Στα παρασκήνια των συλλαλητηρίων: Ποιοι, πώς, γιατί

Το θέμα της ονομασίας της πΓΔΜ επανήλθε στην κεντρική πολιτική σκηνή με αφορμή τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ, που είναι προγραμματισμένη για τις 11-12 Ιούλη. Πολλά μέλη της «Συμμαχίας» ελπίζουν στην εύρεση λύσης που να επιτρέπει την πρόσκληση ένταξης της χώρας.

Στο ελληνικό τοπίο, το «Μακεδονικό», και ο τρόπος που διακινήθηκε, ανακίνησε μία μεγάλη μάζα κόσμου που βγήκε στον δρόμο και πλαισίωσε τα εθνικιστικά συλλαλητήρια. Σκοπός αυτού του κειμένου είναι να αναδείξει όλες εκείνες τις προσωπικότητες, τις οργανώσεις και τους θεσμούς που έπαιξαν ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση του μακεδονικού κλίματος, καθώς και στην οργάνωση και το καναλιζάρισμα των συλλαλητηρίων. Προφανώς η απάντηση στο «ποιος» δεν είναι επαρκής, αν δεν αποσαφηνιστεί το γιατί, αν δεν γίνουν ξεκάθαρα δηλαδή τα κίνητρα και οι σχέσεις των προσώπων, όπως και ο τρόπος που ξεδιπλώνονται και προωθούνται.

Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυσή μας, είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι οργανωτικά-παρασκηνιακά τα δύο συλλαλητήρια δεν ήταν ίδια. Το γενικό συμπέρασμα που εξάγουμε, και θα φανεί παρακάτω, είναι ότι στη Θεσσαλονίκη το συλλαλητήριο είχε έντονα χαρακτήρα αντιπολίτευσης απέναντι στην κυβέρνηση, ενώ στην Αθήνα έγινε και μία προσπάθεια να αναβαθμιστεί η ιδεολογική χροιά της συγκέντρωσης.

Α. Το «πολιτικό»

Ι. Η ελληνική «Λίγκα του Βορρά»1

Αρκετές ημέρες πριν το πρώτο συλλαλητήριο, ξεκίνησε μία έντονη φημολογία στους κόλπους του ενδιαφερόμενου κόσμου, σχετικά με τη σχεδιαζόμενη ίδρυση νέου κόμματος, με στελέχη από τη ΝΔ και τους δεξιούς δορυφόρους της, με φαβορί για την ηγεσία του τον Απόστολο Τζιτζικώστα, περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας με τη ΝΔ, και με τη στήριξη μεγάλων επιχειρηματιών του βορρά. Πολύς λόγος έγινε συγκεκριμένα λόγος για «γνωστό ομογενή επιχειρηματία», τον οποία πολιτικά στηρίζει και η Ρωσία έχοντας βλέψεις για αποτυχία ένταξης της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, και αύξηση της επιρροής της στη χώρα. Φωτογραφικές αναφορές για το πρόσωπο του Ιβάν Σαββίδη.

Η φήμη αυτή άρχισε να συγκεντρώνει ενδιαφέρον (και εγκυρότητα), όταν ξεκίνησαν να αιωρούνται καταγγελίες ως προς τις εσωτερικές διεργασίες της συντονιστικής επιτροπής2 του συλλαλητηρίου. Μόνο αφού δημοσιεύτηκε και το περιεχόμενο των καταγγελιών αυτών, το πράγμα άρχισε να ξεκαθαρίζει. Συγκεκριμένα λοιπόν, οι καταγγελίες προέρχονται από ένα μέλος της επιτροπής, στοχοποιώντας δύο άλλα, τον Μιχάλη Πατσίκα και τον Όθωνα Ιακωβίδη, για την πραξικοπηματική επιβολή του Φράγκου Φραγκούλη ως ομιλητή του συλλαλητηρίου, καθώς και για «σκοτεινή χρηματοδότηση». Ο Φραγκούλης, βέβαια, εκτός από αρχηγός του ΓΕΣ, είναι και μέλος του ΔΣ του ΠΑΟΚ, και άρα ένα από τα δεξιά χέρια του Σαββίδη, ιδιοκτήτη του αθλητικού σωματείου.

