Κοινωνική σύνθεση και κίνητρα του πλήθους που συγκρότησε τις συνελεύσεις στις πλατείες

Για να ερμηνεύσουμε το κύμα της δημιουργίας των συνελεύσεων στις πλατείες το καΛλοκαίρι του 2011 («αγανακτισμένοι») μπορούμε να διακρίνουμε δύο κύριες και αλληλοεπικαλυπτόμενες ερμηνευτικές οδούς. Αφενός, θα πρέπει να εξετάσουμε την κοινωνική σύνθεση και τα κίνητρα του πλήθους που τις συγκρότησε, και ειδικότερα τις ιστορικές του καταβολές. Θα διερευνήσουμε λοιπόν τη μέχρι πρότινος θέση που είχαν στην κοινωνική πυραμίδα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα που συμμετείχαν στο κίνημα των πλατειών, καθώς και την κοινωνική συνείδηση που είχαν ιστορικά διαμορφώσει. Αφετέρου, δεν μπορούμε να διαβάσουμε τις σημασίες και τα μηνύματα που κουβαλούν οι συνελεύσεις στις πλατείες εάν τις εξετάσουμε αυτόνομα ως τέτοιες και ως κάτι στατικό. Χρειάζεται δηλαδή μια δυναμική προσέγγιση που θα καταπιάνεται τόσο με τις ίδιες τις εσωτερικές αντιφάσεις των χαρακτηριστικών των συνελεύσεων, όσο και τις μετατοπίσεις που προκαλούνται από την ίδια τη δράση και ανάπτυξη των συνελεύσεων και την αλληλεπίδρασή τους με ευρύτερους κοινωνικούς παράγοντες (κρατικές επιλογές, καταστολή, απεργίες, ώσμωση με άλλα κινήματα κ.λπ.). Σε μια προσπάθεια να ανιχνευτούν οι ενδεχόμενες προοπτικές –αντιδραστικές ή ριζοσπαστικές– που οι συνελεύσεις μπορούν να δώσουν. Κι αυτό εντάσσοντας, επιπρόσθετα, τις συνελεύσεις των πλατειών στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο των κοινωνικών αγώνων που διεξάγονται στον ελλαδικό χώρο, και όχι τόσο ως κάτι ξέχωρο και αυτόνομο φαινόμενο ή κίνημα.

Το κείμενο που ακολουθεί θα καταπιαστεί με την πρώτη ερμηνευτική προϋπόθεση – με την κοινωνική σύνθεση και τα κίνητρα του πλήθους που συγκρότησε τις συνελεύσεις.

η γενική συνθήκη

Βασική εκκίνηση για την ερμηνεία του φαινομένου είναι μια γενική αναγνώριση του χαρακτήρα της αναδιάρθρωσης που επιχειρείται με τεράστια ένταση από την κυριαρχία τον τελευταίο χρόνο. Και αυτό αφορά μια συνολική αναδιάρθρωση τόσο του ίδιου του κυρίαρχου πλαισίου μέσα στο οποίο λειτουργούν οι κοινωνικές σχέσεις, και πώς αυτές ελέγχονται, επιτηρούνται, αναπαράγονται και νοηματοδοτούνται, όσο και των όρων εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης.

Αυτή η διαδικασία είναι ταυτόχρονα αποτέλεσμα και προϋπόθεση ενός πράγματος. Της διάλυση των κοινωνικών σχέσεων και της κοινωνικής δομής, αλλά και των αξιών/προοπτικών που τη νοηματοδοτούσαν, τα τελευταία 35 χρόνια στον ελλαδικό χώρο. Μέσα από αυτήν την ιστορική διεργασία η κυρίαρχη τάξη διαταράσσεται και χάνει τη δύναμη να διατηρεί την ενότητα και την ομαλή λειτουργία του κοινωνικού σώματος. Και ακριβώς επειδή η κοινωνία είναι μια δυναμική κατάσταση που δεν καθορίζεται μονομερώς από έναν παράγοντα (κράτος, κεφάλαιο κ.λπ.) είναι αναπόφευκτο να δημιουργηθούν νέες κοινωνικές δυναμικές ισορροπίες. Μέσα από την αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού αναπτύσσονται φυγόκεντρες δυνάμεις και ρεύματα, που προτάσσουν ετερόκλητες και αλληλοσυγκρουόμενες ανάγκες, επιθυμίες και συμφέροντα.

