Μία ιστορική αναδρομή για την προβοκατορολογία και δύο λόγια για τη κατασταλτική της λειτουργία στις 28/02

Αναδημοσίευση από το Athens Indymedia

Αυτό το κείμενο δεν είναι παρά η γραπτή κατάθεση κάποιων προβοκατόρων˙ ο τρόπος που είδαν και έζησαν τα γεγονότα. Είναι επίσης μία απάντηση σε όλα αυτά που μέσα από την απανωτή αναπαραγωγή ψευδών ή φανταστικών ειδήσεων προσπαθούν να στρεβλώσουν το βίωμα, να ανακατασκευάσουν τα γεγονότα και τέλος να αλλοιώσουν το ίδιο το συγκρουσιακό συμβάν.

Οικειοποιούμαστε τον όρο προβοκάτορα, για τακτικούς λόγους. Σήμερα που μιλάμε, ως προβοκάτορας νοηματοδοτείται ο κρυφός μπάτσος, ο ασφαλίτης, που όχι μόνο παρεισφρύει στις πορείες αλλά είναι και αυτός που ξεκινάει τις συγκρούσεις. Αντίθετα, εμείς λέμε ότι αυτό δεν είναι παρά ένα σενάριο βγαλμένο από τη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας, ένα αστυνομικό σενάριο που κοινωνικοποιήθηκε ακριβώς για να καταστείλει την όποια αντίδραση. Προβοκάτορες λοιπόν, δεν είναι οι μπάτσοι. Προβοκάτορες είναι όλα αυτά που επέλεξαν ως μέθοδο αγώνα (καλώς ή κακώς) την άμεση σύγκρουση. Είμαστε όλα εμείς.

Πριν μιλήσουμε για την Παρασκευή, οφείλουμε να πάμε λίγο πίσω. Και αυτό, γιατί οι διάφοροι λόγοι που βγήκαν για την Παρασκευή είναι τόσο βαθιά κολλημένοι στο παρελθόν, που οποιοδήποτε παρόν δεν μπορεί παρά να αντιπαρατεθεί με όλο αυτό το βάρος που κουβαλάει στην πλάτη του το ανταγωνιστικό κίνημα, αλλά και η ελληνική κοινωνία στο σύνολό της. Μιλάμε για όλες αυτές τις προκαταλήψεις και τις ιδεολογίες που τροφοδοτούν το ναρκισσιστικό μικροαστισμό –και μάλιστα του δίνουν αυτή την ιδιαίτερα επιθετική υπόσταση– και ξεκινάνε από πολύ πίσω, αλλά παίρνουν αυτήν την ιδιαίτερα κοινή μορφή τους με σήμερα στα μέσα του 20ου αιώνα.

Αρχές 20ου αιώνα

Το ελληνικό κράτος μέχρι τον Β’ ΠΠ είχε αναπτύξει πλούσιο ιστορικό σφαγών των κοινοτήτων που δεν χώραγαν στο αφήγημα του έλληνα. Εβραίοι, μουσουλμάνοι, ρομά και πολλά ακόμα είτε εξοντώθηκαν είτε εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους. Ταυτόχρονα, οι αντιφρονούντες και οι πολιτικοί αντίπαλοι αντιμετωπίζονταν με ακατάσχετη βία, δολοφονίες, εξορίες κ.λπ. Δεν μιλάμε καν για τους κομμουνιστές, που η βία πολλαπλασιαζόταν απέναντί τους. Ο μεγάλος εθνικός διχασμός στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν ακόμα στη βάση βενιζελικοί- αντιβενιζελικοί. Τι είδους debate ήταν αυτό; Κανείς δεν ξέρει γιατί δεν έχει σημασία. Ήταν απλώς ενδοαστικές συγκρούσεις για τη μία ή την άλλη πολιτική διαχείριση.

Κάπου εκείνη την εποχή εμφανίζεται η σοβιετική ένωση και ο κομμουνιστικός κίνδυνος που αναπτύσσεται σε ολόκληρο γεωπολιτικό μπλοκ. Εκεί χρησιμοποιείται η κατηγορία του πράκτορα, που μετατρέπεται σε ποινική κατηγορία πάνω στην οποία βασίζεται το ελληνικό κράτος, για να ασκήσει χιλιάδες διώξεις ανθρώπων του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Βιομηχανική Ένωση Οικοδόμων, που το 1930 τέθηκε εκτός νόμου με την αιτιολογία ότι είναι κομμουνιστική και αποτελεί εισαγωγή στην Ελλάδα των μπολσεβίκικων Σοβιέτ. (1)

Το ΚΚΕ σε αυτήν την περίπτωση δεν μπορεί παρά να αντιδράσει αμυντικά. Επιστρέφει την κατηγορία του πράκτορα, προσδένοντάς την στο άρμα της λενινιστικής αντι-ιμπεριαλιστικής του ανάλυσης. Η ντόπια πλουτοκρατία, λέει, δεν είναι παρά υποταγμένη στις μεγάλες δυνάμεις. Στους ξένους. Ενώ το ίδιο είναι το μόνο που υπερασπίζεται το δίκιο του ελληνικού λαού.

Ταυτόχρονα, η πρακτορολογία αναπτύσσεται και σε αφήγημα για την εσωτερική καταστολή εντός του ελληνικού ΚΚ, όπως και για όλα τα υπόλοιπα ΚΚ ανά τον κόσμο. Σε αυτό συνεισφέρει και η προσπάθεια διείσδυσης χαφιέδων από την πλευρά της αστυνομίας μέσα στις τάξεις του ΚΚΕ. Ειδικά όμως με την εμφάνιση του Σταλινισμού, οι πολιτικοί αντίπαλοι του κρατικού καπιταλισμού (δηλαδή αυτού που κωδικώθηκε ως κομμουνισμός), λοιδορούνται και εξοντώνονται φυσικά και ψυχικά. Ο κοινωνικός θάνατος αγωνιστών που απλώς δεν συμφώνησαν με την κομματική ηγεσία μετατράπηκε σε κάτι σύνηθες. Και τι μπορεί να είναι μεγαλύτερη κατηγορία για κάποιον ώστε να νομιμοποιήσει όσα θα του συμβούν, από την κατηγορία του χαφιέ, από την κατηγορία του πράκτορα.

