Στις 6 Δεκέμβρη 2008, η δολοφονία του 15χρονου έφηβου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από το όπλο του αστυνομικού ειδικού φρουρού Επαμεινώνδα Κορκονέα σηματοδότησε μια νέα κατάσταση στα κοινωνικά και πολιτικά πράγματα της χώρας μας (και όχι μόνο). Σύσσωμη η νεολαία της Ελλάδας ξεσηκώθηκε, από τον Έβρο ως την Κρήτη, γεμάτη οργή η οποία ξεπέρασε ακόμη και το ίδιο το γεγονός της δολοφονίας. Εξεγέρθηκε βλέποντας ότι ζει σ’ ένα ευνουχισμένο παρόν, ατενίζοντας ένα ζοφερό έως ανύπαρκτο μέλλον.
Αυτή η εξέγερση, ξεκινώντας ενάντια στους μπάτσους, στην ουσία επιτέθηκε σ’ ολόκληρο το οπλοστάσιο του καπιταλιστικού κράτους που βρίσκεται σε κρίση: στην όξυνση της επιτήρησης, την ποινική διαχείριση της κοινωνικής ανασφάλειας, το δόγμα της «μηδενικής ανοχής», τη βία της κοινωνικής απορρύθμισης. Η μαζικότητα αυτής της πανελλαδικής εξέγερσης, η επέκταση της σαν πυρκαγιά σε αναπάντεχα στρώματα του πληθυσμού και σε ηλικίες, το ανυποχώρητο πείσμα της και η οργή της, αλλά και η σιωπηρή συναίνεση που για πρώτη φορά απέσπασε ακόμη και από εκείνους που δεν συμμετείχαν εξαρχής, δημιούργησε αυτόματα ένα μέτρο σύγκρισης με μεγάλα παγκόσμια ιστορικά γεγονότα όπως ο Μάης του ’68 και το πολυτεχνείο του ’73. Η εξέγερση του Δεκέμβρη το 2008 πλήγωσε πολύ σοβαρά το «θηρίο» σε τοπικό επίπεδο, και έφερε σκεπτικισμό και ανασφαλή ερωτηματικά σε διεθνές. Από τότε μέχρι σήμερα, οι διεθνείς ανταγωνισμοί οξύνθηκαν και η οικονομική κρίση (τεχνητή από τον ίδιο τον καπιταλισμό για να κερδοσκοπήσουν οι αγορές των τραπεζών) έχει υποσκάψει την ήδη σαθρή και καταταλαιπωρημένη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Πρόκειται αναμφίβολα για βαναυσότητα, και όταν υπάρχει βαναυσότητα αυτόματα αναπτύσσεται και το αίσθημα της εκδίκησης από την πλευρά των καταδικασμένων. Και η εκδίκηση σε μια τέτοια κατάσταση είναι πέρα για πέρα νόμιμη. Αυτό είναι και το διαχρονικό νόημα της εξέγερσης του Δεκέμβρη του 2008. Έχουμε δύο επιλογές. Ή θα βγούμε για τα καλά και χωρίς πισωγυρίσματα στο προσκήνιο της ιστορίας, παίρνοντας επιτέλους την τύχη μας στα χέρια μας από τα δικά τους, ή θα βυθιστούμε για μια ακόμη φορά στα πιο μαύρα σκοτάδια της εκμηδένισής μας. Γιατί το ζήτημα δεν είναι αν ζούμε περισσότερο ή λιγότερο φτωχά, αλλά ότι ζούμε με έναν τρόπο και σε ένα σύστημα που μας διαφεύγει πώς είναι πραγματικά η ζωή.
Αν έχουν καταφέρει να μας μετατρέψουν σε έναν λαό «αμαθή», ελαφρύ επιπόλαιο, μεγαλωμένο μέσα στο φόβο, την υποκρισία, τη δολιότητα, το ψέμα, αναθρεμμένους μέσα στον ατομισμό, την ίντριγκα, την κολακεία, την τσιγκουνιά, την αισχροκέρδεια και δεν αποβάλλουμε εκείνα τα «προβατίσια» ένστικτα και συνήθειες τα οποία (μας) χάραξαν στο μυαλό ολόκληροι αιώνες εθελοντικής και μη σκλαβιάς, τότε είναι πολύ πιθανόν αντί μιας μαζικής λαϊκής αντίδρασης στα μέτρα κατά της οικονομικής επίθεσης-κρίσης, να βρεθούμε σε μια κατάσταση που ούτε ο Αδόλφος Χίτλερ δεν είδε στα πιο ποθητά όνειρά του. Σε μας εναπόκειται να αποδείξουμε το αντίθετο.
Όπως λέει και ο ποιητής: «εγώ κι εσύ και τα εκατομμύρια τιποτένιοι σαν και σένα και σαν εμένα. Υποκριτές, φιλόδοξοι, μικρόψυχοι, εγωιστές, δειλοί εμείς κρατάμε μες στα ένοχα παράφορα τούτα χέρια τις τύχες του κόσμου. Να το θυμάσαι αυτό».