Υπό αυτό το πρίσμα οι συνελεύσεις στις πλατείες φέρουν στο πολιτικό προσκήνιο, σε μαζική κλίμακα και με ιδιαίτερη ένταση, μια ακόμη κοινωνική συνιστώσα που είναι ενδεικτική, καταρχάς, της κατάρρευσης/ανατροπής του μέχρι πρότινος δεδομένου συσχετισμού των κοινωνικών δυνάμεων, και κατά δεύτερον της διαμόρφωσης μιας νέας κοινωνικής δυναμικής, η οποία φυσικά βρίσκεται ακόμα υπό διαμόρφωση.

η κοινωνική σύνθεση των συνελεύσεων στις πλατείες

Μια εμβάθυνση στην κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού που συγκρότησε τις συνελεύσεις των πλατειών είναι ένα δύσκολο εγχείρημα, και ίσως παρακινδυνευμένο. Από τη στιγμή που ένα εξαιρετικά ετερόκλητο πλήθος συγκροτείται και πράττει, κάθε συνιστώσα του μπολιάζει το γενικό σύνολο με τα δικά της χαρακτηριστικά, τα οποία μέσα από συνθέσεις και συγκρούσεις μεταλλάσσονται και παράγουν νέες ποιότητες, σε άμεση αλληλεξάρτηση με εξωγενείς παράγοντες (π.χ. καταστολή-κεντρικές πολιτικές επιλογές, κυρίαρχος πολεμικός λόγος, άλλα κινήματα, οργανώσεις). Έτσι θα αναδείξουμε, επιλεκτικά και σχηματικά, δύο από τις κύριες κοινωνικές συνιστώσες που συγκρότησαν τις συνελεύσεις στις πλατείες, και είχαν ειδικό βάρος στη διαμόρφωση της πολιτικής τους.

Απ’ τη μια πλευρά λοιπόν έχουμε σημαντικά κομμάτια της μεσαίας τάξης. Και κυρίως εκείνα που ανδρώθηκαν και γαλουχήθηκαν μέσα στη σοσιαλδημοκρατική διαχείριση της δεκαετίας του ’80. Η μεσαία τάξη διέθετε μια σταθεροποιημένη θέση τόσο εργασιακά, όσο και κοινωνικά μέσα στην κοινωνική πυραμίδα, και απολάμβανε συγκεκριμένα προνόμια του κράτους πρόνοιας, συνιστώντας ταυτόχρονα έναν από τους βασικούς πυλώνες της νομιμοποίησής του. Διαθέτει σταθερή εργασία, ασφαλιστικά και εργασιακά δικαιώματα, με σχετικά ικανοποιητική, μέχρι πρότινος, καταναλωτική δύναμη. Διέθετε σχετικά υψηλό βαθμό ενσωμάτωσης στο δημοκρατικό πλέγμα εξουσίας, μέσα από ισχυρούς δεσμούς και διαμεσολαβήσεις από κόμματα, συνδικάτα και τοπικούς θεσμούς. Η μεσαία τάξη είναι περισσότερο στεγανοποιημένη και εγκλωβισμένη, και κουβαλά μια πιο στέρεα κοινωνική συνείδηση με λιγότερες αντιφατικότητες.

