Το πολιτειακό ‒ Η αντιπροσωπευτική Δημοκρατία
Η Λαϊκή Συνέλευση αμφισβητεί και αρνείται πλέον όλες τις μορφές αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία αποδεικνύεται ως η πιο αξιόπιστη μέθοδος για την υφαρπαγή της ψήφου των πολιτών (εργαζομένων, άνεργων και άεργων), την πλήρη περιφρόνηση και τελικά απαξίωση της λαϊκής βούλησης.
Στην ουσία η αντιπροσωπευτική δημοκρατία περιφρονεί τη λαϊκή βούληση όπως τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, και δεν διαφέρει από αυτά, παρά μόνο ως προς τη μέθοδο χειραγώγησης. Το φαινόμενο της περιφρόνησης της λαϊκής βούλησης, εξηγείται ‒ δεν είναι παράλογο. Είναι απολύτως λογικό, από τη στιγμή που οι προεκλογικές καμπάνιες των κομμάτων (παντού στο κόσμο), χρηματοδοτούνται κατά κύριο λόγο από μεγάλες επιχειρήσεις, επιχειρηματίες και λόμπυς (ομάδες μεγάλων οικονομικών συμφερόντων που δωροδοκούν και ασκούν επιρροή σε πολιτικούς και γενικά σε κέντρα λήψης αποφάσεων, με στόχο την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους).
Η ψήφος ως μετοχή και οι νόμοι της αγοράς
Το ρουσφέτι δεν είναι παρά μια πιο «λαϊκή» εκδοχή των πελατειακών σχέσεων των λόμπυς, έτσι όπως περιγράφονται πιο πάνω. Οι συντεχνίες είναι μια ακόμη εκδοχή πελατειακών σχέσεων δια της οποίας επιτυγχάνονται δύο στόχοι:
α. Η ικανοποίηση κάποιων συμφερόντων ειδικών συντεχνιακών ομάδων εις βάρος της μεγάλης μάζας των εργαζομένων και χωρίς να τίθεται σε αμφισβήτηση ή σε κίνδυνο η ακεραιότητα και η ουσία του συστήματος εκμετάλλευσης.
β. Η διάσπαση του κοινωνικού συνόλου, με στόχο το «διαίρει και βασίλευε». Έτσι, μέσω της συστηματικής προπαγάνδας της Εξουσίας, ομάδες ή σύνολα καταπιεσμένων ανθρώπων πείθονται ότι τα συμφέροντά τους κινδυνεύουν από κάποιες άλλες κοινωνικές ομάδες, επίσης καταπιεζόμενες, και όχι από την ίδια την Εξουσία, από το ίδιο το σύστημα εκμετάλλευσης.
Όλα τα παραπάνω, συντεχνιακά συμφέροντα, ρουσφέτια, λόμπις και μμε, συντείνουν στο να δομείται μια κυρίαρχη ιδεολογία, ένα ισχυρό ρεύμα, ώστε οποιαδήποτε άλλη άποψη, διαφορετική από την κυρίαρχη, κρίνεται στην καλύτερη περίπτωση γραφική.
Η οφθαλμοφανής σε όλους ψευτοδημοκρατική λειτουργία του Κράτους, καταδεικνύεται επίσης, και με την ανά καιρούς τακτική της εναλλαγής των κομμάτων. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία με τον δικομματισμό λειτουργεί σαν μηχανισμός κοινωνικής αποσυμπίεσης: Χρησιμεύει στο να εκτονώνεται ανώδυνα για το Σύστημα η λαϊκή αγανάκτηση, οργή και αντίδραση. Ανάλογα με τις κοινωνικές αντιδράσεις, άλλοτε οι κυβερνώντες παραχωρούν κάποια δικαιώματα στους πολίτες, κι άλλοτε τα παίρνουν πίσω, μέσα από την εναλλαγή των δύο «κομμάτων εξουσίας», όποτε χρειαστεί και μέσω μικρότερων κομμάτων, τα οποία προσφέρουν μία εναλλακτική λύση στο σύστημα σε περίπτωση που αυτό βρεθεί σε αδιέξοδο όταν το πράγμα έχει «παραγίνει» με τα δύο βασικά κόμματα εξουσίας. Το Σύστημα αφομοιώνει δηλαδή τις κοινωνικές αντιδράσεις μέσω της εκλογικής διαδικασίας, παρουσιάζοντας τον κοινοβουλευτισμό ως τη μόνη λύση. Και εδώ είναι καίριος ο ρόλος των μέσων μαζικής αποπληροφόρησης. Στη διαδικασία αυτή δεν έχει σημασία πιο είναι το προοδευτικό και πιο το συντηρητικό, οι πολιτικές μπορεί να είναι αντίστροφες των θεωρητικών χαρακτηριστικών των παρατάξεων. Με άλλα λόγια, η τακτική της δικομματικής εναλλαγής της εξουσίας, έχει ως σκοπό, όποτε πιέζεται το κοινωνικό σύνολο, το σύστημα να προσφέρει ψίχουλα προκειμένου να μαλακώσει η αντίδραση της κοινωνίας, και μετά να αντεπιτίθεται πιο επιθετικά.
Η δημοκρατική «πολυφωνία» των δύο συν
Σε πολλές χώρες της Δύσης ο δικομματισμός επικυρώνεται νόμιμα μέσω «εκλογικών» διαδικασιών, δημιουργώντας, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, μια μόνιμη αλληλουχία διαδοχής στην εξουσία. Η ύπαρξη δίπολου, όπως εργατικού-συντηρητικού, ρεπουμπλικάνων-δημοκρατικών, φιλελεύθερων-σοσιαλδημοκρατών στις «δημοκρατίες» είναι και η πολιτική έκφανση αυτής της λειτουργίας του συστήματος. Το «δίπολο» δημιουργεί όλες εκείνες τις προϋποθέσεις επιβίωσης και διαιώνισης του συστήματος εκμετάλλευσης, εξασφαλίζοντας με την «ελαστικότητά» του και την αφομοιωτική του λειτουργία, τη χρόνια επιβίωσή του. Ανάλογα με τις ιστορικές καταβολές της κάθε χώρας, το «δίπολο» είναι δυνατό να πλαισιώνεται και από κάποια μικρότερα κόμματα-κομπάρσους, δεκανίκια του ίδιου συστήματος.
