Ένας μετανάστης, ετών 69, νεκρός από σφαίρα μπάτσου. Τα τοπικά μέσα κάνουν λόγο για έναν τρελό με ματσέτα που απειλούσε γείτονες και αστυνομικούς. Η γυναίκα του, όμως, μιλάει για μια στυγνή εκτέλεση ενός ανθρώπου ο οποίος απλά υπερασπίστηκε τη σύντροφό του σε μια συνηθισμένη παρεξήγηση στον δρόμο, και δεν δέχτηκε να ανοίξει την πόρτα του διαμερίσματός τους σε πάνοπλους μπάτσους. Και τότε ακριβώς ήρθε η πρόσκρουση. Το έργο παιγμένο τόσος φορές όσα και τα χιλιόμετρα που χωρίζουν το Παρίσι του 2005 με τη Στοκχόλμη του 2013. Ομάδες αυθόρμητων νεαρών επιτίθενται και πυρπολούν ΙΧ, σχολεία, δημόσια κτίρια, ιδιωτικά παρκινγκ και αστυνομικά τμήματα. Συγκρούονται για ώρες με τα ΜΑΤ σαν την γάτα με το ποντίκι μέσα σε άσχημους λαβυρίνθους από μπετόν, που τους γνωρίζουν όμως καλύτερα από τους μπάτσους.
«Μεγαλώσαμε σε έναν κόσμο από μπετόν, και τώρα οι πολιτικοί αναρωτιούνται γιατί κρατάμε πέτρες στα χέρι».
Μια εβδομάδα συμπληρώνεται σήμερα από τη μέρα που ξεκίνησαν τα γεγονότα στη Σουηδία, και οι εκρήξεις από τις φωτιές όχι μόνο συνεχίζονται αμείωτες αλλά επεκτείνονται και σε άλλα προάστια και πόλεις. Το σουηδικό μοντέλο καταρρέει και η πρόσκρουση ακούγεται εκκωφαντική σε όλη την Ευρώπη. Πώς φτάσαμε όμως ως εδώ;
Δύο ήταν οι πυλώνες που βασίστηκε το σουηδικό «θαύμα». Πρώτον, η συμφωνία του Saltsjöbad (Σαλσχομπάντ), η οποία εδραίωσε την έννοια της συναίνεσης στην πολιτική κουλτούρα της Σουηδίας, και ουσιαστικά κατάργησε το δικαίωμα στους εργάτες να προτάσσουν δυναμικές διεκδικήσεις. Στις 20 Δεκεμβρίου του 1938, η σουηδική ΓΣΕΕ (LO), η οποία παραδοσιακά ελέγχεται από τους σοσιαλδημοκράτες, συνυπέγραψε με τον σουηδικό σύλλογο εργοδοτών (κάτι σαν τον ελληνικό ΣΕΒ) μια προδοτική γα τους εργαζόμενους συμφωνία. Η συμφωνία προέβλεπε εκτός των άλλων την αποτροπή απεργιών εφόσον υπήρχε κίνδυνος να πάρουν μεγάλες διαστάσεις ή να οδηγήσουν σε εργασιακό lockout. Με τη συμφωνία αυτή, η γραμματεία της LO απέκτησε τεράστια δύναμη και κατέστη ο μοναδικός κοινωνικός εταίρος που μπορούσε να διαπραγματευθεί συλλογικές συμβάσεις, ενώ σύμφωνα με το καταστατικό της έχει το δικαίωμα, αν κρίνεται αναγκαίο, να πάρει αποφάσεις ενάντια στην επιθυμία των μελών της για το κοινό εθνικό «καλό». Η συμφωνία αυτή εγκαινίασε μια περίοδο εργασιακής «συναίνεσης και συνεργασίας» με το μαστίγιο, η οποία θα διατηρηθεί μέχρι σήμερα (με πολύ μικρά διαλείμματα), και θα μείνει στην ιστορία ως το «πνεύμα του Σαλσχομπάντ».
