Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, άμα τη αναλήψει των καθηκόντων της, επανέλαβε ό,τι είχε διαδηλώσει στην προεκλογική περίοδο: πως θα προχωρήσει σε μια περήφανη διαπραγμάτευση με τους δανειστές, πως δεν αναγνωρίζει τις συμφωνίες των προηγούμενων κυβερνήσεων που θίγουν τα ζωτικά συμφέροντα των λαϊκών τάξεων και πως υπάρχουν κόκκινες γραμμές πίσω από τις οποίες δεν θα υποχωρήσει.
Οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα άφησαν στην αρχή ένα μικρό περιθώριο χρόνου στην ελληνική κυβέρνηση για να αναθεωρήσει τις απόψεις της –ή τουλάχιστον τον τρόπο με τον οποίο εξέφραζε δημόσια τις μύχιες σκέψεις της– και στη συνέχεια έκαναν ορισμένες απλές κινήσεις για να δείξουν ποιος θέτει τους κανόνες του παιχνιδιού, χρησιμοποιώντας το πιο άμεσο και πειστικό μέσο που έχουν στη διάθεσή τους: την απειλή να στερέψουν οι ελληνικές τράπεζες –και κατ’ επέκταση η αγορά και το κράτος– από ρευστό.
Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές ο κύκλος των διαπραγματεύσεων δεν έχει ακόμα κλείσει και τα μηνύματα από αυτές παραμένουν αντιφατικά, παρόλο που ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάνει ήδη βήματα πίσω από τις κόκκινες γραμμές που είχε θέσει. Κι αυτό γιατί στις διαπραγματεύσεις εμπλέκεται ένας παράγοντας του οποίου η σημασία δεν έχει επισημανθεί όσο πρέπει τόσο από τα ΜΜΕ της κυρίαρχης τάξης, όσο κι από αυτά της αντιπληροφόρησης: ο γεωπολιτικός παράγοντας.
Οι κινήσεις της κυβέρνησης δείχνουν ότι αυτή είχε εκτιμήσει (ή είχε υπερεκτιμήσει) τη σημαντική γεωπολιτική θέση της Ελλάδας, μέσα σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούν πόλεμοι και πολιτική αστάθεια (Συρία, Λιβύη, Ουκρανία, Κόσσοβο κλπ), αν όχι ως το βασικό, τουλάχιστον ως ένα από τα βασικά διαπραγματευτικά χαρτιά απέναντι στους «θεσμούς».
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Αλέξη Τσίπρα στις ΗΠΑ, ένα-δύο χρόνια πριν από τις εκλογές, σίγουρα οι Αμερικάνοι είχαν εκφράσει το ενδιαφέρον τους για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους από μια ενδεχόμενη νέα ελληνική κυβέρνηση, και τα ανακοινωθέντα που εξέδωσαν και οι δύο πλευρές μιλούσαν με ικανοποίηση για το αποτέλεσμα των συνομιλιών, πράγμα που σημαίνει πως κάποια πράγματα, αν δεν είχαν ήδη συμφωνηθεί, βρίσκονταν σε καλό δρόμο για τη συμφωνία. Έτσι εξηγείται, άλλωστε, και η διακριτική υποστήριξη των ΗΠΑ –ακόμα και μέσω του Προέδρου τους– στην κυρίαρχη τάση του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ με ανακοινώσεις άλλων στελεχών του αμερικάνικου πολιτικού κατεστημένου υπενθυμιζόταν (άτυπα προς τη λεγόμενη αριστερή τάση του κυβερνώντος κόμματος) ότι αυτή η υποστήριξη μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποσυρθεί, αν επικρατήσουν απόψεις που θέλουν την Ελλάδα να συνεργάζεται με Ρωσία και Κίνα, παράλληλα με τις ΗΠΑ και την ΕΕ.
Οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται πρωτίστως, στην παρούσα φάση, για δύο ζητήματα. Το ένα είναι να αποκλειστεί η Ρωσία ως τροφοδότης της Ευρώπης με φυσικό αέριο. Σ’ αυτό το ζήτημα οι απόψεις των ΗΠΑ συμπίπτουν με τις απόψεις της ευρωπαϊκής οικονομικής και πολιτικής ελίτ. Επειδή η Ελλάδα είναι κόμβος για τη μεταφορά του φυσικού αερίου, οι ΗΠΑ και η ΕΕ ζητούν από την ελληνική κυβέρνηση να μη συνδεθεί με τον αγωγό Turkish Stream, ρωσικών συμφερόντων, αλλά με τον αγωγό TAP, αμερικανοευρωπαϊκών συμφερόντων.