Πέρα από τον δικομματισμό, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν αποτελεί παρά μια εκλογική διαδικασία που συμβαίνει μια φορά στα τέσσερα χρόνια. Οτιδήποτε συμβεί στο ενδιάμεσο, τηρηθούν ή μη τα υπεσχημένα, οδηγούν την κοινωνία στη φτώχεια, αδικούν, παρανομούν, καταπιέζουν, «εξυπηρετούν», όλες οι ανομίες, στο τέλος της τετραετίας ξεπλένεται στην κολυμβήθρα της επίκλησης της «λαϊκής εντολής» πριν από τρία ή τέσσερα χρόνια.
Ακόμη κι αυτό το εκλογικό σύστημα είναι ό,τι πιο αναξιόπιστο υπάρχει, αφού με τη λογική της ανάγκης της «κυβερνητικής σταθερότητας», οι εξουσιαστές σκαρφίζονται ό,τι τέχνασμα μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου, προκειμένου να προωθηθούν και να ευνοηθούν οι «μεγάλοι», και οι «μικροί» να παραμείνουν «μικροί».
Παράλληλα ονομάζουν «ενεργό συμμετοχή» την ψήφο κάθε τέσσερα χρόνια, δηλαδή την ανάθεση της τύχης της κοινωνίας στα χέρια κάποιων μη ανακλητών εκπροσώπων. Στην ουσία πρόκειται για ακριβώς το αντίθετο: Ο λεγόμενος πολίτης δεν συμμετέχει σε κανένα συλλογικό όργανο, δεν συνηθίζει τον συγχρωτισμό με τους συμπολίτες του, δεν συνδιαμορφώνει και ως εκ τούτου δεν αντιλαμβάνεται το πόσο δύσκολο πράγμα είναι η σύνθεση.
Τέλος, δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στα μεγάλα ποσοστά κοινωνικής αποχής σε όλες τις δυτικές κυρίως «δημοκρατίες», που πλησιάζουν μέχρι και το 50% των ψηφοφόρων. Το φαινόμενο αυτό δεν αποτελεί παρά δείγμα συνειδητής ή ασυνείδητης αποδοκιμασίας και απαξίωσης της εκλογικής διαδικασίας. Αλλά, ακόμα κι αν συμμετείχαν όλοι αυτοί που απέχουν, αλήθεια θα άλλαζε κάτι στην ουσία της καταπίεσης; Ακόμα και σε χώρες με υψηλά ποσοστά συμμετοχής στις εκλογές, οι συνθήκες εκμετάλλευσης δεν έχουν εξαλειφθεί. Με άλλα λόγια, αν οι εκλογές αλλάζανε τα πράγματα, θα ήταν παράνομες.
Όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν παρά απόδειξη του διαχρονικού δόγματος ότι η εξουσία διαφθείρει, ανεξαρτήτως προθέσεων, και λειτουργεί αλλοτριωτικά, ανεξάρτητα από τον ανθρώπινο χαρακτήρα. Και «σωτήρες» ήλθαν να μας σώσουν στο παρελθόν πολλάκις, όπως ο Χίτλερ, ο Παπαδόπουλος, και «ηγέτες», όπως ο Καραμανλής, ο Ανδρέας, και «συνετοί διαχειριστές», όπως ο Σημίτης, ο Καραμανλής ΙΙ, κάθισαν στη καρέκλα της εξουσίας, και είδαμε που οδηγηθήκαμε. Ως πότε ο καθένας από εμάς θα επιτρέπει ή θα αναθέτει σε «σωτήρες» δεξιούς κι «αριστερούς» την ευθύνη της διαχείρισης της πολιτικής του ζωής; Κάθε φορά και αναστεναγμός, κάθε κυβέρνηση και λιτότητα για τον λαό, κάθε εξουσία και φόβος για την κοινωνία. Δεν φταίει ο κάθε σωτήρας, κυβερνήτης ή διαχειριστής που δεν αποδείχτηκε καλός, φταίει το σύστημα εκπροσώπησης που αφήνει πάνω του τις τύχες μιας ολόκληρης κοινωνίας.
Ήρθε η ώρα η λαϊκή βούληση να περιφρονήσει την πολιτική Εξουσία και να προτάξει την άμεση δημοκρατία ως μοναδικό και γνήσιο θεσμό λήψης αποφάσεων. Η Λαϊκή Συνέλευση έρχεται να καλύψει την ανάγκη της κοινωνίας για πολιτική χειραφέτηση από προστάτες, σωτήρες και εξουσιαστές, για αυτοθέσμιση ‒δηλαδή για δημιουργία και παραγωγή κανονισμών από το ίδιο το σύνολο, την κοινότητα‒ για τη κατάκτηση του αυτεξούσιου της κοινότητας ‒ δηλαδή του δικαιώματος της κοινότητας να ρυθμίζει μόνη της τα ζητήματά της, μέσα από αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, κι άμεσα ανακλητές κι ελεγχόμενες εκπροσωπήσεις.