Επιστρέφοντας τώρα στην προηγούμενη φημολογία, το νέο αυτό κόμμα ακούγεται πως θα «δομηθεί» πάνω στο μακεδονικό, και θα έχει σαν αιχμή του το ότι «Η Μακεδονία είναι ελληνική». Τα πράγματα δεν είναι εντελώς ξεκάθαρα ακόμα, όμως το συμπέρασμα που αναδύεται δειλά είναι το εξής: Μερίδα του κεφαλαίου του Βορρά, με τον Σαββίδη στην πρώτη γραμμή, επιχειρεί να οργανώσει την πολιτική της εκπροσώπηση. Το μόνο που λείπει είναι η πολιτική-ιδεολογική συγκρότηση αυτού του φορέα, την οποία καλύπτει με δεξιοτεχνία το άρμα του μακεδονικού, που αφενός θα συσπειρώσει αρκετό κόσμο υπό την καθοδήγησή του (φορέα), και αφετέρου θα εξομαλύνει αυτή την ξεδιάντροπη –ακόμα και με καθαρά καπιταλιστικούς όρους- κίνηση. Με τις τελευταίες αποκαλύψεις, ο Φραγκούλης είναι πιθανό να ηγηθεί του κόμματος αυτού, φέροντας και τον βαρύγδουπο συμβολισμό του ακροδεξιού φιλοπόλεμου στρατηγού του ΓΕΣ…

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η περίπτωση του Στέργιου Καλόγηρου, επίσης ομιλητή στη Θεσσαλονίκη. Ο Καλόγηρος είναι ιδιοκτήτης του Βεργίνα TV και του Smile+, και -εδώ και λίγους μήνες- κουμπάρος του Α. Γεωργιάδη, έχοντας πολλές σχέσεις με νυν και πρώην βουλευτές της ΝΔ και του ΛΑΟΣ. Ενδεχομένως θα παίξει το ρόλο του επικοινωνιακού βραχίονα του νέου σχηματισμού.

ΙΙ. Δεξιά αντιπολίτευση και «ριζοσπαστικοποίηση»

Η αποσταθεροποίηση που έχει φέρει στον χώρο της δεξιάς η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είναι προφανής. Τα συλλαλητήρια αποτέλεσαν την κορυφαία ευκαιρία για τον δεξιό χώρο να ανασυγκροτηθεί και να αντιπολιτευτεί τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ταυτόχρονα δημιούργησαν εύφορο κοινωνικό έδαφος για προπαγάνδα. Τα βασικά προτάγματα των συλλαλητηρίων είναι δύο: «Η Μακεδονία είναι ελληνική» και «Όλοι οι Έλληνες ακομμάτιστα». Και τα δύο προέρχονται από μία δεξιάς κοπής φρασεολογία. Για το μεν πρώτο, ως επιθετικά εθνικιστικό, δεν θα επιχειρηματολογήσουμε παραπάνω σε αυτό το σημείο. Αυτό που εμείς βρίσκουμε πιο ενδιαφέρον είναι το στοιχείο του «ακομματισμού».

Θυμίζοντας έντονα την no politica3 λογική, ο ακομματισμός, ως ιδεολογία στα πλαίσια των συγκεντρώσεων για το μακεδονικό, έχει διπλή λειτουργία. Αφενός, η «εξαφάνιση» των πολιτικών περιεχομένων και διακυβευμάτων από το συγκεκριμένο -δημόσιο- πεδίο, αφήνει ανοιχτό τον δρόμο ώστε να κυριαρχήσουν, χωρίς καν να φαίνεται, όσοι έχουν συμφέρον από αυτή την κινητοποίηση. Δηλαδή, τα δεξιά παρακλάδια της ΝΔ και κομμάτι του ΛΑΟΣ, όσον αφορά το πολιτικό, και μερίδα του κεφαλαίου του Βορρά, όσον αφορά το οικονομικό. Ταυτόχρονα, οι φασίστες αρπάζουν την ευκαιρία που τους δίνεται, ξεμυτίζοντας στον δημόσιο χώρο οργανωμένα, διεκδικώντας μαχητικά αυτό που ο αντιφασιστικός αγώνας τα τελευταία χρόνια τους έχει στερήσει. Από τη σκοπιά αυτή, είναι ξεκάθαρο το πώς η αναμόχλευση του μακεδονικού έχει ευαισθητοποιήσει συγκεκριμένα κοινωνικά αντανακλαστικά, και προκαλεί μία αντιδραστική/αντεπαναστατική «ριζοσπαστικοποίηση».

Από την αρχή της όλης φάσης το διακύβευμα που τέθηκε είναι σαφές: Η ελληνικότητα της Μακεδονίας. Το σε ποιους απευθύνεται όλη αυτή η δυναμική είναι επίσης σαφές: Πρώτον, στην κυβέρνηση του ελληνικού κράτους, ως τον ένα πόλο των διαπραγματεύσεων, και δεύτερον στον «διεθνή παράγοντα», που περιλαμβάνει τον έτερο πόλο, καθώς και τους όποιους διαμεσολαβητές. Αν, λοιπόν, η εθνική ενότητα είναι αυτή που εξασφαλίζει το περιεχόμενο των συγκεντρώσεων και των προεκτάσεών τους, το ακομματίκ στοιχείο είναι αυτό που την πάει ένα βήμα παραπέρα. Είναι το όχημα που κατευθύνει τα περιεχόμενα, στοχεύοντας πρώτα και κύρια τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι η σφραγίδα που αναβαθμίζει αυτή την ενότητα σε αντιπολιτευτική4.

