Αναδημοσίευση από το Athens Indymedia
Σε τι εποχή ζούμε; Πώς θα περιγράφαμε την εποχή μας; Για την κριτική σκέψη, κάτι το αποφασιστικό διακυβεύεται με αυτό το ερώτημα των ονομασιών, των ονομασιών της εποχής. Ο χάρτης των ονομάτων προσανατολίζει τις στρατηγικές, τονίζει τις κινήσεις του αντιπάλου, φανερώνει τις πιθανές αντιστάσεις.
Τι είναι αυτό που αντιμετωπίζουμε σήμερα; Εάν δεν γνωρίζουμε το όνομά του, πώς θα μπορέσουμε να το πολεμήσουμε;
Ο Καμερούνιος στοχαστής Achille Mbembe προτείνει τον όρο «κτηνωδία/brutalism». Προερχόμενος από τον κόσμο της αρχιτεκτονικής, όπου αναφέρεται στο μαζικό, βιομηχανικό, έντονης μόλυνσης είδος κατασκευής, η κτηνωδία ως εικόνα του σύγχρονου κόσμου ονομάζει έτσι τη διαδικασία του ολοκληρωτικού πολέμου ενάντια στην ύλη.
Η διάγνωση του Mbembe δεν είναι απλά πολιτική ή οικονομική, πολιτιστική ή έστω ανθρωπολογική, αλλά πολιτισμική, κοσμική, κοσμοπολιτική. Προσδιορίζει την κυρίαρχη σχέση με ό,τι υπάρχει· μια σχέση εξαναγκασμού και απόσπασης, εντατικής εκμετάλλευσης και καταστροφής.
Ο κόσμος έχει μετατραπεί σε ένα γιγαντιαίο ανοικτής επιφάνειας ορυχείο. Η λειτουργία των σύγχρονων εξουσιών, όπως ισχυρίζεται ο Mbembe, είναι να «καταστήσουν την απόσπαση εφικτή». Υπάρχει μια ακροδεξιά εκδοχή της κτηνωδίας και μια προοδευτική εκδοχή, αλλά και οι δυο διαχειρίζονται με διαφορετικές εντατικότητες και τροπικότητες την ίδια εξορυκτική επιχείρηση, από τα σώματα ως τις περιοχές, μέσω της γλώσσας και του συμβολικού.
Είναι αυτός ο νέος ιμπεριαλισμός; Ναι, αν και δεν εδραιώνει πλέον ή κατασκευάζει κάποιον πολιτισμό αξιών, κάποια ιδέα του Καλού ή κάποιας ανώτερης κουλτούρας, αλλά κατακερματίζει ή διασπά σώματα – ατομικά, συλλογικά, εδαφικά – προκειμένου να αποσπάσει από όλα αυτά κάθε είδους ενέργειες μέχρι της τελικής τους εξάντλησης, απειλώντας έτσι την «ανάφλεξη του κόσμου».
Ο Mbembe εντοπίζει τις τάσεις στο πλανητικό επίπεδο που επιδρούν στην ανθρωπότητα στο σύνολό της. Αλλά στοχάζεται από έναν συγκεκριμένο τόπο: Την Αφρική, την ιστορία της, τις πληγές της, καθώς και την αντίστασή της. Σήμερα, ο κόσμος όλος βιώνει έναν «εκμαυρισμό» στον οποίο η διάκριση μεταξύ του ανθρώπινου όντος, του αντικειμένου και του εμπορεύματος τείνει να καταργηθεί. Ο μαύρος σκλάβος προεικονίζει μια παγκόσμια τάση. Κινδυνεύουμε όλοι.
Λιβιδινική οικονομία της κτηνωδίας
Ποιο είδος ανθρώπινου όντος, υποκειμενικότητας και επιθυμιών, επιδιώκει η σύγχρονη κτηνωδία να παράξει;
Από τη μια πλευρά, καθορίζεται από το τρελό σχέδιο του αφανισμού του ασυνείδητου, «εκείνη την αχανή δεξαμενή νύχτας με την οποία η ψυχανάλυση προσπαθεί να μας συμφιλιώσει». Το ανθρώπινο σώμα δεν είναι απλά το βιολογικό, νευρο-χημικό σώμα, αλλά και η «ονειρική ύλη» (Leon Rozitchner) που επιθυμεί, που φαντάζεται, που βιώνει ουτοπίες. Το ασυνείδητο είναι όμοιο με την φλούδα της μπανάνας για όλα τα σχέδια ελέγχου, συμπεριλαμβανομένου και του ελέγχου που ο καθένας από εμάς ασκεί στον εαυτό του. Αποπροσανατολίζει, διαστρεβλώνει και περιπλέκει τα πάντα.
