Συνέντευξη με τον σύντροφο Αντώνη Σταμπούλο

Μπορείς να μας πεις δύο λόγια ώστε να καταλάβουμε την εποχή της σύλληψής σου, τον χρόνο και γενικότερα την «παραμονή» σου στις ελληνικές φυλακές, αλλά και τη διαδικασία των αδειών και της αποφυλάκισής σου;

Η εποχή πού με συλλαμβάνουν είναι το φθινόπωρο του 2014. Ήμαστε στην αρχή της προεκλογικής περιόδου που η τότε κυβέρνηση της νδ πασχίζει να κρατηθεί στην εξουσία. Ήμαστε δύο χρόνια μετά τη γενικευμένη και πολλά υποσχόμενη αντίσταση στη επιχειρούμενη επιτροπεία της χώρας και τα επιβαλλόμενα μέτρα, με χαρακτηριστικό τις ανυποχωρητες μάχες του πλήθους στην πλατεία Συντάγματος. Το 2013 και με αποκορύφωση το 2014 το κράτος εφαρμόζει μια ακροδεξιά ατζέντα, με αιχμή το δόγμα νόμος και τάξη. Η επιβολή των μνημονίων έφερε τη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση με τα αντίστοιχα αποτελέσματα που ζουμε μέχρι σήμερα και με τα οποία θα ζήσουν, εκτός (θεμιτού) απροόπτου, και οι μελλοντικές γενιές. Οι δυναμικές κινητοποιήσεις του 2010- 12, τελικά δεν έφεραν για την πλευρά μας το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, παρότι οι ρημάδες αντικειμενικές συνθήκες μοιάζαν ώριμες. Έτσι, αναπόφευκτα, το κράτος αντεπιτίθεται, με τα πιο προωθημένα κομμάτια του κινήματος μπαίνουν στο στόχαστρο. Οι καταλήψεις χτυπιούνται και εκκενώνονται, οι κινητοποιήσεις καταστέλλονται απο την αστυνομία και γενικά  η στρατηγική της «μηδενικής ανοχή» βρίσκει τον Χώρο απροετοίμαστο να ανταπεξέλθει αποτελεσματικά. Σε αυτό το κλίμα,  ο τότε υπουργός δικαιοσύνης Αθανασίου, εισάγει το νόμο για τις φυλακές τύπου Γ’. Ο νόμος αυτός, που αυστηροποιεί την ποινή όσον αφορά τις συνθήκες φυλάκισης αλλά και τα πραγματικά (εκτιταία) χρόνια, εξευρωπαΐζει την ποινική μεταχείριση των βαριποινητών και των πολιτικών κρατουμένων. Δηλαδή, εισάγει το πρότυπο των φυλακών υψίστης ασφαλείας που υπάρχουν σε Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία και που έχουν εξοντώσει φυσικά  δεκάδες και ψυχολογικά εκατοντάδες φυλακισμένων.

Εκείνη την περίοδο και ενώ η καταστολή είναι στα άκρα, περιμένοντας τις αντίστοιχες αντιδράσεις απο το κίνημα, συλλαμβάνομαι και περνάω την πύλη της φυλακής. Ο νόμος για τις φυλακές τύπου Γ’ είχε ψηφιστεί. Αυτό ήταν κάτι που συζητιόταν έντονα απο τους έγκλειστους. Αφενός, γιατί είχε προηγηθεί η μεγάλη απεργία πείνας του 2014 με συμμετοχή χιλιάδων φυλακισμένων, αλλά και γιατί πρακτικά η εφαρμογή των φυλακών τύπου Γ’ επηρέαζε πολλούς περισσότερους απ’ ό,τι φαινόταν. Αφορούσε όλους όσοι είχαν μεγάλες ποινές ή πολλα πειθαρχικά και φυσικά όλους τους πολιτικούς κρατούμενους καταδικασμένους με τον αντιτρομοκρατικό νόμο 187Α. Το 2015 ύστερα απο την απεργία πείνας που κάναμε στο σύνολο σχεδόν, όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι και που διήρκησε 48 μέρες, οι φυλακές τυπου Γ’ καταργήθηκαν.

