Η μεταναστευτική κίνηση από χώρες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής με τελικό προορισμό την Ευρώπη αποτελεί σύνηθες φαινόμενο στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, μιας χώρας που διαθέτει εκείνα τα χερσαία και υδάτινα περάσματα προκειμένου να γίνει εφικτή η είσοδος προσφύγων και μεταναστών στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Το χειμώνα του 2015, παρουσιάστηκε αύξηση της μεταναστευτικής ροής, με τον αριθμό των μεταναστών να ξεπερνά τις εξακόσιες χιλιάδες, οπότε και δημιουργήθηκε στο ελληνικό κράτος η «ανάγκη», στο πλαίσιο πάντα της ευρωπαϊκής πολιτικής, της δημιουργίας του πρώτου hotspot στο νησί της Λέσβου. Για τη διαμόρφωση του πρώτου hotspot η Ελλάδα ακολούθησε το πρότυπο της Ιταλίας, η οποία είχε ήδη ξεκινήσει εργασίες για το χτίσιμο hotspot σε τέσσερα λιμάνια, με κύριο αυτό της Λαμπεντούσα.
Σκοπός των hotspots, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι η ταυτοποίηση, καταγραφή και λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων των νεοεισελθέντων στην χώρα, παράλληλα με το αρχικό σχέδιο της υλοποίησης του προγράμματος μετεγκατάστασης σε άλλα κράτη-μέλη των αιτούντων άσυλο. Προς αυτή την κατεύθυνση συνεργάζονται η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO), ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Frontex), ο Οργανισμός Αστυνομικής Συνεργασίας της ΕΕ (Europol) και η Υπηρεσία Δικαστικής Συνεργασίας της ΕΕ (Eurojust). Πρόκειται δηλαδή για Οργανισμούς και Υπηρεσίες που δρουν με κύριο σκοπό την προάσπιση της εσωτερικής ασφάλειας της χώρας και κατ’ επέκταση της Ευρώπης από «παράνομους λαθρομετανάστες», παρά με ανθρωπιστικά κίνητρα. Όπως εξάλλου είχε δηλώσει χαρακτηριστικά και ο Υπουργός Εξωτερικών του Λουξεμβούργου, Jean Asselborn, με αφορμή τη δημιουργία του πρώτου hotspot στην Ελλάδα σε επίσκεψή του στη χώρα, σκοπός των hotspots είναι «να ξέρουμε ποιος έρχεται και μας χτυπάει την πόρτα».
Σήμερα τα hotspots μαζί με τα κέντρα «φιλοξενίας» στη χώρα ξεπερνούν τα σαράντα, με τους περισσότερους πρόσφυγες και μετανάστες να είναι συγκεντρωμένοι εκτός από την Ειδομένη, στη Λέσβο, τη Χίο, το Σχιστό, τον Πειραιά και το Πολύκαστρο της Νέας Καβάλας στο Κιλκίς και αλλού.