ΙΙΙ. Πατριωτική αριστερά – «Καλλιό πέντε και στο χέρι…»

Μέχρι τώρα, το παρόν κείμενο κεντροβαρίζει στη δεξιά, αφήνοντας το περιθώριο να ειδωθεί ως μία κριτική ανάλυση από αριστερό μετερίζι. Προφανώς, μεγάλο κομμάτι της αριστεράς στήριξε και συμμετείχε στα συλλαλητήρια, παίρνοντας μέρος στα ψηφοθηρικά παιχνίδια, κάνοντας αντίστοιχα αντιπολίτευση από τα αριστερά. Δεν κατάφερε όμως να κεφαλαιοποιήσει την κοινωνική αυτή δυναμική, με τον τρόπο που το πέτυχαν οι δυνάμεις της δεξιάς, ιδεολογικά αλλά και -μελλοντικά- εκλογικά.

Το μόνο που κατάφερε όλο αυτό το κομμάτι της λεγόμενης πατριωτικής αριστεράς ήταν να νομιμοποιήσει στο σύνολό της αυτή την κίνηση. Υπάρχουν δύο αυτονόητες παραδοχές, που εξηγούν τη συμμετοχή των αριστερών οργανώσεων στο εθνικιστικό πανηγύρι:

Καταρχάς, σε ιδεολογικό επίπεδο, η πατριωτική λογική τοποθετεί το έθνος στο επίκεντρο της ανάλυσης, υιοθετώντας την πλάνη ότι οι αγώνες για το έθνος μπορούν να συμπορευτούν με τους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες. Κάτι που αναμφίβολα δεν ισχύει, γιατί, πολύ απλά, άλλα συμφέροντα έχει η Ελληνίδα εργοδότρια, και άλλα η Ελληνίδα εργάτρια.

Κατά δεύτερον, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πρόκειται για οργανώσεις και κόμματα που λειτουργούν στα πλαίσια του κοινοβουλευτισμού. Είναι σαφές πως θα έδρατταν την ευκαιρία να αντιπαρατεθούν με την κυβέρνηση. Όπως επίσης είναι προφανές, πως δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν από τον χορό, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε αυτόματα ζημία σε επίπεδο εκλογικό-ψήφων.

Χωρίς να εμβαθύνουμε περαιτέρω στις σφαίρες επιρροής του κεφαλαίου που μπορεί να είναι προσδεδεμένη κάθε μία από αυτές τις οργανώσεις, με βάση τα παραπάνω είναι αντιληπτό γιατί ένα μεγάλο φάσμα της πατριωτικής αριστεράς, από το ΕΠΑΜ και την «κίνηση Άρδην», μέχρι τη ΛΑΕ και την «Πλεύση Ελευθερίας» της Ζωής Κωνσταντοπούλου, επέλεξε να πλαισιώσει τα συλλαλητήρια, και να δώσει με επιμονή τα πατριωτικά της διαπιστευτήρια.

Β. Ο -όχι και τόσο- σκοτεινός ρόλος της Εκκλησίας

Καταρχάς, πρέπει να ξεκινήσουμε από το γεγονός πως το ελληνικό κράτος έχει αρκετά έντονο το θρησκευτικό στοιχείο. Η εκκλησία ταυτίζεται με το έθνος και η ταύτιση αυτή συμπυκνώνεται στο δόγμα «Ελλάδα σημαίνει Ορθοδοξία», που έχει τις ρίζες του στην απελευθέρωση της Ελλάδας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1821. Τότε, κατά την Α’ εθνοσυνέλευση, στο πρώτο ελληνικό σύνταγμα συνδέεται η ελληνική ιθαγένεια με την πίστη στον Χριστό5. Σύνδεση η οποία διατηρείται και ισχυροποιείται μέσα στα χρόνια, ακόμα και με χρήση του χριστιανισμού μέσω της εκκλησίας για εξελληνισμό των σλαβικών και μακεδονικών πληθυσμών, φτάνοντας στο σήμερα, που θεωρείται πλέον αυτονόητη η συγγένεια ελληνικότητας-ορθόδοξης χριστιανικής πίστης.

