«Γκασέρ, ξύπνα!»
Μια δίνη από αποχρώσεις του καφέ και του πράσινου, κίτρινα ηλιοτρόπια, το γελαστό πρόσωπο μιας γυναίκας κι ύστερα μέσα απ’ την ησυχία, ποδοβολητά, λαχανιασμένες ανάσες, μια κραυγή.
Τινάχθηκε πάνω. Μισοζαλισμένος απ’ τον ύπνο, αντίκρισε τον Ρακίμ κι εμένα να τον κοιτάμε. Του χαμογέλασα: «Γεια σου, Γκασέρ», του είπα.
Πρώτα είχα ξυπνήσει τον Ρακίμ, αγγίζοντάς τον απαλά στον ώμο. Σηκώθηκε ακαριαία. Μού έκανε χώρο και κάθισα δίπλα του. Σε λίγο φτάνουμε, του είπα. Να ξυπνήσουμε και τον Γκασέρ. Ο Ρακίμ μιλούσε αρκετά καλά αγγλικά, για τα διαδικαστικά μιλούσαμε περισσότερο μαζί. Τους ρώτησα αν μπόρεσαν να ξεκουραστούν. Είχε πολύ κόσμο στο κατάστρωμα. Με ρώτησαν το ίδιο. Εγώ είχα αφήσει τα πράγματά μου κοντά σε ένα κάθισμα «αεροπορικού» τύπου και είχα ξαπλώσει εκεί. Έκανε κρύο. Πίσω μου κάθονταν δυο γυναίκες, ενώ ένα κοριτσάκι ξάπλωνε στα πόδια τους, καταγής. Έρχονταν από τη Συρία, το κοριτσάκι ούτε πέντε χρονώ. Πρόσφερα στη μια γυναίκα τον υπνόσακό μου. Τον δέχτηκε και το μικρό παιδί έγειρε το πρόσωπό του μέσα στο μαλακό ύφασμα.
Ψευτοκοιμόμουν. Σκεφτόμουν. Από τη μια το φευγιό μου από το νησί, οι δυο μήνες που έζησα εκεί, εικόνες που εντυπώθηκαν βαθιά. Μπήχτηκαν σαν το μαχαίρι στη σάρκα του ζώου. Δεν αρκέστηκε το χέρι στην επιφάνεια. Από την άλλη, το περιφραγμένο λιμάνι της Κω, οι χιλιάδες στοιβαγμένοι άνθρωποι, άλλοι ήσυχοι, αναμένοντας κι άλλοι λυσσώντας να σπάσουν το συρματόπλεγμα, που τους έφραζε όχι το δρόμο, μα τη ψυχή. Μ’ αυτά αποκοιμιόμουν. Ξυπνούσα από το φως ή από κάποια ομιλία δίπλα μου. Σε κάνα δίωρο θα φτάναμε στον Πειραιά. Ο Γκασέρ και ο Ρακίμ ήθελαν να πάρουν το τρένο για Θεσσαλονίκη και μου είχαν ζητήσει να τους κατατοπίσω, κάπως να το βρουν ευκολότερα. Θα περνούσαν τα σύνορα…
Πρώτη φορά, τους συνάντησα στη Ρόδο, όπου πέρασα το καλοκαίρι μου. Μεσημέρι σε μια μικρή πλατεία κοντά στη θάλασσα, είχα καθίσει να ξεκουραστώ και να φάω κάτι. Αυτοί κοιμόντουσαν στο γρασίδι πιο πίσω. Κάθισα αρκετά. Πού και πού τους παρατηρούσα. Είχαν ξυπνήσει. Πρόσφερα στον ένα, ένα φρούτο, όμως αρνήθηκε. Φαινόταν κουρασμένος, αδιόρατα λυπημένος, δεν είχε όρεξη για κουβέντα. Ήταν ο Γκασέρ. Πριν φύγω, έβγαλα το βιολί και ξεκίνησα να παίζω. Όχι κάτι συγκεκριμένο, μετά οι νότες γινήκαν παραδοσιακό γαλλικό τραγούδι, έπειτα ελληνικό… Φεύγοντας, ο Γκασέρ μού χαμογέλασε. Χαμογέλασα κι εγώ. Όταν πήρα το καράβι για να επιστρέψω στην Αθήνα, από κει που καθόμουν είδα κάποια στιγμή τον φίλο του από μακριά. Με είδε μάλλον κι αυτός, γιατί μετά από λίγο ήρθε κοντά μου ο Γκασέρ! Με θυμόταν κι εμένα και τη μουσική. Μιλούσε λίγα αγγλικά και ελάχιστα ελληνικά. Κουβεντιάσαμε αρκετά. Ήταν από μια πόλη του Πακιστάν. Όλο αγόρια ήταν στην οικογένεια, θα ’θελε πολύ να έχει μια αδελφή. Εγώ ήμουν λίγο επιφυλακτική, όμως τον άκουγα με προσοχή. Μετά από λίγο έφυγε. Είχαμε δρόμο μπροστά μας, θα ξαναβρισκόμασταν.