Αυτή η ανταλλαγή πρακτοροκατηγοριών κορυφώνεται στον εμφύλιο. Καθώς το πολιτικό σκηνικό αλλάζει, το ελληνικό ΚΚ στον κυρίαρχο λόγο γίνεται αντεθνικό, και μάλιστα καλείται να λογοδοτεί για αυτό σε κάθε του κίνηση. Και όταν λέμε λογοδοτεί, δεν εννοούμε ότι προσπαθούσαν να του αποσπάσουν κάποια συγκεκριμένη απολογία, όσο το να επιβεβαιώσουν την κατηγορία με την διαβεβαίωση που δίνει η έσχατη των ποινών. Αφού τους σφάζανε, τους εκτόπιζαν, τους φυλάκιζαν και άλλα τόσα, εεε κάτι θα είχαν κάνει. Το ΚΚΕ λοιπόν πλήρωσε την κατηγορία περί αντεθνικής δύναμης με μεγάλο φόρο αίματος.

Σε αυτόν τον μονόπλευρο πόλεμο, το ΚΚΕ αντιστάθηκε. Αρνήθηκε την κατηγορία και τη γύρισε στους κατήγορούς του. Ειδικά μέσα στον Β’ ΠΠ ήταν αστείο να λογοδοτεί το ΚΚΕ ως αντεθνικό, όταν είχε τρέξει τον βασικό κορμό της εθνικής αντίστασης απέναντι στις δυνάμεις του άξονα. Εκεί λοιπόν, η ελληνική κυβέρνηση που είχε αυτοεξοριστεί στο Κάιρο, έβαλε τα δυνατά της και κατάφερε να επιστρέψει πλήρως απονομιμοποιημένη. Στοχοποίησε το ΚΚΕ, ξανά στηρίχθηκε στην καταστολή ως μέσο εδραίωσης των καπιταλιστικών σχέσεων, και πήρε πίσω την εξουσία που έχασε κατά τη κατοχή. Ξανά, οι κατηγορίες περί πρακτόρων της σοβιετικής ένωσης, ή πρακτόρων των μεγάλων δυνάμεων δίνανε και παίρνανε. Κανένας δεν υποστήριζε ότι οι αντίπαλοί του μπορεί να είναι κομμάτι αυτού που ορίστηκε ως ελληνικό έθνος. Και αυτό γιατί η ελληνική κοινωνία δεν μπορούσε να ξεφύγει από τον εθνοκεντρισμό της. Ως πολιτική δύναμη είτε θα αποδεχόσουν αυτόν τον κανόνα, είτε θα αφανιζόσουν από τη δημόσια σφαίρα. Οι παράγοντες της διαφωνίας ήταν πάντα προσανατολισμένοι προς το καλύτερο του έθνους, και πάντα θέτανε ως κύριο αντίπαλο κάποιον ξένο.

Μέσα 20ου αιώνα

Το ΚΚΕ, μετά τη στρατιωτική του ήττα και τον εκδιωγμό εκατοντάδων χιλιάδων αγωνιστών, λειτουργεί σε ένα κλίμα καθολικής καταστολής. Οι εργατικοί αγώνες που τρέχει με άλλες ταμπέλες προσπαθεί να λαμβάνουν υπόψη αυτόν τον παράγοντα και να μην ξεφεύγουν, να μην διαταράσσουν τις ισορροπίες, γιατί τα αντίποινα ήταν ήδη πολύ σκληρά και θα συνέχιζαν να είναι. Οι εργατικοί αγώνες για το ΚΚΕ λοιπόν έχουν ως στόχο να το επαναφέρουν ως υπεύθυνη πολιτική δύναμη στη πολιτική σκηνή. Είχαν ως σκοπό να ενισχύουν το κόμμα και τη νομιμοποίησή του.

Η κομματική ηγεσία έτσι ήταν πολύ προσεκτική. Οι εργατικοί αγώνες όμως δεν ήταν διατεθειμένοι να μαντρωθούν σε καμία μετριοπάθεια – όσο δικαιολογημένη και αν ήταν ίσως. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα Ιουλιανά του ‘65 – για κάποιους ο ελληνικός μάης του ‘68. Εκεί το εργατικό κίνημα έγινε ιδιαίτερα επιθετικό, και οι συγκρούσεις πολύ εκτεταμένες. Σε εκείνες τις συγκρούσεις είναι που εμφανίζεται ο όρος «προβοκάτορας» για πρώτη φορά, και εκτοξεύεται από το ίδιο το ΚΚΕ στα ίδια του τα μέλη. Όπως λένε τα άτομα που έζησαν τα γεγονότα (2): το ΚΚΕ ήξερε ότι τις συγκρούσεις τις ξεκίνησαν τα πιο μαχητικά κομμάτια του, και ακριβώς αυτά ήθελε να πλήξει με αυτήν την κατηγορία. Τα πιο μαχητικά κομμάτια από πλευράς τους, μπήκαν στις συγκρούσεις φορώντας τη μαντίλα την οποία την οικειοποιήθηκαν ως μέσο, λιγότερο για τη μη αναγνώρισή τους από τους μπάτσους, και περισσότερο για τη μη αναγνώρισή τους από τα ηγετικά στελέχη του κόμματος. Σε περίπτωση που έμπαιναν στο μάτι του κόμματος, ο ψυχολογικός πόλεμος και η πίεση μπορούσε να εξοντώσει και τις πιο συνειδητοποιημένες αγωνίστριες.