Ο δεύτερος πυλώνας αναφέρεται στις συνεχόμενες και ελεγχόμενες ροές μεταναστών με αρχή τα τέλη του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου. Η περίοδος αυτή σηματοδοτείται από τον ερχομό τεράστιων ομάδων οικονομικών μεταναστών από τη Φινλανδία (πάνω από 500.000), την Ελλάδα (περίπου 20.000 εργάτες), την Ιταλία, τη Γιουγκοσλαβία (περίπου 60.000) κ.α., οι οποίοι/ες θα επανδρώσουν με φτηνά εργατικά χέρια τη σουηδική βιομηχανία. Οι ροές αυτές θα συνεχιστούν και κατά την περίοδο 1990-2000, οπότε μεγάλος αριθμός προσφύγων από τη Μέση Ανατολή, την Αφρική και την πρώην Γιουγκουσλαβία (κυρίως Βόσνιοι και Κοσσοβάροι) καταφθάνουν στη Σουηδία. Η δημογραφική κατάσταση της Σουηδίας αλλάζει άρδην, ενώ οι μετανάστες αποτελούν από μόνοι τους μία εν δυνάμει τάξη.
Φτηνή εργασία και εξασφαλισμένη εργασιακή ειρήνη για τα αφεντικά απογειώνουν τον σουηδικό καπιταλισμό. Μέσα σε συνθήκες καπιταλιστικής άνθησης, το σουηδικό κράτος υιοθετεί πολιτικές εμπνευσμένες από τα κεϋνσιανά οικονομικά και εδραιώνει μια ισορροπία υψηλής φορολογίας και γενναίων κοινωνικών παροχών. Η κυκλική σχέση κατανάλωση à οικονομική ανάπτυξη à υψηλή φορολογία à κοινωνικές παροχές à δυνατότητα περαιτέρω κατανάλωσης, σε συνδυασμό με την προτεσταντική ηθική και πειθαρχία των Σουηδών, συντελούν στη δημιουργία του λεγόμενου σουηδικού μοντέλου. Τα όμορφα μοντέλα, όμως, όμορφα καίγονται.
Η ιδεολογική κατάρρευση του «τρίτου δρόμου» των σοσιαλδημοκρατών στα πρώτα μισά της δεκαετίας του 2010, έπληξε αναλόγως και τους Σουηδούς ομολόγους τους. Το ιδεολογικό κενό στις τάξεις της σουηδικής σοσιαλδημοκρατίας, που είχε προς στιγμήν καλυφθεί με τα ευχολόγια και τις αοριστίες της πράσινης ανάπτυξης, έφερε στην εξουσία, το 2006, μια δεξιά κυβέρνηση συνεργασίας μετά από 15 συνεχόμενα έτη συνεχόμενης σοσιαλδημοκρατικής διακυβέρνησης. Το 2010, δεξιά κυβέρνηση επανεξελέγη για πρώτη φορά στην ιστορία της Σουηδίας. Το σουηδικό μοντέλο, όπως και το χρεοκοπημένο δόγμα της σοσιαλδημοκρατίας, αποκαθηλώνεται αργά αλλά σταθερά τα τελευταία 8 χρόνια. Δραματική μείωση στις κοινωνικές παροχές και ιδιωτικοποιήσεις σε νευραλγικούς τομείς όπως η υγεία και η παιδεία, συνθέτουν ένα σκηνικό το οποίο μπορεί η Ελλάδα να το έζησε μέσα σε μία νύχτα, αλλά στη Σουηδία αποτελεί τον κανόνα σε βάθος χρόνου και κατά κύριο λόγο λόγω ιδεολογίας παρά επιβολής ή ανάγκης.
