H τρέλα δεν πάει στα βουνά… Ρίχνει αεροπλάνα…

Κάθε πολύνεκρο δυστύχημα πρέπει να αποδίδεται κάπου. Η ανθρώπινη δυστυχία έχει ανάγκη να επιρρίπτει ευθύνες. Της είναι ευκολότερο να φυσικοποιεί το αίτιο της ύπαρξής της, να βρίσκει αποδιοπομπαίους τράγους που θα προσωποποιήσουν το θύτη και δεν θα την αφήσουν να αναρωτιέται. Πόσο μάλλον όταν μπαίνει ο θάνατος στη μέση…

Η συντριβή του αεπλάνου airbus A319 στις 24 Μαρτίου, στις γαλλικές Άλπεις κόστισε τη ζωή σε 149 άτομα. Αυτό είναι ένα γεγονός. Έπρεπε να βρεθεί η αιτία. Αποκλείστηκε η πιθανότητα «τρομοκρατικής επίθεσης» και τελικά, οι ειδικοί κατέληξαν στο ότι πρόκειται για εσκεμμένη συντριβή, από πλευράς του συγκυβερνήτη, ο οποίος φαίνεται να είχε βεβαρημένο ιατρικό (ψυχιατρικό δηλαδή) ιστορικό. Και κάπου εδώ, για να χρησιμοποιήσουμε ψυχιατρικούς όρους, αρχίζει το «παραλήρημα».

Τα ΜΜΕ μπορεί να είναι η φωνή του κράτους, είναι όμως και η αποτύπωση της κοινωνίας. Ειδικά σχετικά με τέτοιου είδους κοινωνικά-εγκληματολογικά θέματα, τα ρεπορτάζ των δελτίων ειδήσεων και τα άρθρα των (ενημερωτικών και μη) blogs, ενσωματώνουν τα κανιβαλικά ένστικτα της κοινωνίας, νομιμοποιημένα πλήρως και σαφώς ενισχυμένα με την απαιραίτητη δόση κλειδαρότρυπας. Η ανάγκη για κουτσομπολιό και αποκαλύψεις δεν αποσβαίνεται από την παρουσία του θανάτου, αντιθέτως σε αυτή την περίπτωση, εμπλουτίζεται και από νέα χαρακτηριστικά, την ανάγκη για διαλεύκανση του μυστηρίου, για εκμηδένιση της προσωπικότητας του «εγκληματία»-θύτη και φυσικά, για δημόσιο και γοερό θρήνο. Τόσοι θάνατοι γίνονται θέαμα και αποφέρουν χρήμα σε μία αδηφάγα βιομηχανία αναπαραγωγής εικόνων, κανονικοτήτων και ιδεολογημάτων.

Στη περίπτωση της συντριβής του Airbus, τα πράγματα πήγαν όπως ακριβώς χρειαζόταν, με την επιπρόσθετη, ωστόσο, συμβολή της αυθεντίας του επιστημονικού λόγου ενός εξαιρετικά αμφίβολου κλάδου της ιατρικής. Αυτού της ψυχιατρικής. Ενός κλάδου που λαμβάνει με υπερηφάνεια το ρόλο του κοινωνικού κανονικοποιητή, κατηγοριοποιώντας, παθολογικοποιώντας και περιχαρακώνοντας την ανθρώπινη διαφορετικότητα σύμφωνα με τους νόμους της κοινωνικής ευταξίας. Η ψυχιατρική έχει την αρμοδιότητα και την υποχρέωση να ορίζει τι θεωρείται παθολογικό και πώς αυτό αντιμετωπίζεται θεραπευτικά, ωστόσο, σε μία ιδιαίτερα γκρίζα ζώνη της ανθρώπινης ολότητας. Δεν αναφέρεται στο σώμα, το οποίο έχει εξ’ ολοκλήρου μελετηθεί μέσα από την ανατομία και τα υγρά του, αλλά προσπαθεί να ελέγξει κάτι πιο περίπλοκο, την ανθρώπινη συμπεριφορά, τα συναισθήματα, τον τρόπο αντίληψης και επικοινωνίας, τον τρόπο κοινωνικοποίησης των ατόμων. Προσπαθεί επί χρόνια πολλά να εξερευνήσει τον ψυχισμό βάσει ιατρικής γλώσσας, να επικυρώσει την κυρίαρχη ανάγκη για προβληματικές συμπεριφορές, συστήνοντας ταυτόχρονα και ένα παγιωμένο σύστημα ηθικής και αξιών που ουσιαστικά, τη θεσμοθετεί. Φαύλος κύκλος.

