Ματίας Ζίντελαρ: Κάτι πολύ πιο σπουδαίο από έναν μεγάλο σέντερ φορ

Στην εποχή της πλήρους εμπορευματοποίησης του ποδοσφαίρου –και του αθλητισμού γενικότερα– όπου η δουλική συμπόρευση με τις επιταγές και τις αξίες της κυριαρχεί απόλυτα, στάσεις αξιοπρέπειας και αντίστασης αθλητών απέναντι στην κρατούσα κατάσταση είναι σχεδόν ανύπαρκτες και φαντάζουν ως εξωπραγματικές. Μια τέτοια ιστορία, αλλά απ’ τα παλιά, είναι και η στάση (ζωής τελικά, όπως αποδείχτηκε) του αυστριακού ποδοσφαιριστή Ματίας Ζίντελαρ (Matthias Sindelar). Μια ιστορία, που όπως και οι άλλες λίγες παρόμοιες που μας έρχονται απ’ το παρελθόν, έχει περιέλθει στη σφαίρα του μύθου και τείνει να ξεχαστεί σήμερα. Η υπενθύμισή της τους χαλάει τη σούπα, ότι δήθεν στον χώρο του αθλητισμού δεν χωράνε οι πολιτικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις, και ότι είναι μόνο ένα θέαμα (όπου όμως παίζονται πολλά πολλά φράγκα, ε κύριοι;). Να θυμηθούμε μόνο ότι πριν λίγους μήνες έτρεχαν να κατεβάσουν απ’ τις κερκίδες τα πανό που έγραφαν ενάντια στα μνημόνια. Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στον Ζίντελαρ.

Γεννήθηκε το 1903 στο Κοσλόφ της σημερινής Τσεχίας, που τότε ακόμα αποτελούσε μέρος της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Σύντομα η οικογένειά του –πιθανόν εβραϊκής καταγωγής– ήρθε στη Βιέννη. Ο πατέρας του σκοτώθηκε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και ο μικρός Ματίας βγήκε στη βιοπάλη. Εκεί, στην ομάδα της γειτονιάς του άρχισε να ξεχωρίζει για το ταλέντο του, και το 1924 μεταγράφηκε στην Αούστρια Βιέννης.

Οι περιγραφές της εποχής σχετικά με το φανταστικό ποδοσφαιρικό του ταλέντο αναφέρονται σ’ έναν παίχτη λεπτοκαμωμένο και ντελικάτο, «αεράτο» με αρμονικές-δαντελένιες κινήσεις, και ντριπλέρ με άριστη τεχνική κατάρτιση, που έβλεπε γήπεδο, και ως σέντερ φορ σκόραρε συχνά και με θεαματικό τρόπο. Για όλα αυτά τον αποκαλούσαν «Μότσαρτ των γηπέδων». Χαρακτηρίζεται ως ένας απ’ τους καλύτερους ποδοσφαιριστές στον κόσμο προπολεμικά, αν όχι ο καλύτερος. «Το γκολ του Ζίντελαρ ήταν ένα έργο τέχνης που κανείς πριν ή μετά απ’ αυτόν δεν θα μπορέσει ν’ αντιγράψει. Ο κόσμος στο Λονδίνο σηκώθηκε όρθιος για να το χειροκροτήσει και κάθισε ξανά μετά από 20 λεπτά». Λόγια του Βέλγου διαιτητή που διηύθηνε τον αγώνα Αγγλίας-Αυστρίας (4-3) το ’32, για το γκολ που έβαλε ο «Μότσαρτ» περνώντας σχεδόν όλη την αντίπαλη ομάδα! Ο Μαραντόνα αργούσε ακόμα!