Ταυτόχρονα, η ρητορική και η ατζέντα της κυβέρνησης μετατοπίζονται πιο δεξιά, για να επαναπατρίσει ψηφοφόρους που στις τελευταίες εκλογές προτίμησαν και έβαλαν στη βουλή το ακροδεξιό κόμμα των Σουηδών Δημοκρατών. Ο δομικός ρατσισμός του σουηδικού «παραδείσου» παράγει γκέτο, πολίτες δεύτερης κατηγορίας, και εδραιώνει εργασιακούς αποκλεισμούς. Ενδεικτικά, με το ρατσιστικό πρόγραμμα REVA (Legal and Effective Enforcement Work), σε αστυνομικά μπλόκα σε σταθμούς ΜΜΜ γίνονται καθημερινοί έλεγχοι για τον εντοπισμό μεταναστών χωρίς χαρτιά. Οι μπάτσοι όμως δείχνουν μια επίμονη προτίμηση σε ανθρώπους με συγκεκριμένα φυλετικά χαρακτηριστικά. Όπως άλλωστε και ο υπουργός Ενσωμάτωσης των Μεταναστών, Τομπίας Μπίλστρεμ, αναρωτήθηκε: «Γιατί αντιδράτε; Πιστεύετε πραγματικά ότι Σουηδοί πολίτες, ξανθοί και με γαλάζια μάτια, κρύβουν παράνομους μετανάστες;».
Ταυτόχρονα, οι παροχές σε άτομα με αναπηρία επίσης μειώνονται ενώ τα ασφαλιστικά ταμεία δεν αναφέρονται πλέον σε αξιολογήσεις ποσοστών αναπηρίας, αλλά σε ποσοστά ικανότητας εργασίας, γιατί ως γνωστόν «η εργασία απελευθερώνει». Αν σε όλα αυτά συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι τα ποσοστά ανεργίας των μεταναστών είναι μεγαλύτερα σε σχέση με τους ντόπιους, αλλά επίσης και ότι οι μισθοί των ντόπιων είναι αρκετά υψηλότεροι από των μεταναστών για παρόμοια απασχόληση, μπορεί κανείς να δώσει μια πρώτη εξήγηση γιατί τα προάστια της Στοκχόλμης αντιδρούν.
Η φωτιά στα σουηδικά προάστια πιθανότατα θα σβήσει άμεσα, όπως έγινε και στο Παρίσι το 2005, στην Αθήνα το 2008 και στο Λονδίνο το 2011. Όμως και αυτή η εξέγερση έθεσε ερωτήματα που ζητούν απαντήσεις. Πρώτον, στη σουηδική κοινωνία γενικά. Τι είναι πιο ακραίο; Να είσαι από τους χαμένους σε μια κοινωνία που συλλογικά βιώνει μια κρίση, ή να αποτελείς επανειλημμένα τον μοναδικό χαμένο σε μια κοινωνία που υπερηφανεύεται ότι η κρίση την άγγιξε ελάχιστα και ακόμη ευημερεί; Η κοινωνική αδικία, ο αποκλεισμός, ο ρατσισμός και η δομική βία δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με «δημοκρατικούς διαλόγους» και σαθρά μοντέλα δήθεν οικονομικής ανάπτυξης. Μπορεί η καπιταλιστική κρίση να μας έφερε σε αχαρτογράφητα οικονομικά και κοινωνικά τοπία, αλλά το ίδιο ισχύει και για την ανθρωπογεωγραφία της κοινωνικής αντίστασης. Μπορεί ο ευρωπαϊκός νότος να είναι συνηθισμένος σε βίαιες κοινωνικές αντιδράσεις, αλλά δεν ίσχυε το ίδιο, τουλάχιστον μέχρι και πριν μια εβδομάδα, και για τη Σουηδία. Η αντίδραση στην αδικία και την καταστολή εκφράζεται πλέον και στον δρόμο, στο προάστιο, στη γειτονιά ακόμη και στον «πολιτισμένο» βορρά της «συναίνεσης».
«Απαιτούμε κοινωνική δικαιοσύνη, απαντούν με γκλομπ και σκυλιά. Μας λένε “Σπίτια σας” αλλά το προάστιο ΕΙΝΑΙ το σπίτι μας. Και το υπερασπιζόμαστε. Όσο οι δρόμοι μας γεμίζουν από μπάτσους τίγκα στην αδρεναλίνη και γεμάτα όπλα, δεν πάμε πουθενά. Θα στηρίξουμε την πόλη μας. Ένα ενωμένο προάστιο δεν μπορεί να χάσει ποτέ».