Απ’ την άλλη πλευρά έχουμε ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια μιας επισφαλούς νεολαίας. Ο όρος είναι αδόκιμος και μπορεί να δημιουργήσει παρεξηγήσεις. Με το χαρακτηρισμό επισφαλής υποδηλώνουμε την κατάσταση απαγκίστρωσης και μετάπτωσης ευρύτερων στρωμάτων από τη μεσαία τάξη, μέσα από την επιδείνωση των όρων διαβίωσης τόσο στο εργασιακό, αλλά κυρίως στο γενικότερο κοινωνικό επίπεδο. Ο χαρακτηρισμός νεολαία δεν υπονοεί έναν αυστηρά ηλικιακό διαχωρισμό, όσο την κοινωνική διαφοροποίηση μεταξύ της γενιάς που ανδρώθηκε και ισχυροποιήθηκε κοινωνικά με τη σοσιαλδημοκρατική διαχείριση, από το 1980 και έπειτα, και της γενιάς που βίωσε τη σταδιακή διάβρωση του Κράτους Πρόνοιας και την είσοδο στην εποχή της επισφάλειας, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μετά.

Η επισφαλής νεολαία είναι ένα από εκείνα τα κοινωνικά κομμάτια που έζησε τη σταδιακή, εδώ και χρόνια, διάβρωση του σοσιαλδημοκρατικού κοινωνικού συμβολαίου, και δεν κατάφερε να κατοχυρώσει και να σταθεροποιήσει μια θέση και αντίστοιχα «προνόμια» με αυτά της αμιγούς μεσαίας τάξης. Αντιθέτως, σε κοινωνικό επίπεδο διαβιεί μέσα στην επισφάλεια και τη ρευστότητα. Βιώνει στο πετσί της τη μετάβαση στους νέους όρους εκμετάλλευσης, την ελαστική και μαύρη εργασία, την έλλειψη εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων, την απουσία πολιτικών/κοινωνικών μορφών οργάνωσης, και την εντατικοποιημένη εκπαίδευση (κυρίως στα σχολεία και λιγότερο στα πανεπιστήμια).

Από εκεί και πέρα ωστόσο η κατάσταση είναι πιο περίπλοκη, καθ’ ότι το συγκεκριμένο κομμάτι συντίθεται από τελείως ετερόκλητες και αλληλοσυγκρουόμενες ομαδοποιήσεις, με μικρότερη ομοιογένεια, μεγαλύτερες αντιφάσεις και ρευστότητα, και οξυμένες εσωτερικές πολιτικές συγκρούσεις και αντιλήψεις. Η επισφαλής νεολαία δεν είναι ενιαία. Το ενοποιητικό της στοιχείο είναι κυρίως το βίωμα της επισφαλούς εργασιακής και κοινωνικής συνθήκης. Το κύριο διαχωριστικό στοιχείο είναι η αντίληψη, η κουλτούρα και οι προσδοκίες που διαμορφώνει η κάθε συνιστώσα μέσα σε αυτήν ακριβώς τη συνθήκη, την ανάγνωση για τις αιτίες της, και τους τρόπους που επιλέγει να οργανωθεί για να την αντιπαλέψει. Στο εσωτερικό της λοιπόν υπάρχουν ευρύτερα κομμάτια που δεν δημιούργησαν ψευδαισθήσεις στον εαυτό τους σχετικά με ενδεχόμενες προοπτικές για κοινωνική άνοδο, και αντιπαλεύουν συνειδητά τη μικροαστική κουλτούρα. Αρκετοί σχηματισμοί εντός της επισφαλούς νεολαίας είτε έχουν άμεση εμπλοκή σε κοινωνικούς αγώνες και πολιτικές συλλογικότητες ή οργανώσεις, είτε κινούνται στις παρυφές τους και αλληλεπιδρούν μαζί τους.

