Ποιος τραβάει το κουπί της ναυαρχίδας;

Έχουμε όλοι μας συνηθίσει ν’ αποκαλούμε την Κρήτη ναυαρχίδα του τουρισμού. Ενώ το νησί έζησε λαμπρές τουριστικές εποχές κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, σήμερα η κατάσταση μπορεί να χαρακτηριστεί παρακμιακή. Πίσω από τη φανταχτερή βιτρίνα των κρουαζιερόπλοιων, των υπερπολυτελών ξενοδοχείων της Ελούντας, και του υποτιθέμενου τουρισμού των γηπέδων γκολφ υπάρχει ένας πραγματικός εργασιακός μεσαίωνας κι ένας αδίστακτος ανταγωνισμός, ο οποίος όχι μόνο δεν βοηθά, αλλά καταστρέφει πραγματικά ό,τι καλύτερο έχει ο τόπος: Τους ίδιους του τους ανθρώπους, αλλά και τις φυσικές του ομορφιές. Η καταστροφή για τους ανθρώπους ξεκινά φυσικά από τους άμεσα εμπλεκόμενους εργαζόμενους στον τουρισμό.

Θα πρέπει να θυμηθούμε βεβαίως τι είναι ο τουρισμός: Μια μετακίνηση από τον τόπο μόνιμης διαμονής με στόχο κυρίως την ξεκούραση και τη γνωριμία με νέα μέρη. Στην Κρήτη ξεκίνησε αρκετούς αιώνες πριν, με περιηγητές κυρίως από τη Δυτική Ευρώπη, οι οποίοι επισκέπτονταν το νησί και κατέγραφαν τις εμπειρίες τους. Οι μεμονωμένοι περιηγητές μετατράπηκαν μετά το ’60 σε ομαδοποιημένους τουρίστες. Η ομαδοποίηση έριξε το κόστος, και δημιουργήθηκε σταδιακά η βιομηχανία του τουρισμού. Όπως όλα τα βιομηχανικά προϊόντα, δημιούργησε βιομηχανικού τύπου υποδομές και σχέσεις εργασίας. Με τα χρόνια επικράτησε στη Δύση η αντίληψη ότι ο τουρισμός είναι κάτι απαραίτητο για την ψυχική υγεία του ατόμου. Το προϊόν λανσάρεται όπως και όλα τα υπόλοιπα, μέσα στα πλαίσια της αγοράς και του μάρκετινγκ, παρ’ όλο που η φύση του θα όφειλε να δημιουργήσει μια βαθύτερη εμπειρία μ’ έναν άγνωστο τόπο. Ο ομαδικός τουρισμός ως γνήσιο καπιταλιστικό προϊόν μεταλλάχθηκε και πήρε πολλές μορφές και συσκευασίες. Έτσι σήμερα πλέον έχουμε τουρισμό κρουαζιέρας, θρησκευτικό, ιατρικό, αγροτικό, συνεδριακό, αρχαιολογικό και η λίστα μακραίνει και πάει. Φυσικά το μόνο κριτήριο για τα μεγάλα ταξιδιωτικά πρακτορεία είναι το κόστος. Περιοχές γίνονται «ιν», ξεζουμίζονται, κι έπειτα, αφού έχουν αχρηστευτεί και αλλοιωθεί, πετιούνται στα αζήτητα. Ο «πελάτης» απ’ την πλευρά του, πελαγωμένος απ’ την πληθώρα των επιλογών, στο τέλος δεν ξέρει πού πάει και γιατί. Ο τόπος προορισμού είναι απλά κάποιες συχνά παραπλανητικές φωτογραφίες και μια τιμή. Για τον καταναλωτή σε τελική ανάλυση είναι η συσκευασία που μετράει και όχι τόσο το περιεχόμενο. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις όπου ο τουρίστας, ειδικά αυτός της τελευταίας στιγμής, δεν ξέρει καν πού βρίσκεται.

