Πολλά κείμενα αναρχικών ανά περιόδους έχουν χρησιμοποιήσει την παρομοίωση της μοντέρνας φυλακής για να περιγράψουν τις σύγχρονες κοινωνίες. Η περίπτωση των πρόσφατων αποκαλύψεων παρακολουθήσεων δημοσιογράφων, πολιτικών, επιχειρηματιών και άλλων, επικαιροποιεί, ενισχύει αλλά και αναβαθμίζει την παρομοίωση της φυλακής, η οποία αναφέρεται σε μία ασφυκτική συνθήκη καθολικού ελέγχου και επιτήρησης. Η ποιοτική αυτή αναβάθμιση συμπεριλαμβάνει πλέον την παρακολούθηση (και κατά συνέπεια σωφρονισμό) όχι αποκλειστικά εχθρικών προς το καθεστώς δρώντων, αλλά και φίλιων δυνάμεων όπως επιχειρηματίες-χρηματοδότες, καθεστωτικοί δημοσιογράφοι, και συμπολιτευτές (από φιλικά προς το καθεστώς κόμματα ή ακόμα και από τον ίδιο τον κυβερνητικό οργανισμό). Έχει αναλυθεί στο παρελθόν η μετάβαση από την πανοπτική δυνατότητα επίβλεψης της κοινωνίας στην κοινωνία του απόλυτου ελέγχου. Η ψυχροπολεμική κληρονομιά στις νεωτερικές κοινωνίες σηματοδοτεί όχι μόνο την ανάδειξη της τεχνολογίας και της επιστήμης, ως την αγία δυάδα του μοντέρνου κόσμου, αλλά και την εξέλιξη τεχνολογιών και μεθόδων κατασκοπείας που στοχεύουν καταρχάς στην πρόβλεψη των κινήσεων του εχθρού, αλλά στην ουσία στην κατάργηση της ιδιωτικότητας και ελευθερίας του υποκειμένου (φίλιου ή εχθρικού).
Η πιο πρόσφατη εξέλιξη στο διεθνές γαϊτανάκι περιστολής δικαιωμάτων και ιδιωτικότητας έχει εγχώριο ενδιαφέρον. Αμέσως μετά τις εκλογές του 2019 ο Μητσοτάκης ανέλαβε τον έλεγχο της ΕΥΠ (και του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων!), διορίζοντας νέο διοικητή της τον πρώην σεκιουριτά Παναγιώτη Κοντολέωντα ως αχυράνθρωπο του. Την ίδια περίοδο αρχίζουν να ενεργοποιούνται στην Ελλάδα λογισμικά κατασκοπείας τηλεφώνων, όπως το Predator. Η εμφάνιση τέτοιου είδους εταιριών κατασκοπευτικού λογισμικού, και το αλισβερίσι τους με όλη τη γκάμα και είδη κρατών (δηλαδή όχι αποκλειστικά δυτικών φιλελεύθερων δημοκρατιών), καταδεικνύει τη σύμπλευση των πολιτισμών της εξουσίας ανεξαρτήτως γεωγραφικής θέσης, κοινωνικής οργάνωσης, οικονομικής δυνατότητας, και πολιτικής κατάστασης. Αυτό όμως αποτελεί θέμα ανάλυσης από μόνο του. Στη δική μας περίπτωση, αναλυτική αξία έχει το ότι ο καθεστωτικός τεχνολογικός γίγαντας της Google επιβεβαιώνει πως το Predator είχε πουληθεί σε κράτη, στα οποία συμπεριλαμβανόταν και η Ελλάδα. Εκεί όμως που τελειώνει το «αόρατο» χέρι της αγοράς, αναλαμβάνει το εθνικό κράτος. Τον Μάρτη, λοιπόν, του 2021 η ελληνική κυβέρνηση θεσμοθέτησε ένα πολυνομοσχέδιο για τις συνέπειες της πανδημίας (!). Ένα από τα άρθρα του νομοσχεδίου περιελάμβανε την τροπολογία 826/145, η οποία άλλαξε τους κανόνες για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών: Αφαιρούσε από την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) τη δυνατότητα να γνωστοποιεί στους πολίτες την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών τους από την ΕΥΠ, αν ο λόγος της παρακολούθησής τους αφορά την εθνική ασφάλεια.