Σε θεσμικό επίπεδο, οι εκκλησίες ως επίσημοι οργανισμοί έχουν και αυτές επικράτεια. Σε κάθε μία δηλαδή αντιστοιχεί μία συγκεκριμένη γεωγραφική έκταση, που συνήθως συμπίπτει με αυτή του κράτους, στην οποία ζει και το «ακροατήριο» στο οποίο απευθύνεται. Δεν θα έπρεπε να μας ξενίζει η επεκτατική λογική, και το πώς αυτή συνυπάρχει σε ένα πεδίο όπου υποτίθεται πως βασιλεύει το κήρυγμα για την αδελφοσύνη, την αγάπη και την ειρήνη. Αντιθέτως, μεγαλύτερη επικράτεια σημαίνει περισσότερα οφέλη, υλικά και νομικά, και εδώ είναι που αντανακλάται η τόσο στενή σχέση κράτους-εκκλησίας γενικότερα, ενώ παράλληλα γίνεται αντιληπτή και με όρους αντιστοιχίας συμφερόντων η ταύτιση έθνους-εκκλησίας.

Στο παράδειγμα της Ελλάδας, υπάρχουν και επιπλέον ιδιαιτερότητες που εξηγούν γιατί η «Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας» συστρατεύεται με τα συλλαλητήρια, και παίρνει θέση υπέρ της «ελληνικότητας της γείτονος». Και οι ιδιαιτερότητες αυτές έχουν να κάνουν με τους συσχετισμούς δυνάμεων στο εσωτερικό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, και συγκεκριμένα μεταξύ των εκκλησιών της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της Σερβίας. Ήδη από το 1966 η μακεδονική εκκλησία αυτοανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη, ενώ κανονικά ανήκε στην επικράτεια της σέρβικης εκκλησίας. Η μη αναγνώρισή της από τη σέρβικη εκκλησία οδήγησε στο να χαρακτηριστεί «σχισματική», χωρίς να έχει μέχρι σήμερα αναγνωρισθεί το αυτοκέφαλό της. Μόλις στα τέλη του 2017, η μακεδονική εκκλησία αναγνώρισε ως «μητέρα εκκλησία» την εκκλησία της Βουλγαρίας, με την τελευταία να αποδέχεται το κάλεσμα, αναγνωρίζοντας τη σχισματική εκκλησία. Το γεγονός αυτό ήδη έχει προκαλέσει αντιδράσεις, και δημιουργεί μέτωπο μεταξύ των εκκλησιών Βουλγαρίας-Σερβίας. Να θυμίσουμε κάπου εδώ πως οι εκκλησίες Ελλάδας και Σερβίας είναι «ορθόδοξα αδέρφια», με κοινά συμφέροντα από την εποχή των βαλκανικών πολέμων, ίσως και νωρίτερα.

Όσον αφορά την εκκλησία της Ελλάδας, η μη αναγνώριση, μέσω του εθνικισμού, του μακεδονικού κράτους, φέρει καθετί και λίγο από όλα τα παραπάνω.

Γ. Σκόρπιες σημειώσεις

Ι. Ο ρόλος των ΜΜΕ

Η μαζικότητα των συλλαλητηρίων οφείλεται εν πολλοίς στην επιτυχή δημιουργία και ενορχήστρωση «μακεδονικού κλίματος» από τα σύνολο των μέσων «ενημέρωσης». Τα ΜΜΕ έπαιξαν ουσιώδη ρόλο στην προώθηση των συλλαλητηρίων, με πρωτοστάτες τους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς, που αφιέρωσαν πολύ χρόνο από τα δελτία ειδήσεών τους, δίνοντας εκ των προτέρων έκταση και βαρύτητα στις συγκεντρώσεις.

Ήδη από τις πρώτες μέρες του 2018, έπαιξαν αρκετές συνεντεύξεις από μακεδονικούς και άλλους πολιτιστικούς συλλόγους, ρεπορτάζ από τα πούλμαν που ναυλώθηκαν, και αφιερώματα στην «ελληνική ιστορία της Μακεδονίας». Σε κάθε σταθμό μπορούσε κανείς να βρει αναλυτικές έγκαιρες ενημερώσεις για τη διοργάνωση των εκδηλώσεων, την κινητοποίηση του κόσμου, την κάλυψη των συλλαλητηρίων κ.α., αποκομίζοντας την εντύπωση ότι το μακεδονικό είναι ένα ζήτημα που αφορά τον καθένα και την καθεμία, και η αδιαφορία για αυτό λειτουργεί μόνο προδοτικά. Στην πρώτη γραμμή αυτής της προπαγάνδας βρέθηκε ο ΣΚΑΙ με τον Πορτοσάλτε, και το Βεργίνα ΤV.

Είναι ενδιαφέρουσες και οι κατηγορίες, που εκφράστηκαν κυρίως από στελέχη της ΝΔ, προς την κρατική τηλεόραση, ότι δεν προέβαλλε σε ζωντανό χρόνο το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για μία ωμή μεταφορά των ειδικών συσχετισμών κυβέρνησης-αντιπολίτευσης σε επίπεδο καναλιών.