Οι νότιες ευρωπαϊκές χώρες υποδέχτηκαν τις ορδές των εύπορων βορείων. Στην αρχή οι υποδομές ήταν ελλιπείς, αλλά οι επισκέπτες δεν είχαν παράπονο γιατί έδειχναν πραγματικό ενδιαφέρον για τον προορισμό τους, κι αυτό που τους ενδιέφερε ήταν η γνωριμία με τον πολιτισμό, τους ανθρώπους και την ιστορία του τόπου. Με το πέρασμα του χρόνου φτιάχτηκαν οι υποδομές, αλλά καταστράφηκε όλο το βόρειο κομμάτι του νησιού. Τα παραθαλάσσια χωράφια που δεν είχαν καμία αγροτική αξία πουλήθηκαν για ένα κομμάτι ψωμί. Στη θέση τους χτίστηκαν ξενοδοχεία (πολλά με θαλασσοδάνεια της χούντας), εστιατόρια, μαγαζιά και κέντρα διασκέδασης με αποκλειστικούς πελάτες τους τουρίστες. Σταδιακά, δημιουργήθηκαν περιοχές ολόκληρες, όπως η Χερσόνησος ή τα Μάλλια, όπου κανείς δεν θα μπορούσε να διακρίνει εάν βρίσκεται στην Κρήτη, στην Ίμπιζα ή κάπου αλλού. Ο τόπος έχασε αυτό που τον διαφοροποιεί από άλλα μέρη και έγινε μια πραγματική αποικία τουριστών.

Η βιομηχανοποίηση του τουριστικού δημιούργησε ένα τεράστιο κόστος για το νησί σε πολλαπλά επίπεδα. Τυχάρπαστοι τύποι βρέθηκαν απ’ τη μια μέρα στην άλλη μεγιστάνες, άλλοι με ταβέρνες και μαγαζάκια προσπαθούσαν να τα πάρουν απ’ τους κουτόφραγκους και να πιάσουν κι αυτοί την καλή. Παραδοσιακές ασχολίες εγκαταλείφθηκαν για χάρη του εύκολου κέρδους. Ο πειρασμός ήταν μεγάλος και όλοι πουλούσαν κάτι στους «ξένους». Γίναμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης και ήμασταν ευχαριστημένοι με αυτό. Οι ενεργειακές ανάγκες, όπως και αυτές σε νερό, αυξήθηκαν κατακόρυφα. Παραλίες χτίστηκαν, και τέρατα από μπετόν χωρίς καμία αισθητική ξεφύτρωσαν παντού. Δεν έμεινε καμία παραθαλάσσια περιοχή στο βόρειο μέρος του νησιού που να μην έχει αλλοιωθεί λίγο ή πολύ. Υπό αυτές τις συνθήκες μπορούμε να δούμε και τις εργασιακές σχέσεις στον τουρισμό στην Κρήτη του 2012.

Οι άλλοτε καλοπληρωμένοι ξενοδοχοϋπάλληλοι σήμερα βάλλονται από παντού, ενώ οι πιέσεις που δέχονται είναι ασφυκτικές. Οι εργαζόμενοι-σκλάβοι που έχουν επιστρατευτεί από χώρες της ανατολικής Ευρώπης έχουν οδηγήσει τον κλάδο σε αδιέξοδο. Εταιρίες με έδρα τη βόρεια Ελλάδα φέρνουν με το αζημίωτο εργαζόμενους στα ξενοδοχεία, με μισθούς φτώχειας. Όλα γίνονται νόμιμα και καλά. Ο στόχος, που είναι η βαλκανιοποίηση των μισθών, έχει επιτευχθεί. Κατάργηση συλλογικής σύμβασης εργασίας, περικοπές μισθών, συρρίκνωση της περιόδου λειτουργίας των ξενοδοχείων, τρομοκρατία, προσωπικές συμβάσεις, καθυστέρηση καταβολής μισθών κι εκβιασμοί είναι το πλαίσιο εργασίας. Με την ανεργία να βρίσκεται κοντά στο 25%, και με την κατάργηση του επιδόματος ανεργίας των εποχιακών υπαλλήλων, η επιβίωση πλέον φαντάζει όλο και πιο δύσκολη. Σχεδιάζεται επίσης η περικοπή του εφάπαξ κοντά στο μισό, και η αύξηση των απαιτούμενων ενσήμων για τη συνταξιοδότηση. Όλα αυτά ισχύουν βεβαίως ακόμα και για τους υπαλλήλους στα υπερτιμημένα ξενοδοχεία, που οι πελάτες τους πληρώνουν εκατοντάδες ή και χιλιάδες ευρώ τη βραδιά. Ο συνδικαλισμός ξεπουλημένος, ξενοφοβικός και ουσιαστικά ανύπαρκτος, διασπά τη δυναμική των εργαζόμενων.