Για άλλη μια φορά, στο όνομα της εθνικής ασφάλειας το κράτος παραβιάζει τις προσωπικές ελευθερίες χωρίς να δίνει λογαριασμό. Εν συνεχεία, ο δημοσιογράφος Θ. Κουκάκης αντιλαμβάνεται στις αρχές του 2021 ότι παρακολουθούταν. Το αίτημα του Κουκάκη στην ΑΔΑΕ για να πληροφορηθεί αν παρακολουθείται, τον Μάρτιο του 2021, σκοντάφτει πάνω στην τροπολογία 826/145, η οποία απαγόρευε στην ΑΔΑΕ να τον ενημερώσει για λόγους εθνικής ασφάλειας. Την ίδια περίοδο αποκαλύπτεται ότι παρακολουθείται και ο δημοσιογράφος Σταύρος Μαλιχούδης, αλλά αυτό που συντάραξε τα γαλήνια νερά της κοινοβουλευτικής καλοκαιρινής ραστώνης ήταν η «αποκάλυψη» τον Αύγουστο του 2022 ότι παρακολουθούταν ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Ανδρουλάκης, από την ΕΥΠ. ΕΥΠ, Κοντολέωντας, Δημητριάδης, predator στα μιξ, και κάπου εκεί ξεκινάει ακόμη μια νέα σκανδαλιάδα με λίστες, αποκαλύψεις, κατασκόπους, ψηφιακά λογισμικά, τεχνολογικούς γίγαντες, σκιώδεις επιχειρηματίες, ποδοσφαιρικές κόντρες, και λυκοφιλίες. Όπως σημειώνουν και οι σύντροφοι από το «(A)…χωρίς υγειονομική πιστοποίηση» στην αφίσα τους, από τον Σεπτέμβρη του 2022 «το “σκάνδαλο των παρακολουθήσεων” αποτελεί τη μέθοδο για να επικεντρωθεί, μέσω του θεάματος, η προσοχή των υπηκόων αποκλειστικά στη μερικότητα της “αντιδημοκρατικής πρακτικής παρακολουθήσεων πολιτικών προσώπων και δημοσιογράφων”. Με αυτόν τον τρόπο συσκοτίζεται το πραξικόπημα της δημοκρατίας και η δυστοπία της γενικευμένης παρακολούθησης του πληθυσμού, τόσο από το κράτος όσο και από ιδιωτικές εταιρείες».
Αναφέραμε και εισαγωγικά ότι το ζήτημα της παρακολούθησης των τηλεπικοινωνιών από την εκάστοτε εξουσία είναι τόσο παλιό όσο οι ίδιες οι τηλεπικοινωνίες. Τόσο στη δύση, όσο και στα κράτη του υπαρκτού σοσιαλισμού, η παρακολούθηση με τεχνολογική υποστήριξη ή μη του εσωτερικού εχθρού αποτελεί πάγια κρατική τακτική. Από τα κατασκοπευτικά γκάτζετ του Ψυχρού πολέμου, τη σοβιετική «συνήθεια» εποπτείας των ζωών των άλλων, και τις Μακαρθικές τακτικές παρακολούθησεων/εξόντωσης των επικίνδυνων αμερικάνων/ίδων, τον Κινέζικο ολιστικό έλεγχο της κοινωνίας, στις σύγχρονες τεχνολογίες μαζικής παρακολούθησης, όπως το πανοπτικό βρετανικό σύστημα CCTV καμερών ή το σύστημα καθολικής παρακολούθησης των τηλεπικοινωνιών και του διαδικτύου Echelon αλλά και τα drones, τα προηγμένα λογισμικά γεωεντοπισμού και υποκλοπών, η καθεστωτική κουλτούρα του παρακολουθείν έχει συνέχεια και είναι βαθιά εγγεγραμμένη στο DNA του κράτους. Η ψηφιοποίηση και η μαζική online κουλτούρα επιτάχυναν τον εναγκαλισμό των παρακολουθήσεων με τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους. Όπως άλλωστε δήλωνε ήδη από το 1997, δηλαδή χρόνια πριν τις επιθέσεις στους δίδυμους πύργους, ο τότε διευθυντής της CIA, Τζώρτζ Τένετ, «η υπηρεσία πρέπει να κολυμπήσει στην Κοιλάδα [Silicon Valley]», προμηνύοντας την επερχόμενη βουτιά των μυστικών υπηρεσιών στην τεράστια θάλασσα των ψηφιακών δεδομένων, που μερικές δεκαετίες αργότερα θα χαρίζουμε απλόχερα μέσω της χρησιμοποίησης χιλιάδων ψηφιακών εφαρμογών που εξελίχθηκαν στη γνωστή καλιφορνέζικη κοιλάδα τεχνολογικής δυστοπίας.