Δεύτερον, στον α/α χώρο στην Σουηδία, ο οποίος λάμπει δια της απουσίας του. Τοπικές οργανώσεις πολιτικοποιημένων μεταναστών, όπως το Megafonen στη Στοκχόλμη και οι Pantrarna στο Γκέτεμποργκ, παίρνουν θέση στον δημόσιο διάλογο με δυνατές ανακοινώσεις που συνδέουν τα εξεγερτικά γεγονότα με την αστυνομική καταστολή και την κοινωνική απομόνωση των μεταναστών.
«Τώρα οι φωτιές έχουν ανάψει. Βρισκόμαστε εδώ μαζί. Οι Pantrarna και η Megafonen. Αν δεν υπήρχαμε, ποιος θα αναλάμβανε την ευθύνη να προσπαθήσει να κατανοήσει τις σκιές που περιπλανιούνται στους δρόμους μας με πέτρες στα χέρια; Αυτές οι σκιές που γεννήθηκαν στα σουηδικά νοσοκομεία και συνεπώς καταχωρούνται στα ληξιαρχεία. Οι σκιές αυτές που εχουν παρακολουθήσει τα σουηδικά σχολεία και έχουν κοινωνικοποιηθεί στα σουηδικά κέντρα νεότητας και που θέλουν να εργαστούν, να καταβάλλουν τους φόρους τους και να πεθάνουν στη χώρα αυτή, σκιές που ο πρωθυπουργός μας μπορεί ακόμη να μεταμορφώνει σε ξένους λέγοντας οτι οι ενέργειες τους είναι προϊόν των “πολιτισμικών περιθωρίων”».
Δεν καλέστηκε ούτε μια συγκέντρωση αλληλεγγύης για τις «σκιές» των προαστίων ενώ τα κείμενα από συλλογικότητες και στέκια είναι άφαντα. Πότε η βία έχει νόημα και πότε γίνεται περιττή; Στην προσπάθειά τους να μην γίνουν πρωτοπορία για τους μετανάστες, αριστεροί, αναρχικοί και αυτόνομοι έγιναν προς στιγμήν ουρά των νοικοκυραίων. Οι μετανάστες φώναξαν όμως δυνατά «Σαλσχομπάντ τέλος, έχουμε πόλεμο» και απομένει να δούμε αν οι σύντροφοι στη Σουηδία θα σηκώσουν το γάντι!
Η σουηδική κοινωνία δεν μπορεί πια να διατηρεί τον μύθο ενός υποτιθέμενου ουδέτερου συστήματος όπου όλοι και όλες έχουν ίσες δυνατότητες και δικαιώματα σε ατομικό επίπεδο. Με τον τρόπο αυτό αποσιωπάται η ταξική διαστρωμάτωση που διέπει όλο το σύστημα. Οι χώροι αντίστασης δεν μπορούν πια να σιωπούν και να κρατούν αποστάσεις. Οι φασίστες ήδη οργανώνουν πολιτοφυλακές μίσους, ενώ η καθεστωτική αριστερά απέχει κυρίως για να μην χάσει την ψήφο του μέσου Svensson μικροαστού. Ας κάνουμε την αλληλεγγύη πράξη, γιατί οι φωτιές δεν είναι εικόνα στις ειδήσεις από μια χώρα μακρινή με σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Ούτε χώρος για ιδεαλισμούς υπάρχει. Τα προάστια της Στοκχόλμης αποτελούν καθρέφτη της σουηδικής κοινωνίας και μια εικόνα από το μέλλον όλης της Ευρώπης. Ο σουηδικός καπιταλισμός, όπως και αλλού στον κόσμο, προφανώς συνεχίζει να εκμεταλλεύεται και να τοποθετεί τους μετανάστες σε θέσεις μοχλών την ανάπτυξης. Υπάρχει όμως μια ποιοτική διαφορά: οι μετανάστες δεν αποτελούν πλέον παθητικούς φορείς φτηνής εργασίας αλλά γνήσια επαναστατικά υποκείμενα, κάτι το οποίο φαίνεται να αντιλαμβάνονται και οι ίδιοι. Στα προάστια γεννιούνται συνειδήσεις, φυτώρια αντίστασης αλλά και κοινωνικής αλλαγής.
Άθως Σιμωνέτης