Με ηγέτη τον ίδιο και μαζί με άλλους μεγάλους αυστριακούς παίχτες της εποχής σχημάτισαν την Wunderteam (Βούντερτιμ-ομάδα όνειρο) της εθνικής Αυστρίας της δεκαετίας του ’30. Εκεί ήταν που διέπρεψε ο Ζίντελαρ ως ποδοσφαιριστής και ως άνθρωπος. Αυτή η ομάδα ήταν φυσικά μια απ’ τις καλύτερες στον κόσμο τότε, υπό την καθοδήγηση του πρωτοπόρου προπονητή της, Ούγκο Μάισλ. Συγκαταλέγεται στις τέσσερις μεγάλες εθνικές ομάδες- χάρμα ιδέσθαι που δεν κατάφεραν να πάρουν τίτλο: Την Ουγγαρία του Πούσκας που έπεσε πάνω στους ντοπαρισμένους γερμανούς, την Ολλανδία του Κρόιφ, τη Βραζιλία του προσφάτως χαμένου Σώκρατες. Η Αυστρία έπεσε πάνω στην πολιτική σκοπιμότητα και επιβολή. Το 1934 έχασε στα ημιτελικά και στην παράταση, απ’ την διοργανώτρια Ιταλία, μπροστά στον Μουσολίνι και έπειτα από εγκληματική διαιτησία εις βάρος της. Όπως πολλοί «δημοκράτες» πριν –αλλά και μετά– απ’ αυτούς, έτσι και οι φασίστες χρησιμοποίησαν το ποδόσφαιρο για να προβάλλουν τα ιδανικά της ανωτερότητας της φυλής και του έθνους, του μιλιταρισμού και του ανδρικού τσαμπουκά.

Το ’38 είναι το μεγάλο φαβορί για την κατάκτηση του Μουντιάλ της Γαλλίας. Αλλά λίγους μήνες πριν την έναρξή του ο Χίτλερ εισβάλει στη Αυστρία και την προσαρτά εν ονόματι της εθνικής ολοκλήρωσης του γερμανικού έθνους! Οι αυστριακοί διεθνείς, λοιπόν, μπορούν να συμμετάσχουν μόνο με την ομάδα της ναζιστικής Γερμανίας. Κορυφαίοι παίχτες όπως οι Μπίνερ, Μπίκαν, Γερούσαλεμ και Ζίντελαρ το αρνούνται. Οι Ναζί, γνωρίζοντας ότι με τη συμμετοχή τους έχουν μεγάλες πιθανότητες να πάρουν τον τίτλο, και θέλοντας να εκμεταλλευτούν πολιτικά ένα τέτοιο γεγονός, προσπαθούν να τους δελεάσουν με χρήμα, φήμη και αξιώματα, αλλά συναντούν ξανά την άρνηση. Λίγους μήνες αργότερα, οι Ναζί κάνουν μια τελευταία προσπάθεια να προσεταιριστούν τους αυστριακούς διεθνείς, και διοργανώνουν έναν φιλικό αγώνα ανάμεσα στις δυο ομάδες. Η συμφωνία ήταν ο αγώνας να λήξει 1-1. Ο Ζίντελαρ και οι συμπαίκτες του είχαν άλλη γνώμη. Είδαν το παιχνίδι ως μια μεγάλη ευκαιρία για να χλευάσουν το καθεστώς, τσαλακώνοντας ταυτόχρονα και την επικοινωνιακή του εικόνα. Ο Ζίντελαρ, αυτός ο ίδιος που τον προηγούμενο χρόνο είχε επικαλεστεί ως αιτία της άρνησής του την ηλικία του, ήταν αυτός που στα 35-36 του πια πήρε το παιχνίδι πάνω του. Στο δεύτερο ημίχρονο άνοιξε το σκορ αφού πρώτα «χόρεψε» όλη τη γερμανική άμυνα. Και στα τελευταία λεπτά πάσαρε στον συμπαίκτη του Κάρλ Σέτα για να κάνει το 2-0. Οι δυο τους γελώντας προκλητικά πήγαν και στάθηκαν πανηγυρίζοντας μπροστά στον Χίτλερ! Θα κάνουμε εδώ μια μικρή παρένθεση για να δείξουμε πόσο μεγάλη αξία είχε αυτή η πράξη εκείνη την εποχή, πόσο σθένος χρειαζόταν και πόσο μοναδική ήταν. Το ’38, δηλαδή λίγους μόλις μήνες πριν ο Ζίντελαρ και η παρέα του γελοιοποιήσουν τους Ναζί, και την ίδια ώρα που τους έφτυναν αρνούμενοι να παίξουν φορώντας τη φανέλα με τη σβάστικα, έγινε στο Ολυμπιακό Στάδιο του Βερολίνου ο φιλικός αγώνας Γερμανίας-Αγγλίας. Με την προτροπή του βρετανού πρέσβη στο Βερολίνο, όλοι οι άγγλοι παίχτες χαιρέτησαν φασιστικά κατά τη διάρκεια της ανάκρουσης των εθνικών ύμνων μπροστά στους Γκαίρινγκ και Γκέμπελς! Ένας μόνο αρνήθηκε να το πράξει και αποκλείστηκε απ’ την αποστολή. Για την ιστορία, το όνομά του ήταν Σταν Κόλινς και έπαιζε στη Γουλβς.