Η ακυβέρνητη αυτή διάσταση πρέπει να ξεριζωθεί, όλες οι ανθρώπινες δυνατότητες και δυνητικότητες πρέπει να καταληφθούν από δίκτυα δεδομένων (data networks), και η ύλη πρέπει να χαρτογραφηθεί ολοκληρωτικά ωσότου ο χάρτης αντικαταστήσει την περιοχή. Η κτηνωδία αποσκοπεί στην ουσιαστική ψηφιοποίηση του κόσμου, στην αποσύνθεση του ασυνείδητου (το οποίο μας καθιστά μοναδικούς και ανεπανάληπτους) εντός του αλγόριθμου, εντός του ψηφίου, εντός του πεδίου του ποσοτικού· στην κατάργηση του μυστηρίου που είμαστε, στη λεύκανση της νύχτας.
Αλλά το μόνο που κατορθώνει είναι να απελευθερώσει τις πιο ερεβώδεις και καταστροφικές τάσεις. Γιατί; Η γενική ορθολογικοποίηση –ψηφιοποίηση, αλγοριθμοποίηση, πρωτοκολλοποίηση– μπλοκάρει τις πιο συναισθηματικές και αγαπητικές ενέργειες, την ισχύ του Έρωτα η οποία, σύμφωνα με τον Freud, αποτελεί το μοναδικό αντίβαρο στον Θάνατο. Το σχέδιο του αφανισμού του ασυνείδητου οδηγεί στην γενική αναισθητοποίηση.
Την αδιαφορία για τον πόνο των άλλων, τη θέληση για σαδισμό και φόνο, για τη θέα της οδύνης· η σκληρότητα και ο σαδισμός αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά των σύγχρονων εξουσιών. Ο Mbembe αναφέρεται, σε ένα εξαιρετικά ανατριχιαστικό κεφάλαιο, στην σύγχρονη «ανδροπρέπεια/virilism». Η λιβιδινική οικονομία της κτηνωδίας δεν περνά πλέον μέσα από την καταπίεση ή τον περιορισμό των τάσεων, αλλά μέσω της αχαλίνωτης, ασύστολης, απο-εξιδανίκευσης και της απουσίας ορίων· να λες τα πάντα, να κάνεις τα πάντα, να επιδεικνύεις τα πάντα και να το απολαμβάνεις.
Η ανδροπρέπεια διαμορφώνει μια φρενήρη ζώνη, ισχυρίζεται ο Mbembe, χωρίς κανένα ίχνος από τα παλιά συναισθήματα ενοχής, μετριοφροσύνης ή συστολής. Ένα αρχέτυπο εκφράζει αυτή την τάση καλύτερα από κάθε άλλο: Ο θρίαμβος του αιμομίκτη πατέρα στις πορνογραφικές ιστοσελίδες. Το παλινδρομικό βήμα: Εάν ο φόνος του δεσποτικού πατέρα από τα χέρια των παιδιών του σήμαινε για τον Freud το πέρασμα στον πολιτισμό, το όριο και τον νόμο, το φάντασμα του κακοποιητικού πατέρα επιστρέφει σήμερα για να καταλάβει τις σκοτεινότερες επιθυμίες.
Χθές, η αρχή της πραγματικότητας (η πατρική εντολή) μάς ανάγκαζε να αποκηρύξουμε την αρχή της ηδονής, αντικαθιστώντας τη με την εξιδανικευτική αναπλήρωση. Σήμερα, απαιτεί το αντίθετο: Όχι την αναβολή, αναστολή ή υποκαταστάση οτιδήποτε, αλλά την πρόσβαση στην εκστατική απόλαυση/ jouissance άμεσα, κυριολεκτικά και χωρίς μεσολάβηση. Η κατανάλωση (αντικειμένων, σωμάτων, εμπειριών, σχέσεων), από την καταπίεση στην πίεση, από την αποσεξουαλικοποίηση στην υπερ-σεξουαλικοποίηση, από τον πατέρα της απαγόρευσης στον πατέρα της κακοποίησης· η ενοχή σήμερα σημαίνει ότι δεν έχεις απολαύσει αρκετά.