ΙΙ. Προσωπικότητες των συλλαλητηρίων

Άλλο ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό των συλλαλητηρίων είναι η προσπάθεια από την πλευρά της διοργάνωσης, να παρουσιάσει με πλουραλισμό πολιτικών αποχρώσεων και επιχειρημάτων το γιατί η Μακεδονία είναι ελληνική. Η προσπάθεια αυτή αποτυπώνεται στην επιλογή των ομιλητών, και το ιδιαίτερο «κύρος» που έχει ο καθένας τους. Ενδεικτικά έχουμε:

-τον Νίκο Λυγερό (συλλαλητήριο Θεσ/νικης), που παρουσιάζει τον εαυτό του ως ελληνική ιδιοφυία με πολύ υψηλό δείκτη νοημοσύνης και τεράστιο ερευνητικό έργο. Παράλληλα, έχει υπάρξει ειδικός σύμβουλος στις σχολές εθνικής άμυνας, πολεμικής αεροπορίας, αστυνομικής ακαδημίας, εθνικής ασφάλειας, και τη σχολή στρατολογικού. Πρόκειται για ένα think tank του ελληνικού βαθέως κράτους.

-τον παπά-Ανδρέα Κεφαλογιάννη (συλλαλητήριο Θεσ/νικης), έντονα πατριώτη, με εξίσου έντονη πολεμική ρητορική ενάντια στη χρυσή αυγή.

-τον Μίκη Θεοδωράκη (συλλαλητήριο Αθήνας), που προέρχεται από τον χώρο της πατριωτικής αριστεράς, με ιδιαίτερες μουσικοσυνθετικές αναφορές στους αντιχουντικούς, καθώς και τους μεταπολιτευτικούς αγώνες, να χειροκροτείται και εκ των υστέρων να επαινείται από τη ΧΑ δια στόματος Κασιδιάρη, για τα φλογερά εθνικιστικά λογύδριά του.

-τον Γιώργο Κασιμάτη (συλλαλητήριο Αθήνας), διακεκριμένο νομικό και συνταγματολόγο.

ΙΙΙ. Βάση των συλλαλητηρίων

Κάνοντας λοιπόν αυτήν την ενδελεχή κατάδυση στα πρόσωπα, τη συγκρότηση και τον ρόλο αυτών που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά των συλλαλητηρίων, θα πρέπει για να ολοκληρώσουμε την παρούσα προσέγγιση να τοποθετήσουμε όλη αυτήν την κίνηση των συγκεκριμένων πολιτικών σχηματισμών και της κοινωνικής τους βάσης εκεί που τους αρμόζει, δηλαδή σαν πυλώνες στην οικοδόμηση του σύγχρονου φασισμού.

Μιλώντας για τον σύγχρονο φασισμό, θα πρέπει να αντιληφθούμε τον όρο αυτόν ως μια ιστορική συνέχεια των φασιστικών και ναζιστικών καθεστώτων, όχι απαραίτητα σε επίπεδο απόλυτης ταύτισης στις πολιτικές, τα σύμβολα, τη ρητορική, αλλά να δούμε τον πυρήνα τους και τις άρρηκτες ιδεολογικές γραμμές που έρχονται εκ νέου στο προσκήνιο, ρετουσαρισμένες και ξεπλυμένες εντός της αστικής δημοκρατίας.  Και σαφέστατα θα πρέπει να εντοπίσουμε αυτήν τη διαδικασία σαν ένα συνεχές δούναι και λαβείν μεταξύ κορυφής και βάσης, καθώς μπορούμε να πούμε πως είναι το καπιταλιστικό σύστημα με τα περιεχόμενα, τις δομές και την οργάνωση συνολικά του βίου μας που δημιουργεί τις συνθήκες εκείνες ώστε να αναδεικνύονται τα πιο χυδαία κοινωνικά φαινόμενα και συμπεριφορές, αλλά πολλές φορές και η ίδια η εξουσία οργανώνει τις γραμμές της παρατηρώντας το πώς κινείται το κομμάτι των από τα κάτω, με τα ξεσπάσματα που μπορεί να κάνει, ριζοσπαστικοποιώντας από τα δεξιά την όποια κατεύθυνση υπάρχει ήδη και επισπεύδοντας τις διαδικασίες ολοκληρωτικοποίησης της ζωής.

