Κατά τη διάρκεια του τέλους της χρονιάς, καθώς και των πρώτων ημερών του νέου έτους, έλαβε χώρα μια σοβαρότατη κατασταλτική επιχείρηση ενάντια στον αναρχικό χώρο, μέσω της εκκένωσης στεκιών και καταλήψεων. Το χρονικό περιλαμβάνει 5 εκκενώσεις με ΕΚΑΜ, μια ανακατάληψη, μια πορεία 12.000 ατόμων στην Αθήνα (αλλά και 1000 ατόμων στο Ηράκλειο και 700 στην Πάτρα κ.ά.), μια κυβέρνηση να παλινωδεί ανάμεσα στην πυγμή και την κλάψα, 150+ συλλήψεις, σφαίρες στο γραφείο του Σαμαρά, χρυσαυγίτικους πανηγυρισμούς και εμφυλιακό κλίμα στην τηλεόραση, συριζαίους να δηλώνουν αναρχικοί τώρα που έγινε της μόδας, γκαζάκια στα σπίτια μεγαλοδημοσιογράφων και στο γραφείο του Κεδίκογλου, κινήσεις αλληλεγγύης από τη Φλώρινα και την Πρέβεζα μέχρι το Σαν Φρανσίσκο των ΗΠΑ και τη Γκόα της Ινδίας, και προφανώς καταδίκες της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται. Μετά από έναν περίπου μήνα, ο Δένδιας εκκενώνει και τη Λέλας Καραγιάννη συμβολικά για καμιά ώρα, και η επίθεση τελειώνει ακριβώς επειδή δείχνει ότι φέρνει αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που αναμένονταν. Το καθεστώς αποφασίζει να νοηματοδοτήσει την ύπαρξή του μέσω της επιβολής της Τάξης σε άλλα κοινωνικά κομμάτια, κι έτσι σειρά παίρνουν τα αριστερόστροφα σωματεία.
Το ζήτημα της επίθεσης στις καταλήψεις μπορεί να αναλυθεί σε τρία επιμέρους ζητήματα: καταρχάς, στο ζήτημα της πολιτικής/επικοινωνιακής διαχείρισής του από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, κατά δεύτερον στο ποιά ήταν η αντίδραση και ποιά η εν δυνάμει αντίδραση της κοινωνίας, και κατά τρίτον το ζήτημα της ανάλυσης των πραγματικών αλλά και των μικροπολιτικών λόγων της κατασταλτικής επιχείρησης.
Ξεκινώντας από το πρώτο θέμα, θα παρατηρήσουμε ότι για να αξιολογηθούν οι απαντήσεις που δώσαμε θα πρέπει να τεθούν και τα ερωτήματα που δεχτήκαμε. Εδώ υπήρξε και το πιο σοβαρό λάθος ανάγνωσης της παρούσας φάσης. Όλο το φάσμα της αντιπληροφόρησης έβαζε ως πρώτη προτεραιότητα το ζήτημα των καταλήψεων και των δράσεων, των κινήσεων, των λειτουργιών και των εκδηλώσεων που απορρέουν από αυτές. Το ερώτημα όμως δεν ήταν αυτό: ο Δένδιας κι ο Σαμαράς μίλαγαν εξαρχής για «κέντρα ανομίας» και για μέρη «όπου προετοιμάζονται βίαιες αντικαθεστωτικές πράξεις». Η επίθεση δεν αφορούσε ούτε το ιδιοκτησιακό θέμα των κτιρίων, ούτε το «κλεμμένο» ρεύμα, ούτε την αξιοποίηση των νεοκλασικών, ούτε την «παράνομη» λειτουργία καφενείων. Ήταν ευθεία πολιτική επίθεση στον αναρχικό χώρο και ως τέτοια έπρεπε να απαντηθεί. Όταν το καθεστώς γαβγίζει ότι «θα σε συντρίψω επειδή είσαι αναρχικός και με αμφισβητείς», η πρώτη απάντηση θα πρέπει να είναι: «ναι είμαι αναρχικός (ή αντιεξουσιαστής ή ελευθεριακός ή αυτόνομος ή κομμουνιστής ή επαναστάτης ή απλά προλετάριος ή απλά άνθρωπος ή όλα αυτά μαζί), παλεύω για την κοινωνική απελευθέρωση και θα επαναστατήσω γι’ αυτήν». Οι υπόλοιπες απαντήσεις είναι σημαντικές, αλλά έπονται. Το ότι στις καταλήψεις δεν μένουν μόνο αναρχικοί και επαναστάτες δεν σημαίνει ότι μένουν χίπιδες, χασικλήδες ή λεφτάδες. Σε μια κοινωνία που υποφέρει και εξαθλιώνεται, και που εάν δεν επαναστατήσει θα κανιβαλιστεί, είναι φοβερή πολυτέλεια να υπάρχουν πολιτικές καταλήψεις που δεν αποσκοπούν στον κοινωνικό μετασχηματισμό. Σε τελική ανάλυση, εάν μια κατάληψη δεν επιδιώκει την απελευθέρωση της κοινωνίας, αλλά την αναπαραγωγή της καθημερινότητας σε μια επίπλαστη νησίδα ελευθερίας, δεν προκύπτει από πουθενά ότι πρέπει να την υπερασπιστεί κάποιος άλλος πέραν των καταληψιών και των φίλων τους. Στο ίδιο ζήτημα, σε πολιτικό όμως επίπεδο, οι καταλήψεις μαζί με όλα τα εγχειρήματα που εμφανίζονται στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας αποτελούν κομμάτι της κοινωνικής πρωτοπορίας που αναπτύσσεται, και που οικοδομεί με μικρά βήματα το συλλογικό φαντασιακό για τη μετακαπιταλιστική εποχή. Ακριβώς για να είναι μετακαπιταλιστική αυτή η εποχή θα πρέπει αυτά τα εγχειρήματα να μην προτάσσουν την αυτοδιαχείριση της φτώχειας, αλλά την ανατροπή μέσω (και) της αυτοδιαχείρισης.
