Όταν με οδήγησαν μέσα απ’ τους τοίχους της φυλακής τα πάντα ήταν εχθρικά και ψυχρά, ακόμα και οι ανθρωποφύλακες είχαν ένα γυάλινο βλέμμα.
Αφού μου δώσαν τα απαραίτητα (μια κουβέρτα, ένα σαπούνι, ένα ξυραφάκι) για να επιβιώσω μέσα στη φυλακή, με οδήγησαν σ’ έναν μεγάλο διάδρομο. Παντού βασίλευε νεκρική σιγή. Όταν είδα όλες αυτές τις πόρτες, που η καθεμιά είχε το νούμερό της, κλειστές, τη μια μετά την άλλη σαν συρτάρια κάποιου νεκροτομείου (πίσω απ’ όλες αυτές τις πόρτες υπήρχαν άνθρωποι που ζούσαν μέσα στη μοναξιά και την τυραννία των κελιών)· όταν κατάλαβα πως στη φυλακή απλώς επιβιώνεις, γιατί δεν μπορείς να ζήσεις· όταν ανακάλυψα τι με περίμενε, τότε συνειδητοποίησα τι σημαίνει να χάνεις την «ελευθερία» σου.
Ο ανθρωποφύλακας ξεκλείδωσε μια πόρτα, μπήκα στο δωμάτιό που θα γινόταν το κελί μου: 5 μέτρα υγρασίας επί 5 μέτρα ψύχους. Οι τοίχοι γύρω μου απέπνεαν δυστυχία και πόνο. Όταν ξανάκλεισε η πόρτα νόμιζα πως έκλεισε κάποια ταφόπλακα.
Δεν έχω τύψεις για όσα έχω κάνει. Το να μετανιώνει κανείς σημαίνει πως έχει κάνει λάθος.
Όλη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Το πρωί η πόρτα άνοιξε για τη διανομή του πρωινού. Το κελί μού φαινόταν ακόμα πιο βρώμικο και οι ξεβαμμένοι τοίχοι του ήταν γεμάτοι ορνιθοσκαλίσματα, κοινότοπα μηνύματα από ανθρώπους που είχαν μοναδικό εξομολογητή τους τους τοίχους. Απ’ το παράθυρο είδα τον τοίχο που ήταν το μοναδικό εμπόδιο που με χώριζε απ’ την «ελευθερία» μου. Οι σκέψεις μου είχαν ήδη αρχίσει τα ταξίδια.
Συμπέρανα πως, απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή που κλείνεται μέσα ο κρατούμενος, θεωρείται ανύπαρκτος. Εκτός απ’ την ελευθερία του, χάνει και το δικαίωμά του να εκφράζεται.
Οι περισσότερες συζητήσεις μας είναι ανούσιες. Περπατάμε σ’ ένα τσιμεντένιο προαύλιο σαν μαριονέτες, χωρίς λόγο, χωρίς σκοπό, εκτός απ’ το να περιμένουμε την επόμενη μέρα για να ξανακάνουμε τα ίδια. Δεν κάνουν τίποτα για την επανένταξή μας στην κοινωνία. Αυτοί που όντως θέλουν ν’ αλλάξουν και να διορθωθούν δεν έχουν καμία ευκαιρία. Οι κρατούμενοι είναι αντικείμενα εκμετάλλευσης και μάλιστα με τη συναίνεση της διεύθυνσης και όλου του συστήματος. Όσοι μπήκαν φυλακή χωρίς χρήματα, ξαναβγαίνουν στην ίδια κατάσταση, και η μόνη λύση που έχουν είναι να κάνουν κι άλλο έγκλημα για να καταφέρουν να επιβιώσουν.
Ψυχολογικά η φυλακή είναι καταστροφική, και η ιατρική περίθαλψη ανύπαρκτη. Η πειθαρχία είναι σκληρή και σπάνια καταφέρνω να μένω ψύχραιμος μπροστά στις ηλίθιες διαταγές τους.