Σε κάθε γεωγραφικό μέρος, το ακροδεξιό/φασιστικό μπλοκ θα χρησιμοποιήσει και εκείνα τα ιδιαίτερα πολιτισμικά, ιστορικά και κοινωνικά σύμβολα και σημεία ώστε να οργανώσει τη μορφή του και να της προσδώσει οντότητα. Ωστόσο, θα πρέπει να κινηθούμε αφαιρετικά, αναδεικνύοντας τα συνδετικά σημεία αυτού που ονομάσαμε και παραπάνω ως σύγχρονο φασισμό. Κατ’ αρχάς, και ως πολιτική επιδίωξη μεριάς του κεφαλαίου, ο φασισμός δεν μπορεί παρά να είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την πιο ακραία νεοφιλελεύθερη έκφραση της οργάνωσης του καπιταλιστικού συστήματος. Ένας κόσμος που η ταξική εκμετάλλευση θα εντείνεται ολοένα και περισσότερο, που για τους αποκλεισμένους, ο προορισμός είναι να ζήσουν έναν βίο που ορίζεται μονάχα από την παραγωγική τους ικανότητα, ως σώματα και μυαλά αποφλοιωμένα από επιθυμίες, εντάσεις, όνειρα, παγιδευμένα σε ένα ατέρμονο εδώ και τώρα της επιβίωσης. Η επικράτεια των επιθυμιών και του νου μας είναι απαραίτητο να οργανωθεί γύρω από τα κυρίαρχα νοήματα και μονοπάτια, ώστε να κατευθύνει τα χέρια και τα μυαλά μας προς την ατομική, κανιβαλλιστική, αλλοτριωμένη έκφραση της ύπαρξης.  Για να γίνει κάτι τέτοιο όμως, χρειάζεται ο συνεχής, ανελέητος ιδεολογικός πόλεμος, που έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και σημεία καμπής.

Πυλώνες του ιδεολογικού μπλοκ του σύγχρονου φασισμού είναι οι κάθε είδους αντιμεταναστευτικές ρητορικές και πολιτικές. Η ξενοφοβία και ο ρατσισμός, εντοπίζονται τόσο σε ένα πεδίο ενός ενδοταξικού ανταγωνισμού που συμπυκνώνεται στο «οι ξένοι μας παίρνουν τις δουλειές», όσο και ενός πολιτισμικού πολέμου απέναντι στους εκάστοτε «βάρβαρους» και «υπανάπτυκτους», που με βάση την όποια ψεύτικη και μεταφυσική προπαγάνδα περί ιστορίας, τον βομβαρδισμό από πετσοκομμένες, ψευδείς, παραποιημένες πληροφορίες και με ναυαρχίδα αυτής της διαδικασίας τη συστηματική παραγραφή της ιστορίας και τη διδασκαλία της, ο κόσμος παρουσιάζεται ως ένα πεδίο μάχης με κάποιους αόριστα «άλλους» που μας επιβουλεύονται. Από την καθημερινότητα στο σχολείο, με τις παρελάσεις, τις σημαίες, την ιστορία που διδάσκεται, έως τις κρατικές πολιτικές για τους μετανάστες, τα σύγχρονα κράτη θωρακίζονται ιδεολογικά και υλικά πάνω στον ρατσισμό.

Ένα άλλο βασικό σημείο της κρατικής οργάνωσης είναι η κατασκευή των συνθηκών για τη στρατιωτικοποίηση της καθημερινής ζωής, μέσω της οριοθέτησης μιας κατάστασης εκτάκτου ανάγκης, που και τα βασικά αστικοδημοκρατικά δικαιώματα και κυρίως τα όριά τους θα μπορούν να μπουν σε πάγο ή να εκκινήσει μια διαδικασία αναίρεσής τους, με το έδαφος να καταλαμβάνεται από τις σιδερόφρακτες ορδές των κάθε είδους πραιτοριανών. Με στόχο αρχικά κάποια απειλή, αλλά στη συνέχεια με την αναγκαιότητα να καταπολεμηθεί η ανομία, η ατιμωρησία, κλπ. Η παρουσία τόσων μπάτσων στον δρόμο, αλλά και η κατασκευή αυτής της ηδονιστικής πρόσδεσης στον νόμο, είναι τα απαραίτητα συστατικά για να ενσωματωθεί και εν τέλει να αναπαραχθεί η υποταγή σαν βασικό εργαλείο επιβίωσης για τους από τα κάτω. Από το «έχετε δίκιο αλλά ποιος τα βάζει με αυτούς», μέχρι την πλήρη αφομοίωση της ρητορικής για τις συγκρούσεις που διώχνουν τις επενδύσεις, κλπ. Ιδιαίτερα στον ελλαδικό χώρο, που από συγκρότησης του ελληνικού κράτους, με την ιδιόμορφη ανάπτυξή του, μια βασική συγκολλητική ουσία του, αλλά και ένα κυρίαρχο σημείο της πολιτικής των κομμάτων ήταν ένα ξεδιάντροπο φαγοπότι, (συμπεριφορά που προβλήθηκε ως η αιτία της κρίσης στο «μαζί τα φάγαμε», σε μιαν ιστορικής φύσεως απόπειρα να αντιστραφεί η πραγματικότητα), η αναγκαιότητα να σφυρηλατηθεί ένα περιβάλλον που η οντότητα του νόμου θα διαπερνά την κοινωνική ζωή με κάθε τρόπο, είναι κομβικής σημασίας.

