Σημειώσεις για το ελληνικό #Metoo

I

Όταν η Σοφία Μπεκατώρου μίλησε δημόσια για τον βιασμό της από τον Αριστείδη Αδαμόπουλο, αντιπρόεδρο της Ελληνικής Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας, εκπρόσωπο της ιστιοπλοΐας στην Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή και στέλεχος της Ν.Δ. στην Τ.Α. Ραφήνας και Πικερμίου, πυροδοτήθηκε μια αλυσιδωτή αντίδραση. Το πλήθος καταγγελιών που ακολούθησε –για σεξουαλικές παρενοχλήσεις, βιασμούς, επιθέσεις και άσκηση βίας σε διάφορες πτυχές της κοινωνικής ζωής, στον αθλητισμό, στις σχολές και την εκπαίδευση, στην πολιτική, στην τηλεόραση και το θέατρο– δημιουργεί μια ρωγμή, κάνοντας ρητά και ορατά όσα συνήθως συμβαίνουν αόρατα, πίσω από κλειστές πόρτες και παράθυρα· όσα έχουμε εκπαιδευτεί από την πατριαρχία να κάνουμε πως δεν βλέπουμε, πως δεν καταλάβαμε καλά. Γυναίκες, άνδρες και άλλα υποκείμενα που μιλούν δημόσια για τα τραυματικά βιώματά τους, φέρνουν στο φώς καταστάσεις και συμπεριφορές στο εύρος της κουλτούρας του βιασμού, που ουσιαστικά είναι πολύ κοινές μέσα στην πατριαρχική κανονικότητα. Οι μαρτυρίες των επιζωσών και των επιζώντων, λοιπόν, είναι σημαντικές όχι μόνο για την ενδυνάμωση όσων ατόμων είναι και τα ίδια επιζώντα, αλλά εξίσου ως εργαλεία αποδόμησης της κουλτούρας του βιασμού και της πατριαρχίας.

II

Μέσα από τις αφηγήσεις των ανθρώπων που επιβίωσαν γίνεται διακριτό ένα σχήμα σχέσεων εξουσίας που αποτελεί βασικό δομικό στοιχείο στο σύστημα της πατριαρχίας. Είτε πρόκειται για τον προπονητή/αθλητικό παράγοντα που βιάζει και εκβιάζει σε σιωπή τη νεαρή αθλήτρια, είτε για τον καθηγητή της σχολής και τις φοιτήτριες, είτε για τη διασημότητα και τις νέες ηθοποιούς, είτε για τον Λιγνάδη, το γενικό σχήμα περιλαμβάνει έναν άνδρα –λευκό και σις– προνομιούχο και εδραιωμένο στον εκάστοτε χώρο με μια θέση εξουσίας και κύρους, που ασκεί βία και εκμεταλλεύεται, εξαναγκάζοντας στη σιωπή ένα υφιστάμενό του άτομο, βρισκόμενο σε ευάλωτη και επισφαλή θέση. Ένα δεύτερο βασικό στοιχείο είναι η διάχυτη κουλτούρα της συγκάλυψης, το γεγονός ότι υπάρχει άμεσος κοινωνικός περίγυρος, μη εμπλεκόμενος, που υποψιάζεται, αντιλαμβάνεται ή μαθαίνει τι συμβαίνει, αλλά σιωπά, χωρίς να συγκαλύπτει συνειδητά. Αυτή είναι η κύρια σιωπή που κανονικοποιεί την έμφυλη βία σε όλες της τις διαστάσεις και όχι η σιωπή των επιζώντων. Ότι τα επιζώντα άτομα παίρνουν τα ίδια το βήμα και εξιστορούν τα βιώματά τους σε ρήξη με την κουλτούρα συγκάλυψης είναι αυτό που ριζοσπαστικοποιεί την ίδια τους την κίνηση σε μια κατεύθυνση χειραφέτησης.[i]