Όσον αφορά στις συνθήκες διαβίωσης στα hotspots και κέντρα «φιλοξενίας», μία φωτογραφία από τους χώρους αυτούς αρκεί για να αποτυπώσει τις άθλιες συνθήκες που επικρατούν και άκρως απέχουν από τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που η Ευρωπαϊκή Ένωση υπόσχεται ότι διασφαλίζει βάσει του Ευρωπαϊκού Χάρτη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Στις προκάτ κατασκευές όπου στοιβάζονται δεκάδες άνθρωποι συνήθως κατηγοριοποιημένα σύμφωνα με την εθνικότητά τους οι συνθήκες υγιεινής εκλείπουν, ενώ τα camps μετατρέπονται σε λασπότοπους κάθε φορά που οι καιρικές συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές. Η αναφορά στην ποιότητα του φαγητού, στην έλλειψη ζεστού νερού, στην ελλιπή ιατρική περίθαλψη και στην απουσία χώρων για παιδικό παιχνίδι είναι δευτερεύουσας σημασίας σε σύγκριση με την αναφορά στους επικεφαλής της λειτουργίας των χώρων αυτών. Συγκεκριμένα, για την προσωρινή φιλοξενία χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών στα προαναφερόμενα στρατόπεδα επιστρατεύτηκε το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και τη στελέχωσή τους ανέλαβε ο στρατός. Έτσι, το υγειονομικό τμήμα πολλών camps πλαισιώνουν στρατιωτικοί και αστυνομικοί γιατροί ενώ τα τμήματα σίτισης αναλαμβάνουν κινητά μαγειρεία των Ενόπλων Δυνάμεων προκειμένου να διατίθεται το προβλεπόμενο συσσίτιο στους πρόσφυγες . Χαρακτηριστική εξάλλου είναι η άρνηση του στρατού πολλές φορές να δεχτεί τη συνδρομή αλληλέγγυου κόσμου σχετική με προσφορά ρουχισμού μέχρι ιατρικών γνώσεων, με την αιτιολογία ότι απαιτείται η έγκριση του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας!
Εξίσου αξιοσημείωτη και προφανώς στρατηγικής για την κυβέρνηση σημασίας είναι η κάθε τοποθεσία που επιλέχθηκε είτε να ανοιχθεί ένας ήδη υπάρχων χώρος, είτε να κατασκευαστεί ένας νέος καταυλισμός για τη «φιλοξενία» προσφύγων και μεταναστών. Οι περισσότεροι χώροι, εξαιρουμένων αυτών στην Αττική, βρίσκονται στην ύπαιθρο και απέχουν πολλά χιλιόμετρα από τα αστικά κέντρα δραστηριοτήτων.
Πρόκειται προφανώς για μια κυβερνητική τακτική, στα πλαίσια της λογικής της απομόνωσης και της κατάστασης εξαίρεσης, με σκοπό να αποκόψει τους πρόσφυγες και μετανάστες από κάθε κοινωνικό ιστό, να τους περιχαρακώσει μέσα σε συρματοπλέγματα και ουσιαστικά να τους καταστήσει αφανή σώματα χωρίς ελπίδα ένταξης στην ελληνική κοινωνία. Πρόσφυγες και μετανάστες βρίσκονται αποκομμένοι από κάθε δυνατότητα κοινωνικής δραστηριότητας και οικονομικής ενεργοποίησης. Αντιπροσωπευτικές και επόμενες της απομόνωσης που βιώνουν σε αυτούς τους χώρους είναι οι προσπάθειες εξόδου, που προσομοιάζουν με απόδραση, από τα κέντρα αυτά και η περιπλάνησή τους στις εθνικές οδούς με κατεύθυνση τα σύνορα ή τις μεγάλες πόλεις.
Αξίζει να επισημανθεί ότι στις απομακρυσμένες αυτές περιοχές όπου στήνονται τα camps, δεν είναι λίγοι οι επιτήδειοι επιχειρηματίες που εκμεταλλεύονται το μονοπώλιο που έχουν στην περιοχή με σκοπό να θησαυρίσουν εις βάρος των προσφύγων και μεταναστών που καλύπτουν τις βασικές τους ανάγκες.
Την κατάσταση της απομόνωσης και του εγκλεισμού επιδεινώνει η πρόσφατη μετατροπή πολλών ανοιχτών κέντρων καταγραφής σε κλειστά κέντρα κράτησης, με την αρχή να έχει γίνει στη Λέσβο και τη Σάμο και τον αλληλέγγυο κόσμο και τις ΜΚΟ να αποχωρούν από αυτά.