Ο ρόλος του Κράτους
Το λεγόμενο Κράτος δικαίου αποδεικνύει, κυρίως στην τωρινή ιστορική συγκυρία, ότι είναι ανακόλουθο στον ρόλο του ρυθμιστή των κοινωνικών σχέσεων, του τοποτηρητή του «κοινωνικού συμβολαίου», του υπερασπιστή των αδυνάτων, του διασφαλιστή της κοινωνικής ειρήνης και δικαιοσύνης. Αυτές οι τελευταίες έννοιες είναι κενές περιεχομένου σε μία κοινωνία με αφεντικά και μισθωτούς σκλάβους, με εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους, εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους. Πρόκειται για όρους που χρησιμοποιούνται από τη μαζική και οργανωμένη προπαγάνδα της κάθε φορά άρχουσας τάξης, για να περάσει στο ασυνείδητο των ανθρώπων ότι η κατάσταση πραγμάτων που ζούμε σήμερα είναι ομαλή και «ειρηνική», άρα αυτή η ειρήνη πρέπει να διαιωνιστεί. Και στην ουσία, μάλιστα, το Κράτος οδηγεί στην οικονομική υποδούλωση το μεγαλύτερο μέρος των κοινωνιών, από τους λίγους, ελάχιστους προνομιούχους, εξουσιαστές.
Ο ρυθμιστικός ρόλος του κράτους έχει καταργηθεί, αποδεικνύοντας ότι τα συμφέροντα του Κεφαλαίου υπερισχύουν απέναντι στις κοινωνίες. «Εθνικοποίηση των ζημιών των τραπεζών, ιδιωτικοποίηση των κερδών» είναι η επωδός της λειτουργίας του Κράτους τα τελευταία χρόνια. «Στα κέρδη υπάλληλος, στις ζημίες συμμέτοχος», είναι η επωδός της κοινωνίας. Η διάσωση της CITIBANK με τα χρήματα των αμερικανών φορολογουμένων, η διάσωση του Ιρλανδικού τραπεζικού συστήματος με δημόσιους και κοινοτικούς (από χρήματα φορολογουμένων κι αυτοί) πόρους, το μονομερές ενδιαφέρον της ελληνικής κυβέρνησης για την ενίσχυση των ελληνικών τραπεζών προκειμένου να μην καταρρεύσει το τραπεζικό σύστημα, και η περικοπή μισθών και συντάξεων την ίδια ώρα που το κράτος «αδυνατεί» να εισπράξει 36 δις ευρώ εισπράξιμη φορολογική ύλη, αποκαλύπτουν όχι μόνο τον μεροληπτικό ρόλο του Κράτους απέναντι στο μεγάλο κεφάλαιο, αλλά το «ξεσκεπάζει» ως προς τον ρόλο του, αυτόν του πιστού υπηρέτη των προνομιούχων.
Το Κράτος και η λειτουργία του προς το Κεφάλαιο
Το Κράτος έχει, ως οργανωτικό μόρφωμα, περίπου τριακόσια χρόνια ιστορία. Σκοπός του είναι η διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και της ισότητας απέναντι στον νόμο. Από την ιστορία του όμως αποδεικνύεται ότι από τη σύστασή του διασφαλίζει με τη βία και τον νόμο τη συναίνεση. Είναι ένας μηχανισμός ο οποίος συντηρεί την ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων.
Ούτε το Σύνταγμα όμως έχει ουδέτερο ρόλο. Το άδολο και καθαγιασμένο συνταγματικό δίκαιο δεν είναι τίποτε άλλο παρά η παγίωση των κοινωνικών ανισοτήτων. Το Σύνταγμα προβλέπει από τα πρώτα του κιόλας άρθρα τον σεβασμό των έννομων δικαιωμάτων των πολιτών, δηλαδή της ιδιοκτησίας, μεταξύ άλλων. Πράγμα που σημαίνει ότι το Σύνταγμα και ο νόμος σέβονται ισότιμα τα έννομα δικαιώματα ενός ζάμπλουτου κροίσου, εξίσου με αυτά ενός άστεγου, ενός άνεργου, ενός ρακοσυλλέκτη. Οποιοσδήποτε αμφισβητήσει αυτή την σχέση ανισότητας μεταξύ τους κρίνεται παράνομος, αν όχι «τρομοκράτης».
Το Σύνταγμα είναι ένα εφεύρημα της αστικής τάξης του 18ου αιώνα, προκειμένου να νομιμοποιήσει την ισχύ της και να παγιώσει με τη βία την κυριαρχία της μέσα στην κοινωνία.
Και ενώ το Σύνταγμα των κρατών του δυτικού κόσμου παγιώνει την ανισότητα, αυτό παρουσιάζεται καθαγιασμένο αδιαμφισβήτητα, όπως το ευαγγέλιο ή η παλαιά και η καινή διαθήκη.
Μέσα σε αυτό το νομικό περιβάλλον οι κάθε λογής ελίτ αλωνίζουν στο κοινωνικό σώμα ανεμπόδιστα. Οι κυρίαρχοι εξακολουθούν να μένουν κυρίαρχοι, οι πλούσιοι πλουσιότεροι, και υπάρχει θέση μόνο για όρνεα, που διεκδικούν με λύσσα την κοινωνική ανέλιξη και την οικονομική άνοδο, σε βάρος των καταπιεζόμενων συνανθρώπων τους. Πρόκειται για το πρότυπο του μικροαστισμού που τόσο πιστά αναπαράγουν τα παραπάνω μέσα.
Το Κράτος, είτε διασφαλίζει την κοινωνική υποταγή στη διαδικασία αυτή, κι επικαλούμενο τη νομιμότητα, ασκεί βία, είτε, μέσω της «πολιτικής», αναλαμβάνοντας τον ρόλο του επιδιαιτητή, αφομοιώνει τις κοινωνικές αντιδράσεις και εκρήξεις, προσφέροντας ψίχουλα στην κοινωνία, εξασφαλίζοντας τη συναίνεσή της (εκτόνωση εντάσεων επικίνδυνων για την ακεραιότητα του συστήματος εκμετάλλευσης: Αυτός είναι ο κατασταλτικός του ρόλος), και συντηρώντας παράλληλα τους μηχανισμούς αφαίμαξής της προς όφελος των οικονομικά προνομιούχων (αυτός είναι ο εισπρακτικός του ρόλος). Πρόκειται για μια ολέθρια σχέση Κεφάλαιου, Κράτους, κοινωνίας, που τα δύο πρώτα, ως σύστημα, εξαπατούν, λεηλατούν και βιάζουν το σώμα της κοινωνίας, που αποτελεί το μόνιμο θύμα.