III

Η ανάδειξη των αφηγήσεων επιζώντων μέσα από τα κυρίαρχα ΜΜΕ και τα social media, προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά που της δίνει αυτή η διαμεσολάβηση. Το θέμα ανοίγεται με όρους μαζικού θεάματος, τηλεθέασης σε αριθμούς, με όρους που αισθητικοποιούν και μετατρέπουν τη βιωματική αφήγηση σε κάποιου είδους πιπεράτο νέο με γαργαλιστικές προσωπικές λεπτομέρειες. Ξεκινώντας από μια καθαρά «ανδρική» σκοπιά, τα βιώματα ως «γυναικεία» περνούν από έλεγχο αξιοπιστίας, τα επιζώντα άτομα κρίνονται για την καταλληλότητα των αντιδράσεών τους, τη χρονικότητα που επέλεξαν να μιλήσουν και τη διαδρομή του βίου τους. Φυλλάδες, βοθροκάναλα και «κίτρινα» σάιτ –η πλειονότητα των οποίων βρίσκεται ψηλά στη λίστα Πέτσα– δίνουν βήμα λόγου σε κακοποιητές και βιαστές, παρουσιάζοντας την ιστορία της υπερασπιστικής γραμμής στο δικαστήριο ως μια αφήγηση ισοδύναμη με των επιζώντων, ως μια εν δυνάμει αλήθεια. Η διαχείριση των δημοσιευμάτων και ο λόγος που αρθρώνεται αποπροσανατολίζει από το έμφυλο ζήτημα, σχετικοποιεί καταστάσεις και βιώματα, ξεπλένει την πατριαρχία, αναπαράγει την κουλτούρα του βιασμού, κανονικοποιεί την έμφυλη βία. Οι περιορισμοί και οι κίνδυνοι που ενυπάρχουν στο άνοιγμα των έμφυλων ζητημάτων με τα μέτρα και τα σταθμά της κυριαρχίας συμπυκνώνονται ,όχι μόνο στο ξέπλυμα του Λοβέρδου και του εκάστοτε σεξιστή και μισογύνη, αλλά –ακόμα πιο προκλητικά– στο ότι την ίδια στιγμή που όλα τα κυρίαρχα μέσα κραυγάζουν υπέρ του #metoo, στέκονται ασχολίαστα δημοσιεύματα όπως η υπερασπιστική γραμμή του προφυλακισμένου προπονητή ιστιοπλοΐας-βιαστή που «ερωτεύτηκε την εντεκάχρονη επειδή ήταν λάγνα και σκόπευε να την παντρευτεί».

IV

Παρόλο που οι πατριαρχικές σχέσεις εξουσίας βρίσκονται παντού, δεδομένες κουλτούρες αποτελούν ιδιαίτερα γόνιμη ατμόσφαιρα για την κουλτούρα του βιασμού. Πρόκειται για τόπους που κυριαρχεί η μάτσο κουλτούρα, ο μισογυνισμός, η αυστηρή πειθαρχία και υπακοή, η ιεραρχία, ο μιλιταρισμός. Τέτοιοι τόποι είναι τα σώματα ασφαλείας και η Εκκλησία ή –για παράδειγμα– ο mainstream αθλητισμός όπου εξυψώνονται η αυστηρότητα, η πειθαρχία και ο υγειινισμός, και ενυπάρχει μια λανθάνουσα μιλιταριστική ατμόσφαιρα. Σε τέτοιους τόπους, ο σεξισμός, η βία και η κουλτούρα του βιασμού βρίσκονται πολύ συχνά κανονικοποιημένα πίσω από διάφορα προσχήματα, όπως η εντατική προπόνηση, ο έλεγχος της φυσικής κατάστασης ή απλά «οι απαιτήσεις του επαγγέλματος». Κάποια λιγότερα ή περισσότερα γραμμάρια βάρους, για παράδειγμα, μπορεί να γίνονται η πρόφαση για λεκτική κακοποίηση ή ο λόγος για τον οποίο θα πάρεις μία δουλειά ή όχι. Μέρος της βαθιάς πατριαρχικής κουλτούρας είναι εξίσου η παγιωμένη ιεραρχία, που μπορεί να εκφράζεται με τη μορφή της απόλυτης αυθεντίας σε έναν δεδομένο χώρο, ή του «ιερού τέρατος», μιας μορφής τόσο καθιερωμένης στο συμβολικό πάνθεον, που οποιαδήποτε προσπάθεια αποκαθήλωσης συναντά αντιστάσεις θεωρούμενη ως ασέβεια ή βεβήλωση. Αυτό περιλαμβάνει τον εδραιωμένο πατερναλισμό που είναι ευρέως διαδεδομένος στην κυρίαρχη πολιτική, την ακαδημία ή την τέχνη, συχνά θολώνοντας τα νερά με τη φιγούρα του «μέντορα» ή του «μεγάλου δάσκαλου», μορφές επίσης μεταφυσικά εξυψωμένες.

V

Αυτοί οι τόποι δεν είναι ξέχωροι από την αναπαραγωγή του κεφαλαίου, αλλά λαμβάνουν μέρος στην οικονομία, την παραοικονομία, τη μαφία και εντός τους η έμφυλη εκμετάλλευση διαπλέκεται με την ταξική – όπως σε όλη την κοινωνία. Η κουλτούρα της πατριαρχίας και του βιασμού δεν βρίσκεται σε ένα συμβολικό επίπεδο, αλλά γειώνεται υλικά επάνω στα γυναικεία σώματα, στις θηλυκότητες, ακόμα και στις αρρενωπότητες που ξεφεύγουν από το κυρίαρχο μοντέλο. Αρθρώνονται με την οξεία εκμετάλλευση, την καταπίεση και τη βίαιη πειθάρχηση στις διάφορες πτυχές της κοινωνικής ζωής, στο σπίτι, την οικογένεια, τη δουλειά, τη βόλτα. Το άνοιγμα που έγινε στον δημόσιο λόγο βγάζει προς τα έξω συμβάντα εντός χώρων με ένα σχετικό στάτους, ενώ οι συνθήκες στις πιο υποτιμημένες μορφές εργασίας παραμένουν αόρατες. Αν τα παιδιά της αστικής τάξης κινδυνεύουν στο Αρσάκειο, αν ακόμα και σχετικά προνομιούχα πρόσωπα υφίστανται έμφυλη βία, τότε η καφετέρια, η πιάτσα, το σούπερ μάρκετ, η βιομηχανία, το διπλανό διαμέρισμα, οι φυλακές, τα κέντρα κράτησης είναι μέρη ακόμα πιο σκοτεινά.