Απ’ την άλλη υπάρχουν κομμάτια της επισφαλούς νεολαίας που γαλουχήθηκαν και κράτησαν αρκετές από τις αξίες, την κουλτούρα και τις προσδοκίες της μεσαίας τάξης για κοινωνική άνοδο και ευμάρεια. Μέσα από τον καταναλωτισμό, τον ατομικισμό και τον άγριο ανταγωνισμό, την επίπλαστη ευδαιμονία και έναν επιδιωκόμενο καριερισμό προσπάθησαν να κατακτήσουν μια θέση στον ήλιο της καπιταλιστικής ζούγκλας, προσπάθησαν να αναρριχηθούν τουλάχιστον στη θέση της μεσαίας τάξης. Κι αυτό είναι ένα από τα ενοποιητικά στοιχεία αυτής της μερίδας της επισφαλούς νεολαίας με τη μεσαία τάξη. Επιπλέον, είτε δεν έχει σχεδόν καμία επαφή με πολιτικές διαδικασίες και αγώνες, είτε έχει μια επιρροή, κυρίως όμως μέσα από τις διάχυτες επιδράσεις που έχουν προκαλέσει ισχυρές κοινωνικές συγκρούσεις, και όχι τόσο με την άμεση εμπλοκή της σε αυτές.

Παρακάτω, όπου γίνεται αναφορά στην επισφαλή νεολαία, εννοούνται τα κομμάτια τα οποία δεν είχαν, μέχρι πρότινος, εμπειρίες αγώνα και πολιτικών διαδικασιών, και φέρουν μια κουλτούρα, αξίες και προσδοκίες αντίστοιχες της μεσαίας τάξης, ενώ επέλεξαν να συμμετάσχουν και να εκφραστούν μέσα από τις συνελεύσεις στις πλατείες. Τα υπόλοιπα κομμάτια της επισφαλούς νεολαίας, αν και είχαν κάποια ενεργή συμμετοχή στις συνελεύσεις, αυτή δεν είχε το πολιτικό βάρος των άλλων συνιστωσών, ενώ επηρέασε τις πλατείες πιο διάχυτα και έμμεσα, και κυρίως μέσα από τον δρόμο.

το κίνητρο της κινητικότητας

Τα κίνητρα για την κινητοποίηση του πλήθους και τη συγκρότηση των συνελεύσεων στις πλατείες και πάλι δεν θα μπορούσαν παρά να ποικίλλουν. Εδώ θα σταθούμε αποκλειστικά στην περίπτωση των δύο κοινωνικών συνιστωσών που αναφέρθηκαν: της μεσαίας τάξης και της επισφαλούς νεολαίας. Δεν θα ασχοληθούμε με πιο καθολικές αιτίες κινητοποίησης, όπως για παράδειγμα η εκτεταμένη απώλεια εμπιστοσύνης ευρύτατων στρωμάτων στην ικανότητα των πολιτικών διαχειριστών της εξουσίας να αντιμετωπίσουν τα οξυμένα κοινωνικά προβλήματα, ή η ανάγκη για ξεπέρασμα τόσο των ιδεολογικών ταυτοτήτων, όσο και των παραδοσιακών μορφών πολιτικής και συνδικαλιστικής οργάνωσης, μέσα από τη συγκρότηση «νέων» πολιτικών μορφωμάτων όπως οι συνελεύσεις στις πλατείες. Θέλουμε να επικεντρωθούμε στα κίνητρα που προσιδιάζουν στο καθένα από τα δύο κοινωνικά στρώματα, και κυρίως αυτά που εκπορεύονται από τις κοινωνικές συνθήκες που βιώνουν.