Το ελληνικό κράτος δεν αποτελεί εξαίρεση, και συμμετέχει ενεργά στην παγκόσμια κρατική παράδοση του παρακολουθείν. Οι εποχές του γαλαζοπράσινου ψυχρού πολέμου με τις παρακολουθήσεις του απόρρητου αριθμού του Ανδρέα Παπανδρέου, και το τηλέφωνο της οικογένειας Μητσοτάκη με το κόκκινο λαμπάκι, μας θυμίζουν ότι οι υποκλοπές μόνο «νέο φρούτο» δεν μπορεί να θεωρηθούν στη δημοκρατία. Από τον Θεοφάνη Τόμπρα, τον πράσινο «Αρχικοριό» (1981-1989) της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου, και τον Χρήστο Μαυρίκη, τον «Εθνικό Κοριό» της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (1991-1993), στην υπόθεση Vodafone επί κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή, η οποία στιγματίστηκε από την «αυτοκτονία» του τεχνικού της εταιρίας Κώστα Τσαλικίδη, στη σημερινή ομοβροντία αποκαλύψεων για τα πεπραγμένα της κυβέρνησης νόμιμων επισυνδέσεων του Κυριάκου Μητσοτάκη, είναι πολλές οι ιστορίες ενδοδημοκρατικής παραβιασμένης κλειδαρότρυπας. Αυτή η λίστα περιστατικών παρακολουθήσεων, που μονοπώλησε με μικρές αποκλίσεις την ιστορική αναδρομή καθεστωτικών μέσων στο φαινόμενο τις τελευταίες εβδομάδες, στοιχειοθετεί απλά την κορυφή του παγόβουνου του Θεάματος της δήθεν «αντιδημοκρατικής πρακτικής παρακολουθήσεων πολιτικών προσώπων και δημοσιογράφων». Αυτό που εντέχνως αποκρύπτεται από το μιντιακό παραλήρημα των παρακολουθήσεων είναι το γεγονός ότι οι υποκλοπές συναντούν το κατασκεύασμα της κοινής γνώμης και της κοινοβουλευτικής επικαιρότητας μόνο όταν αφορούν πολιτικά πρόσωπα ή/και δημοσιογράφους. Οι υποκλοπές, οι παρακολουθήσεις μετατρέπονται σε πολιτικό γεγονός αποκλειστικά και μόνο όταν πλήττονται οι ίδιοι οι φορείς της εξουσίας. Η κατασκευή της κοινωνίας του ελέγχου όμως αφορά το κοινωνικό σώμα στο σύνολό του. Για του λόγου το αληθές, στην έκθεση πεπραγμένων της ΑΔΑΕ για το 2021, η «ανεξάρτητη» αρχή καταγράφει 15.475 εισαγγελικές διατάξεις που αφορούν άρση απορρήτου για λόγους εθνικής ασφαλείας. Από αυτές μόνο μια το πολύ δεκάδα προκάλεσε πολιτικό γεγονός. Οι υπόλοιπες 15.465 παραμένουν στα δημοσιογραφικά αζήτητα. 15.475 κάτοικοι της Ελλάδας παρακολουθούνται από την ΕΥΠ. Και αυτή είναι μια ιστορία που το ελληνικό κράτος και οι κατασταλτικοί του μηχανισμοί (συμπεριλαμβανομένων και των δημοσιογράφων) αρνείται να σχολιάσει, πολλώ δε μάλλον να καταγγείλει. Κανένα κράτος ποτέ δεν κήρυξε πόλεμο στον εαυτό του.
Η μαζική παρακολούθηση πολιτών, όπως αυτή που προκύπτει από τις 15.475 υποκλοπές της ΕΥΠ κατόπιν εισαγγελικών διατάξεων, δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Από το κατασταλτικό «ιδιώνυμο» και τις παρακολουθήσεις κομμουνιστών και κομμουνιστριών αγωνιστών/ριων από το 1929 μέχρι το 1974, στις εκατοντάδες διώξεις, φυλακίσεις, παρακολουθήσεις αναρχικών τα τελευταία 40 χρόνια, οι παρακολουθήσεις του ελληνικού κράτους στον σωρό έχουν έναν κοινό παρανομαστή: την κατασκευή επικίνδυνων (για το καθεστώς) πολιτών. Γαργαλιστικές είναι και οι περιγραφές λακέδων της ΕΥΠ, όπως ο Λαμπρόπουλος, για τα πεπραγμένα της ΕΥΠ την περίοδο 2003-2008 στα Εξάρχεια. Σύμφωνα με το σενάριο αυτό, η ΕΥΠ είχε ανοίξει κατάστημα (λειτουργούσε ως καφετέρια και μπαρ) κοντά στην πλατεία, το οποίο ήταν γεμάτο με συστήματα από «κοριούς» και μικροκάμερες. Άλλα ενδεικτικά παραδείγματα, οι μαρτυρίες συντρόφων και συντροφισσών πως βρίσκουν συσκευές γεωεντοπισμού GPS κολλημένες στα αυτοκίνητα ή τις μοτοσικλέτες τους, αλλά και το παρκαρισμένο αυτοκίνητο με κρυφή κάμερα στον καθρέφτη στραμμένη στην είσοδο έξω από τα γραφεία της αναρχικής-κομμουνιστικής ομάδας «Ταξική Αντεπίθεση» στα Εξάρχεια το φθινόπωρο του 2019. Η απάντηση της ΕΛΑΣ τότε ήταν ότι «δεν παρακολουθούμε παράνομα Έλληνες πολίτες». Ποιος/α θα μπορούσε να υποπτευθεί τότε τι εννοούσαν με το «παράνομα», αφού οι «νόμιμες» υποκλοπές το 2019 άγγιζαν τις 12.000.