Ευρύτερα, τώρα, ο σύγχρονος φασισμός έχει ως αιχμή του δόρατος την πρόσδεση στην αστική δημοκρατία τόσο  ως τακτική επιλογή, αλλά και ως αναγκαιότητα ξεπλύματος και συγκάλυψης των συνδέσεων με το αμαρτωλό φασιστικό και ναζιστικό παρελθόν. Ο στόχος είναι να μπορούν να γίνουν τα ίδια πράγματα, στο όνομα της δημοκρατίας, της αναγκαιότητας, ενός ατελείωτου real politik και σε καμία περίπτωση ως πολιτική επιλογή ενός φασιστικού μπλοκ. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, τα σύγχρονα κολαστήρια των φυλακών, οι ναοί της ταξικής εκμετάλλευσης οργανώθηκαν, οριοθετήθηκαν λειτουργικά και συμβολικά από τα όσο έκανε ο φασισμός και ο ναζισμός τόσο στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όσο και στην οργάνωση της εργασίας.

Όλα τούτα στον παρόντα χρόνο που μιλάμε, έχουν εκραγεί ως φαινόμενα που για το αστικό πολιτικό σύστημα δήθεν παράγονται δια μαγείας. Η όλη ρητορική μετά και την διάλυση κάθε σοσιαλιστικού μπλοκ περί εξίσωσης φασισμού-κομμουνισμού (μια απόπειρα που γίνεται για να απενοχοποιηθεί το ναζιστικό παρελθόν και όχι για να αναλυθεί και εν τέλει να αποδομηθεί –από ελευθεριακή σκοπιά- η εξουσιαστική φύση και των σοσιαλιστικών καθεστώτων), τον ιστορικό αναθεωρητισμό, τον αντισημιτισμό, τη δημιουργία των social media που η όλη ψευδοϊστορική προσέγγιση αποκτά σάρκα και οστά και τίθεται σε λειτουργία, μέχρι την κατάληψη της δημόσιας σφαίρας από ένα ακραίο επιστημονικό/βιοπολιτικό λόγο που έχει ως αυλή του τον κοινωνικό δαρβινισμό της καπιταλιστικής ερήμου, το περιβάλλον που πλάθεται είναι αυτό ενός ατελείωτου αλληλοφαγώματος, μίσους για την ίδια τη ζωή και την πολλαπλότητά της, στράτευσης πίσω από κάθε σκοταδιστική, μισαλλόδοξη θέση και ιδεολογία. Αυτό που διακυβεύεται είναι η κατασκευή μιας ανθρώπινης οντότητας που θα παράγει, θα καταναλώνει και θα οργανώνεται να περιφράξει τα μικροσυμφέροντά του απέναντι σε όποιον όμοιό του θα τα επιβουλευτεί. Είναι η ασφυκτικότητα του σύγχρονου περιβάλλοντος που γεννά τον φασισμό, τόσο σε επίπεδο κυριαρχικών επιλογών, όσο και στις συμπεριφορές των ίδιων των από τα κάτω. Η σύνδεση φύλου, φυλής, θρησκείας, έθνους-κράτους και βιολογικής κανονικότητας είναι το ανθρωπολογικό μοντέλο που πρέπει να κατασκευαστεί και σε συνέχεια να γαλουχηθεί στην ιεραρχία, την υποταγή, τον αλυτρωτισμό, τον θάνατο της κριτικής σκέψης και της ελεύθερης, ισότιμης ανάπτυξης των κάθε είδους δεξιοτήτων, στην επικρότηση/αποδοχή κάθε διαχωρισμού και αποκλεισμού, ως αποτέλεσμα ατομικών λαθών.

Όλα τα παραπάνω, μαζί και με το πατροπαράδοτο για τον ευρωπαϊκό φασισμό μίσος για τους ρομά, αλλά και κάθε τι που αποκλίνει από την κατασκευασμένη καπιταλιστική φυσικότητα για κάθε είδους ανθρώπινη έκφραση, είναι το πλαίσιο που περιγράφει το πλήθος που συμμετέχει στα συλλαλητήρια σε μεγάλο βαθμό. Είναι η λεγόμενη σιωπηρή πλειοψηφία, ένα δυναμικό, που όσο και να περιγράφεται ως ακομμάτιστο και αγνό, αυτός ο υποτιθέμενος καλοκάγαθος κυρίαρχος λαός στον οποίο όλοι υποτάσσονται και τον όποιο όλοι υπηρετούν, δεν είναι τίποτε άλλο από το δυναμικό -εν υπνώσει- της αντεπανάστασης, αυτό το κομμάτι που θα επανδρώσει υλικά και πολιτικά τις γραμμές του εχθρού σε μια οξυμένη καμπή του ταξικού/κοινωνικού πολέμου, αυτό που σπέρνει το ρατσιστικό, ομοφοβικό, εθνικιστικό, φασιστικό δηλητήριό του στην καθημερινότητα, με τη κάθε είδους κίνησή του σε επιτροπές κατοίκων, συλλόγους γονέων, χριστιανικές ενώσεις, σχολές εφέδρων κλπ. Το κοινωνικό αυτό κομμάτι που θα επανδρώσει υλικά και πολιτικά τις γραμμές του εχθρού σε μια οξυμένη καμπή του ταξικού/κοινωνικού πολέμου.