Ο αποικισμός σήμαινε πάντα την κτηνώδη κακοποίηση. Η φυτεία και η αποικία, αποτελούν, σύμφωνα με τον Mbembe, την προεικόνιση της κτηνωδίας. Χωρίς περιορισμό ή συμβολική διαμεσολάβηση, μπορεί κάποιος και πρέπει απόλυτα να απολαμβάνει τους άλλους, οι οποίοι έχουν μετατραπεί σε ένα απλό «χαρέμι αντικειμένων» (Franz Fanon). Μπορούμε έτσι λοιπόν να κατανοήσουμε καλύτερα, λιβιδινικά, το κλειδί για την άνοδο της νέας δεξιάς; Αυτοπαρουσιάζονται ως υπερασπιστές μιας «ελευθερίας» η οποία δεν είναι παρά το δικαίωμα του ισχυρού να απολαύσει τον αδύναμο σαν να ήταν αναλώσιμο αντικείμενο.
Στο φόντο, ως υπο-προϊόντα της ανδροπρέπειας, ο φόβος του ευνουχισμού, ο γενετήσιος πανικός και η φρίκη της θηλυκότητας βρίσκονται παντού. Η κτηνωδία φιλοδοξεί ακόμη και να ξεφορτωθεί τις γυναίκες συνολικά· ο γενικευμένος αυνανισμός, η σεξουαλικότητα χωρίς επαφή, η τεχνοσεξουαλικότητα, με τον εγκέφαλο να αντικαθιστά τον φαλλό ως το προνομιακό όργανο. Η ανδροπρέπεια δεν ήταν η τελευταία λέξη της πατριαρχίας.
Συνοριακά σώματα
Στον επίλογο του βιβλίου της για Tις Απαρχές του Ολοκληρωτισμού, στο οποίο περισσότερες από εξακόσιες σελίδες είναι αφιερωμένες στη μελέτη των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών που κατέστησαν τον Ναζισμό και τον Σταλινισμό εφικτούς, η Hannah Arendt διατυπώνει τον εντυπωσιακό ισχυρισμό πως η μοναδική βεβαιότητα στην οποία έχει καταλήξει είναι ότι ο ολοκληρωτισμός γεννήθηκε σε έναν κόσμο όπου ο πληθυσμός στο σύνολο του είχε καταστεί περιττός. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης (και αργότερα εξολόθρευσης) αποτελέσαν τότε τους μοναδικούς τόπους όπου μπορούσαν να στεγαστούν όλοι εκείνοι οι οποίο πλεόναζαν απαιτήσεων.
Πώς όμως το διαβάζουμε αυτό σήμερα, όταν η εποχή μας χαρακτηρίζεται από το ίδιο φαινόμενο των άστατων μαζών; Ο πόλεμος αποτελεί πάντα ένα μέσο για την πιθανή ρύθμιση του ανεπιθύμητου πλεονάζοντος πληθυσμού, και ο ολοκληρωτισμός ένα καθεστώς μόνιμου και διαρκούς πολέμου.
Η σύγχρονη κτηνωδία, διαφορετική από τον Ναζισμό ή τον Σταλινισμό, κληρονομεί εντούτοις την ίδια λειτουργία. Αντιμέτωπη με τον φόβο της διασποράς του πανικού του «πολλαπλασιασμού των άλλων», εφαρμόζει την κτηνώδη διαχείριση της μετανάστευσης.
Ο Mbembe χαρακτηρίζει τα πλεονάζοντα ανθρώπινα όντα ως «συνοριακά σώματα». Τι πρέπει να γίνει με αυτά; Να απομονωθούν και περιοριστούν, να αφεθούν στον θάνατο. Η βιοπολιτική (η οποία διαχειρίζεται τη ζωή προκειμένου να την εκμεταλλευτεί) είναι αναπόσπαστη από την νεκροπολιτική (η οποία παράγει και διαχειρίζεται τον πλεονάζοντα πληθυσμό).
Ο σύγχρονος κόσμος δεν γνωρίζει μόνο τους ήπιους και σαγηνευτικούς τρόπους ελέγχου (τη μόδα, το design, τη διαφήμιση), αλλά και τις μεθόδους του πολέμου. Σήμερα, παντού, οι έλεγχοι, οι φυλακίσεις και οι εγκλεισμοί γίνονται όλο και πιο ασφυκτικοί. Οι χώροι διαιρούνται, και οι αυταρχικές αποφάσεις ορίζουν το ποιος μπορεί και ποιος δεν μπορεί να μετακινηθεί. Δεν είναι μόνο η κινητικότητα των υποκειμένων (της κατοικίας, της εργασίας, της λειτουργικότητας) που προβάλλεται, αλλά και υποβάλλεται, ελέγχεται, κανονικοποιείται. Η Γάζα αποτελεί πρότυπο κυβερνητικότητας.