Ενώ λοιπόν παρουσιάζονται ως οι πιο «βρώμικες» «παράνομες» υποθέσεις οι υποκλοπές πολιτικών, δημοσιογράφων και επιχειρηματιών, επειδή ακριβώς αγγίζουν τον πυρήνα του συστήματος εξουσίας, στην πραγματικότητα έχει ήδη θεσμοθετηθεί ένα καθεστώς εποπτείας του πληθυσμού το οποίο συνεχώς διευρύνεται. Κάμερες, «συνακροάσεις», «κοριοί» της ΕΥΠ, μέχρι και μπίζνες της ΕΥΠ με στόχο την εταιρική/βιομηχανική κατασκοπεία με το αζημίωτο. Η κοινωνία της απόλυτης επιτήρησης είναι εδώ, και το μέλλον προβλέπεται δυσοίωνο ενώ κολυμπάμε βαθύτερα στον βούρκο την ψηφιακής δικτύωσης.
Η εξουσία, από τα υψηλότερα κλιμάκια, νομιμοποιεί ηθικά την παρακολούθηση, υποκλοπή και εποπτεία ολόκληρου του πληθυσμού. Οι δηλώσεις του υπουργού ανταγωνιστικότητας, Γεωργιάδη, που αυτός και η σύζυγός του έχουν γίνει υποκείμενα υποκλοπής, ότι «δεν έχω πρόβλημα να παρακολουθούμαι και δεν θέλω και να το μάθω» είναι ενδεικτικές. Στο παρελθόν, με τον ίδιο τρόπο είχε εκφραστεί ο υπουργός της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, Πάγκαλος, για το θέμα της εξάπλωσης του δικτύου των καμερών, στο πνεύμα του «δεν έχω θέμα να παρακολουθούμαι αφού δεν έχω κάτι να κρύψω».
Από πλευράς μας δεν δεχόμαστε καμία νομιμοποίηση της εισβολής στην ιδιωτικότητά μας, αλλά και εποπτείας του δημόσιου χώρου. Η ίδια η παρακολούθηση έχει ψυχολογικό αρνητικό αντίκτυπο, είναι πράξη βίαιη και εξουσιαστική ενώ δημιουργεί καθεστώς μόνιμης ανασφάλειας. Πρέπει να συνειδητοποιήσουν όλες και όλοι πως στη δημοκρατία δεν υπάρχει καμία εγγύηση ιδιωτικότητας, κανένας θεσμός δεν την εξασφαλίζει, και δεν θα μπορούσε, αφού πρόκειται για τον νόμο της ζούγκλας όπου αυτός που βρίσκεται στην εξουσία μπορεί να παρακολουθεί όποιον/α θέλει, για να εξασφαλίζει και να διαιωνίζει τα προνόμια και τα συμφέροντά του. Η «εθνική ασφάλεια», στο όνομα της οποίας υποκλέπτουν και παρακολουθούν, είναι ένας ευφημισμός για την επιδίωξη της εξουσίας να αποκτήσει γνώση και πλήρη έλεγχο για κάθε όψη της ζωής μας, για την εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων ή για την εξασφάλιση της θέσης ισχύος της.
Προστατεύουμε τον εαυτό μας και τις πολιτικές διαδικασίες μας από υποκλοπές και λογισμικά παρακολούθησης
Καμία διευκόλυνση στα συστήματα φακελώματος
Φωτιά στις κάμερες
Να γκρεμίσουμε το σύγχρονο ολοκληρωτισμό
Ενάντια σε κράτος και κεφάλαιο μέχρι την κοινωνική απελευθέρωση
Αντίσταση-Αυτοοργάνωση-Αλληλεγγύη για την Αναρχία και τον Κομμουνισμό
Αναρχική συλλογικότητα vogliamo tutto e per tutti