Το Κράτος και οι τράπεζες
Το Κράτος σε όλη του την ιστορία, με το Σύνταγμα και τους νόμους, στήριζε και στηρίζει τους κεφαλαιοκράτες και τις τράπεζες, ως αιχμή και πυλώνα λειτουργίας του συστήματος εκμετάλλευσης. Η στήριξη των τραπεζών αποτελεί άμεση προτεραιότητα σήμερα. Οι τράπεζες είναι το κομβικό σημείο στο οποίο συναντώνται τα συμφέροντα των «αγορών» με εκείνα των κρατών. Αυτές είναι που παρουσιάζονται σαν το κλειδί της λύσης του συστημικού προβλήματος (δηλαδή του οικονομικού και κατά συνέπεια κοινωνικού κλυδωνισμού του συστήματος εκμετάλλευσης).
Πρόσφατα είδαμε το πρόβλημα της κρίσης των τραπεζών. Μετά την απελευθέρωση της χρηματοπιστωτικής επέκτασης με νόμο από τη κυβέρνηση Κλίντον, οι τράπεζες αύξησαν το ενεργητικό τους, επεκτείνοντας σε τοξικά προϊόντα τη δραστηριότητά τους, προκειμένου να πολλαπλασιάσουν τα μεγέθη τους και κατ’ επέκταση, τα κέρδη τους. Κι ενώ οι τράπεζες, όταν έσκασε η φούσκα των ακινήτων, με βάση ακόμη κι αυτούς τους κανόνες του νεοφιλελευθερισμού, θα έπρεπε να πτωχεύσουν, αντίθετα στηρίχθηκαν από το Κράτος με τα λεφτά των φορολογουμένων. Σε αντιδιαστολή βέβαια, με ότι συμβαίνει στην περίπτωση πτώχευσης ενός νοικοκυριού, όπου σε μερικές περιπτώσεις ίσως θα πρέπει να ….ευχόμαστε να έχουμε καλές συνθήκες κράτησης. Και σαν να μην έφτανε μόνο αυτό, το ‒από τα χρήματα των φορολογουμένων‒ διασωσμένο κερδοσκοπικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, σήμερα επιτίθεται αλαζονικά, οδηγώντας τα κράτη το ένα μετά το άλλο στην πτώχευση. Πρόκειται για διατάραξη ακόμη κι αυτών των κανόνων του συστήματος. Πρόκειται για καταφανέστατη εξαπάτηση.
Πολλές φορές ο Ομπάμα, η Μέρκελ αλλά κι άλλοι «ηγέτες» της Δύσης έκαναν λόγο για «εφαρμογή κανόνων στις αγορές», περιστολές της «ασυδοσίας», και άλλους τέτοιους λεονταρισμούς, όμως τελικά δεν έγινε τίποτα κι ούτε πρόκειται να γίνει, αφού οι «αγορές» χρηματοδοτούν τον προεκλογικό τους αγώνα. Τα πράγματα λοιπόν φαίνονται ολοκάθαρα κι επιβεβαιώνουν ότι το Κράτος και το Κεφάλαιο, ανεξάρτητα από τις αντιφάσεις τους, είναι ουσιαστικά δύο εκφράσεις του ιδίου πράγματος, δηλαδή της κυριαρχίας πάνω στη κοινωνία.
Το Κράτος αποτελεί έναν θεσμό που όχι μόνο δεν τηρεί με ισότιμο τρόπο τους νόμους που το ίδιο έχει κατασκευάσει, όχι μόνο δεν τηρεί τους νόμους ακόμη κι αυτού του ίδιου του «κοινωνικού συμβολαίου» που το ίδιο επινόησε, αλλά φροντίζει να κρατά τις κοινωνίες σε υποταγή, μοναδική λειτουργία που υποστηρίζει με συνέπεια. Συντηρεί την έννομη τάξη της κυριαρχίας των «αγορών», διασφαλίζοντας είτε με την καταστολή και την υποταγή, είτε με τον δημοκρατικό μανδύα και την κομματική εναλλαγή, τη συναίνεση, και με τα μμε την απάθεια. Πρόκειται πλέον για ένα εντελώς άχρηστο, παρασιτικό, οργανωτικό μόρφωμα, που μια χειραφετημένη κοινωνία οφείλει να το πετάξει στον καιάδα της ιστορίας, με την ίδια περιφρόνηση που σήμερα και οι «αγορές» του συμπεριφέρονται.
Η κρίση (ύφεση) και οι «αγορές»
Ο μηχανισμός είναι απλός. Οι πολίτες που δεν είναι ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής είναι υποχρεωμένοι να εργαστούν σε καθεστώς μισθωτής εργασίας για να ζήσουν και να αναπαράγουν πλούτο για όσους τα κατέχουν. Το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας τους δεν το καρπώνονται οι ίδιοι, αλλά οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, οι οποίοι πλουτίζουν χάρις στον ιδρώτα των εργαζομένων. Ο πλούτος ως χρήμα σωρεύεται στους λίγους, κατατίθεται στις τράπεζες και μετατρέπεται σε αριθμητικό μέγεθος. Το αριθμητικό μέγεθος λογιστικοποιείται στο ενεργητικό των τραπεζών, επενδύεται και πολλαπλασιάζεται, με τη μορφή νέων χρηματοοικονομικών προϊόντων, στις χρηματαγορές. Εκεί τζογάρεται, σωρεύεται και παρακρατείται. Δεν αναδιανέμεται, ούτε καν επανεπενδύεται. Έτσι το χρήμα στερεύει για τους πολλούς. Η κοινωνία φτωχαίνει προς όφελος των λίγων, κι απαιτείται από τους πολιτικούς η κοινωνία των πολλών να κάνει θυσίες για έναν σκοπό: Να ξαναδουλέψει περισσότερο, να παράξει περισσότερο, αλλά να αμειφθεί λιγότερο, «λόγω κρίσης». Η λειτουργία αφαίμαξης και συσσώρευσης του παραγόμενου από την κοινωνία πλούτου έχει συμβεί αρκετές φορές στην ιστορία του καπιταλισμού των τελευταίων αιώνων, σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους. Η κρίση του 1929, η πρόσφατη του 2008, αλλά και αυτή που διανύουμε σήμερα ως ένα βαθμό, είναι προεξάρχοντα παραδείγματα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις οι κρίσεις συσσώρευσης του καπιταλισμού οδήγησαν σε πολέμους.
