέραν του γεωγραφικού της συμβολισμού, αφορά και μια εννοιολογική διαφοροποίηση, με τον μετασχηματισμό από τον «αιτούντα άσυλο» στον «έχων άσυλο», φαίνεται να εκκινεί έναν νέο κύκλο δοκιμασιών για τους εκτοπισμένους αλλά και για τον κρατικό μηχανισμό. Συγκεκριμένα, η πλέον αναγκαστική μετακίνηση για κάποιους/ες από την Μόρια στην Αθήνα, ταυτίζεται με την απώλεια των λεγόμενων cash assistances και της όποιας υποστήριξης, όπως και με έναν ακόμα ξεριζωμό χωρίς καμία ουσιαστικά προετοιμασία. Βλέπουμε και διαβάζουμε προσεχτικά τον Μηταράκη και την επίκληση που κάνει σε διάφορα προγράμματα στέγασης, όπως το Ήλιος και το Εστία. Βλέπουμε από τη μία να απειλεί να τα καταργήσει, και από την άλλη να τα φέρει ως πειστήρια για τον ανθρωπισμό του πολιτικού του σχηματισμού. Ξέρουμε όμως, πως τα συγκεκριμένα προγράμματα τυχαίνει να βρίσκονται την παρούσα στιγμή στον επίσης διωγμό των ενοίκων-εχόντων ασύλου, μιας που η υποστήριξη έχει και σύντομη ημερομηνία λήξης, συγκεκριμένα κρατά περίπου ένα δίμηνο. Εντωμεταξύ, η Νέα Δημοκρατία σφραγίζει τις καταλήψεις, κάνοντας μια ιδεολογική επίδειξη της αποτελεσματικότητας και της συνέπειας της στον προεκλογικό της λόγο, όπου τουλάχιστον μπορεί. Δημιουργεί δηλαδή παραπάνω αστέγους στις πλατείες.

*

Στο πλαίσιο των παραπάνω, η πλατεία της Βικτωρίας αποκτά άρωμα και νοήματα του 2015. Χιλιάδες αναγνωρισμένοι πρόσφυγες βρίσκουν ξανά μια ανάσα γκρίζου, απλώνουν τα υπάρχοντά τους στα πλακάκια. Δείχνουν να ξεκουράζονται. Ο Κώστας Μπακογιάννης στέκει αμήχανος μπροστά στον κίνδυνο να γεμίσουν οι πλατείες με πρόσφυγες, ενώ τα διάφορα πολιτικά φερέφωνά του, κάνουν την άμεση σύνδεση ανάμεσα στην ιδιότητα του πρόσφυγα και στη βρωμιά της μητρόπολης. Σε μια εξάσκηση του δόγματος νόμος και τάξη, παρατηρούμε τους τελευταίους μήνες τη μία αστυνομική επιχείρηση μετά την άλλη στην πλατεία της Βικτωρίας. Βλέπουμε μια αντιφατική συνέπεια της ύπαρξης της φτώχειας στη μητρόπολη. Οι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες επιστρέφονται αναγκαστικά πίσω, σε νέες κολάσεις φιλοξενίας, γίνονται και πάλι α ι τ ο ύ ν τ ε ς, απρόσωπες φιγούρες υπό νομική διερεύνηση και καχυποψία – αναμένοντας αυτή τη φορά μια ευκαιρία να ξεφύγουν απ’ αυτό τον διάχυτο ελληνικό παραλογισμό. Άλλωστε, το ιδιαίτερο γνώρισμα των εκτοπισμένων είναι η εξάλειψη των κοινωνικών σχέσεων που μοιράζονταν στις χώρες καταγωγής τους, και η μετατροπή τους σε μια φιγούρα de facto προλεταριοποιημένη, η οποία έχει χάσει τον αυτόκαθορισμό της, και έχει βρεθεί εγκλωβισμένη, όχι μόνο σε γεωγραφικό πλαίσιο, αλλά σε πλαίσιο ευρύτερων δυνάμεων του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Τώρα βέβαια, οι προσπάθειες των εκτοπισμένων να απεμπλακούν από την κρατικό-ιδιωτική αντιφατική διαχείριση μεταφράζονται σε «σπάσιμο της καραντίνας». [3]