Στη φυλακή έκατσα τριάμισι χρόνια, ένα χρόνο στη Λάρισα, όπου οι συνθήκες από πλευράς υπηρεσίας και κλίματος είναι αρκετά πιεστικές και δύσκολες και δύο χρόνια στον Κορυδαλλό όπου η παρουσία φυλακισμένων σύντροφων εκεί έκανε τη διαβίωση καλύτερη, παρά τις άθλιες συνθήκες κράτησης. Ταυτόχρονα, η επικοινωνία με τον έξω κοσμο ήταν πολύ πιο εύκολη και τα επισκεπτήρια πολύ πιο προσβάσιμα για τους συγγενείς, που δεν ήταν πλέον αναγκασμένοι να ταξιδεύουν εκατοντάδες χιλιόμετρα με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το κόστος και τους κινδύνους. Η παραμονή άλλωστε των φυλακισμένων κοντά στον τόπο κατοικίας τους είναι ένα βασικό αίτημα που σωστά το προωθούν οι συγγενείς των Βάσκων πολιτικών κρατουμένων, σε μια χώρα οπου οι αποστάσεις είναι πολλαπλάσιες από εδώ. Ωστόσο αυτό παραμένει ενα ζητούμενο και για εμάς καθώς το κράτος πάντα επιδιώκει να φυλακίζει μακριά απο τον τόπο κατοικίας, παρότι αυτό αντιβαίνει στα δικαιώματα του φυλακισμένου.

Η διαδικασία λήψης των αδειών είναι κι αυτή μια γραφειοκρατική διαδικασία καλά μελετημένη όπως όλες οι γαφειοκρατικές διαδικασίες, ωστε να φτάνουν την υπομονή στα όρια και πολλές φορές να σου αποδεικνύουν ότι μπορείς να τα ξεπεράσεις. Η διαδικασίες γενικά στη φυλακή γίνονται με αιτήσεις προς τον εκάστοτε υπεύθυνο τηρούμενης της ιεραρχίας που η γραφειοκρατεια ορίζει. Στο ενδιάμεσο πολλά μπορούν να συμβούν όπως πχ να εξαφανιστούν έγγραφα, να αργούν δίχως κάποιος να αναλαμβάνει την ευθύνη κτλ. Όπως καταλαβαίνει κανείς, τα περιθώρια για να μην πετύχει κανείς το νόμιμο αίτημα του είναι αρκετά και αυτό δεν είναι τυχαίο. Στην περίπτωση μου για παράδειγμα, μετά την εισβολή της εκαμ το 2016 στη φυλακή Κορυδαλλού (όταν κακοποιήθηκαν δεκάδες φυλακισμένοι) με μετήγαν-απήγαγαν με τη βία, όπως και άλλους εννέα συγκρατούμενους. Έτσι προκειμένου να παραμείνει η παράνομη μεταγωγή μου στη Λάρισα, η αίτηση για παραμονή στον Κορυδαλλό (που είχα προ πολλού κάνει και που δεν μπορούσε παρά να γίνει δεκτή για λόγους σπουδών) παρέμενε «χαμένη» κάπου μεταξύ υπουργείου και Κορυδαλλού. Μονο ύστερα απο πίεση δικηγόρων και κυρίως απο πίεση από «κινηματικό κόσμο» η μεταγωγή εγκρίθηκε.

