Η πολιτισμένη βαρβαρότητα του κέρδους ή άλλες ιστορίες για πολιτιστικές πρωτεύουσες

Πηγαίνοντας πίσω στο χρόνο και συγκεκριμένα στο έτος 1971, η δικτατορία των συνταγματαρχών, ιδρύει το υπουργείο πολιτισμού και επιστημών. Σκοπός τους ήταν, τόσο να χτυπήσουν τον αντικαθεστωτικό λόγο, που μπορεί να παραγόταν μέσω πολιτιστικών – καλλιτεχνικών εκδηλώσεων και δημιουργιών, με τη λογοκρισία και την απαγόρευση, όσο και να διατηρήσουν και να γιγαντώσουν στο φαντασιακό της κοινωνίας, την ιδέα της εθνικής και πολιτισμικής ανωτερότητας, συνδυάζοντας τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό με την ορθόδοξη χριστιανική πίστη και γεγονότα της νεότερης ελληνικής ιστορίας.
Με την πτώση της δικτατορίας, το υπουργείο πολιτισμού και επιστημών μετονομάζεται σε υπουργείο πολιτισμού και διατηρείται σε όλες τις κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης. Ήδη από τα μετεμφυλιακά χρόνια, το ελληνικό Κράτος, προσπαθεί να μετατοπίσει την κυρίαρχη ελληνική κουλτούρα με βάση τα πρότυπα των αναπτυγμένων δυτικών πολιτισμών, εξυπηρετώντας τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα της κυριαρχίας. Στo πλαίσιο του ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού, όπου η επιρροή των δυτικών προτύπων ήταν στο προσκήνιο.
Ο θεσμός της «πολιτιστικής πρωτεύουσας» ιδρύεται το 1985 με πρωτοβουλία της τότε υπουργού πολιτισμού Μ. Μερκούρη, η οποία λαϊκίστικα ανάγει τον πολιτισμό σε «βαριά βιομηχανία» της χώρας, και καθιερώνεται. Από τότε κάθε χρόνο, μία ή και περισσότερες πόλεις από μία ή δύο χώρες, αναλαμβάνουν την οργάνωσή της. Στην Ελλάδα, έχουν ήδη υπάρξει ως πολιτιστικές πρωτεύουσες, η Αθήνα το 1985, η Θεσσαλονίκη το 1997 και η Πάτρα το 2006.
Η καμπάνια που έχει ξεκινήσει ο δήμος Ιωαννίνων (όπως και άλλοι δήμοι πανελλαδικά…έχουν θέσει υποψηφιότητα για το 2021 οι εξής: Ιωάννινα, Βόλος, Λάρισα, Άμφισσα, Μεσολόγγι, Σάμος, Ρόδος, Μυτιλήνη, Ελευσίνα, Πειραιάς, Καλαμάτα και Κέρκυρα) στo πλαίσιο αυτού του θεσμού, μονοπωλεί την επικαιρότητα τοπικά, τις τελευταίες μέρες. Με πρόσχημα την ανάδειξη της πολιτισμικής ανάπτυξης, δηλαδή την πολιτιστική δράση (υλικά και πνευματικά έργα, δραστηριότητες και έθιμα) και την πνευματική καλλιέργεια (αξίες, παραδόσεις, παιδεία, μόρφωση, αισθητική, εκλέπτυνση συμπεριφοράς), πάντα στα πρότυπα της δυτικής εξευγενισμένης κουλτούρας και του καθωσπρεπισμού, προσπαθεί να κερδίσει λίγη από την αίγλη της δημοσιότητας, ώστε να πάρει μια γεύση ανάπτυξης από τον τουρισμό. Όπως και να αποσπάσει ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό απ’ τον κρατικό και ευρωπαϊκό κορβανά, για έργα υποδομής και ανάπλασης.
Όλα αυτά, με έναν οξύμωρο τρόπο, συμβαίνουν την ώρα που βιώνουμε τη μεγαλύτερη προσφυγική κρίση, τουλάχιστον μεταπολεμικά. Το «πολιτισμένο» ελληνικό Κράτος, δείχνει τη «φιλοξενία» του στους μετανάστες, οι οποίοι προσπαθούν να ξεφύγουν από τον πόλεμο και το θάνατο που σπέρνουν οι δυτικές χώρες (μεταξύ αυτών και η Ελλάδα), υψώνοντας φράγματα με συρματοπλέγματα, σκοτώνοντας και πνίγοντάς τους στα νερά του Αιγαίου. Την ίδια στιγμή, ακροδεξιές οργανώσεις και νεοναζιστικά κόμματα, διατηρούν ή και αυξάνουν τις δυνάμεις τους σε Ελλάδα και Ε.Ε, ενώ ένα μέρος της κοινωνίας αναπαράγει τη ρητορική μίσους, αλλά και εκμεταλλεύεται τους πρόσφυγες.