VI

Η υπόθεση του βιαστή Αδαμόπουλου –μολονότι η κίνηση της Σ. Μπεκατώρου άνοιξε όντως μια τομή– κουκουλώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες. Ο Κούλης και η Ν.Δ. επιχείρησαν να ξεπλυθούν με δηλώσεις υποστήριξης και με τη σιωπηλή διαγραφή του βιαστή από την παράταξη, ενώ ο δρόμος της δικαιοσύνης οδήγησε σε θεσμικό αδιέξοδο, καθώς η υπόθεση είχε παραγραφεί. Αντίστοιχη διαχείριση επιχειρείται στην υπόθεση του Δημήτρη Λιγνάδη, όπου ο προστατευτικός κλοιός του βιαστή –που περιλαμβάνει από τον Κούλη και τη Μενδώνη μέχρι ποιος ξέρει ποιους– ζέχνει ύποπτα πολλές αναλογίες με το σκάνδαλο Επστάιν. Η εμπλοκή επιφανών και ισχυρών καθαρμάτων –που σε άλλες εποχές θα μπορούσε να ρίξει κυβερνήσεις– σε κυκλώματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης και σε πράξεις σεξουαλικής βίας δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία. Οι βιαστές δεν είναι «ράτσα» ειδική, αλλά άνδρες καθημερινοί· όμως ο πλούτος και η εξουσία κάνουν αυτή τη βία ακόμα πιο ασύμμετρη. Εξασφαλίζουν ότι σ’ αυτή την κοινωνία, που είναι ταξική όσο και πατριαρχική, τα πλούσια καθάρματα θα έχουν πάντα την έννομη τάξη κι ένα ολόκληρο σύστημα με το μέρος τους, και την ασυλία να ασυδοτούν επάνω σε αόρατα, υποτιμημένα σώματα. Το σκάνδαλο Λιγνάδη με το κύκλωμα παιδοβιασμών είναι πιο δύσκολα διαχειρίσιμο για την κυβέρνηση, καθώς η φύση της παιδεραστίας μειώνει τα περιθώρια υπευθυνοποίησης των θυμάτων –κάτι διαδεδομένο στις περιπτώσεις βιασμών– μοιάζοντας πιο αποτρόπαια στα μάτια του μέσου νοικοκυραίου. Αυτό βέβαια δεν αποθαρρύνει τη στρατιά από έμμισθα παπαγαλάκια και τρολς του Κούλη, που επικαλούνται ακόμα και τη γονεϊκή ευθύνη της πλευράς των επιζώντων, φτάνοντας μέχρι την επίκληση του «εξοστρακιστή» Κούγια στα χαμηλότερα ένστικτα ομοφοβίας και μισογυνισμού της κοινωνίας. Από την άλλη μεριά, τα χαρακτηριστικά της υπόθεσης την κάνουν «κόκκινο πανί» για άλλα καθεστωτικά κομμάτια, που ενδιαφέρονται κυρίως να ασκήσουν αντιπολίτευση, και εξακολουθούν να βλέπουν το έμφυλο ζήτημα οπορτουνιστικά και εργαλειακά.

VII

Με αυτές τις δύο κραυγαλέες υποθέσεις το εγχώριο #metoo μοιάζει να έκανε έναν σύντομο κύκλο και να οδηγείται σε μία –τουλάχιστον προσωρινή– άνω τελεία. Το πλάτος του ως τώρα περιλαμβάνει τόσο σκοπέλους και αδιέξοδα, όσο και πεδία αιχμών. Από τη μία, ως τέτοιου είδους φαινόμενο, περιορίστηκε σε social media και θεσμικές διαδικασίες, αλλά από την άλλη καμιά δεν μπορεί να αρνηθεί ότι –ακόμα κι έτσι– έδωσε ώθηση και κουράγιο, κι ίσως παρηγοριά, σε αρκετούς πραγματικούς ανθρώπους στην πραγματική ζωή. Και κάπου εδώ βρίσκεται ο ρόλος των κοινωνικών κινημάτων, στα οποία τα ζητήματα συλλογικοποιούνται, μέσα από τα οποία ακούγεται η φωνή αυτών που δεν έχουν, τα οποία μπορούν να αλλάζουν την κοινωνία από τα κάτω.

Shosanna


[i] Αυτή η υπόθεση δεν είναι και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια «ευθύνη» που βαραίνει τα επιζώντα άτομα, σε καμία περίπτωση. Αντίθετα, η αλληλεγγύη πρέπει να είναι δεδομένη σε όλες τις περιπτώσεις.