*

Η πλατεία της Βικτωρίας την τελευταία περίοδο ενσαρκώνει στη δημόσια σφαίρα έναν τόνο αντιθέσεων, αποτελώντας μια στιγμή για άσκηση πολιτικής και για αναπαραγωγή ρατσιστικού λόγου. Είδαμε την προσπάθεια παραγόντων της ακροδεξιάς της νέας δημοκρατίας, όπως ο Μπογδάνος, με νεοναζιστές πρωταγωνιστές να φιγουράρουν μαζί για τους δημοσιογραφικούς φακούς, με τη γνωστή τους αμφίεση των «αγανακτισμένων κατοίκων». Παράλληλα, τον Ιανουάριο του 2020, προτού συμβούν όλα τα παραπάνω, διαβάζαμε στην Καθημερινή για την αναβάθμιση της πλατείας μέσω των επενδύσεων real estate, και τον μετασχηματισμό της σε «πόλο επιχειρηματικότητας μετά από τη χρόνια εγκατάλειψή της».[4]

*

Στον επίσημο λόγο γύρω από την εκδίωξη των εκτοπισμένων από την πλατεία Βικτωρίας δεν έλειπε να διαβάσουμε και το πολύ ταιριαστό με τους καιρούς μας υγειονομικό υπόβαθρο. Συγκεκριμένα, μετά την εμφάνιση κρούσματος του Covid-19 στη Μόρια, η απομάκρυνση λαμβάνει τη σημειολογία μιας έκτακτης κατάστασης που έχει μονιμοποιηθεί από τον Μάρτιο στους τόπους εγκλωβισμού των προσφύγων. Μια πολύμηνη καραντίνα στάθηκε η ιδανική ευκαιρία για τη διατήρηση και ενταντικοποίηση της βιοπολιτικής εξουσίας. Μάλιστα, ακόμα και η αποσυμφόρηση των camps παγώνει, ενώ οι διαδικασίες ταυτοποίησης και συνεντεύξεων κινούνται με αργούς ρυθμούς.[5] Μάλιστα, η ίδια η πυρκαγιά του ΚΥΤ της Μόριας τον Σεπτέμβριο προκλήθηκε μετά από το κλείδωμα ατόμων υπόπτων για κρούσματα σε μια αποθήκη. Όμως η κοινωνική πολιτική του ελληνικού κράτους την περίοδο της πανδημίας για τους περισσευούμενους πληθυσμούς, αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο. Θα αρκεστούμε στο να σχολιάσουμε αυτή τη βασική αιχμή της που είδαμε να συμβαίνει και σε ευρωπαϊκό επίπεδο: Κύριες μορφές της στάθηκαν η αναστολή δικαιωμάτων των εκτοπισμένων και η καταδίκη στη σιωπή. Το βασικό επίδικο του ελληνικού κράτους, όπως και άλλων, ήταν –και είναι– η διατήρηση της ασφάλειας. Μάλιστα, ο Μητσοτάκης συνέδεσε άμεσα σε ένα από τα πολλά διαγγέλματά του, την απειλή της πανδημίας, από τη μία με την εισβολή αλλά και με την απλή ύπαρξη των προσφύγων, σε ένα πλαίσιο εθνικού θωρακισμού. [6] Με τα λόγια του υπουργού Μηταράκη, ζήσαμε μια κρίση ασφάλειας, παράλληλα με μια κρίση δημόσιας υγείας.[7] Είδαμε έτσι, πως η έκτακτη συνθήκη για τον γενικό πληθυσμό στάθηκε άνισα περισσότερο έκτακτη για τους εκτοπισμένους, γεγονός που απλώς επιβεβαιώνει αυτό που ήδη γνωρίζουμε.