Το άλλο ζήτημα, για το οποίο ενδιαφέρονται οι ΗΠΑ –και μέχρι στιγμής γίνονται συζητήσεις σε επίπεδο στρατιωτικής ηγεσίας των δύο χωρών– είναι η δημιουργία ακόμα μιας αμερικάνικης βάσης, αυτήν τη φορά στην Κάρπαθο. Λεπτομέρειες για τον ειδικότερο ρόλο που θα παίζει αυτή η βάση δεν έχουν γίνει γνωστές, αλλά σίγουρα η έκρυθμη, για τα αμερικάνικα συμφέροντα, κατάσταση στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική καθιστούν την ύπαρξή της αναγκαία για τις ΗΠΑ.
Από την άλλη πλευρά, η Ρωσία αφενός ενδιαφέρεται για την προώθηση του δικού της αγωγού μέσω της Ελλάδας, αφετέρου αντιμετωπίζει αρνητικά κάθε τάση προς αποδέσμευση της Ελλάδας από την ΕΕ. Μάλιστα έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να παράσχει στην Ελλάδα καμία υποστήριξη, αν γίνει πραγματικότητα αυτό το ενδεχόμενο. Κι αυτό για τον απλό λόγο ότι η Ελλάδα, με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, είναι το μοναδικό μέλος της ΕΕ που ενδεχομένως, σε μια κρίσιμη για τα συμφέροντα της Ρωσίας στιγμή, θα μπορούσε να μπλοκάρει κάποια απόφαση της ΕΕ.
Την ίδια στάση, πάνω-κάτω, κρατάει και η Κίνα. Αφενός ενδιαφέρεται, μέσω της COSCO, να ελέγξει τη μεταφορά εμπορευμάτων από και προς την ΕΕ, αλλά για την επίτευξη αυτού του στόχου η Ελλάδα είναι ένας κρίκος που δεν πρέπει να αποσπαστεί από την αλυσίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αν λάβουμε υπόψη μας αυτά τα δεδομένα, τότε γίνεται πιο καθαρή η εικόνα της στάσης που κρατά η κάθε πλευρά στις διαπραγματεύσεις. Η ελληνική πλευρά προσπάθησε από την πρώτη στιγμή να παίξει το γεωπολιτικό χαρτί και αυτό ακριβώς είναι που έχει κάνει ακανθώδη τη διαδικασία. Όπως και να ’χει όμως, είτε με το χαρτί που παίζει η «συντηρητική» είτε με το χαρτί που παίζει η «αριστερή» πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ, ο βασικός κανόνας του παιχνιδιού είναι να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων και, στο πλαίσιο αυτό, να προκύψουν και ορισμένα παράπλευρα οφέλη για το κυρίαρχο τμήμα της αστικής τάξης της Ελλάδας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, δηλώνοντας την προσήλωσή του στην ΕΕ και γενικότερα στη Δύση, παίζει σύμφωνα με τους κανόνες το παιχνίδι. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ζαβολιές αποκλείονται –ας μην ξεχνάμε ότι το μικρό διάστημα που η Ελλάδα αποχώρησε από το ΝΑΤΟ, αυτό έγινε από τον Καραμανλή και όχι από κάποια αριστερή κυβέρνηση– αν το παιχνίδι δεν βγαίνει στη μία ή στην άλλη πλευρά. Όμως πάει πολύ νέες αμερικάνικες στρατιωτικές βάσεις, ευρωπαϊκοί και ρώσικοι αγωγοί, έλεγχος του βασικότερου λιμανιού της χώρας από τους Κινέζους να ονομάζονται «ανεξάρτητη πορεία» από την κυρίαρχη τάση του ΣΥΡΙΖΑ. Πολύ περισσότερο όταν όλα αυτά καθιστούν την Ελλάδα μέρος ενός γεωπολιτικού παιχνιδιού, στην άκρη του οποίου καιροφυλακτεί η απειλή του πολέμου.
Αλέξανδρος Πρωτόπαπας