Όσον αφορά την ίδια την κοινωνία, δεν μπορούμε παρά να υποθέσουμε σε φαντασιακό επίπεδο για αυτά που δεν κάναμε ακόμα. Ως δεδομένα έχουμε: ένα μήνα που οι αναρχικοί είναι πρώτο θέμα σε όλα τα ΜΜΕ και έχουν ανταποκριθεί στο έπακρο στην καθεστωτική επίθεση, μια κοινωνία που οι άστεγοι και οι άνεργοι αυξάνονται εκθετικά, που η ανεργία στους νέους είναι 65% και οι ρεφορμιστικοί μηχανισμοί εκτόνωσης κοινωνικών αγώνων (δηλαδή τα συνδικάτα, το ΚΚΕ και τα κομματίδια της αριστεράς πλην ΣΥΡΙΖΑ) έχουν διαλυθεί και, τέλος, ένα καθεστώς που μόλις έχει υποστεί την πρώτη του ήττα. Τα ερωτήματα είναι πολλά: τι θα είχε συμβεί εάν εκείνες τις μέρες μπορούσαμε ως πολιτικός χώρος να ξεπεράσουμε τη μερικότητα και να περιγράψουμε στον κόσμο ποια ακριβώς κοινωνική αλλαγή ζητάμε και τι ακριβώς πρεσβεύουμε; Τι θα πυροδοτούσε ένα παγκόσμιο κάλεσμα για δράσεις ΑΠΟ τους έλληνες αναρχικούς και όχι ΓΙΑ τους έλληνες αναρχικούς; Τι διεργασίες θα μπορούσε να κινήσει στο εσωτερικό της κοινωνίας ένα πιθανό κάλεσμα σε εξέγερση από ένα χώρο που μόλις έχει σταθεί όρθιος απέναντι στο καθεστώς έκτακτης ανάγκης; Τι θα καταφέρναμε εάν συντονιζόμασταν πανελλαδικά; Τι αντίκτυπο θα είχε σε άνεργους και νεοάστεγους ένα κάλεσμα για καταλήψεις στις (έστω εγκαταλελειμμένες) βίλες των πλουσίων και στα (έστω εγκαταλελειμμένα) κρατικά κτίρια; Μπορεί η έλλειψη οργάνωσης να είναι εν μέρει απαγορευτική για τέτοια ερωτήματα, ωστόσο εάν δεν αρχίσουμε να τα δουλεύουμε δεν θα καταφέρουμε ποτέ να ανταποκριθούμε στις τεράστιες ιστορικές προκλήσεις.
Όσον αφορά τους λόγους της κατασταλτικής επιχείρησης, υπάρχουν οι προφανείς που σχετίζονται με την ίδια την ύπαρξη της εξουσίας και του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, και οι μικροπολιτικοί που σχετίζονται με την πολιτική επιβίωση του (ακρο)δεξιού μπλοκ. Έτσι, οι αναρχικοί αποτελούν τον εσωτερικό εχθρό και γι’ αυτό τον λόγο πρέπει να συντριβούν. Ταυτόχρονα, αποτελούν άλλο ένα κομμάτι της κοινωνίας που πρέπει να χτυπηθεί απλά για να συντηρείται η αντιτρομοκρατική εκστρατεία που νοηματοδοτεί την κυβερνητική ύπαρξη, και, τέλος, χτυπιούνται και για να χτυπηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ και η προοπτική αριστερόστροφης διακυβέρνησης. Το πρώτο δείχνει την ανάγκη για σχεδιασμό και οργάνωση. Το δεύτερο, ότι η μάχη τελείωσε απλώς μέχρι να ξεκινήσει η επόμενη. Το τρίτο, ότι πρέπει να διαλέξουμε: ή με τον εναλλακτισμό, τη διαχείριση και την αφομοίωση, ή με την πολιτική αυτονομία του αντιεξουσιαστικού κινήματος και την κοινωνική επανάσταση.
Βαγιάν