Όπως ήταν φυσικό, τα ναζιστικά σκυλιά δεν συγχώρεσαν τον μεγάλο ποδοσφαιριστή για την ταπείνωση που τους έκανε. Δυο μήνες μετά βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του μαζί με την ιταλίδα φίλη του, Καμίλα Καστανόλα. Η επίσημη εκδοχή ήταν θάνατος από διαρροή γκαζιού λόγω βλάβης της σόμπας. Οι γείτονες επέμεναν ότι η σόμπα δεν είχε ποτέ κανένα πρόβλημα. Άλλοι μίλησαν και για αυτοκτονία. Παρά την απαγόρευση απ’ τις αρχές, δεκάδες χιλιάδες κόσμος τον αποχαιρέτησε την ημέρα της κηδείας, ως μια σιωπηλή πράξη διαμαρτυρίας απέναντι στο καθεστώς. Αυτοί –όπως και όλοι οι άλλοι– ήξεραν ποια ήταν η αλήθεια. Ο Ζίντελαρ είχε ήδη μετατραπεί σε σύμβολο της αντίστασης ενάντια στον ναζισμό στη χώρα του.

Κάποιοι, αρκετοί δηλαδή, που θέλουν να βλέπουν τα γεγονότα μόνο μέσα απ’ τα μυωπικά γυαλιά του «πατριωτισμού» τους, βλέπουν πίσω απ’ τη στάση του Ζίντελαρ μια «πατριωτική» αντίδραση στην κατάκτηση της χώρας του. Λες και αυτή η κατάκτηση δεν προήλθε από ένα καθεστώς με μια συγκεκριμένη πολιτική ιδεολογία. Και ούτε βέβαια προτίθενται να εξετάσουν αν αυτή η συγκεκριμένη ιδεολογία έχει πολλά κοινά με τον δικό τους «πατριωτισμό». Αλλά πέραν τούτου, αν ο Ζίντελαρ αντιδρούσε απλά και μόνο «πατριωτικά», τότε θα έπραττε το ακριβώς αντίθετο! Θα ακολουθούσε τη συντριπτική πλειοψηφία των αυστριακών της εποχής που «πατριωτικά» αφιονισμένοι, υποδέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες την προσάρτηση της χώρας τους, και συνεργάστηκαν ενεργά με τους ναζί ως το τέλος του πολέμου στο όνομα του «παγγερμανισμού».

Ο Ζίντελαρ είναι ένας απ’ τους αμέτρητους και ξεχασμένους μάρτυρες στην πάλη ενάντια στο ναζισμό, και σύμβολο αντίστασης και αξιοπρέπειας απέναντι στα κελεύσματα των κυρίαρχων ιδεολογικών σειρήνων της κάθε εποχής. Τέτοιες στάσεις έχουν να μας πουν πολλά σήμερα, γι’ αυτό και πρέπει να τις ανασύρουμε απ’ τη λήθη και να τις μετατρέπουμε σε μνήμη.

Κολίγος

ΥΓ: Αφορμή γι’ αυτό το κείμενο ήταν η ανάγνωση σχετικού άρθρου στην εβδομαδιαία σαββατιάτικη εφημερίδα «ΚΟΝΤΡΑ».