Σήμερα βιώνουμε την πραγματικότητα μιας παγκοσμιοποιημένης διαδικασίας εκμετάλλευσης. Η λειτουργία του Κεφαλαίου είναι διεθνοποιημένη πλέον και όχι εθνική. Ο πλούτος σωρεύεται σε ελάχιστους διεθνείς επενδυτικούς οίκους που εδρεύουν στη wall street ή στο city του Λονδίνου, και που με μέσο τις «αγορές», τιτλοποιούν-«μετοχοποιούν» κάθε υλικό αγαθό που υπάρχει στον πλανήτη (το στάρι, τη σόγια, το νερό, τα μέταλλα, τα καύσιμα, κ.ά.). Στοιχηματίζουν με τίτλους σε τιμές, χρεωκοπίες, δείκτες, δημιουργώντας υπεραξία από το πουθενά, και χωρίς παραγωγικό αντίκρισμα, παρά μόνο λογιστικό. Από τη CITIBANK, τη μεγαλύτερη τράπεζα στον κόσμο, έως τη μικρομεσαία βιοτεχνία της γειτονιάς, όλος ο δυτικός κόσμος, όλες οι εθνικές κοινωνίες, όλοι οι άνθρωποι παγκοσμίως, από το 2008 μέχρι σήμερα, παρακολουθούνε μουδιασμένα: Πλούτος να «εξαφανίζεται» σε μια νύχτα, τράπεζες-κολοσσοί και ασφαλιστικές εταιρείες γίγαντες, άλλες να καταρρέουν, κι άλλες να σώζονται από την κατάρρευση από τα κράτη με τα χρήματα των φορολογουμένων. Κράτη να δανείζονται από άλλα κράτη εκχωρώντας «εθνικά» δικαιώματα, ή από κεντρικές τράπεζες προκειμένου να μην καταρρεύσουν, και οι τράπεζες να δανείζονται από άλλες τράπεζες με την εγγύηση χρεοκοπημένων κρατών. Μια αέναη ηλεκτρονική διακίνηση λογιστικών δισεκατομμυρίων με εκατέρωθεν εγγυήσεις, κι εκχωρήσεις δικαιωμάτων από τράπεζες σε κράτη και ανάποδα. Ένας πλούτος που κάνει βόλτα προκειμένου να μην καταρρεύσει το σύστημα.
Το πρόβλημα που έχει ο καπιταλισμός παγκοσμίως, είναι το φυσικό του παράγωγο ‒ η μετεξέλιξή του. Είναι πως έθρεψε με τη λογική της απληστίας και τις αρχές του κέρδους, ό,τι αυτά γεννάνε: Ένα τέρας. Δημιούργησε μια ελίτ χρηματοοικονομικών διαχειριστών στην οποία επέτρεψε, όπως είναι φυσικό με βάση τις αρχές του φιλελευθερισμού, να μετατρέψει το συσσωρευμένο παραγωγικό κεφάλαιο σε χρηματιστηριακό, το οποίο να έχει τέτοια δύναμη, ώστε να καθορίζει τις τύχες κρατών, πόσο μάλλον των κοινωνιών όλου του πλανήτη. Όλοι αυτοί οι επενδυτικοί σύμβουλοι δεν είναι παρά τα «παιδιά» των εργοστασιαρχών, που «κατευθύνθηκαν» προς την κατεύθυνση που ο συσσωρευμένος πλούτος των «γονέων» τους επέβαλλε: Τη διαχείρισή του. Σήμερα κοινωνίες πεινάνε, αγρότες πάνε φυλακή και χάνουν πατρογονικές περιουσίες από δάνεια, επειδή η τροφή έγινε χρηματοοικονομικό προϊόν. Αύριο, εάν κάτι δεν αλλάξει, οι άνθρωποι θα πεθαίνουν από δίψα επειδή τα αποθέματα νερού άλλαξαν ιδιοκτήτη, έγιναν εμπόρευμα που με βάση τις καπιταλιστικές αξίες πρέπει να παράγει κέρδος, και η αξία τους στις αγορές ανεβαίνει.