Τον Χειμώνα είναι ακόμα πιο δύσκολα. Βόλτες μέσα στο λασπωμένο προαύλιο, βροχή, υγρασία και κρύο στα κελιά, κι από πάνω η θλίψη που νιώθεις. Αφού η κοινωνία δέχεται να ζούμε σε τέτοιες αξιοθρήνητες συνθήκες με κάνει να συνεχίζω να επαναστατώ. Πάντα θα μισώ αυτήν την κοινωνία που μας στερεί κάθε ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Γνώρισα ανθρώπους που είναι πάνω από 10 χρόνια μέσα στη φυλακή. Απορώ πώς μπορεί κάποιος άνθρωπος να δεχτεί μια τέτοια καταδίκη που για μένα είναι χειρότερη κι απ’ τον θάνατο. Πώς μπορούν δυο μάτια για δέκα ολόκληρα χρόνια να βλέπουν μόνο τους ψυχρούς τοίχους του κελιού; Πώς γίνεται για ολόκληρα χρόνια να μην ακούς τους θορύβους της ζωής; Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να δεχτεί τη ζωή, ενώ οι αισθήσεις του είναι νεκρές; Ολόκληρα χρόνια στη φυλακή καταρρίπτουν κάθε άλλοθι της κοινωνίας που υποχρεώνει τον καταδικασμένο να ζει. Σημαίνει να επιβάλεις σ’ έναν άνθρωπο αυτό που κανένα ζώο δεν θα άντεχε χωρίς να τρελαθεί. Σημαίνει πως αυτός ο άνθρωπος είναι αναγκασμένος να δημιουργήσει έναν κόσμο φανταστικό για να καταφέρει να επιβιώσει. Είμαι σίγουρος πως αν τύχει και βρεθώ σε τέτοια κατάσταση δεν θα το δεχόμουνα, θα προτιμούσα να ρισκάρω τα πάντα, ακόμα και τη ζωή μου, για να ξαναβρώ την ελευθερία μου, παρά να βλέπω (ώρα με την ώρα, μέρα με τη μέρα) το πνεύμα μου να εκφυλίζεται και το μέλλον μου να γίνεται αρνητικό.
Ο μόνος σκοπός της φυλακής είναι να καταστρέφει όποιον περάσει την πόρτα της. Εδώ και χρόνια αναγγέλλουν διάφορες μεταρρυθμίσεις, αλλά οι κυβερνητικές υποσχέσεις είναι δολώματα στην προσπάθειά τους να μας ξεγελάσουν. Η κοινωνία είναι φτιαγμένη έτσι που δεν θέλει να μάθει την αληθινή κατάσταση των φυλακών της. Το ότι άνθρωποι παίρνουν ναρκωτικά, αυτοκτονούν ή πεθαίνουν από ψυχικό μαρασμό μέσα στη φυλακή είναι κάτι που δεν ενδιαφέρει καθόλου την κοινωνία. Οι τοίχοι έχουν αρκετό πάχος και ύψος ώστε να μην ακούει κανείς έξω απ’ αυτούς τις κραυγές του μίσους και της απελπισίας. Για το μόνο που ενδιαφέρεται η κοινωνία είναι να έχει ήσυχη τη συνείδησή της. Πρέπει να δει κανείς πώς είναι η ζωή μέσα στη φυλακή, για να καταλάβει ότι και η ίδια η κοινωνία κάνει το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών της με τον πιο ύπουλο τρόπο. Τα διαπίστωσα όλ’ αυτά εδώ και αρκετό καιρό, κι έτσι δεν νιώθω τύψεις για τη ζωή που διάλεξα. Ήξερα πως η φυλακή δεν θα με κάνει να σκύψω το κεφάλι. Γιατί πάντα ένιωθα και ήμουν μαχητής, έτοιμος να πολεμήσω την εσωτερική αδικία. Ακόμα και τώρα, μέσα στη φυλακή, νιώθω ελεύθερος.
Οι νόμοι ισχύουν μόνο στα χαρτιά. Αγνοούνται συστηματικά απ’ όλους εκείνους που είναι υπεύθυνοι για την εφαρμογή τους. Μια απλή λέξη καταδικάζει ένα άνθρωπο να περάσει πολλά χρόνια στη φυλακή, ένα απλό «λάθος» σε μια κατάθεση θα έπρεπε να στέλνει στη φυλακή όσους κάνουν τέτοια «λάθη». Αλλά η κοινωνία έχει δικαίωμα να κατηγορεί έχοντας ήσυχη τη συνείδησή της. Έχει το δικαίωμα να κάνει «λάθη», όπως και οι μπάτσοι έχουν το δικαίωμα στη βία.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος των φυλακών είναι ότι, αφού χτιστούν, δεν μπορούν να μείνουν άδειες. Έτσι κλείνουν μέσα τον οποιονδήποτε. Τους «επικίνδυνους» τους κατασκευάζουν. Η υπερβολική καταπίεση έχει καταστροφικά αποτελέσματα. Γιατί όταν στερούν σ’ έναν άνθρωπο καταδικασμένο σε μακροχρόνια φυλάκιση μια σχετικά φυσιολογική ζωή, τότε αυτός έχει δύο επιλογές: να αφεθεί στη μοίρα του ή να εξεγερθεί. Η εξέγερση βολεύει το σύστημα γιατί βρίσκει το άλλοθι που χρειάζεται για να δικαιολογεί την καταπίεση. Αλλά πίσω από κάθε εξέγερση υπάρχει κάποιος φυλακισμένος που έχει αδικηθεί. Ένας άνθρωπος δεν μπορεί να δεχτεί την ισόβια απομόνωση. Δεν μπορεί να δεχτεί τον πνευματικό του θάνατο. Ολομόναχος, χωρίς ελπίδα, είναι ικανός να φτάσει στα άκρα, να κάνει τα πιο ακραία κι ανατριχιαστικά πράγματα.