Οι οδηγοί τουριστικών λεωφορείων είναι χωρισμένοι στα δυο: Σε υπαλλήλους και σε ιδιοκτήτες. Υπάρχει διαφορετικό καθεστώς εργασίας, ενώ οι προστριβές ανάμεσα στις δυο ομάδες είναι υπαρκτές. Οι ιδιοκτήτες, δρώντας στο πλαίσιο του ανταγωνισμού, βρίσκονται σε διαρκή κούρσα κατεβάσματος τιμών, με μόνους κερδισμένους τα τουριστικά πρακτορεία. Αυτή τη στιγμή οι μεταφορές τουριστών στην Κρήτη βρίσκονται κατά το 75% στα χέρια μιας και μόνο εταιρίας, την οποία καλούνται να ανταγωνιστούν οι ιδιοκτήτες. Ανεξάρτητα από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που υπάρχουν μόνο στα χαρτιά, είναι κοινό μυστικό ότι αμείβονται με τις τιμές που είχαν πριν από 20 χρόνια. Η εξόφληση εκ μέρους των εταιριών γίνεται αρκετούς μήνες αργότερα, κάνοντας αδύνατη την επιβίωση των ιδιοκτητών, οι οποίοι οφείλουν να πληρώνουν μετρητοίς τα πανάκριβα καύσιμα. Αποτέλεσμα είναι απλούστατα να μην βγαίνουν, και πάρα πολλοί που είναι χρεωμένοι σε τράπεζες χάνουν τελικά τα λεωφορεία τους. Οι συνθήκες εργασίας είναι λάστιχο, αφού ο αγώνας του κάθε ιδιοκτήτη είναι να ξεχρεώσει το λεωφορείο του. Αναγκάζονται να δουλεύουν πάρα πολλές ώρες, χωρίς ρεπό, για να τα βγάλουν πέρα. Μεγάλο τους εχθρό θεωρούν τα «ξένα» λεωφορεία που έρχονται από άλλα μέρη της Ελλάδας και τους τρώνε τη δουλειά.