Μετά τα Ιουλιανά του ‘65, έρχεται η εξέγερση του πολυτεχνείου και μετά από αυτό έρχονται τα επεισόδια στην κύπρο και η παραίτηση της χούντας. Η Γ’ ελληνική δημοκρατία γεννιέται μέσα από τα συντρίμμια μίας αμιγώς κατασταλτικής διαχείρισης, η οποία φάνηκε πλέον ότι δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις περιστάσεις. Η δημοκρατία, λοιπόν, έρχεται να αντικαταστήσει ειρηνικά την χούντα. Αλλά στον διακηρυχτικό λόγο των πολιτικών κομμάτων εκφράζεται για πρώτη φορά η άποψη ότι τη χούντα την έδιωξε ο λαός με την εξέγερση του πολυτεχνείου. Με την επίκληση στον λαό και τη μαχητικότητά του, η Γ’ ελληνική δημοκρατία παρουσιάστηκε ως λαϊκή κατάκτηση, συνεπώς κάθε αντίδραση στη Γ’ ελληνική δημοκρατία και στη νεοσύστατη κυβέρνηση δεν αποτελεί παρά επίθεση στον ίδιο τον λαό. Αυτό το ιδρυτικό παραμύθι της μεταπολίτευσης επιστρατεύεται από τότε ως μία έμμεση στρατηγική αναχαίτισης των εργατικών αγώνων και των κοινωνικών αντιστάσεων κάθε εποχής. Όπως λέγανε και τα κόμματα τότε: Το 1974 ξεπήδησε μία εύθραυστη δημοκρατία που δεν έχει ακόμα απαλλαγεί από τα κατασταλτικά βαρίδια του παρελθόντος, τα οποία μάλιστα φωλιάζουν ακόμα μέσα στον στρατό και σε μερίδα της ελληνικής κοινωνίας.

Αυτή η στρατηγική αναχαίτισης φανερώθηκε ήδη από τις πρώτες μέρες της δημοκρατίας, η οποία επέλεξε να θέσει ως ημερομηνία των πρώτων εκλογών της την επέτειο του πολυτεχνείου. Ταυτόχρονα, απαγόρεψε την πορεία μνήμης για την εξέγερση, η οποία όμως πραγματοποιήθηκε από πλήθος κόσμου, οι οποίοι κατηγορήθηκαν ως μυστικοί πράκτορες της χούντας που προσπαθούν να αποσταθεροποιήσουν το ίδιο το πολιτικό σύστημα.

Σε κάθε επέτειο για την εξέγερση του πολυτεχνείου παιζόταν και μία σύγκρουση με τις δυνάμεις καταστολής, και κάθε φορά επιστρατεύονταν η κατηγορία του πράκτορα (ή κουκουλοφόρου πλέον), που απειλεί το πολιτικό σύστημα της χώρας. Ακόμα και όταν σε αυτές τις συγκρούσεις βγαίνανε ολόκληρες πολιτικές οργανώσεις της αριστεράς που αναλάμβαναν την ευθύνη για τα γεγονότα, το παραμύθι ήταν το ίδιο. Σε αυτό το παραμύθι συμμετείχε και το ίδιο το ΚΚΕ, και άλλες αριστερές οργανώσεις και κόμματα που αποσκοπούσαν στην ανάληψη της εξουσίας, όπως το ΠΑΣΟΚ. Βόλευε τους πάντες να καταδικάζουν τη σύγκρουση όταν αυτό που διακυβευόταν ήταν η ακμάζουσα καπιταλιστική ανάπτυξη που μπορούσε να ταΐσει πολλούς. Μέσα στο ευρύτερο κλίμα συνθηκολόγησης, η σύγκρουση δεν ήταν παρά βραχνάς για τα «προοδευτικά» πολιτικά κόμματα, ένας βραχνάς που αναδυόταν μέσα από τον πυρήνα των ταξικών αγώνων. Εκείνη την περίοδο λοιπόν, η κατηγορία περί πρακτόρων έχει μεταλλαχτεί σε κατηγορία περί προβοκατόρων, κουκουλοφόρων, γνωστών-αγνώστων υποκινούμενων από μυστικά κέντρα (υπονοώντας την χούντα, τις ηπα κ.λπ.). Κατηγορίες που συναρθρώνονταν για να καταδικάσουν με άλλον τρόπο και από διαφορετική σκοπιά το ίδιο φαινόμενο, την ταξική σύγκρουση.

Δεκαετία του ‘90 και ύστερα

Από τότε μέχρι τώρα, τα γεγονότα είναι πολλά. Οι προβοκάτορες έχουν πλούσια παρουσία και πλούσια παρουσία αναπτύσσει το μπλοκ των προβοκατορολόγων. Το ΚΚΕ χαρακτηριστικά περικυκλώνει δεκάδες άτομα του α/α/α χώρου το 1998, για να τα δώσει στους μπάτσους, με την κατηγορία του προβοκάτορα… Με την ίδια κατηγορία των προβοκατόρων, γνωστών-αγνώστων η αστυνομία κάνει έφοδο στο πολυτεχνείο του 1995 για να συλλάβει τους ταραξίες, μόνο και μόνο για να διαρρεύσει ότι αυτοί δεν είναι 5 ή 10 ή 20 αλλά 500+, και ότι όλος τυχαίως αυτός ο κόσμος δεν είναι παρά «τα παιδιά της διπλανής πόρτας». Χωρίς να κουράζουμε παραπάνω, στις αρχές του 20ου αιώνα η προβοκατορολογία είναι εκεί σε κάθε στιγμή κοινωνικής έκρηξης ή κοινωνικής έντασης όπως το 2003 στη Θεσσαλονίκη, το 2006-07 στα φοιτητικά, το 2008 με περισσότερη σύνεση, το 2011-2012, και κάθε μα κάθε φορά που χρειάστηκε να επιστρατευθεί ένας ειρηνοποιητικός λόγος γιατί η κατάσταση έτεινε να ξεφύγει.