Και ενώ οι Ευρωπαίοι ηγέτες γιόρτασαν πρόσφατα την ογδοηκοστή επέτειο της απελευθέρωσης του Auschwitz, τα στρατόπεδα έχουν επιστρέψει ξανά· στρατόπεδα εγκλεισμού, κράτησης, υποβιβασμού και διαχωρισμού· για μετανάστες, πρόσφυγες, αιτούντες ασύλου· στρατόπεδα, εν συντομία, για ξένους, σε τόπους όπως η Σάμος, η Χίος, η Λέσβος, η Ειδομένη, η Lampedusa, η Ventimiglia, η Σικελία, η Subotica. Οι πλέον θανατηφόρες μεταναστευτικές διαδρομές σε όλον τον κόσμο είναι οι Ευρωπαϊκές. 10.000 άνθρωποι έχασαν την ζωή τους προσπαθώντας να εισέλθουν στην Ισπανία πέρυσι.
Η αιματοχυσία και η καταδιωκτικότητα επιχειρούν επίσης στη διαχείριση της περίπλοκης κινητικότητας των συνοριακών σωμάτων. Ο Mbembe εξηγεί πώς πραγματοποιείται αυτό μέσω του ελέγχου των διασυνδέσεων, των μετακινήσεων και των συναλλαγών. Ο πόλεμος ενάντια στους μετανάστες (την κινούμενη αυτή ύλη) αποτελεί επίσης μια κερδοφόρα επιχειρηματική δραστηριότητα και έναν οικονομικό παράγοντα.
Σήμερα, οι ιμπεριαλιστικές παρορμήσεις συνδυάζονται με τη νοσταλγία και τη μελαγχολία. Οι πρώην κατακτητές, ηλικιωμένοι και κουρασμένοι, νοιώθουν πως εισβάλλονται από τις «ενεργητικές φυλές» που βρίθουν ζωτικότητας. Ο κόσμος συρρικνώνεται και είναι απειλούμενος. Αυτή είναι η αντίληψη που εκμεταλλεύεται η ευρωπαϊκή άκρα δεξιά. Η πατρίδα δεν πρέπει πια να επεκταθεί, αλλά να υπεραμυνθεί. Το καταφατικό και ενθουσιώδες ύφος κάποιου σαν τον Jose Antonio μετατρέπεται σε απόλυτο φόβο και θυματοποίηση στο Vox.
Ουτοπίες της Ύλης
Πώς να αντισταθούμε στην κτηνωδία; Ο Mbembe δεν θρηνολογεί σε μια άσκηση καταστροφισμού, αλλά τολμά να «ουτοπιάσει/utopianise». Τι σημαίνει αυτό;
Ο Καμερούνιος στοχαστής αντλεί έμπνευση από τον Ernst Bloch, τον σημαντικό στοχαστή της ουτοπίας και της ελπίδας του 20ου αιώνα. Τι είναι η ουτοπία για τον Bloch; Τίποτε απ’ όσα συνήθως θεωρούμε ότι σχετίζονται με τον όρο: Εικασίες για το μέλλον, προβολές σεναρίων, ιδανικά προπλάσματα. Όχι, η ουτοπία είναι ισχύς, δυνατότητα και δυνητικότητα, ήδη ενυπάρχουσα στο παρόν.
Ανόμοια προς τη συμβατική κριτική, η ουτοπική κριτική δεν αντλεί απλά από την κριτική χαρτογραφία των σύγχρονων εξουσιών, αλλά και τονίζει τις δυνητικότητες της αντίστασης, της αλλαγής, των άλλων εφικτών κόσμων. Δεν αποκηρύσσει μόνο, κατακρίνει ή ακυρώνει, αλλά και διατυπώνει νέες πιθανότητες, προσκαλώντας τον αναγνώστη να τις δημιουργήσει, να τις αναπτύξει. Αντιπαραβάλλει αυτό που υπάρχει με εκείνο που θα μπορούσε να υπάρξει, με το δεύτερο να μην αποτελεί κάποια αφηρημένη πιθανότητα, αλλά μια ισχύς σε εξέλιξη.