Η κατάσταση για τους οδηγούς-υπαλλήλους δεν είναι καλύτερη. Σε παλαιότερες εποχές κάποιοι έβαζαν μέσο για να προσληφθούν από τα μεγάλα γραφεία, γιατί οι αποδοχές τους ήταν καλές, κυρίως όμως λόγω των φιλοδωρημάτων, τα οποία συχνά ξεπερνούσαν τον ίδιο τους τον μισθό. Σήμερα πια που έχουν κοπεί αυτά, και έχουν στραφεί όλοι προς τον μισθό τους, αναπολούν τις παλιές ημέρες που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Οι μειώσεις είναι δραματικές, αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι πάρα πολλοί δεν πληρώνονται εγκαίρως. Γραφεία μεγάλα και τρανά έχουν τους υπαλλήλους τους απλήρωτους για μήνες, ενώ υπάρχουν οδηγοί που δεν έχουν λεφτά να βάλουν βενζίνη για να πάνε στη δουλειά τους. Επιπλέον πρέπει να είναι εντάξει ως προς την εμφάνισή τους, και χαμογελαστοί στους πελάτες. Άλλοι πάλι οδηγοί δουλεύουν με προκαθορισμένο μισθό, οπότε γίνονται ουσιαστικά σκλάβοι των αφεντικών τους, που τους έχουν στον δρόμο συνεχώς, πολλές φορές χωρίς καν ρεπό. Περιπτώσεις που εργαζόμενοι έχουν φάει φέσι από τα γραφεία που δουλεύουν δεν είναι σπάνιες. Η πολυδιάσπαση του κλάδου οφείλεται στο γεγονός ότι οι συνθήκες εργασίας είναι διαφορετικές σε κάθε επιχείρηση. Το ρουφιανιλίκι είναι μια δημοφιλής πρακτική στις μεγάλες εταιρίες, ώστε να είναι αρεστοί στ’ αφεντικά. Κι εδώ όμως εχθρός είναι οι «ξένοι» που τρώνε τη δουλειά. Υπάρχουν γραφεία που προσλαμβάνουν αλλοδαπούς οδηγούς, τους οποίους αμείβουν αρκετά χαμηλότερα από την ισχύουσα σύμβαση εργασίας. Το πολυνομοσχέδιο γνωστό ως μνημόνιο 3 ήρθε να προσθέσει και νέα βάρη στους οδηγούς, καταργώντας τη θεώρηση του βιβλίου δρομολογίων που διατηρούσαν στο λεωφορείο, δώρα Χριστουγέννων-Πάσχα και επίδομα αδείας.

Οι ξεναγοί είναι αυτοί που καλούνται συχνά να βγάλουν το φίδι απ’ την τρύπα, προσπαθώντας να εξηγήσουν πολλές φορές την κατάσταση του τόπου στους επισκέπτες του. Εργάζονται χωρίς να υπάρχει στην πράξη καμία συλλογική σύμβαση εργασίας, και χωρίς βασικά εργασιακά δικαιώματα επειδή δεν είναι ούτε ελεύθεροι επαγγελματίες, αλλά ούτε και υπάλληλοι κάποιας εταιρίας. Αμείβονται με βάση το μεροκάματο, το οποίο στις μέρες μας σπανίζει, έχοντας παράλληλα ν’ αντιμετωπίσουν εγγενή προβλήματα του κλάδου τους, όπως το άνοιγμα του (μη κλειστού) επαγγέλματός τους, την παράνομη εργασία και την εργασία συνταξιούχων. Συχνά η αμοιβή γίνεται με μαύρο χρήμα, πράγμα που τους στερεί τα ένσημα που έχει ανάγκη ο κάθε εργαζόμενος. Κι εδώ το φέσι και οι καθυστερημένες πληρωμές πάνε σύννεφο. Σπάσιμο τιμών, μαύρη εργασία, ανεργία, έλλειψη συλλογικής σύμβασης εργασίας και καθυστέρηση στις πληρωμές έχουν οδηγήσει και αυτό τον κλάδο σε απόγνωση. Συνδικαλιστικά, ο κλάδος δεν μπόρεσε να περιφρουρήσει τα κεκτημένα του, τρώγοντας διαρκείς σφαλιάρες από τις νομοθετικές αλλαγές που έγιναν τα τελευταία χρόνια, οι οποίες ευνοούν τα μεγάλα, ξένα κυρίως, πρακτορεία, και κανέναν άλλο. Η απόγνωση αυτή φάνηκε ξεκάθαρα στο ξενοφοβικό τους πανό, στο συλλαλητήριο της 07/11 στο Ηράκλειο.

Οι αρχαιοφύλακες, όπως και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι βλέπουν τους μισθούς τους να μειώνονται χρόνο με τον χρόνο. Οι αρχαιολογικοί χώροι και τα μουσεία δεν διαθέτουν το απαραίτητο για τη λειτουργία τους προσωπικό. Την τρύπα καλούνται να μπαλώσουν εποχικοί υπάλληλοι που προσλαμβάνονται για λίγους μήνες το καλοκαίρι, οι οποίοι δεν πληρώνονται ούτε εγκαίρως ούτε όπως πρέπει. Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχει η αίσθηση της εγκατάλειψης και στους μεγαλύτερους αρχαιολογικούς χώρους, ακόμα και το καλοκαίρι.