Κάποια εγγενή στοιχεία της προβοκατορολογίας

Μετά από αυτή την σύντομη αναδρομή φτάνουμε στο σήμερα. Πριν όμως μπούμε στα γεγονότα της 28/02, θα αναφέρουμε κάποια μικρά συμπεράσματα από τον λόγο της προβοκατορολογίας έτσι όπως έχει σχηματιστεί τα προηγούμενα χρόνια:

  1. Αυτός ο λόγος στις απαρχές του εφορμάται ή υπονοεί μία αναντίρρητη εθνική ενότητα για να καταδικάσει ένα «κακό» που εκκινεί πάντα από κάποιο ξένο.
  2. Στα μέσα του 20ου αιώνα χρησιμοποιείται για να στοχοποιήσει το εργατικό κίνημα και το ΚΚΕ, και να το κατασκευάσει ως υπονομευτή της εθνικής ενότητας και της πολιτικής σταθερότητας της χώρας. Με τη σειρά του το ΚΚΕ γυρνάει τις κατηγορίες αλλά και χρησιμοποιεί αυτόν τον λόγο για να επιβάλλει μια εσωκομματική ηγεμονία.
  3. Επιστρατεύεται στη μεταπολίτευση για να καταδικάσει τις συγκρούσεις στις πορείες. Το τέχνασμα τότε κοινωνικοποιείται μέσα από αριστερά και δεξιά κανάλια, αλλά και από τις εφημερίδες της εποχής, και πατάει πάνω στο αφήγημα ότι έχουμε μία εύθραυστη δημοκρατία η οποία από στιγμή σε στιγμή μπορεί να παρεκτραπεί από μυστικά κέντρα υποκινούμενα από την χούντα.
  4. Τέλος αυτός ο λόγος κρατάει μέχρι σήμερα όλα τα παραπάνω εθνοκεντρικά, μικροαστικά και ρεφορμιστικά στοιχεία, και χρησιμοποιείται για να στοχοποιήσει με τελείως ακατάσχετα επιχειρήματα όσα επιδιώκουν ακόμα να συγκρούονται. Η προβοκατορολογία είναι δηλαδή ένας κατεξοχήν κατασταλτικός λόγος.

Η μεγάλη απεργία της 28/02

Η προβοκατορολογία επιστρατεύτηκε για τα Τέμπη δίπλα σε άλλους λόγους που προσπάθησαν να καταστείλουν μία διαδήλωση με πρωτοφανή μαζικά χαρακτηριστικά. Καναλάρχες, πολιτικοί εκπρόσωποι μέχρι και του κυβερνώντος κόμματος, αφεντικά (μεγάλα αλλά και μικρομεσαία που κλείσανε την επιχείρηση 11-2 για «ένδειξη πένθους», αλλά και για να γλιτώσουν να διεκδικήσουν τα εργαζόμενα να κλείσει η επιχείρηση όλη μέρα), μπουζουξίδικα, νεοδημοκράτες, φασίστες και υποκείμενα κάθε λογής, βρέθηκαν αναγκασμένοι να συμμετέχουν σε μία απεργία που όχι απλώς ζητούσε το αυτονόητο, αλλά είχε λοιδορηθεί και υποτιμηθεί ακραία ακριβώς επειδή το ζητούσε. Οι ίδιοι αυτοί που αναφέραμε πιο πάνω, ο καθένας για τους δικούς τους λόγους, αναπαρήγαγαν την κατηγορία περί προβοκατόρων γιατί εξαρχής, αν κατέβηκαν, ο λόγος που το έκαναν δεν ήταν για να στηρίξουν τη συγκέντρωση αλλά για να μην τους πάρει η μπάλα και στοχοποιηθούν ως φίλοι της κυβέρνησης. Έτσι, μία αφετηρία του προβοκατορολογικού λόγου προέρχεται από όλους αυτούς που δεν ήθελαν να κατέβουν στην πορεία αλλά πιέστηκαν από την κοινωνική οργή να το κάνουν. Προφανώς όμως δεν ήταν και διατεθειμένοι να κάνουν κάτι παραπάνω από το κοινωνικά πρέπον: Να συμμετάσχουν τελετουργικά σε ένα πένθος που δεν είναι δικό τους, και να πάρουν μία μικρή και παροδική απόσταση από τον κυβερνητικό οχετό.

Η άλλη αφετηρία της προβοκατορολογίας προέρχεται από τον ελληνικό μικροαστικό βούρκο, που κυριολεκτικά χρησιμοποιεί ως επιχείρημα για τις συγκρούσεις το γεγονός ότι δεν έχει αγωνιστεί ποτέ για τίποτα και δεν οφείλει να ξέρει πως να αντιδράσει σε μία επίθεση της αστυνομίας. Μέσα από τη στοχοποίηση των κουκουλοφόρων διακηρύττουν την πειθήνια στάση τους απέναντι στο κράτος και τους θεσμούς, και το κάνουν με τον γνωστό τρόπο αυτών που κυριεύονται από ενοχές: Κρύβουν την άγνοια και τις αδυναμίες τους πίσω από κυνισμό και ωμή επιθετικότητα. Αυτή η στάση συγκεντρώνει μία συντριπτική ισχύ γιατί συγκροτεί αυτό που αποκαλείται κοινή γνώμη. Μία κοινή γνώμη που έχει εξαρχής κατασκευαστεί από τα μήντια, τους θεσμούς ακόμα και την ίδια την κυβέρνηση, οι οποίοι την επιλέγουν ως κύριο συνομιλητή τους. Μία λογική που μπορεί να κατασκευάζεται ως «κοινή» (3) ακριβώς επειδή δεν εμπλέκεται ποτέ πολύ βαθιά στα πράγματα, και δεν παίρνει ποτέ ουσιαστικά θέση. Ο ελληνικός μικροαστισμός γίνεται, έτσι, ένας ιδιαίτερος επιθετικός μηχανισμός. Μόνο όταν η οργή ανεβάζει τον πήχη, και ακόμα και η συναίνεση μπορεί να προκαλέσει την κατακραυγή αυτός ο κόσμος θα «αντιδράσει». Με τρόπο πάντα που δεν θα το πάει μακριά για να μην ξεβολευτεί και πολύ. Ούτως ή άλλως, δεν αφορά και τον ίδιο.