Η διαδικασία της λήψης τακτικής άδειας είναι μία φάση όπου εαν πληρεί κανείς τα τυπικά κριτήρια συνήθως τη λαμβάνει. Στην περίπτωση μας ωστόσο μπορούν να υπάρξουν και παραπάνω εμπόδια. Αυτό εξαρτάται από το πολιτικό κλίμα και από το πόσο στραβόξυλο ή φασίστας είναι ο εκάστοτε εισαγγελέας της φυλακής. Στο συμβούλιο για τη λήψη της άδειας ψηφίζουν οι εξής. Εισαγγελέας με δικαίωμα βέτο, διευθυντής και κοινωνικός λειτουργός. Στην περίπτωση μου, αφού ασκήθηκε αρκετή πίεση απο πλευράς εισαγγελέα για δηλώσεις νομιμοφροσύνης και μετάνοιες, τελικά, παρότι φυσικά δεν ικανοποιήθηκε αυτη η απαίτηση (όπως και δεν έχει φτάσει στα αυτιά μου να έχει ποτέ ικανοποιηθεί από κανέναν πολιτικό κρατούμενο)  και ύστερα από απειλές και άλλα ωραία ελαβα την πρώτη κουτσουρεμένη άδεια. Το ζητούμενο είναι βέβαια να γίνεται η αρχή καθώς τις επόμενες άδειες είναι δύσκολο να στις κόψουν. Δύσκολο αλλά οχι αδύνατο βέβαια, όπως δείχνει η περίπτωση του Δ. Κουφοντίνα που του έκοψαν την τακτική άδεια και μάλιστα από αγροτική φυλακή. Το γεγονός αυτό είναι πολύ σοβαρό και δεν πρέπει να μείνει αναπάντητο από το κίνημα.

Η αποφυλάκιση μου ήρθε την άνοιξη του ‘18, έχοντας έκτισει την ποινή μου και δίχως να έχει τελείωσει το εφετείο, το οποίο είναι ακόμη σε εξέλιξη.

Αμέσως μετά την υφ’ όρον απόλυση σου αναφέρεσαι (από κοινού με τον σύντροφο Γ. Καραγιαννίδη) περί της καταστολής, μέσω της δέσμευσης προσωπικών -και όχι μόνο- τραπεζικών λογαριασμών. Είναι κάτι νέο που βλέπουμε να εγκαθιδρύεται εδώ (όπως π.χ. στις περιπτώσεις της ολικής άρνησης στράτευσης), υπάρχουν άλλες ιστορικές αναφορές σε τέτοιου είδους καταστολής και ποιες μπορεί να είναι οι κινηματικές απαντήσεις, εφόσον δεν μπορούμε όντως εύκολα να απαγκιστρωθούμε στην καθημερινή μας ζωή από τις τράπεζες;

Το πρόβλημα με τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων υπήρχε από πριν, με τον αντιτρομοκρατικό νόμο. Έχει δημιουργηθεί μια ανεξάρτητη αρχη που  λέγεται «Αρχή καταπολέμησης νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές και τρομοκρατικές δραστηριότητες». Αυτή είναι υπεύθυνη για την παρακολούθηση των κινήσεων στους τραπεζικούς λογαριασμούς όσων είναι καταγεγραμμένοι ως «άτομα σχετιζόμενα με την τρομοκρατία» όπως λέει η ίδια η Αρχή. Προφανώς, το τι σημαίνει ο παραπάνω χαρακτηρισμός παίρνει, όχι τυχαία, πολλές ερμηνείες. Στην περίπτωση μου, όπως και σε πολλούς άλλους πολιτικούς κρατουμένους, οι λογαριασμοί στην τράπεζα είναι δεσμευμένοι. Αυτό σημαίνει ότι αν είχες λογαριασμό με χρήματα, είναι στο χέρι της Αρχής να στα επιστρέψει, επίσης σημαίνει ότι δεν μπορείς να ανοίξεις νέο λογαριασμό δίχως την άδεια της Αρχής, δεν μπορείς να κάνεις ανάληψη ή και σε κάποιες περιπτώσεις να κατατεθούν χρήματα στον λογαριασμό αυτό. Επίσης έχουν δεσμεύσει στο παρελθόν, οπως και σήμερα λογαριασμό συγγενικών προσώπων είτε έχουν συνδικαιούχο  κάποιο «άτομο σχετιζόμενο με την τρομοκρατία», είτε όχι. Αυτά δημιουργούν στην καθημερινή ζωή άπειρα εμπόδια. Αρκεί να φανταστεί κανείς πόσο συνδεδεμένη είναι η δραστηριότητα του με τις τράπεζες. Στην περίπτωση που παγώνουν λογαριασμούς μισθοδοσίας συγγενών μπορεί κανείς να μιλήσει για αναβαθμισμένη εκδικητικότητα από πλευράς μηχανισμών. Στην περίπτωση μου, για να καταφέρω να λάβω κάποιο επίδομα που δικαιούνται όλοι οι αποφυλακισμένοι (ενα μικρό πόσο δήθεν βοηθητικό για τα πρώτα βήματα στον έξω κόσμο) πέρασαν έξι μήνες. Ο λογαριασμός παραμένει δεσμευμένος ένα χρόνο μετά. Ακόμη και για επιδόματα πρόνοιας απαιτείται η έγκριση της Αρχής, την οποία πρέπει κατά περίπτωση να αιτηθείς.