Τέλος, οι ίδιες οι τουριστικές επιχειρήσεις μαραζώνουν, κυρίως λόγω των χρεών προς τις τράπεζες και της έλλειψης πελατείας. Ο ανταγωνισμός τις έχει κάνει να βγάζουν μόνες τους τα μάτια τους, «χτυπώντας» δουλειές με τιμές κάτω του κόστους, και αναγκάζονται εντέλει να την πληρώσουν οι υπάλληλοί τους και οι συνεργάτες τους. Πέρα από τις τράπεζες, μοναδικός κερδισμένος και πάλι είναι τα μεγάλα γραφεία του εξωτερικού, που διαμορφώνουν την αγορά κατευθύνοντας τους τουρίστες στους προορισμούς που αυτά προωθούν, επιβάλλοντας τους όρους του παιχνιδιού. Ας μην εκστασιαζόμαστε, λοιπόν, ούτε από τα μεγάλα και αστραφτερά κρουαζιερόπλοια που φτάνουν στο νησί, γιατί αυτοί που τα κονομάνε χοντρά σίγουρα δεν είναι τα ντόπια πρακτορεία, που για να πάρουν τη δουλειά έχουν κατεβάσει κυριολεκτικά τα σώβρακα.

Η κατάσταση στον τουρισμό έχει αφεθεί στις αγορές και τον ανταγωνισμό των εταιριών. Το τουριστικό προϊόν προπληρώνεται πάντοτε, κι επομένως κάποιοι ενδιάμεσοι κερδίζουν πάρα πολλά από τις καθυστερήσεις στις πληρωμές, εφόσον όλοι οι εργαζόμενοι στον κλάδο πληρώνονται με χρονοκαθυστέρηση αρκετών μηνών. Όλοι όσοι απασχολούνται στον τουρισμό γκρινιάζουν, χωρίς να μπαίνουν στον κόπο ν’ αντιπροτείνουν κάτι. Δεν μπορούν να δουν ότι το μοντέλο του μαζικού-βιομηχανοποιημένου τουρισμού που είχαν συνηθίσει πνέει τα λοίσθια. Τα συνδικαλιστικά όργανα, ανύπαρκτα στα ουσιαστικά ζητήματα, εξυπηρετούν απλά άλλα συμφέροντα. Οι εργαζόμενοι απ’ την πλευρά τους προσπαθούν να ρίξουν τις ευθύνες σε κάποιους «άλλους», χωρίς να βλέπουν τη ρίζα του ζητήματος, τις δικές τους ευθύνες, τη δικιά τους καμπούρα, ή τουλάχιστον την καμπούρα όσων ψηφίζουν για να τους εκπροσωπούν. Αρνούνται να δουν το ενδεχόμενο απαγκίστρωσης απ’ τους επαγγελματίες συνδικαλιστές και τ’ αφεντικά, και να βρουν μόνοι τους τις λύσεις στα ζητήματα του κλάδου τους. Όποιος βιώνει το πρόβλημα οφείλει να βρει και τη λύση· δεν μπορεί να περιμένει ότι θα του τη βρούνε άλλοι πιο «ειδικοί» απ’ τον ίδιο, πάνω στην ίδια του τη δουλειά. Η γενικότερη αυτή αλήθεια ισχύει και για τους εργαζόμενους στον τουρισμό της Κρήτης, αρκεί να καταλάβουν ότι μπορούν να προωθήσουν μια διαφορετική, πιο γνήσια, Κρήτη από αυτήν του τουρισμού με τα βραχιολάκια του all inclusive. Με τις νέες τεχνολογίες αυτό είναι εφικτό μέσω της αδιαμεσολάβητης προσφοράς υπηρεσιών. Μακάρι οι εργαζόμενοι να βρουν το κουράγιο να το κάνουν.

Κόρες της Νύχτας