Εξάλλου, η αρχική καταγραφή και η διαμονή των μεταναστών στα camps διευκολύνει την κυβέρνηση ως προς την οργάνωση των απελάσεων προς την Τουρκία, που ηδη έχουν αρχίσει στη Λέσβο. Άξια επίσης, αναφοράς και πραγματικά κωμικοτραγικά είναι τα μέσα τα οποία επιστρατεύει η κυβέρνηση προκειμένου να πείσει τους πρόσφυγες και μετανάστες να εγκαταλείψουν την Ειδομένη, το λιμάνι του Πειραιά και άλλες πλατειές μεγάλων πόλεων, να επιβιβαστούν σε πούλμαν και να μεταφερθούν στα απόμακρα camps. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το δεκαεξασέλιδο, τετράγλωσσο φυλλάδιο που πρόσφατα μοιράστηκε στους τελευταίους από το Υπουργείο Ναυτιλίας και το Λιμενικό Σώμα στο λιμάνι του Πειραιά, με σκοπό την πειθώ τους.
Το συγκεκριμένο φυλλάδιο παρουσιάζει την κατάσταση στα camps σχεδόν ιδανική και περιέχει εκτός από φωτογραφίες από χαρούμενα προσφυγόπουλα, ψευδείς πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία των camps (π.χ. ότι πρόκειται για κέντρα φιλοξενίας και όχι κράτησης, χωρίς την ανάμειξη του στρατού κ.α). Έτσι, γίνεται προσπάθεια προκειμένου πρόσφυγες και μετανάστες να εξαναγκαστούν να μεταφερθούν σε αυτούς τους χώρους, δημιουργώντας τους την εντύπωση ότι είναι η μόνη έμπιστη και ασφαλής επιλογή που έχουν προκειμένου να τους χορηγηθεί άσυλο, να μετεγκατασταθούν σε άλλη χώρα της Ε.Ε στις περιπτώσεις που προβλέπεται ή να επανενωθούν με μέλη της οικογενείας τους. Το φυλλάδιο αυτό μόνο σαν φάρσα θα μπορούσε να εκληφθεί καθώς κάθε του πρόταση προκαλεί γέλιο. («…στα camps θα συναντήσετε κρατικές υπηρεσίες για να σας βοηθήσουν …και την αστυνομία για να σας προστατεύει..», «Μην χάνετε το κουράγιο σας, είμαστε μαζί σας, σας αγαπάμε..»)
Η νέα ευρωπαϊκό-τουρκική συμφωνία που προβλέπει μεταξύ άλλων και την επανεγκατάσταση 72.000 προσφύγων, δε φαίνεται να μεταβάλλει την πολιτική της κυβέρνησης σχετικά με τη διαχείριση των χιλιάδων εγκλωβισμένων στη χώρα.Έμπρακτη απόδειξη αποτελεί το κέντρο «φιλοξενίας» προσφύγων και μεταναστών που δημιουργήθηκε πρόσφατα στην περιοχή του Σκαραμαγκά και είναι υπό τη διαχείριση του Πολεμικού Ναυτικού. Σε αυτό έχουν ήδη αρχίσει να μεταφέρονται οι χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες που βρίσκονται στον Πειραιά.
Τα κέντρα «φιλοξενίας» αποτελούν ακόμη ένα έκτρωμα της ελληνικής κυβερνητικής πολιτικής με τη συναίνεση και την οικονομική στήριξη της Ε.Ε, οι οποίες από κοινού αντιμετωπίζουν πρόσφυγες και μετανάστες σαν αριθμούς και όχι ως ανθρώπινες οντότητες. Ωστόσο, όσο τα ανθρώπινα δικαιώματα καταπατώνται, όσο η ανθρώπινη αξιοπρέπεια υποβιβάζεται και όσο άνθρωποι που έχουν διασχίσει ηπείρους σε ένα ταξίδι για την επιβίωση βρίσκονται έγκλειστοι να περιφρουρούνται από ένστολους, καμία δυτικοευρωπαϊκή κοινωνία δεν μπορεί να περηφανεύεται για το σύγχρονο πολιτισμό της.