Ο Άνθρωπος ως παραγωγός εμπορεύματος και εμπορικό προϊόν
Οι άνθρωποι αντιμετωπίζονται ως εμπόρευμα, ως αναλώσιμο προϊόν δημιουργίας κέρδους. Χθες οι μετανάστες ήταν ευπρόσδεκτοι στις αγορές εργασίας της Δύσης, γιατί ήταν φθηνή εργατική δύναμη, και οι κυβερνήσεις και τα αφεντικά ευνοούσαν τη δημιουργία πολυπολιτισμικών κοινοτήτων. Σήμερα οι μετανάστες στοχοποιούνται ως αποδιοπομπαίοι τράγοι, και οι κυβερνήσεις και τα αφεντικά κάνουν πλάτες στους διώκτες τους, τις άνανδρες φασιστικές παρακρατικές συμμορίες ‒που λειτουργούν ακριβώς ως «τσιράκια» των κυβερνήσεων και των αφεντικών‒ σε μια προσπάθεια να αποπροσανατολιστεί η κοινωνία από τα πραγματικά αίτια της κρίσης, και να διοχετευτεί η οργή των καταπιεσμένων για την κατάσταση που ζούμε στους μετανάστες. Έτσι καλλιεργείται ο κοινωνικός κανιβαλισμός. Το σύστημα που ζούμε, χαρακτηρίζεται από πλήρη αήθεια: Έχει χάσει και το τελευταίο ίχνος αξιακής αναφοράς, έστω και με τη μορφή που είχαν οι «ανθρωπιστικές» αξιακές αναφορές των αστών της γαλλικής επανάστασης. Οι παραδοσιακοί-παλαιοί κεφαλαιοκράτες ενίοτε είχαν και «ανθρώπινο πρόσωπο», οι σημερινοί δεν έχουν καθόλου πρόσωπο. Οι «αγορές» αποτελούν τη νέα παγκόσμια κυριαρχία, με τέτοιον τρόπο που οι επιμέρους κρατικές οντότητες και δεν θέλουν, και αδυνατούν να αντιπαλέψουν.
Στο σκηνικό αυτό προστίθεται και η ταχεία επέκταση του κινέζικου καπιταλισμού με όλα τα χαρακτηριστικά του: Χαμηλό κόστος εργασίας, ανυπαρξία εργατικών και πολιτικών δικαιωμάτων, εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης στο έπακρο. Πρόκειται για σύγχρονο φεουδαλισμό, με το κράτος, ως μοναδικό αφεντικό, να διαμορφώνει τους όρους της εκμετάλλευσης. Η αφύπνιση του κινέζικου κράτους-αφεντικού, και η επέκτασή του σε τομείς καπιταλιστικής δραστηριότητας (βιομηχανική παραγωγή, μεταφορές, παραγωγή πρώτων υλών, κατανάλωση), δημιουργεί μέσα στα πλαίσια του ανταγωνισμού, προϋποθέσεις ισχύος έναντι των ανταγωνιστών του, προάγοντας το νεοφεουδαλικό πρότυπο σχέσεων εργασίας, ως το μόνο βιώσιμο στην οικονομία, έναντι των υπολοίπων. Έτσι, η «κινεζοποίηση» φαίνεται ως το αναπόφευκτο μιας οικονομικής ιστορικής εξέλιξης. Οποία ειρωνεία: Η «λαϊκή δημοκρατία» του «Κομμουνιστικού Κόμματος» της Κίνας, να έχει επιβάλλει και να διευθύνει το πιο στυγνό καπιταλιστικό νεοφιλελεύθερο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, και να αποτελεί την πλατφόρμα της μετάλλαξης του δυτικού καπιταλισμού, από την αστική δημοκρατία στη νεοφεουδαρχία.
Κράτος και κοινωνία
Όλα αυτά τα χρόνια οι δυτικές κοινωνίες υπάκουσαν στη νομιμότητα, πλήρωσαν αγόγγυστα τους φόρους. Εργάσθηκαν από την αυγή μέχρι το σούρουπο για ένα κομμάτι ψωμί, ίσως για μια καλύτερη ζωή. Αρκετές φορές υπηρέτησαν την πατρίδα, κι εκατομμύρια νεκροί θυσιάστηκαν σε πολέμους και κύλησαν ποταμοί αίματος για τη σημαία, εξυπηρετώντας στην ουσία τα συμφέροντα κάποιας «πατριωτικής» ελίτ. Ψήφισαν στις εκλογές και λειτούργησαν στα πλαίσια της νομιμότητας, διεκδίκησαν και διαδήλωσαν ειρηνικά με πορείες στους δρόμους, αν και μάταια τις περισσότερες φορές, κάτι καλύτερο. Μέσα σε περιβάλλον κοινωνικής «συναίνεσης» και «ειρήνης», «αειφόρου ανάπτυξης», παγκοσμιοποίησης της παραγωγής, ανάπτυξης της κατανάλωσης, ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων τα τελευταία 40 χρόνια, γενικότερα σε ένα περιβάλλον ανεμπόδιστης άνθησης του οικονομικού φιλελευθερισμού υπό την προστασία των κρατών, «αναπάντεχα» προέκυψε κρίση.
Μια κρίση που επιταχύνει την υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου και της ποιότητας της ζωής, και φέρνει ως συνέπεια την όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ των εξουσιαζόμενων. Στρέφοντας τον Έλληνα καταπιεσμένο κατά του μετανάστη. Την μια επαγγελματική τάξη ενάντια στην άλλη. Τον ιδιωτικό υπάλληλο εναντίον του δημοσίου. Τη μια συντεχνία ενάντια στην άλλη. Την κοινωνία εναντίον των συντεχνιών κ.ο.κ. Ο κοινωνικός κανιβαλισμός σε όλο του το μεγαλείο.
Μια κρίση που οδηγεί τη μια χώρα μετά την άλλη, με διαφορετικές δικαιολογίες, στην πτώχευση για την ίδια, όμως, αιτία: Την κερδοσκοπία του παγκοσμιοποιημένου πια κεφαλαίου.
Συμπέρασμα και διαπίστωση: Ο καπιταλισμός σκοτώνει
Όλα τα παραπάνω οδηγούν στο σαφές συμπέρασμα ότι έχουμε να κάνουμε με ένα οργανωμένο σύστημα εκμετάλλευσης των εργαζομένων· εξαπάτησης και καταπίεσης της κοινωνίας. Παρά τις όποιες αντιφάσεις του, η φύση του οργανωμένου αυτού συστήματος είναι η απομύζηση των φυσικών πόρων, η εκμετάλλευση των ανθρώπων, η σώρευση πλούτου και η κερδοσκοπία. Η πολιτική εξουσία έχει αναλάβει το έργο της διαχείρισης αυτού του συστήματος αδικίας, το Κράτος εφαρμόζει με νόμους που θεμελιώνουν ισότιμα την ανισότητα των ανθρώπων, και οι κερδοσκόποι απομυζούν, με την ασφάλεια που οι δύο προηγούμενοι τούς παρέχουν, τους φυσικούς κι εργασιακούς πόρους.