Ζήτησα από τον Ρακίμ να μου δώσει ένα χαρτί, να σημειώσω το όνομα του σταθμού, όπου έπρεπε να πάνε. Με μια ετοιμότητα έβγαλε από την τσέπη την ταυτότητά του και ένα διπλωμένο έγγραφο και τα άφησε μπροστά μου στο τραπέζι. Τα έχασα. Τον ακούμπησα στον ώμο, λέγοντας απαλά ότι ήθελα απλώς ένα κομμάτι χαρτί, να γράψω. Σημείωσα το όνομα του σταθμού, στα αγγλικά και στα ελληνικά. Συμφωνήσαμε να βρεθούμε μπροστά από τη ρεσεψιόν του καραβιού και έφυγα να πάω στα πράγματά μου. Η γυναίκα μού επέστρεψε τον υπνόσακο διπλωμένο και τυλιγμένο στη θήκη του. Σάστισα, της είπα να τον κρατήσει, ότι ίσως τον χρειαστούν, μου χαμογέλασε και με διαβεβαίωσε ότι θα είναι εντάξει. Τον άφησα κοντά στα υπόλοιπα πράγματα, πήγα τουαλέτα. Υπήρχε μια κινητικότητα εκεί, γυναίκες έπλεναν και φρόντιζαν τα πρόσωπά τους, βοηθούσαν τα μικρά κορίτσια να πλυθούν κι αυτά. Ξέπλυνα κι εγώ τον λιγοστό ύπνο από πάνω μου και γύρισα στη θέση μου. Βρέθηκα να κατευθύνομαι προς το σημείο συνάντησης. Δεν θυμάμαι ποιος απ’ όλους μας έφτασε πρώτος. Πάντως, μόλις ειδωθήκαμε μέσα στο πλήθος, χαμογελάσαμε και οι τρεις αυθόρμητα και ένιωσα μια ανακούφιση. Βρεθήκαμε κοντά. Σε λίγο θα μας επέτρεπαν να πάμε προς την έξοδο. Είχαμε σκαλιά να κατέβουμε κι εγώ δυο σάκους, κι ένα βιολί. Ο Ρακίμ προσφέρθηκε να με βοηθήσει, επέμενε και του έδωσα το ελαφρύτερο· τη θήκη με το βιολί. Αυτός δεν είχε, παρά ένα σακίδιο στην πλάτη. Προσπαθούσαμε να μείνουμε κοντά, είχαμε κι οι τρεις το νου μας, ο ένας ότι έρχεται ο άλλος. Φτάσαμε από τους πρώτους στην πόρτα του καραβιού και περιμέναμε.