*

Τα γεγονότα στη πλατεία της Βικτωρίας συμπυκνώνουν, από τη μια, σημειολογία ρατσιστικών κρατικών επιλογών της τελευταίας διετίας, και από την άλλη αποτελούν τη συνέχεια μιας εφαρμοσμένης πολιτικής της καπιταλιστικής κανονικότητας: Τη διαρκή παραγωγή ενός ίδιου αποτελέσματος της αποστασιοποίησης. Αυτά που ορίζουν τις ζωές αυτών των ανθρώπων είναι τα περίπλοκα πρωτόκολλα, τα συρματοπλέγματα και η κατάργηση των δικαιωμάτων τους. Ορίζονται από μια ευρύτερη μονιμοποίηση μιας κατακερματισμένης ταυτότητας ενός «πρόσφυγα», μια προσωποποίηση του σύγχρονου παρείσακτου, τα «απορρίμματα εκτός τόπου», όπως θα έλεγε και ο Z. Bauman. Tα παραπάνω πλέον εισχωρούν και στη συνολικότερη διερεύνηση του παθολογικού, η οποία, μέσω του covid-19, γεννά νέες αντιφάσεις και νέες ρυθμίσεις, οι οποίες με τη σειρά τους δημιουργούν νέες δυνατότητες βύθισης των εκτοπισμένων στο αόρατο.

*

Η πλατεία Βικτωρίας λοιπόν, αποτελεί ένα σύμβολο συγκρουόμενων πραγματικοτήτων και συνενώνει διάφορα επίπεδα του κοινωνικού ανταγωνισμού σε μόλις 50 τετραγωνικά: Τη φιλελεύθερη διαχείριση, την άσκησης βιο-εξουσίας, τον αγώνα για επιβίωση, την αλληλεγγύη και τους αγώνες, τη μόνιμη κλούβα της αστυνομίας στην 3ης Σεπτεμβρίου απέναντι από την πλατεία, τους ακροδεξιούς κατοίκους, τα κεφάλαια που αναμένουν να αξιοποιηθούν.

Όλα αυτά μας θυμίζουν πως η αλληλεγγύη και οι αγώνες δεν πρέπει να μπαίνουν σε lock-down. Εν τέλει όμως, ακόμα παραπάνω μας θυμίζουν το αυτονόητο περιεχόμενο των διεκδικήσεων των εκτοπισμένων. Αυτό που καλούμαστε και οι ίδιοι/ες να σηκώσουμε. Συμπυκνώνεται στο παρακάτω περιεκτικό και απλό σύνθημα: No food, just freedom.


konsouela


[1] Η πλατεία Βικτωρίας γίνεται ξανά χοτ σποτ: «https://www.kathimerini.gr/society/1086518/i-plateia-viktorias-ginetai-xana-hotspot/

[2] http://asylo.gov.gr/wp-content/uploads/2020/03/pnp-anastolh-ths-ypovolis-aithseon-asylou.pdf

[3] «Το έσκασαν 5 άτομα που βρίσκονταν σε καραντίνα». https://www.iefimerida.gr/ellada/koronoios-4-atoma-efygan-apo-domi-metanaston-malakasa

[4] Επενδύσεις στο real estate αλλάζουν την πλατεία Βικτώριας: https://www.kathimerini.gr/economy/local/1058765/ependyseis-sto-real-estate-allazoyn-tin-pl-viktorias/

[5] Mην ξεχνώντας την εφαρμογή του υγειονομικού μέτρου μη ύπαρξης δικηγόρων στο πλαίσιο του να αποφευχθεί ο συγχρωτισμός.

[6] «Το μεταναστευτικό τώρα αποκτά μια νέα διάσταση, καθώς στις ροές προς την Ελλάδα περιλαμβάνονται άνθρωποι από το Ιράν-όπου είχαμε πολλά κρούσματα-και πολλοί διερχόμενοι από το Αφγανιστάν». https://www.tanea.gr/2020/02/27/politics/ektakta-metra-sta-synora-apofasise-to-ypourgiko-symvoulio-syndesi-prosfygikou-kai-koronaiou/

[7] Αποδείχθηκε ότι υπήρχε κρίση δημόσιας υγείας όπως υπήρχε και κρίση ασφάλειας, αιτιολογία για την ΠΝΠ και τα κλειστά κέντρα κράτησης: https://www.mitarakis.gr/gov/migration/1969-dt-yma-nomosxedio-yma-vouli