Εάν σήμερα είμαστε μάρτυρες στον «εκμαυρισμό του κόσμου», δεν θα μπορούσαμε κάλλιστα να εμπνευστούμε από την αντίσταση των Αφρικανικών κουλτούρων που αντιτάχθηκαν πάντα στη μετατροπή τους σε πράγμα/αντικείμενο; Η εξέλιξη του συγκριμένου σε οικουμενικό και σε ουτοπία, όπως ευχήθηκε ο Walter Benjamin, δεν μετατίθεται πια στο μέλλον αλλά στο «άλμα της τίγρης στο παρελθόν».
Οι αντιστάσεις αυτές ξεπερνιούνται, όπως το διαβάζω εγώ, μέσω μιας διαφορετικής κατανόησης και μιας άλλης σχέσης με την ύλη. Η ύλη σύμφωνα με τις προ-αποικιακές Αφρικανικές κουλτούρες αποτελεί ένα πλέγμα σχέσεων, είναι διαφορά, είναι αλλαγή. Ο ανιμισμός θα το εξέφραζε αυτό στο πνευματικό επίπεδο: Ο κόσμος κατοικείται από μια πολλαπλότητα έμβιων όντων, ενεργών υποκειμένων, πολλαπλών θεοτήτων, προγόνων, προσευχόμενων διαμεσολαβητών.
Είτε αποκαταστάσεις είτε κηδείες, ισχυρίζεται ο Mbembe. Η πρόκληση δεν έγκειται στην απαξίωση ή στην αυτοτιμωρία, αλλά στην δημιουργία πληγωμένης ύλης. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της διαφωνίας σχετικά με την αποαποικιοποίηση των μουσείων, δεν τίθεται απλά ως θέμα «επιστροφής» των κλεμμένων αντικειμένων στους τόπους καταγωγής τους, αλλά στην κατανόηση πως τα αντικείμενα αυτά δεν ήσαν ποτέ «πράγματα» (ούτε χρήσιμα ούτε και έργα τέχνης), αλλά οχήματα και δίαυλοι ενέργειας, ζωτικές δυνάμεις και κυριολεκτικότητες που διευκόλυναν την μεταμόρφωση της ύλης· αναδημιουργώντας την ενεργή σχέση με την μνήμη.
Εάν η ύλη δεν αποτελεί ένα αντικείμενο προς εκμετάλλευση, αλλά ένα συμμετοχικό οικοσύστημα, μια δεξαμενή δυνατοτήτων, ένα σύνολο υποκειμενικοτήτων, ποιες είναι οι πολιτικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να την εξυπηρετήσουν;
Πέραν της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του ενστικτώδους εθνικισμού, πέραν του δόγματος αίμα και γη, ο Mbembe προτείνει τη «δημοκρατία των έμβιων» που θα εξασκήσουν τη φροντίδα για όλους τους κατοίκους της γης, ανθρώπους και μη· την οικονομία «των κοινών» που θα μας υποχρεώσει να αποκηρύξουμε τις εμμονές μας στην αποκλειστική ιδιοποίηση καθώς και την «απο-συνοριοποίηση» ενός κόσμου ικανού να προστατεύει το δικαίωμα καθενός να φύγει, να μεταναστεύσει και να παραμείνει μετακινούμενος· να είναι ξένος, προς τον εαυτό του και προς τους άλλους.
Η ύλη η ίδια «ουτοπιάζει», όπως ο Ernst Bloch ισχυρίστηκε. Δεν πρόκειται για παθητική μάζα που αναμένει τη μορφή της από κάποια εξωτερική επίδραση, αλλά διαθέτει τη δική της κίνηση, τη δική της ενεργητική αρχή· εγκυμονεί το μέλλον. Είναι αυτό που η κτηνωδία πολεμά; Εκείνο που η ουτοπία απαιτεί από εμάς είναι να είμαστε «σαν την φωτιά στον φούρνο» που ωριμάζει και συνειδητοποιεί δυνατότητες· όχι για να τις εξαναγκάσει ή για να τις παραβιάσει, αλλά για να τις αφουγκραστεί καθώς επιμηκύνει τη δημιουργία τους.
Amador Fernández-Savater
πηγή: Amador Fernández-Savater: Brutalism, the highest stage of neoliberalism | Autonomies