Τα μέσα μαζικής παραπληροφόρησης, η Εκπαίδευση, το lifestyle, έχουν αναλάβει την αποχαύνωση των ανθρώπων, επιχειρώντας να τους πείσουν με την αδιάκοπη προπαγάνδα τους για την αναγκαιότητα της ιδιώτευσης, να τους κάνουν άβουλους υπηκόους που θα έχουν την ψευδαίσθηση ότι η ευημερία τους εξαντλείται στην αγορά προϊόντων. Θα έχουν την ψευδαίσθηση ότι θα είναι ελεύθεροι, άρα δεν θα έχουν λόγο να αντιδράσουν, να εξεγερθούν, να ορίσουν το μέλλον τους. Εκεί αποσκοπεί κατά βάθος η πλύση εγκεφάλου: Στη δημιουργία λοβοτομημένων ανθρωποειδών, πειθήνιων στα κελεύσματα της Εξουσίας, που θα επιζητούν αυτοβούλως τη σκλαβιά τους. Ολοένα και πιο λίγοι θα μπορούν να καταναλώνουν αυτά που με ολοένα και περισσότερο κόπο θα παράγουν οι πολλοί, οι σύγχρονοι σκλάβοι. Η πολιτική παρουσιάζεται ως μια υπόθεση των λίγων και «ειδικών», ενώ σε μια υγιή κοινωνία είναι υπόθεση όλων. Η «ασφάλεια» παρουσιάζεται ως το άλλοθι για την παρακολούθηση και τον έλεγχο της κάθε κίνησής μας. Το Σύστημα παρουσιάζεται πανίσχυρο και δημοκρατικό, ενώ στην πραγματικότητα είναι σάπιο και ολοκληρωτικό.
Πού είναι το κράτος προνοίας; Αυτό που σήμερα κόβει από τη σύνταξη των ανήμπορων γέρων, κι απ’ τα επιδόματα αναπήρων και των ανέργων, για να μην πειράξει τους φοροφυγάδες; Πού είναι το κράτος δικαίου; Αυτό που τώρα με τη κρίση, το πρώτο που έκαμε ώστε να περιορίσει τις δαπάνες είναι οι περικοπές που αφορούσαν στους μισθούς και τις συντάξεις, κι όχι στα εξοπλιστικά προγράμματα, ή στην παροχή εγγυήσεων για τη χρηματοδότηση των τραπεζών; Για ποια δημοκρατία μιλάμε όταν οι «δημοκρατικά» εκλεγμένοι πολιτικοί αντιπρόσωποί μας, μετέτρεψαν τη δημοκρατία σε άντρο πελατειακών σχέσεων και πεδίο εξυπηρέτησης συμφερόντων μικρών και μεγάλων, που κολυμπάνε στο χρήμα, στα σκάνδαλα, στη ρεμούλα και στη διαφθορά, όντας πρωταγωνιστές σε σήριαλ τύπου,SIEMENS, Βατοπέδι, ομόλογα ΙΚΑ, και στην ουσία είναι καρεκλοκένταυροι, αλαζόνες εξουσιαστές.
Πού είναι η κοινωνική δικαιοσύνη όταν όλα συντείνουν οι πλούσιοι να γίνονται πλουσιότεροι; Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΟΗΕ «Παγκόσμια Κοινωνική Κατάσταση 2011», οι άνεργοι εκτοξεύτηκαν στα 205 εκατομμύρια παγκοσμίως το 2009, από 178 εκατομμύρια το 2007, με την ανοδική τάση να συνεχίζεται αμείωτη το 2010 και 2011. Η «δομική» ή μακροχρόνια ανεργία αυξήθηκε σημαντικά στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες από το 2007.
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, η κρίση πρόσθεσε από 47 έως 84 εκατομμύρια ανθρώπους στην ακραία φτώχεια. Μόνο το 2008 η διατροφική κρίση δημιούργησε περίπου 130-155 εκατομμύρια φτωχούς. Οι άνθρωποι που ζουν στην πείνα ξεπέρασαν το 1 δισεκατομμύριο το 2009 και αυτός είναι ο υψηλότερος αριθμός, που έχει καταγραφεί ποτέ.
Στην ίδια έκθεση τονίζεται ότι από τις κύριες αιτίες της κρίσης είναι οι εισοδηματικές ανισότητες, φέρνοντας ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τις ΗΠΑ: Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 στο πλουσιότερο 1% του πληθυσμού της χώρας αναλογούσε το 8% του ΑΕΠ, ενώ το 2000 το μερίδιο της ίδιας πληθυσμιακής ομάδας στο ΑΕΠ διπλασιάστηκε. Αντίθετα, το εισόδημα του κατώτερου 90% μειώθηκε από 65,4% το 1980, στο 51,8% το 2008.
Η ιστορία της εξαπάτησης θα πρέπει να λάβει ένα τέλος. Η κοινωνία δεν αντέχει άλλο πια την κοροϊδία. Αυτή τη συμπαιγνία συμφερόντων των κρατούντων, φτιασιδωμένο με προβιά «δημοκρατίας», σε βάρος της κοινωνίας. Διεφθαρμένοι, αλαζόνες και ψεύτες πολιτικοί ταγοί, χρηματιστές στοιχηματιστές και golden boys, επενδυτικοί οίκοι και οίκοι αξιολόγησης, τραπεζίτες, δικαστικοί στρατιωτικοί και παραστρατιωτικοί, φύλακες, αστυνομικοί, παρακρατικοί και χαφιέδες, όλοι ταγμένοι στην υπηρεσία του κερδοσκοπικού κεφαλαίου. Είναι παράσιτα που ζουν σε βάρος της κοινωνίας. Ας αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του. Και η κοινωνία πρώτη και καλύτερη θα πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της διοίκησης της.