Μία τρίτη αφετηρία της προβοκατορολογίας προέρχεται από την αριστερά. Αυτή από μεριάς της αναδεικνύεται σε πρωταθλητή του σπορ, γιατί μπορεί να μιλάει για προβοκατορολογία μέσα από τη θέση αυτού που είναι στα πράγματα, μέσα από τη θέση αυτού «που ξέρει», από τη θέση αυτού που θα το έκανε καλύτερα, πιο ουσιαστικά, πιο αγωνιστικά. Αναλύσαμε και παραπάνω την παράδοση της αριστεράς με αυτού του είδους ειρηνοποιητικό και κατασταλτικό λόγο, αλλά όλοι οι ψυχολογικοί μηχανισμοί που πυροδοτούνται σε μία τέτοια συνθήκη δεν μπορούν να αναλυθούν σε ένα κείμενο. Να επισημάνουμε απλώς ότι η προβοκατορολογία από μέρους της μπορεί να αποτελεί μία σχεδόν αλληλέγγυα στάση προς τον «υπεύθυνο» αναρχικό χώρο, αφού αυτά τα πράγματα δεν τα κάνουν οι «πραγματικοί αναρχικοί». Πώς θα μπορούσε άλλωστε; τα αναρχικά είναι αληθινοί ιδεολόγοι (και ας διαφωνούν μαζί τους) ενώ η σύγκρουση έρχεται κατευθείαν από τα άδυτα του ανθρώπινου πρωτογονισμού ή της καπιταλιστικής ναρκισσιστικής υποκειμενικότητας. Το γεγονός ότι η κοινωνική αντιβία δεν περιορίζεται στον αναρχικό χώρο (αυτός απλώς δεν την έχει αποκηρύξει), και ότι δεν υλοποιείται ως μία στιγμή ενός προγραμματικού σχεδιασμού που αποσκοπεί στην επανάσταση, χτυπάει τα λαμπάκια στην αριστερά που επιδιώκει να μιλάει για τον λαό και την Επανάσταση αμιγώς με ιδεολογικούς όρους. Αυτή της η στάση παρ’ όλα αυτά προκύπτει και από την πίεση του να θέτει ως συνομιλητή της όλο τον μικροαστικό εσμό, που δεν μπορεί να δει έξω από τα προνόμια και την κοινωνική του θέση, στην οποία μπορεί και ο ίδιος να έχει εγκλωβιστεί αλλά δεν θέλει να φύγει γιατί πάντα υπάρχει το χειρότερο.

Μία τέταρτη αφετηρία της προβοκατορολογίας προέρχεται από τους φασίστες. Όταν λέμε φασίστες δεν εννοούμε απλώς τους οργανωμένους εθνικιστές σε μικρές ή μεγαλύτερες ρατσιστικές γκρούπες. Εννοούμε όλο τον εθνικό κορμό που η σκέψη του δεν μπορεί να απομακρυνθεί από το εθνικιστικό ντελίριο που τροφοδοτεί ανοιχτά το ελληνικό κράτος. Αυτός ο κόσμος είναι βαθιά μπερδεμένος γιατί επιλέγει συστηματικά να βιώνει την κοινωνική αδικία και την ταξική υποτίμηση μέσα από εθνικά αφηγήματα. Και τα εθνικά αφηγήματα βγάζουν νόημα όταν κωδικοποιούν τις κοινωνικές αντιθέσεις αμιγώς πάνω στο τρίπτυχο: θύμα, ήρωας, ξένος ζυγός. Είναι δηλαδή άκρως προσαρμόσιμα ανά την συνθήκη. Έτσι οι φασίστες μπορούν δύο χρόνια τώρα να σβήνουν το σύνθημα «δεν έχουμε εθνικό πένθος, έχουμε ταξικό πόλεμο» και να το κάνουν «έχουμε εθνικό πένθος, έχουμε πόλεμο», και να βρίσκονται ταυτόχρονα με το ένα πόδι στην αναπαραγωγή της κρατικής προπαγάνδας και με το άλλο στον «αντισυστημικό» αγώνα. Μπορούν να συμμετέχουν στο ευρωκοινοβούλιο και να εμποδίζουν το θέμα να συζητηθεί για να μην αμαυρωθεί η εικόνα της πατρίδας στην Ε.Ε., και ταυτόχρονα να έρχονται στις πορείες να πετάνε τρικάκια στη ζούλα, και να βγάζουν σέλφι στα κλεφτά μπας και τραβήξουν κανά απογοητευμένο έλλην στα σόσιαλ μήντια. Η αρχή του φασισμού είναι ο λαϊκισμός, και όλες οι κωλοτούμπες του κόσμου δεν είναι αρκετές ώστε να κάνουν έναν πατριώτη να σκεφτεί τις αντιφάσεις του όταν συμμετάσχει στον αντι-αναρχικό λόγο των μήντια για τις συγκρούσεις, ενώ αυτό που πραγματικά επιδιώκει είναι να ηγεμονεύσει ο ίδιος την κοινωνική αντι-βία.

Πέμπτη αφετηρία της προβοκατορολογίας είναι η ίδια η αστυνομία. Ο κατασταλτικός της ρόλος δεν περιορίζεται στο να βγάζει τα ΜΑΤ να δείρουν όποιον βρουν μπροστά τους. Αντίθετα, ο κατασταλτικός ρόλος της αστυνομίας απλώνει σε ένα πλήθος τακτικών που αφορούν την διαχείριση πλήθους και αρχίζει από την ίδια την πρόληψη. Έτσι, η αστυνομία μπόρεσε να βγει αρχικά ανοιχτά και να πει ότι θα έχει ασφαλίτες μέσα στην συγκέντρωση και να σπείρει τον πανικό, για να βγει στο τέλος να πει ότι όποιος λέει για προβοκάτορες αστυνομικούς θα διώκεται ποινικά. Εξαρχής η αστυνομία μπόρεσε να εκμεταλλευτεί τον μικροαστικό πανικό γύρω από τους προβοκάτορες ώστε η συγκέντρωση να αυτοκατασταλεί. Οι βλάκες οι προβοκατορολόγοι δεν μπόρεσαν να δουν το τέχνασμα της αστυνομίας, αλλά το πήραν ως διαβεβαίωση του φανταστικού σεναρίου τους. Η αστυνομία από την πλευρά της χάρισε στους προβοκατορολόγους την πληροφορία ότι οι μπάτσοι θα είναι μέσα στη συγκέντρωση. Το ότι αυτοί οι μπάτσοι θα ξεκινούσαν και τις συγκρούσεις μπόρεσε να υπονοηθεί από την κατάσταση, όπως την διαμόρφωσαν όλοι οι προηγούμενοι όπως τους αναφέραμε. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται.