Δεν έχει σημασία η ποινή μου, δεν με νοιάζει η ποινή μου. Είναι το αποτέλεσμα της ζωής που διάλεξα μόνος μου. Μπροστά τους δεν έσκυψα, ούτε θα σκύψω ποτέ το κεφάλι. Αναλαμβάνω όλες τις ευθύνες μου και θα δεχτώ να πληρώσω το τίμημα. Όσο σκληρή και να ‘ναι η αλήθεια, δεν φοβάμαι να την κοιτάξω κατάματα.
Από μικρός έβλεπα πολέμους που κάναν οι «μεγάλοι» στ’ όνομα της ελευθερίας. Έβλεπα τον θάνατο και τον πόνο παντού. Κάθε μέρα άνθρωποι σ’ όλον τον κόσμο σφάζονται, δολοφονούνται, βιάζονται, προδίδονται, βασανίζονται, στο όνομα ενός ιδανικού που επινόησαν για να δικαιολογούν τις πράξεις τους. Μπροστά σ’ όλους τους δικαστές μου και γενικά σ’ όλους τους κατήγορούς μου μένω αδιάφορος αν μου μιλούν για σεβασμό προς τη ζωή.
Όποιος περάσει την πόρτα της φυλακής, μένει σ’ όλη του τη ζωή σημαδεμένος ό,τι κι αν κάνει, όσο κι αν προσπαθεί να ξαναπάρει τη θέση του στην κοινωνία. Η κοινωνία είναι εκδικητική – ένας πρώην κατάδικος δεν μπορεί ποτέ να ξοφλήσει το χρέος του, έστω κι αν το ‘χει πληρώσει. Του απαγορεύουν να πηγαίνει σε ορισμένα μέρη, του αρνούνται το δικαίωμα ψήφου, τον βάζουν όμως να πληρώνει φόρους και τον επιστρατεύουν όταν έχει πόλεμο. Του αναγνωρίζουν το δικαίωμα να πληρώνει ή να πεθαίνει για την πατρίδα του, όχι όμως να διαλέγει την κοινωνία στην οποία θέλει να ζήσει. Πάντα θα είναι ένας «αποφυλακισμένος». Ο άνθρωπος που δεν έχει δικαίωμα ν’ αποφασίζει είναι μισός άνθρωπος. Ή θα υποταχτεί ή θα εξεγερθεί. Εγώ διάλεξα την εξέγερση κι οι απαγορεύσεις της κοινωνίας από τότε μου είναι αδιάφορες. Παραβίασα με τη θέλησή μου τους νόμους της, κι έζησα έξω απ’ αυτούς. Μπορεί ν’ αναγνωρίζω το δικαίωμα να με καταδικάζει, όχι όμως και το δικαίωμα να με κρίνει.
Δεν έχω τύψεις, ούτε μετανιώνω για τίποτα. Εύχομαι όμως, αυτή η κοινωνία να φροντίσει για τη μοίρα αυτών που είναι άδικα στη φυλακή – το έγκλημα δεν δικαιολογεί πάντα την τιμωρία. Η φυλακή είναι το σχολείο του εγκλήματος. Αυτοί οι άνθρωποι χρειάζονται κάποια ελπίδα. Το να τους δώσει κάποιος το χέρι είναι πιο αποτελεσματικό απ’ το να τους δέσει με χειροπέδες. Όταν κλείνει η πόρτα του κελιού δεν λύνεται το πρόβλημα της εγκληματικότητας.
Γι’ αυτούς υπάρχει ακόμα καιρός.
Πουζιαρίτης Χρυσοβαλάντης
Δικαστικές φυλακές Διαβατών