Επειδή αρνούμαστε να ζήσουμε σε ένα επερχόμενο ζοφερό μέλλον εκμοντερνισμένου νεοφεουδαλισμού, όπου οι άνθρωποι-υποτελείς θα έχουν απαξιωθεί ολοκληρωτικά, θα εργάζονται στα εργοστάσια και στα γραφεία, σαν μηχανές παραγωγής υπεραξίας για τις δέκα μεγάλες εταιρείες που θα διαφεντεύουν τον κόσμο, θα επιβιώνουν για να δουλεύουν και θα πληρώνουν και «τον αέρα που αναπνέουν», μια ζωή υποβαθμισμένη, σε σίτιση, σε υγεία, σε μόρφωση, σε πρόνοια.
Επειδή το «μνημόνιο» δεν είναι παρά η συνέπεια της επίθεσης των κερδοσκόπων στην Ελλάδα, ως μέρος ενός συνολικότερου παγκόσμιου σχεδίου επίθεσης, για τη μετάλλαξη της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας προς το στυγνότερο, ειδεχθέστερο, και μαζικότερο σχέδιο παγκοσμιοποιημένης εκμετάλλευσης των ανθρώπων.
Ως εδώ! Παίρνουμε τη ζωή μας στα χέρια μας, δεν έχουμε κάτι άλλο να κάνουμε παρά να αντιτάξουμε τη δική μας απάντηση. Για εμάς η μοναδική απάντηση στην επερχόμενη λαίλαπα είναι η χειραφέτηση της κοινωνίας, η απαγκίστρωσή της από τα ψευδοδημοκρατικά μοντέλα οργάνωσης και τους κομματικούς μηχανισμούς, η άμεση δημοκρατία, η αδιαμεσολάβητη αυτοοργάνωσή της από τα κάτω προς τα πάνω, η απάρνηση των σχέσεων εκμετάλλευσης, με την εφαρμογή της αλληλεγγύης και της αλληλοβοήθειας, επί τη βάση των ελεύθερων συμφωνιών των αυτόνομων ανθρώπων, συλλογικοτήτων, ομόσπονδων κοινοτήτων, συνομόσπονδων συνόλων, ενώσεων παραγωγών, διανομέων, καταναλωτών, χωρίς μεσάζοντες.
Η Λαϊκή Συνέλευση
Η Λαϊκή Συνέλευση έρχεται να εκφράσει οργανωτικά την ανάγκη αυτή, σε αντιδιαστολή με τις κυρίαρχες μορφές λήψης αποφάσεων και οργάνωσης της κοινωνίας. Αποτελεί το αποτέλεσμα της χειραφέτησης της κοινωνίας, και προσπαθεί να θεμελιώσει μορφές αυτοοργάνωσης και αυτοδιαχείρισης της κοινωνίας. Για να φτάσει σε αυτόν τον στόχο, κρίνοντας από όσα αναφέραμε παραπάνω, είναι απαραίτητη η κατάργηση της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, και της κάθε μορφής εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, ειδάλλως δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστική αλλαγή στις πολιτικές και κοινωνικές σχέσεις, καθώς βασίζονται στην ανάθεση και την διαμεσολάβηση. Όπως επίσης η κατάργηση κάθε εξουσίας ‒ πηγή εκμετάλλευσης, καταπίεσης, χειραγώγησης και δυστυχίας. Τέλος, εμείς οι ίδιοι θα πρέπει να περάσουμε από την απάθεια στην ενεργό συμμετοχή, από την εγωπάθεια στο συλλογικό (μέσα στο οποίο ανθεί και το ατομικό, και συνυπάρχει αρμονικά μαζί του), από τη νοοτροπία της ανάθεσης των τυχών μας σε άλλους, σε αυτήν της δράσης μας συλλογικά και χωρίς ιεραρχικά μοντέλα (αυτοοργάνωση).
Οι Λαϊκές Συνελεύσεις μπορούν να αποτελέσουν τα κύτταρα της οργάνωσης του αγώνα των ανθρώπων που δεν θέλουν να ζήσουν αυτοί και οι επόμενες γενιές σαν σκλάβοι, ενάντια στο πρόγραμμα των αγορών να στραγγίξουν τις κοινωνίες και να δημιουργήσουν παγκοσμιοποιημένες μάζες δουλοπαροίκων, που θα επιβιώνουν για να εργάζονται και να παράγουν κέρδος για τους ελάχιστους κι εκλεκτούς του πλανήτη. Δεν πρόκειται να αποδεχθούμε αυτή την οδυνηρή προοπτική, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μια μελλοντική κοινωνία που θα βασίζεται στην αλληλεγγύη, στην αλληλοβοήθεια και την αλληλοπροσφορά, και όχι στην απληστία του κέρδους, και του χρήματος. Ως εκ τούτου η σύσταση δικτύων προσφοράς-ζήτησης και διανομής, μέσα από ελεύθερες συμφωνίες ατόμων, ομοσπονδιοποιημένων κοινοτήτων, ενώσεων παραγωγών και καταναλωτών, χωρίς εμπορευματικό και κερδοσκοπικό χαρακτήρα, είναι η μοναδική προοπτική για την απελευθέρωση της κοινωνίας από τη μέγγενη των αγορών και των εκκολαπτόμενων παγκόσμιων νεοφεουδαρχών. Θα πρέπει όλοι οι άνθρωποι, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, να καταλάβουμε ότι θα πρέπει να πραγματοποιήσουμε σήμερα αυτό που φαντάζει αδύνατο, προκειμένου να μην ζήσουν αύριο τα παιδιά μας το αδιανόητο που επέρχεται.
Λαική Συνέλευση Αμαρουσίου