κίνητρα της μεσαίας τάξης

Είναι ξεκάθαρο ότι το βασικό κίνητρο κινητοποίησης της μεσαίας τάξης είναι η γενική κατάρρευση της κοινωνικής της υπόστασης, της θέσης που κατείχε στην ταξική πυραμίδα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Αγνοώντας και απαξιώνοντας αφορμές και λόγους για αγώνες όλα αυτά τα χρόνια –ή περιορισμένη να διεξάγει αποκλειστικώς συντεχνιακούς και διαμεσολαβημένους από τα συνδικάτα αγώνες– κινητοποιήθηκε και μπήκε στο προσκήνιο όταν διακυβεύτηκε η θέση της στην κοινωνική πυραμίδα. Αυτό δεν είναι μια αυθαίρετη απόφανση, αλλά προκύπτει από τον λόγο που η ίδια εκφέρει μέσα στις συνελεύσεις, τόσο για τα προβλήματά της, όσο και για τον τρόπο που αναλύει την κοινωνική κατάσταση.Να σημειωθεί εδώ ότι θα ασχοληθούμε με τα κομμάτια της μεσαίας τάξης που επέλεξαν να εκφραστούν και να δραστηριοποιηθούν μέσα από τις συνελεύσεις στις πλατείες. Κι όχι στα κομμάτια που την απαξίωσαν ή την είδαν ακόμα και εχθρικά. Είναι σαφές ότι υπάρχουν κομμάτια της μεσαίας τάξης που όχι μόνο θα διατηρήσουν τη θέση τους, αλλά και θα ενισχύσουν τους δεσμούς τους με το νέο κρατικό μόρφωμα.

Δύο είναι τα κύρια σημεία του λόγου που αναδεικνύουν τόσο την αντίληψη που έχει διαμορφώσει η μεσαία τάξη για τον εαυτό της και της θέση της, όσο και τους λόγους για τους οποίους κατέβηκε στον δρόμο μαζικά. Το ένα σημείο είναι ο λόγος –ή καλύτερα η απουσία λόγου– γύρω από τους μετανάστες και την κοινωνική επισφάλεια, και το άλλο η ερμηνεία της κρίσης.

η αντίληψη της μεσαίας τάξης για την κρίση

Η ανάγνωση της φύσης της σημερινής κρίσης που κάνει η μεσαία τάξη επικεντρώνεται, καταρχάς και σχεδόν αποκλειστικά, στην πολιτική διαχείριση της κρατικής εξουσίας. Θεωρεί ότι η σημερινή κατάσταση είναι απόρροια μιας μη ορθολογικής και στρεβλής διαχείρισης των κοινωνικών και οικονομικών ζητημάτων από την πλευρά των πολιτικών, οι οποίοι πρόδωσαν την εμπιστοσύνη του έλληνα ψηφοφόρου. Η μεσαία τάξη για χρόνια, μέσα από την ενσωμάτωσή της, είχε προσδέσει τις επιθυμίες και τις προσδοκίες της με αυτές του ελληνικού κράτους. Σε σημείο που να αισθάνεται ότι στη διαδρομή της κρατικής αναπτυξιακής πορείας και της επερχόμενης ευδαιμονίας συμπορεύεται με τις επιθυμίες των κυρίαρχων ως έθνος και ως χώρα, ενσταλάζοντας έτσι στην κοινωνική της συνείδηση το εθνικό στοιχείο ως κυρίαρχο. Εξού και η εθνοκεντρική αντίληψη για την κρίση. Η κυριαρχία δηλαδή ενός λόγου που αναγνωρίζει το κοινωνικό ζήτημα, όχι ως μια ολομέτωπη ταξική επίθεση από την πλευρά των κυρίαρχων, αλλά ως μια κρίση του έθνους και της χώρας, που προέκυψε από την κακή διαχείριση των προδοτών πολιτικών. Αυτή η ερμηνεία συμπληρώνεται και από τις γνωστές κατηγορίες απέναντι στους συνωμότες ξένους κερδοσκόπους, που επιβουλεύονται τους εθνικούς πόρους της χώρας ,ή απέναντι σε ξένα κράτη –με προτίμηση τη Γερμανία– που ευδαιμονούν εις βάρος της δύσμοιρης χώρας μας. Η κατηγορία της εθνικής προδοσίας των πολιτικών έγκειται στην τελική διάψευση των ελπίδων που είχε η μεσαία τάξη για διατήρηση των κατακτήσεων και της κοινωνικής της θέσης, και για συνεχή κοινωνική ευμάρεια, μέσα από μια οιονεί ταύτιση του εαυτού της με το έθνος. Προφανώς κάποιος που προδίδεται, προηγουμένως είχε πιστέψει. Η προδοσία λοιπόν έχει να κάνει με την κρατική διακήρυξη και υπόσχεση της σταθερής κοινωνικής ανάπτυξης, και τη συνεπακόλουθη κατάρρευση της κοινωνικής υπόστασης της μεσαίας τάξης.

Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι η μεσαία τάξη προσδιορίζει την έναρξη της κατάρρευσής της και της κρίσης χοντρικά την άνοιξη του 2010, την περίοδο του μνημονίου. Δεν είδε –ή δεν ήθελε να δει– ότι η διάβρωση των κατακτήσεων και η επιβολή των νέων όρων εκμετάλλευσης δεν άρχισαν τότε, αλλά πολλά χρόνια πριν. Η ειρωνεία είναι ότι η νέα κοινωνική συνθήκη, κατά βάση, άρχισε σε πρώτη φάση πάνω στα σώματα των μεταναστών και με τη συνενοχή της μεσαίας τάξης. Σε μια δεύτερη φάση, και ενώ μια σειρά νόμων τη θεσμοποιούσαν σιγά-σιγά, επεκτάθηκε σταδιακά και «υπογείως» σε αυτό που συγκροτείται ως επισφαλής νεολαίας. Σήμερα γίνεται η βίαιη προσπάθεια αυτές οι άγριες συνθήκες εργασιακής και κοινωνικής διαβίωσης να επεκταθούν σε ευρύτατα κομμάτια, σε τέτοια κοινωνική έκταση, ώστε να απαιτούν την πλήρη ανασυγκρότηση της κοινωνικής πυραμίδας, και άρα να ακουμπούν και να αποδομούν και την ίδια τη μεσαία τάξη. Η παντελής απουσία αναφοράς της μεσαίας τάξης στη χρόνια μετεξέλιξη των όρων εκμετάλλευσης, της μαύρης και ελαστικής εργασίας και της καταπίεσης από τους ντόπιους εργοδότες, έχει να κάνει με το γεγονός ότι αντιλαμβάνεται τις αναδιαρθρώσεις, όχι ως μια συνολική επαναδιαπραγμάτευση του κοινωνικού συμβολαίου, αλλά ως επίθεση απέναντι στον εαυτό της, αφού αισθάνεται να απειλείται η ίδια της η υπόσταση.

Αυτό επομένως για το οποίο μιλάει η μεσαία τάξη στις συνελεύσεις στις πλατείες είναι κυρίως αυτά τα οποία χάνει: τα εργασιακά/ασφαλιστικά/συνταξιοδοτικά δικαιώματα, τις επιχειρήσεις, την καταναλωτική δύναμη, τις δουλειές κ.λπ. Δεν εννοούμε εδώ ότι είναι ανώφελο ή συντεχνιακό να αγωνίζεσαι για να κατακτήσεις αυτά που η κυριαρχία παίρνει πίσω. Το ζήτημα είναι σε πιο ευρύτερο –ή στενότερο– πλαίσιο τα θέτεις, και ποια είναι η προοπτική που βάζεις. Έτσι αν μας θίγουν και μας κινητοποιούν αποκλειστικά η υφαρπαγή των κεκτημένων μας, και ζητάμε την επιστροφή σε μια πρότερη κατάσταση, ξεχνάμε τρία πράγματα. Ότι το μοντέλο του δημοκρατικού κράτους πρόνοιας είναι μια ιστορική συνθήκη, που προέκυψε από ένα κοινωνικό συμβιβασμό μεταξύ ταξικά αντιμαχόμενων πλευρών, και ιστορικά επίσης τελειώνει με την ανατροπή ακριβώς αυτού του συμβιβασμού και του αντίστοιχου συσχετισμού δυνάμεων. Ότι ακριβώς αυτό το μοντέλο βρίσκεται σε κρίση, και είναι αυτό –αλλά όχι το μόνο– που μας έφερε στη σημερινή κοινωνική κατάσταση της σήψης, δημιουργώντας τάσεις κοινωνικού κανιβαλισμού. Ότι η εκμετάλλευση και η καταπίεση υπήρχαν και πριν, και δεν αίρονται εάν κάποιοι από εμάς αποκτήσουν μερικά προνόμια και κατ’ επέκταση αποσυρθούν από τους αγώνες και νομιμοποιήσουν την εντατικότερη εκμετάλλευση άλλων στρωμάτων.