 

Επίλογος

Κλείνοντας, όλα τα παραπάνω είναι προϊόντα έρευνας που έγινε (και συνεχίζεται) σε πολύ σύντομο διάστημα μετά τα συλλαλητήρια. Δύο πολύ σημαντικά σημεία που απουσιάζουν, λόγω έλλειψης του απαραίτητου χρόνου, είναι η διαχείριση του όλου θέματος από την κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και η εμπλοκή του ελληνικού παρακράτους -κυρίως μέσω της ΝΔ- στα συλλαλητήρια. Σκοπός αυτής της ανάλυσης είναι να αποτελέσει ένα εργαλείο για το πώς κινητοποιήθηκε μία πολυπληθής μάζα και το πώς αξιοποιήθηκε αυτή η κοινωνική δραστηριότητα. Πάντα από αντιεξουσιαστική σκοπιά, στην κατεύθυνση της αποδόμησης του έθνους, ανεξάρτητα αν πρόκειται για το ελληνικό, το μακεδονικό ή οποιοδήποτε άλλο, και της καταστροφής του κράτος, ανεξάρτητα από τη φορά της κυβέρνησής του.

Υποσημειώσεις:

1. Λίγκα του Βορρά: Ιταλικό περιφερειακό κόμμα που ιδρύθηκε το 1991, γύρω από το βόρειο κομμάτι της χώρας. Προωθεί τη μετατροπή του ιταλικού κράτους σε ομοσπονδιακό με μεγαλύτερη αυτονομία των περιφερειών, και ειδικά της βόρειας.

2. Η συντονιστική επιτροπή του συλλαλητηρίου της Θεσσαλονίκης συστάθηκε με πρωτοβουλία της «κίνησης Θερμαϊκός Ώρα Μηδέν – Ακομμάτιστοι Πολίτες» (που κάλεσε και το συλλαλητήριο), και πλαισιώθηκε στην πορεία από νέα μέλη. Ο Θερμαϊκός Ώρα Μηδέν είχε στο παρελθόν σχέση με τη «Σπίθα», το κόμμα του Μίκη Θεοδωράκη, έχοντας διοργανώσει εκδηλώσεις του στην Θεσσαλονίκη. Ταυτόχρονα, ο Μιχάλης Πατσίκας, μέλος της κίνησης, και των επιτροπών για τα δύο συλλαλητήρια, είχε διατελέσει γενικός γραμματέας στη Σπίθα, και έκτοτε διατηρεί στενή σχέση με τον Μίκη.

3. Η λογική της -κατ’ επίφαση- πολιτικής ουδετερότητας που συναντάται σε διάφορες κερκίδες των ελληνικών αθλητικών συλλόγων, όπου ταυτόχρονα εκφράζεται έντονος εθνικιστικός λόγος ή/και προώθηση και ταύτιση με συμφέροντα συγκεκριμένων μεγαλοεπιχειρηματιών. Λαμπρό παράδειγμα αποτελεί η κερκίδα του Ολυμπιακού, με πρωτοπόρα την Θύρα 7.

4. Καθόλου τυχαίος δεν είναι ο χρόνος που το σκάνδαλο Novartis βγήκε στη δημοσιότητα. Στον απόηχο του συλλαλητηρίου της Αθήνας, ο ΣΥΡΙΖΑ έβγαλε από το μανίκι τον κρυμμένο άσσο, επιχειρώντας να πάρει ρεβάνς από τη ΝΔ…

5. Χαρακτηριστικά, το κείμενο ορίζει: «Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες, και απολαμβάνουσιν άνευ τινός διαφοράς όλων των πολιτικών δικαιωμάτων». (πηγή: https://tinyurl.com/ycf552c4)
Είναι επίσης ενδεικτικό, ότι κατά τη διάρκεια της τουρκικής κατοχής στον ελλαδικό χώρο, ο χριστιανισμός αποτέλεσε συνεκτικό στοιχείο των «κατεκτημένων» ελληνικών πληθυσμών απέναντι στον μουσουλμάνο Τούρκο «κατακτητή». Από την άλλη όμως, η ορθόδοξη εκκλησία χρησιμοποιήθηκε τότε από την οθωμανική αυτοκρατορία ως μηχανισμός ελέγχου και φορολόγησης των χριστιανών υπηκόων.