Βρήκαν πάτημα και χρόνο λοιπόν, σε τηλεοπτικούς δέκτες και ενημερωτικά sites, οι διάφοροι επιστήμονες ψυχίατροι, οι οποίοι ουσιαστικά κλήθηκαν να κάνουν διάγνωση σε έναν νεκρό και να περιγράψουν πιθανά σενάρια αντιδράσεων ενός παρανοϊκού μυαλού, ποσοτικοποιώντας την ανθρώπινη συμπεριφορά, ιατρικοποιώντας τα χαρακτηριστικά της με μόνο κριτήριο τα δικά τους διαγνωστικά εγχειρίδια, στα οποία η άρνηση ή αντίσταση απέναντι στην αυθεντία του ιατρού θεωρείται σύμπτωμα ψυχικής διαταραχής…Κι όποιος κατάλαβε κατάλαβε…

Φυσικά, δε μπορούμε να αφορίσουμε τη δυστυχια που προκάλεσε η τραγωδία αυτή, ούτε να πάρουμε θέση υπέρ κάποιου. Η κροκοδείλια υποκριτικότητα όμως με την οποία τα μέσα ενημέρωσης καταπιάνονται με τα τραγικά αυτά περιστατικά, μόνο προβληματισμό μπορεί να προκαλέσει όσον αφορά τις ηθικές αξίες που προωθούν και το αίσθημα ασφάλειας το οποίο με πάθος ευαγγελίζονται. Οι παρουσιαστές κραυγάζουν για παραπάνω εξετάσεις και ψυχομετρικά τεστ στις αεροπορικές εταιρίες. Ο ψυχικός πόνος για ακόμη μία φορά ταυτίζεται αυταπόδεικτα με την επικινδυνότητα παύοντας να αποτελεί ένα ακόμα χαρακτηριστικό στη γκάμα των ανθρωπίνων συμπεριφορών. Ο συγκυβερνήτης Λούμπιτς ήταν «ψυχικά ασθενής», άρα κανένας λογικός άνθρωπος δεν αναπτύσσει την ανάγκη να ταυτιστεί μαζί του κι αυτό είναι κάτι που βολεύει, καθώς λειτουργεί περιθωριοποιητικά για άτομα ψυχιατρικά διαγνωσμένα, αλλά παράλληλα προσφέρει κι ένα νομιμοποιημένο εξιλαστήριο θύμα. Άτομα σαν κι αυτόν δεν επιτρέπεται να δουλεύουν, παρά στιγματίζονται και ακινητοποιούνται από τις κοινωνικές διαδικασίες, αφού μπορεί –ίσως, κάπου, κάποτε– κάποια στιγμή να παρουσιάσουν βίαιες αντιδράσεις και επιθετικότητα. Ενώ οι υπόλοιποι όχι;

Δεν υπάρχει περίπτωση, προφανώς, να λάβουμε θέση υπέρ της ηρωικής μαλακίας του Λούμπιτς, που στοίχισε τη ζωή άλλων 148 ανθρώπων, είτε αυτός βίωνε ψυχικό πόνο, είτε όχι, είτε έπαιρνε φάρμακα, είτε όχι. Παρόλα αυτά, δεν γίνεται να μη σταθούμε στους τηλεοπτικούς αφορισμούς, στη μιντιακή υποκρισία, που δεν κάνει τίποτε άλλο με τον τρόπο αυτό από το να ευνοεί τη δαιμονοποίηση της απόκλισης, που δεν είναι παρά ολόδικό της κατασκεύασμα, το στιγματισμό του ψυχικού πόνου, την ενοχοποίηση του βιώματος της ψυχικής δυσφορίας.

Ανεμόσκαλα σε παθογεννηματική κατάσταση