Υπάρχει μία τελευταία αφετηρία, με το τρόπο της ιδιαίτερα μαζική. Αποτελείται από όλο αυτόν τον κόσμο που μιλάει από άγνοια, από φόβο και επειδή πραγματικά βομβαρδίζεται από τον κυρίαρχο πληροφοριακό πόλεμο. Αυτός ο κόσμος, μπορεί κάλλιστα να συνεχίσει να βγαίνει στους δρόμους, να αναγνωρίσει το όριό του και μέσα από αυτό ίσως να σταματήσει να μπερδεύει την ζωή από την οθόνη. Τα λέμε εκεί.

Για τα γεγονότα της 28/02

Στις 28/02, όμως, εκτός από θεωρίες και σενάρια υπήρξαν και συγκεκριμένα γεγονότα, που εκ των υστέρων μπορούμε να τα επικαλεστούμε με μία σιγουριά που δίνει το άμεσο βίωμα, και όχι η αποσπασματική εικόνα των σόσιαλ μήντια. Η μέρα ξεκίνησε με πολύ κόσμο να προσεγγίζει το σύνταγμα από όλες τις πλευρές, και τους μπάτσους να παρευρίσκονται σε όλες τις διόδους προς τη συγκέντρωση αλλά και να επιδίδονται σε προληπτικές προσαγωγές. Συγκεκριμένα στα εξάρχεια απέκλεισαν το σημείο προσυγκέντρωσης οπαδών γνωστής ομάδας και συνέλαβαν διάφορο κόσμο με μολότοφ, γκαζάκια, σφυριά και πολιτικά κείμενα.

Η παρουσία των μπάτσων που κλείναν τις διόδους προς τη πορεία δεν εκλήφθηκε θετικά, και σε πολλές περιπτώσεις πλήθος διαδηλωτών τους περικύκλωνε και τους ζητούσε τον λόγο της παρουσίας τους. Εκεί το κλίμα μπορεί να γινόταν πιο επιθετικό, αλλά η στάση των μπάτσων δεν μπορούσε να κλιμακώσει την ένταση επειδή μειονεκτούσαν αριθμητικά κατά πολύ. Να ενημερώσουμε τους «εμείς δεν κατεβαίνουμε σε πορείες» ότι είναι πολύ πιθανό σε αντίστοιχες καταστάσεις μεγάλος αριθμός διαδηλωτών να μην πάει στην πορεία και να καταλήξει παράνομα στη ΓΑΔΑ για πολλές ώρες μέχρι να αφεθεί τελικά ελεύθερος.

Μέσα στο πλήθος η κατάσταση ήταν πρωτόγνωρη. Το τέχνασμα της αστυνομίας έπιασε ανά περιπτώσεις τόπο και διάφοροι μικροαστοί βλέποντας κουκουλωμένες ομάδες ατόμων γιούχαραν ή επιτιθόντουσαν λεκτικά ή και σωματικά. Πέραν όμως από τέτοιες μεμονωμένες περιπτώσεις, κουκουλωμένα άτομα βρίσκονταν σε όλο το μήκος και το πλάτος της συγκέντρωσης, συχνά σε μεγάλες ομάδες, και ο κόσμος, οργανωμένος και μη, συμβίωσε μαζί τους χωρίς προβλήματα.

Μέχρι να τελειώσουν οι ομιλίες, ετερόκλητος κόσμος συνυπήρχε αρμονικά ή και συγκρουσιακά, αλλά η ένταση, όπου υπήρχε, λόγω της πυκνότητας του κόσμου δεν μπορούσε να απλωθεί πολύ. Δεύτερο κρούσμα προβοκατορολογίας είχαμε όταν ομάδα αντιφασιστών δίκαια τσάκισε ομάδα φασιστών, τόσο στην Αθήνα όσο και στη Θεσσαλονίκη. Αυτό το γεγονός πήρε δύο εξηγήσεις στο δημόσιο λόγο: είτε ότι προβοκάτορες επιτέθηκαν σε διαδηλωτές είτε ότι ομάδα ατόμων χτύπησε αναίτια άτομα με ελληνικές σημαίες. Και οι δύο εκδοχές είναι αναληθείς. Η αλήθεια είναι ότι οι φασίστες ήξεραν ότι μπορεί να τσακιστούν, και ο αντιφασιστικός κόσμος έπραξε το αυτονόητο: Τσάκισε τα ορφανά του χίτλερ χωρίς δεύτερες σκέψεις. Ίσως ακόμα και σε αυτό να μην συμφωνήσουν όλα για το δίκαιο της πράξης. Αλλά εδώ δεν θα μπούμε στη διαδικασία να εξηγήσουμε. Όποιο αφήνει χώρο στους φασίστες –όπως γίνεται στα εθνικολαϊκά συλλαλητήρια για την ελληνικότητα της μακεδονίας– καλά θα κάνει να κρύβεται μαζί τους. Πάμε παρακάτω.

Όταν τελείωσαν οι ομιλίες, κόσμος άρχισε σιγά σιγά να κουκουλώνεται. Όπως είναι λογικό, η κουκούλα συνεισφέρει στο να μην σου έρθει σπίτι κάποια δικογραφία. Με απλά λόγια για να μην μπεις φυλακή. Και κανένα δεν θέλει να μπει φυλακή. Η κουκούλα είναι αναγκαίο μέσο προφύλαξης, ακόμα και όταν δεν συμμετέχεις στα επεισόδια. Οι περιπτώσεις που κάμερες πέτυχαν καλό πλάνο διαδηλωτών, και στο τέλος της μέρας τους μάζεψαν από τα σπίτια τους για να κλείσουν μία ανοιχτή δικογραφία, χωρίς κανένα στοιχείο πέραν του ότι ήταν στη συγκέντρωση, είναι πολλές. Άρα η κουκούλα δεν είναι ένδειξη προβοκατόρων, αλλά μέσο προστασίας.

