Πλέοντας από τις δημόσιες δομές υγείας στη γαλέρα των ακτοπλοϊκών

Η υπηρεσία υπαίθρου, αυτό που είναι κοινώς γνωστό ως αγροτικό, είναι το χαμηλότερο σκαλοπάτι στην εργασιακή κλίμακατων γιατρών που εργάζονται στη δημόσια υγεία. Είναι συχνά η πρώτη ενεργή επαφή των γιατρών με τη δουλειά, και οι θέσεις τους αφορούν δομές της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας (ΠΦΥ), δηλαδή κέντρα υγείας και περιφερειακά ιατρεία, άλλοτε κοντά στις πόλεις και άλλοτε σε δυσπρόσιτες περιοχές της επαρχίας, όπως νησιά και ορεινά χωριά. Οι συμβάσεις των αγροτικών είναι ορισμένου χρόνου (ενός έτους), και η υπηρεσία αυτή είναι υποχρεωτική για να μπορέσει ένας γιατρός οποιασδήποτε ειδικότητας να μονιμοποιηθεί στο δημόσιο σύστημα υγείας.

Οι ανάγκες που καλύπτονται προσωρινά στις δομές της πρωτοβάθμιας από τους αγροτικούς είναι πάγιες και διαρκείς για την κοινότητα, τόσο σε επείγουσα όσο και σε τακτική βάση, και θα έπρεπε αυτονόητα να καλύπτονται από μόνιμο προσωπικό.

Ο θεσμός της υπηρεσίας υπαίθρου χρησιμοποιείται εδώ και 55 χρόνια για το «μπάλωμα» κενών σε πρωτοβάθμιες, δευτεροβάθμιες ακόμη και τριτοβάθμιες δομές υγείας, αξιοποιώντας ιατρούς που δεν έχουν την απαραίτητη εκπαίδευση και πείρα, αντί για μόνιμες προσλήψεις ειδικευμένων γιατρών. Αγροτικοί γιατροί μετακινούνται συνεχώς σε υποστελεχωμένα τμήματα νοσοκομείων, αποδυναμώνοντας περαιτέρω τις αποψιλωμένες δομές της ΠΦΥ. Οι μετακινήσεις εντάθηκαν την περίοδο της πανδημίας, κατά τη διάρκεια της οποίας καλούνταν ανειδίκευτοι απόφοιτοι ιατρικής να στελεχώσουν όπως-όπως ακόμη και τα τμήματα Covid.

Από το 2007, μέσα από μια κοινή υπουργική απόφαση των υπουργείων υγείας και ναυτιλίας, στο πλαίσιο των θέσεων που μπορούν να στελεχωθούν από αγροτικούς γιατρούς εντάχθηκαν τα «ειδικά περιφερειακά ιατρεία» των πλοίων.

Πρόκειται για σύμπραξη των παραπάνω υπουργείων με τις εταιρείες των πλοίων που τελούν δρομολόγια από τον Πειραιά ή άλλα λιμάνια, στα νησιά των Κυκλάδων, των Δωδεκανήσων, του Βορείου Αιγαίου, την Κρήτη και το Ιόνιο.

Στις θέσεις αυτές ξεγυμνώνεται η πλήρης υποτίμηση της εργασίας των υγειονομικών, η απαξίωση του χρόνου και της ζωής τους. Καλείται κανείς να εργάζεται αποκλειστικά εν πλω, να ζει και να δουλεύει στο καράβι με τα ελάχιστα μέσα ιατροφαρμακευτικού εξοπλισμού, και με το μέγιστο βάρος της ευθύνης που προκύπτει από την έλλειψη πρόσβασης σε οποιασδήποτε οργανωμένη δομή ή τη δυνατότητα βοήθειας από συναδέλφους.

Όλα αυτά μάλιστα επιβαρύνονται από ένα καταπιεστικό περιβάλλον εργασίας που λειτουργεί με αυστηρά ιεραρχικούς όρους, όπου ο πλοίαρχος και οι αξιωματικοί έχουν την απόλυτη εξουσία για τη διαχείριση κάθε ζητήματος επάνω στο καράβι.

Αυτό που συμβαίνει συγκεκριμένα με τους αγροτικούς που εργάζονται με το παραπάνω καθεστώς στην 7η υγειονομική περιφέρεια της Κρήτης, είναι η αποκλειστική διάθεσή τους στις εταιρείες που συνδέουν την Κρήτη με τον Πειραιά. Δεν υπάρχει η δυνατότητα να δουλέψουν ούτε μέρα στα αντίστοιχα κέντρα υγείας στα οποία εικονικά μόνο ανήκουν (Βάμου για τα Χανιά και Αγ. Βαρβάρας για το Ηράκλειο), δεν μπορούν να κάνουν εφημερίες, και άρα βρίσκονται στην πλήρη εκμετάλλευση των εφοπλιστών, παίρνοντας τον βασικό μισθό (ο οποίος πληρώνεται από το δημόσιο). Ταυτόχρονα οι ήδη υποστελεχωμένες δημόσιες μονάδες της πρωτοβάθμιας πηγαίνουν λίγο πιο κοντά στον γκρεμό της διάλυσής τους, που χρόνια τώρα επιχειρείται από το κράτος και το κεφάλαιο.

Έχουν δοθεί τοπικοί αγώνες και παρεμβάσεις από το 2006 μέχρι σήμερα για το ζήτημα αυτό, από τους αγροτικούς των πλοίων, σωματεία και πρωτοβουλίες αλληλεγγύης (αγροτικοί γιατροί στο ΚΥ Σαλαμίνας, αγροτικοί γιατροί Λέσβου, παρεμβάσεις κατοίκων στο ΚΥ Βάμου) αλλά έχουν καταφέρει ελάχιστα και προσωρινά αποτελέσματα απέναντι σ’ έναν νόμο που ευτελίζει πλήρως τη δουλειά του υγειονομικού και την έννοια της δημόσιας υγείας, για να αυξηθούν λίγο ακόμα τα κέρδη των μεγαθηρίων της ακτοπλοΐας.

Εν όψει της ψήφισης του νέου νομοσχεδίου για την υγεία στις 30/11, που μέσα από μια σειρά από διατάξεις ισοπεδώνει ό,τι έχει απομείνει δημόσιο και δωρεάν στο σύστημα υγείας, όλα αυτά είναι απλά άλλη μία έκφραση της κρατικής πολιτικής που καθιστά τις ζωές όλο και πιο αναλώσιμες, την εργασία μας όλο και πιο φτηνή.

Είναι λοιπόν η στιγμή να αντιληφθεί κάθε υποκείμενο την ανάγκη για κοινούς αγώνες των υγειονομικών με όλη την κοινωνία, διεκδικώντας δημόσια και δωρεάν υγεία για όλους. Είναι άλλη μία από τις πολλές μάχες που έχουμε να δώσουμε για να κερδίσουμε τη ζωή απέναντι σε πολιτικές που σπέρνουν τον θάνατο.

Α.Κ.