Αυτή η κατάσταση, παρότι εν προκειμένω είναι στοχευμένη, σκιαγραφεί ταυτόχρονα μια γενικότερη δυστοπία που επικρατεί. Έχει γίνει πλέον δεδομένο ότι ο πολίτης, όπως υποχρεούται να έχει αμκα και αριθμο ταυτότητας,  έτσι πρέπει να έχει λογαριασμό σε τράπεζα. Αλλιώς αποκλείεται αυτόματα από την (οικονομική) ζωή. Όλες οι  μισθοδοσίες και τα επιδόματα πρώτα καταθέτονται στην τράπεζα και μετά στον δικαιούχο. Η, με νόμο, σταδιακή μείωση του ανωτάτου ορίου χρήσης μετρητών στις συναλλαγές, ειναι χαρακτηριστικό της γενικότερης κατεύθυνσης. Η υποχρεωτική μετατροπή του νομίσματος σε πλαστικό χρήμα σημαίνει την πρόσδεση και τον έλεγχο της οικονομικής ζωής από τις τράπεζες. Ο σκοπός είναι στο μέλλον και η παραμικρή συναλλαγή να γίνεται μέσω τραπεζών. Η σταδιακή κατάργηση των νομισμάτων και η αντικατάσταση τους απο πλαστικές κάρτες, δένει ακόμη περισσότερο τον πολίτη καθώς αφενός τον θέτει υπό συνεχή έλεγχο και αφετέρου δυνητικά του στερεί τον ίδιο του το συσσωρευμένο κόπο που έχει μετουσιωθεί σε ψηφία στον υπολογιστή της τράπεζας. Οι αγορές με πλαστικό χρήμα αποκαλύπτουν με ακρίβεια τις συνήθειες, τις ανάγκες ακόμη και την ακριβή γεωγραφική θέση του ατόμου δινοντας τη δυνατότητα σε κάποια ιδιωτική εταιρεία και στο κράτος να σχηματίζει το προφίλ του και να ασκεί πανοπτικό έλεγχο. Ταυτόχρονα, η μετατροπή του κόπου σε πλαστικό χρήμα, δηλαδή σε αέρα κοπανιστό,  σε εναν λογαριασμό μιας τράπεζας σημαίνει την ελευθερία του κράτους ανά πάσα στιγμή να μπορεί να σου στερήσει τη δυνατότητα να αγοράσεις το παραμικρό απλά παγώνοντας το λογαριασμό. Με μία απλή εντολή ενός κρατικού υπαλληλίσκου εισαγγελέα.