η αντίληψη της μεσαίας τάξης για τους μετανάστες

Το κίνητρο της κινητικότητας, καθώς και η συνείδηση για τη θέση που κατέκτησε στην κοινωνική πυραμίδα, αναδεικνύονται και από το τι δεν λέει η μεσαία τάξη. Το πιο βασικό είναι η παντελής απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στους μετανάστες (μαζί με την επισφαλή νεολαία). Είναι σαφές ότι μια πλειοψηφική τάση των συμμετεχόντων στις συνελεύσεις αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως έλληνες εργαζόμενους, και κάποιοι απλώς ως έλληνες. Αυτή η αντίληψη επικυρώνει τόσο την υλική βάση του διάχυτου ρατσισμού, όσο και τη συνείδηση που διαμορφώνεται για την υπόσταση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Μέσα σε αυτόν οι μετανάστες παραμένουν αόρατοι. Όχι μόνο δεν θεωρείται ότι πλήττονται και αυτοί από τις αναδιαρθρώσεις, αλλά δεν αναγνωρίζονται καν ως προλετάριοι, ως κομμάτι της κοινωνικής πυραμίδας, και μάλιστα το κατώτατο. Αυτή η συνθήκη επιβεβαιώνει υπόρρητα, και κυρίως μετά τη δεκαετία του ’90, μια από τις κύριες ταξικές προϋποθέσεις του εκσυγχρονισμού, της ανάπτυξης, της καταναλωτικής φρενίτιδας και των εθνικών οραμάτων. Η θέση και ο πλούτος της μεσαίας τάξης διατηρήθηκε και ενισχύθηκε και λόγω της εντατικής και άγριας εκμετάλλευσης των μεταναστών εργατών και της υποτιμημένης εργασίας που «προσέφεραν» εκβιαστικά. Ευρύτερα κομμάτια της μεσαίας τάξης επικύρωσαν και ενίσχυσαν τη θέση που κατέκτησαν με τη μετεξέλιξή τους σε μικρά αφεντικά. Η ιδεολογική συνθήκη που συμπορεύτηκε σε αυτή τη διεργασία είναι ο διάχυτος κοινωνικός ρατσισμός, και η θεώρηση των μεταναστών ως κάτι πρόσκαιρο, ευκαιριακό και εν τέλει αόρατο και αναλώσιμο. Επομένως ο λόγος που επικεντρώνεται στα προβλήματα του έλληνα εργαζόμενου, και η παντελής έγνοια για τη θέση των μεταναστών, δεν εκφράζει παρά την απώλεια των προνομίων και την κατάρρευση της κοινωνικής υπόστασης της ελληνικής μεσαίας τάξης. Οι αναφορές τύπου: «εδώ δεν ήρθαμε για να λύσουμε το μεταναστευτικό, ήρθαμε για το μνημόνιο» αποκαλύπτουν τόσο τον βαθύ ταξικό χαρακτήρα –και όχι επίπλαστο ή ιδεολογικό– του διαχωρισμού μεταξύ ντόπιων και μεταναστών, όσο και διαφωτίζουν τα κίνητρα της κινητοποίησης της μεσαίας τάξης. Έτσι, με ένα διφορούμενο τρόπο, μια ταξική επίθεση της κυριαρχίας ενάντια στις παραγωγικές τάξεις (ανάμεσα στις οποίες είναι και οι μετανάστες εργάτες) ερμηνεύεται από τη μεσαία τάξη ως επίθεση των προδοτών πολιτικών και των ξένων ευρωπαίων απέναντι στον έλληνα εργαζόμενο, και κατ’ επέκταση στον ίδιο της τον εαυτό και τις κατακτήσεις της ως τάξη. Ενδεχομένως έτσι να ερμηνεύεται και η εξαιρετικά μειοψηφική παρουσία μεταναστών στις συνελεύσεις, αφού δεν έχουν και τον κοινωνικό χώρο να ζυμωθούν και να κινητοποιηθούν.