Σε εκείνες τις στιγμές όπως ήταν λογικό, οι εντάσεις αυξήθηκαν και άρχισαν να εξαπλώνονται. Οι πιο αποφασισμένοι προβοκατορολόγοι πήραν αποφασιστικά την κατάσταση στα χέρια τους, και σήκωσαν το κινητό να απαθανατίσουν τη στιγμή και να βιντεοσκοπήσουν όσα κουκουλωνόντουσαν. Αυτή η πράξη ίσως για κάποια να θεωρείται μία πράξη αντίστασης στην αστυνομία, αλλά πραγματικά αναρωτιόμαστε. Αν ήταν μπάτσοι αυτοί, γιατί η αστυνομία να κάτσει να ασχοληθεί με το βίντεο; Όπως θα γίνεται αντιληπτό σε αυτόν τον κόσμο, θα μπορούσαμε δίκαια να επιρρίψουμε την κατηγορία της ρουφιανιάς. Ακούσια ή εκούσια, λίγη σημασία έχει. Η βλακεία έχει και ένα όριο, όταν το διακύβευμα είναι η ελευθερία κάποιου. Δύο απλά επιχειρήματα: Ένα βίντεο στα σόσιαλ μήντια δεν θα έχει καμία επίπτωση σε έναν μπάτσο, ενώ για ένα διαδηλωτό μπορεί να είναι καταστροφικό. Παρ’ όλα αυτά η επιθετικότητα της στιγμής στη μία περίπτωση πατάει πάνω στο διακύβευμα της ελευθερίας, ενώ στην άλλη πατάει σε μία χαζή αίσθηση δίκιου που δημιουργεί και εκμεταλλεύεται η αστυνομία.

Μετά το κουκούλωμα ήρθε και σταδιακά η σύγκρουση. Η ανυπομονησία ήταν μεγάλη, αλλά η βροχή που ακολούθησε καταπληκτική. Ήταν λίγο σαν καταναλωτικό τελετουργικό. Κόσμος τροφοδοτούσε τη φωτιά που χώριζε το πλήθος από τους μπάτσους, και αυτό από μόνο του έδινε μία ανυπέρβλητη χαρά στις ανυπόμονες ορδές μας. Ήτανε εκεί και οπαδοί, ήτανε και αναρχικά, αλλά ήταν σίγουρα πολλά πολλά ακόμα που επειδή δεν ταιριάζουν στο αφήγημα του ανεύθυνου διαδηλωτή ή του προβοκάτορα ασφαλίτη, σβήνονται από το συμβάν. Κάπου εκεί ξεχωρίσαμε και τον παππούλη που μέσα στην ένταση μπήκε μόνος του στον προαύλιο χώρο της βουλής για να πετάξει τις πέτρες του, και την πιο γλυκιά γιαγιά που μοίραζε κοτρόνες από τη χούφτα της σαν να ήτανε μπισκότα.

Τη στιγμή της σύγκρουσης έξω από τη βουλή, ο παράγοντας της λαϊκής οργής που είχε και αυτός σβηστεί από το αφήγημα της ειρηνικής συγκέντρωσης, ξεχύθηκε παντού στη μητρόπολη. Μπάχαλα άρχισαν να ξεπηδάνε παντού. Από τη συγγρού μέχρι την πατησίων, από την ερμού μέχρι το μέγαρο μουσικής. Πραγματικά, αναρωτιόμαστε, πώς δικαιολογείται όλος αυτός ο κόσμος που συγκρούστηκε εκείνη την μέρα να είναι προβοκάτορας;

Η απάντηση σε αυτό το επιχείρημα είναι απλή, αν και ηλίθια. Ο ρόλος του προβοκάτορα σύμφωνα με τους προβοκατορολόγους είναι απλώς να ξεκινήσει την σύγκρουση, και μετά να αποτραβηχτεί απολαμβάνοντας τα αποτελέσματα των σατανικών του σχεδίων. Τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνει η λαϊκή παρόρμηση που δεν κατηγορείται ευθύς εξαρχής, αλλά αφενός υπονοείται. Καταδικάζοντας τις συγκρούσεις ως έργο της αστυνομίας, στην ουσία δηλώνεται έμμεσα ότι αυτό που θα κάνανε μόνο μπάτσοι, δεν μπορεί παρά να το οικειοποιηθεί μόνο κάποιος «αφελής». Έτσι, όταν ξεθυμάνει το κάλπικο μίσος προς την αστυνομία, είναι αυτή που στοχοποιείται κατηγορηματικά. Ότι αρχικά στοχοποιούνται οι μπάτσοι λοιπόν δεν αποτελεί παρά κόλπο για να κοινωνικοποιηθεί πιο γρήγορα η λοιδορία μίας πρακτικής, της ταξικής σύγκρουσης.

Η λαϊκή παρόρμηση στις 28/02 ήταν ιδιαίτερα μαζική, διαχύθηκε σε κάθε γωνιά του μητροπολιτικού κέντρου και είχε την δική της επιμονή. Τέτοια σύγκρουση δεν μπορεί ούτε να υπονοείται ότι συνέβη μόνο από την αστυνομία. Τα γεγονότα μιλάνε από μόνα τους. Η απόσταση συγγρού μέχρι πατησίων είναι κάποια χιλιόμετρα, την οποία την κάλυπτε το οργισμένο πλήθος. Ούτε καν οι οπαδοί ή τα αναρχικά. Ήταν το πλήθος της συγκέντρωσης με όλα τα ετερόκλιτα μέλη της.

Μετά τις πρώτες σκούπες της αστυνομίας, ο κόσμος ξαναμαζεύτηκε και γύρισε στο σύνταγμα αλλά και αλλού. Προσπαθούσε να μείνει όσο περισσότερο μπορεί, και αν δεν συμμετείχε στα μπάχαλα τα χάζευε από μακριά, αν μπορούσε βοηθούσε δίνοντας νερά, στήνοντας οδοφράγματα, δίνοντας πληροφορίες. Κάποιες φορές σταματούσε με φωνές τους ίδιους τους μπάτσους που επιχειρούσαν να περάσουν από μέσα του, για να πάνε στις «ενεργές εστίες» της σύγκρουσης.

