«Έλα στο κάβο σίδερο
και δως μου το χεράκι
εκεί που κακό δεν έκαμε
η δύναμη του ανθρώπου»
Το Κάβο Σίδερο, το ανατολικότερο ακρωτήρι της Κρήτης, αποτελεί ένα ανέγγιχτο φυσικό τοπίο άγριας ομορφιάς και πλούσιας βιοποικιλότητας. Ιδιοκτησιακά ανήκει στην κοντινή μόνη Τοπλού, η οποία δεκαετίες τώρα προσπαθεί να ξεπουλήσει μέρος των εκτάσεών της σε τουριστικούς επενδυτές και εμπλέκεται σε μακροχρόνια σκάνδαλα διαπλοκής. Ο δήμος επίσης είναι στην πρώτη γραμμή του ξεπουλήματος και φανατικός υποστηρικτής της «ανάπτυξης», προωθώντας, πέραν της συγκεκριμένης επένδυσης, και την εγκατάσταση μονάδων ΒΑΠΕ στην ευρύτερη περιοχή, η οποία θεωρείται ως η πιο άνυδρη, «υποανάπτυκτη» και φτωχή του νησιού, πράγμα που κάνει μεγάλο μέρος της τοπικής κοινωνίας δεκτική σε τέτοιου είδους λογικές.
Τα οικολογικά κινήματα και ομάδες του νησιού, βασιζόμενα στο γεγονός πως το ακρωτήρι βρίσκεται σε καθεστώς προστασίας «Νατούρα 2000» αλλά και στο ότι φιλοξενεί σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους, προχώρησαν σε κάποιες κινήσεις σχεδόν αποκλειστικά νομικού χαρακτήρα, όπως διάφορες προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας (Σ.Τ.Ε) ,το οποίο και τις απέρριψε τελικά, την ίδια εβδομάδα που αθώωσε και όλους του εμπλεκόμενους στην υπόθεση του Βατοπεδίου.
«Έτσι, μετά την απόρριψη των προσφυγών και ενώ έχουν περάσει περισσότερα από 25 χρόνια αναμονής, καθυστερήσεων και πολλών γραφειοκρατικών εμποδίων (μόλις το 2012 η επένδυση κατάφερε να ενταχθεί στη διαδικασία fast track, ενώ το 2013 της δόθηκε η δυνατότητα κατάρτισης Ειδικού Σχεδίου Χωρικής Ανάπτυξης Στρατηγικών Επενδύσεων), όλα δείχνουν πως είναι έτοιμα για την κατασκευή της μονάδας, που σύμφωνα με τους υπολογισμούς θα είναι έτοιμη το 2019. Φορέας της επένδυσης είναι η βρετανική εταιρεία «Loyalward Ltd.», θυγατρική του ομίλου της Minoan Group.
Η τουριστική επένδυση, που αποτελεί τη μεγαλύτερη στην Κρήτη, συνολικού ύψους 267,7 εκατ. ευρώ, είναι δυναμικότητας 1.936 κλινών σε 5 μικρές μονάδες των 350 κλινών σε μια έκταση περίπου 22.120 στρεμμάτων. Πέρα από τις κλασικές εγκαταστάσεις διαμονής και εστίασης των επισκεπτών, το σχέδιο της εταιρείας περιλαμβάνει ειδικές τουριστικές υποδομές για την προσέλκυση τουρισμού υψηλής ποιότητας και ετήσιας διάρκειας, όπως γκολφ (18 οπών) και spa».
Ιδού λοιπόν το πρόβλημα να αρκείται κανείς, ή ακόμη καλύτερα να επαναπαύεται κανείς σε θεσμικούς φορείς, δίχως να επιδιώξει να δομήσει παράλληλα τις αντιστάσεις του σε επίπεδο κοινωνικό-κινηματικό. Η αδυναμία αυτή έχει δείξει πολλές φορές στο παρελθόν πως αν δεν ξεπεραστούν οι λογικές του αποκλειστικά νομότυπου αγώνα, τότε η ήττα είναι κάτι παραπάνω από πιθανή.
Είναι βέβαια άδικο να ασκηθεί κριτική μονάχα στης οικολογικές-περιβαλλοντολογικές ομάδες του νησιού. Η σιωπή από μεριάς τόσο της αριστεράς όσο και του Α/Α χώρου είναι εκκωφαντική, και όχι μονάχα στο συγκεκριμένο παράδειγμα.
Γενικά, η τουριστική βιομηχανία, ναυαρχίδα της οποίας θεωρείται η Κρήτη, που έχει αλλοιώσει ολοκληρωτικά και ανεπιστρεπτί τόσο το φυσικό τοπίο όσο και την κοινωνική και πολιτιστική υπόσταση του νησιού (και ταυτόχρονα αποτελεί το σύγχρονο κάτεργο των χαμηλόμισθων εποχιακών εργαζομένων), αντιμετωπίζεται ως η ιερή αγελάδα την οποία δεν δικαιούται κανείς να αγγίξει. Σαν να μην μπορούσε να είναι το κατεξοχήν πεδίο παρέμβασης για όλους τους παραπάνω λόγους.
Πέραν αυτού, η στρατηγική της κατάληψης γης και των ζωνών προς υπεράσπιση (π.χ. το ZAD Notre dam des Landes στη Γαλλία ή το Val de Susa στην Ισπανία) δείχνουν τον δρόμο για την επιτυχή μετατροπή περιβαλλοντολογικών ζητημάτων σε αγώνες, που αγκαλιάζονται κοινωνικά και θέτουν στο επίκεντρο την αντίσταση στα μεγάλα έργα των επενδυτών με μια αντικαπιταλιστική προοπτική.
Το ερώτημα που τίθεται είναι πώς θα δομήσουμε σύντομα μια δύναμη που να είναι σε θέση να τις αποτρέψει αντλώντας δύναμη από τον ίδιο τον τόπο που θέλει να υπερασπίσει μέσω της οικειοποίησης/κατάληψής του.
Carpe diem
«Από το κάβο σίδερο
φύγε μικρό πουλάκι
να μην σου ’ρθει στην κεφαλή
του γκολφ κάνα μπαλάκι»