κίνητρα της επισφαλούς νεολαίας

Τα κίνητρα κινητοποίησης της επισφαλούς νεολαίας είναι πολύ πιο ετερογενή και αντιφατικά. Όπως προαναφέρθηκε, θα επικεντρωθούμε στο κομμάτι που δεν έχει εμπειρίες αγώνα και πολιτικών διαδικασιών, και διακατέχεται από μια κουλτούρα, αξίες και προσδοκίες αντίστοιχες της μεσαίας τάξης.

Η επισφαλής νεολαία είχε διατηρήσει διαφορετικά είδη δεσμών με το δημοκρατικό σύστημα, απ’ ότι η μεσαία τάξη. Μια μορφή δέσμευσης ήταν τα «παράπλευρα οφέλη», που διοχετεύονταν κυρίως μέσα από οικογενειακούς, συγγενικούς και πατερναλιστικούς δεσμούς που διατηρούσε με τη μεσαία τάξη, και τις αντίστοιχες εξυπηρετήσεις που η τελευταία της προσέφερε. Οφέλη όμως τα οποία φαίνεται να ελαχιστοποιούνται. Απ’ την άλλη μεριά, η επισφαλής νεολαία, παρ’ όλο που δεν κατείχε τη θέση και τα προνόμια της μεσαίας τάξης, παρ’ όλο που διαβιούσε σε συνθήκες εντεινόμενου και άγριου ανταγωνισμού, και ακριβώς επειδή γαλουχήθηκε με τα ιδεολογήματα, τις αξίες και τις προσδοκίες της, αφενός πίστεψε πως μέσα από τον νόμο της ζούγκλας θα καταφέρει να ανελιχθεί κοινωνικά, και να κατακτήσει την πολυπόθητη θέση, μέσα από την αναμενόμενη ανταμοιβή της σκληρής της προσπάθειας. Αντιθέτως μέσα από την αναδιάρθρωση, βλέπει ότι η συνθήκη της κοινωνικής επισφάλειας, που έμοιαζε να είναι μια πρόσκαιρη κατάσταση, που για να την υπερβεί αρκούσε να πατήσει επί πτωμάτων, όχι μόνο θα διαιωνιστεί και θα αποκτήσει μόνιμο χαρακτήρα, αλλά θα οξυνθεί περαιτέρω. Αφετέρου, μπορούσε, παρ’ όλα αυτά, να συμμετέχει στα οφέλη της δημοκρατίας, μέσα από την επίπλαστη και δανεική καταναλωτική ευδαιμονία και την επίδειξη ενός χρεωμένου πλουτισμού. Συμπυκνώνοντας φαίνεται ότι το κίνητρο της κινητικότητας της επισφαλούς νεολαίας είναι αφενός η κατάρρευση των προσδοκιών και ελπίδων της για κοινωνική ανέλιξη, και αφετέρου η σαφής πλέον επίγνωση της διαιώνισης και περαιτέρω όξυνσης της εργασιακής και κοινωνικής συνθήκης που διαβιεί.

ρασκόλνικοφ