Το έργο των προβοκατόρων δεν μπορεί παρά να αρχίζει και να τελειώνει στη φάση έξω από τη βουλή. Εκεί περιορίζονται τα βίντεο, και σε κάποιες προσαγωγές που δεν έγιναν συλλήψεις. Αλλά την Παρασκευή, δεν είχαμε να κάνουμε με ένα απλό λαϊκό, συγκρουσιακό ξεκάβλωμα. Οι συγκρούσεις είχαν διάρκεια και μαζικότητα, ενώ είχαμε έναν δεύτερο γύρο συγκρούσεων πάνω στην πλατεία συντάγματος που κράτησε μέχρι αργά το βράδυ. Για 6 ώρες κόσμος μαζευόταν στο σύνταγμα, περικυκλωνόταν από μπάτσους, ξεκινούσαν συγκρούσεις, και οι μπάτσοι τους έσπρωχναν μακριά από τη πλατεία.

Σε αυτή τη φάση ζήσαμε το πλήθος να σηκώνει τα χέρια για να προσεγγίσει τη πλατεία, και πάλι να χτυπιέται από τις αστυνομικές δυνάμεις. Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε πολλές φορές. Κάποιες φορές τα συγκεντρωμένα αντιδρούσαν στις κατασταλτικές δυνάμεις, κάποιες όχι. Κάθε φορά όμως μερίδα του κόσμου φώναζε: «μην πετάτε πέτρες», «μην προκαλείτε», με την ελπίδα ότι με αυτόν τον τρόπο η συγκέντρωση θα κρατήσει.

Οι μπάτσοι για 6 ώρες περικύκλωναν τη συγκέντρωση, εμπόδιζαν τον κόσμο να βγει από το τετράγωνο που είχαν σχηματίσει και έκλεινε ώρα με την ώρα, ασκώντας ψυχολογικό πόλεμο στα παρευρισκόμενα, και στο τέλος, όταν ο κόσμος δεν αποχωρούσε, τον χτύπαγαν και από πάνω. Ακόμα και τότε, υπήρξε κάποιος κόσμος που φώναζε: «μην πετάτε πράγματα, «μην προκαλείτε».

Αυτή η αντίδραση μπορεί να κωδικοποιηθεί με δύο τρόπους: Βλέποντας αυτήν τη συντριπτική διαφορά δύναμης ανάμεσα σε διαδηλωτά και μπάτσους, μερίδα των διαδηλωτών βρίσκει την ανάγκη να κερδίσει την εύνοια των μπάτσων, και μέσα από αυτό να κερδίσει την παραμονή του στο σύνταγμα, έστω και «ειρηνικά». Ακόμα και αν πίσω στο μυαλό τους ξέρουν ότι όταν οι μπάτσοι περικυκλώνουν, χτυπάνε ή/και προκαλούν, απλώς ακολουθούν εντολές. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, μία πιθανή αντίδραση που μπορεί να προκύψει μπορεί να είναι μία σφοδρή αντιπάθεια προς τους μπάτσους, αλλά μία άλλη είναι να προκληθεί μία αντιπάθεια προς τον κόσμο που δεν είναι ψημένος να πει και ευχαριστώ στους μπάτσους και αντιδράει. Έτσι, μέσα στην συντριπτική διαφορά ισχύος μία επιθετική ενέργεια προς τους μπάτσους αντί να προκαλεί την συμπάθεια μπορεί να προκαλεί την απόγνωση.

Βλέπουμε αρκετούς τέτοιους ψυχολογικούς μηχανισμούς να εμπλέκονται και να διαμορφώνουν την σύγκρουση, και να προσδίδουν στον προβοκατορολογικό λόγο μία αίσθηση δίκαιου που πατάει σε έναν αναντίρρητα δικαιολογημένο φόβο. Μία προς μία, αυτές οι ψυχολογικές αντιδράσεις είναι εξαρχής ο αντικειμενικός στόχος των κατασταλτικών τακτικών, και θέλει μία συλλογική και ατομική εξοικείωση για να μπορείς να τις αντιλαμβάνεσαι ως τέτοιες. Ο χημικός πόλεμος, οι τακτικές περικύκλωσης, ο διαχωρισμός του πλήθους σε καλού και κακού και η εσωτερίκευση αυτού του διαχωρισμού, αποτελούν διαχρονικές αντιεξεγερτικές τακτικές. Είναι επιστημονικά μελετημένες και εφαρμοσμένες σε περιβάλλοντα προσομοίωσης, και αποτελούν πεδίο διαρκούς εκπαίδευσης για τα στρατοαστυνομικά σώματα. Το να καταλάβουμε αυτές τις κατασταλτικές τακτικές και να εφεύρουμε τους τρόπους ώστε να ξεπερνάμε συλλογικά τον φόβο, είναι κάτι που μένει να το βρούμε. Αλλά θα το βρούμε μόνο μέσα στο πεδίο του επίμονου αγώνα ενάντια στο κράτος και τα τσιράκια του. Γιατί αυτό που εννοείται με τον όρο «ειρηνικές συγκεντρώσεις» δεν μπορεί να έχει προοπτική. Οποιαδήποτε δράση προσπαθεί να επιβεβαιώνει το δίκιο της με το να προσπαθεί να προκαλεί τον οίκτο είναι εκτός των άλλων καταδικασμένη να αποτύχει. Γιατί ξέρουμε ήδη ότι μία κοινωνία που έχει ανάγκη τον οίκτο για να ψηλαφήσει το δίκιο, δεν είναι διατεθειμένη να αναγνωρίσει το δίκιο εξαρχής.

(1) Αν Γκίκα, «Από την πείρα του κινήματος των οικοδόμων στην Ελλάδα».

(2) Στέργιος Κατσαρός, «Εγώ ο προβοκάτορας, ο τρομοκράτης»

(3) Σύμφωνα με τον Γκράμσι κοινή λογική είναι τα «διάχυτα ασυντόνιστα χαρακτηριστικά μίας γενικής μορφής σκέψης που είναι κοινά σε μία συγκεκριμένη περίοδο και ένα συγκεκριμένο λαϊκό περιβάλλον». Η κοινή λογική είναι αντιφατική: «ένα χαοτικό άθροισμα ανομοιογενών αντιλήψεων, και ο καθένας μπορεί εκεί να βρει ό,τι επιθυμεί». Από το «μανιφέστο για την κατάργηση της ασφάλειας». Για τις 5 αφετηρίες τις προβοκατορολογίας δες παρακάτω στο κείμενο.

Προβοκάτορες με μνήμη
03/04/2025
Όλα στους δρόμους μέχρι το τέλος