Όλο και πλησιάζαμε στο λιμάνι. Το καταλαβαίναμε. Οι λέξεις τώρα ήταν λιγοστές, σχεδόν ανύπαρκτες. Ξημέρωνε. Τα χρώματα του ουρανού έμπαιναν από την μπουκαπόρτα, καθώς και η πρωινή υγρασία του λιμανιού. Ακουγόταν ο βόμβος της μηχανής του πλοίου. Η πόρτα άρχισε σιγά-σιγά να ανοίγει. Το βλέμμα του Ρακίμ προσπέρασε τη συμπαγή πόρτα, ήθελε να δει από πίσω, ασυγκράτητο αγωνιούσε να ελευθερωθεί.
Στην έξοδο, ένα λεωφορείο της γραμμής περίμενε μπροστά. Εκτελούσε δρομολόγιο μέχρι το σταθμό του ηλεκτρικού. Μπήκαμε στο λεωφορείο. Ήταν φίσκα. Ένα μικρό παιδί το μπάσανε από το παράθυρο. Βρέθηκε στα απλωμένα χέρια της μάνας του. Εμείς μπήκαμε από την μπροστινή πόρτα, ίσα που χωρέσαμε. Κόσμος απ’ έξω πάσχιζε να μπει· «τόσο περπατήσανε για να ‘ρθουν μέχρι εδώ, να πάνε με τα πόδια, δεν θα τους πέσει ο κώλος». Κοίταξα τον οδηγό. Μιλούσε ελληνικά. Έστρεψα το βλέμμα και την προσοχή μου στους δυο φίλους μου. Δεν φάνηκε να έχουν ακούσει ή καταλάβει κάτι, χάρηκα, εκείνων η σκέψη έτρεχε αλλού.
Βγήκαμε από το λεωφορείο και πήγαμε στο σταθμό. Εκεί ο Ρακίμ πήρε τηλέφωνο κάποιο γνωστό του που έμενε στην Αθήνα. Περίμενα. Θα συναντούσαν αυτόν τον γνωστό τους κάπου ή θα πήγαιναν απευθείας στο τρένο τελικά; Δεν θυμάμαι. Έγραψα στον Ρακίμ το μέιλ μου, στο ίδιο μικρό χαρτάκι, όπου πριν κάποιες ώρες είχα σημειώσει το όνομα του σταθμού. Ήθελα πολύ να έχω νέα τους, ένα μικρό μήνυμα, κάποια στιγμή, ότι φτάσανε καλά στον προορισμό τους. Θα μου γράφανε. Κοίταξα το γεμάτο προσμονή βλέμμα του Ρακίμ, το ζεστό βλέμμα του Γκασέρ. Ήρθε η ώρα να χαιρετηθούμε. Ξέραμε ότι δύσκολα θα βλέπαμε ο ένας τον άλλο ξανά. Ευχήθηκα με όλη μου την ψυχή να έχουν καλή τύχη. Με ευχαρίστησαν και χωρίσαμε.
Αυτοί έμειναν μέσα στο σταθμό, εγώ βγήκα.
Περπάτησα για λίγο στο υγρό πρωινό. Ένιωθα μια έντονη αίσθηση αλληλεγγύης προς τους ανθρώπους. Ακόμα περπατώ. Αναρωτιέμαι καμιά φορά πού να βρίσκονται τώρα ο Γκασέρ και ο Ρακίμ. Δεν έχω λάβει κάποιο μήνυμά τους, οι σκέψεις είναι πολλές… Έχει ζέστη. Ο ήλιος με δυσκολεύει να δω κι έτσι στρέφω το βλέμμα αλλού. Κοιτώ τα πεσμένα φύλλα. Ένα αεράκι τα κάνει να χορεύουν, γύρω από τον κορμό ενός δέντρου. Ήχος που σε ξεκουράζει. Πάνω, στα κλαδιά, βλαστάρια ξεπετάγονται.
Άρτεμις- Ισαβέλλα Μανουσοπούλου
Αθήνα, καλοκαίρι 2016