Απ’ ότι φαίνεται, υπάρχουν ξένοι «πολιτισμένοι» και ξένοι «απολίτιστοι». Ο διαχωρισμός βέβαια έχει να κάνει με το αν έχουν χρήματα να διαθέσουν στην ελληνική αγορά ή όχι. Αυτό δείχνουν τα πογκρόμ που δέχονται οι μετανάστες, από «πολιτισμένους» νεοναζί, από την εκμετάλλευση, τη σκλαβιά και το ρατσισμό που βίωναν και βιώνουν οι άνθρωποι αυτοί σε διάφορες «Μανωλάδες», από επιχειρήσεις «σκούπα» της ελληνικής αστυνομίας (όπως η επιχείρηση «ξένιος Ζευς» 2-3/08/2012) και από αμέτρητα περιστατικά σωματικής και ψυχολογικής βίας, που έλαβαν χώρα, σε δρόμους, πλατείες, αστυνομικά τμήματα και στους χώρους εργασίας μέχρι σήμερα.
Η εικόνα, των εξαθλιωμένων ανθρώπων στα κέντρα των πόλεων, που κατά βάση ανήκουν στην εργατική τάξη, δε συνάδει με τα πολιτιστικά πρότυπα της σύγχρονης Ελλάδας. Δε συνάδει επίσης και με οποιαδήποτε έκφραση πολιτικού περιεχομένου, που μπορεί να υπερασπίζεται τα συμφέροντα αυτών των ανθρώπων και να έρχεται σε αντίθεση με τα κρατικά και εθνικά ιδεώδη, το ρατσισμό, την εκμετάλλευση, το σεξισμό και τον πολιτισμό τους. Έτσι, δεν είναι τυχαίο το γεγονός της εκκένωσης της κατάληψης Βίλλα Βαρβάρα στη Θεσσαλονίκη το 1997 ενώ κι ο δήμος Ιωαννίνων, σύμφωνα με το παραπάνω σκεπτικό, έχει ξεκινήσει εδώ και μερικές μέρες μια ολομέτωπη επίθεση. Περιθωριοποιούν και λογοκρίνουν (σαν άλλοτε) τα αντιστεκόμενα κομμάτια της τοπικής κοινωνίας, βάζοντας δημοτικούς υπαλλήλους να κατεβάζουν τις πολιτικές αφίσες, αφήνοντας εννοείται τις εμπορικές, οι οποίες αποφέρουν κέρδος. Την ίδια στιγμή έχουν ξεκινήσει να «καθαρίζουν» το κέντρο της πόλης, από τα αδέσποτα σκυλιά, με πρόφαση ένα μεμονωμένο περιστατικό (επίθεση σκύλου σε άνθρωπο) και προφανώς απ’ ό,τι στο μυαλό τους μοιάζει να περισσεύει. Ποιος ξέρει; Μετά τα αδέσποτα σκυλιά μπορεί να κυνηγήσουν και τους «αδέσποτους ανθρώπους». Η φασιστική τακτική της στοχοποίησης ολόκληρων πληθυσμών δεν είναι κάτι καινούριο. Το έχουμε δει να συμβαίνει, άλλοτε με τους οικονομικούς μετανάστες από την Αλβανία τη δεκαετία του ’90, τους Πακιστανούς αργότερα, τους Σύριους πρόσφυγες σήμερα κ.ο.κ.
Το οικονομικό κομμάτι που αφορά αυτό το θεσμό και το οποίο είναι διπλής σημασίας, είναι ακόμη ένας λόγος που οι τοπικοί άρχοντες κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους για να κερδίσουν το διαγωνισμό. Από τη μια, δεδομένων των δραματικά μειωμένων επιχορηγήσεων και κονδυλίων από το Κράτος προς τους δήμους εν μέσω της οικονομικής κρίσης, σημαίνει χρυσή ευκαιρία κατασπατάλησης δημόσιου χρήματος. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τις υπερκοστολογήσεις των δομικών έργων, στα πλαίσια της «πολιτιστικής πρωτεύουσας» της Θεσσαλονίκης το 1997, της Πάτρας το 2006, αλλά και των ολυμπιακών αγώνων του 2004, που γέμισαν τις τσέπες εξουσίας και αφεντικών με αμύθητα ποσά; Συγχρόνως, αναδομούν τα κέντρα των πόλεων, δημιουργώντας τα αποστειρωμένα αυτά περιβάλλοντα των εμπορικών κέντρων και καταναλωτικών παραδείσων, όπου χαύνοι καταναλωτές θα μπορούν να ξοδέψουν. Με αυτό τον τρόπο, προσπαθούν να δώσουν το φιλί της ζωής στον κατακερματισμένο από την κρίση, εμπορικό κλάδο, δίνοντας φυσικά πάτημα σε μικρά και μεγάλα αφεντικά, να εκμεταλλεύονται την εργασία και την υπεραξία των εργαζομένων με χειρότερους ακόμη όρους. Τα «αναβαθμισμένα» αυτά εμπορικά κέντρα, γίνονται οι χώροι κοινωνικοποίησης του ανθρώπου ενισχύοντας την κατασκευασμένη από τον καπιταλισμό «αξία» που υπαγορεύει το: «πρέπει να βγάζουμε, να κερδίζουμε λεφτά», μετατρέποντας την κοινωνία σε κοινωνία του Κεφαλαίου στην οποία υποκλίνονται άπαντες.
Εν κατακλείδι, όσοι επιδίδονται σε τέτοιου είδους εκστρατείες, δεν έχουν τίποτε άλλο στο μυαλό τους παρά το κέρδος στις πλάτες των εργαζομένων, ενώ ο μακροπρόθεσμος στόχος, αντιλαμβανόμενοι το συμφέρον τους, είναι η διαιώνιση της καταπιεστικής και φθοροποιού κυριαρχίας του Κράτους.

Xristov