Πιθανόν, προκειμένου να δωθεί μια εναλλακτική στον ολοκληρωτικό έλεγχο που προωθείται, η χρήση άτυπων οικονομικών δικτύων συναλλαγής, μεταξυ παραγωγού και καταναλωτή, να είναι μια εναλλακτική επιβίωσης. Ειδικότερα, εντός της συλλογικής κουλτούρας στην κοινωνική βάση, όπου κανείς δεν είναι μόνο καταναλωτής αλλά σχεδόν ολοι μας παράγουμε κατι (από υπηρεσίες μέχρι αγαθά), θα μπορούσε να καλλιεργηθεί περαιτέρω η λογική της ανταλλαγής. Πράγμα που ετσι κι αλλιώς υπάρχει και που κάποιες φορές έχει πάρει και μορφή (πχ τράπεζα χρόνου κτλ), και που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ενα μεγαλύτερο δίκτυο παραοικονομίας ανεξέλεγκτο από το κράτος. Σαφώς αυτό, δεν αποτελεί κάποια επαναστατική λύση απο μόνο του, αλλά σε μια επαναστατική προοπτική και στην καθημερινή ζωή με τους δικούς μας όρους θα δρούσε θετικά. Έτσι κι αλλιώς το τραπεζικό σύστημα δεν μπορεί να παρακαμφθεί αλλά πρέπει να ισοπεδωθεί απο τη φωτιά της επανάστασης.

Τα τελευταία χρόνια, με ό,τι έχει συμβεί στον κοινωνικό ιστό έξω από τις φυλακές, έχει αλλάξει η ανθρωπογεωγραφία εντός των τειχών; Έχει αλλάξει η «βαρύτητα των εγκλημάτων» για τα οποία φυλακίζονται πια οι κρατούμενοι/ες; Μπαίνουν στη φυλακή περισσότεροι άνθρωποι για πιο «ελαφρά» νομικά «αδικήματα» λόγω φτώχειας πχ που οδηγεί σε παρανομοποίηση ολόκληρων κοινωνικών ομάδων, όπως είχε συμβεί παλαιότερα σε ομάδες μεταναστών;

Γενικά, η φυλακή είναι για τους φτωχούς ή σίγουρα πάντως δεν είναι για τους πλούσιους. Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις πλουσίων που μπαίνουν μέσα, και αυτό είναι λογικό από τη στιγμή που έχουν τη δυνατότητα να έχουν καλή υπεράσπιση ή να έχουν τις κατάλληλες επαφές σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Όποιος ειναι στο  σύστημα εξασφαλίζεται αρκετά απο αυτό τον κίνδυνο, άλλωστε στην ταξική κοινωνία η οικονομική δύναμη σε γλιτώνει απο πολλές κακοτοπιές.

Συνεπώς, απο πάντα η φυλακή είχε μέσα της, φτωχολογιά και λούμπεν. Άρα, σήμερα που τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα αποτελούνται κυρίως από μετανάστες, αυτό αντίστοιχα  θα επιρρεάσει τον πληθυσμό της φυλακής. Είναι φυσιολογικό λοιπόν οι περισσότεροι φυλακισμένοι να είναι μετανάστες, χωρίς να μετράμε βεβαια όσους κ όσες κρατούνται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο αριθμός των εγκλείστων ολοένα και αυξάνεται με αποτέλεσμα οι συνθήκες μέσα στις φυλακές να παραβιάζουν σχεδόν πάντα  τη νομοθεσία  περί συνθηκών διαβίωσης και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, προκειμένου να μην καταδικάζεται συνέχεια το ελληνικό κράτος για τον υπερπληθυσμό και τις άθλιες συνθήκες κράτησης, πληρώνοντας πρόστιμα ή έχοντας πολιτικές επιπτώσεις, να ψηφίζονται οι διατάξεις αποσυμφόρησης όπως ο λεγόμενος «νόμος Παρασκευόπουλου» και Κοντονή που ξεσήκωσαν τις γνωστές μιντιακές αντιδράσεις της ακροδεξιάς μικροαστικής πλέμπας. Οι διατάξεις αυτές πάντοτε ψηφίζονταν όταν ο αριθμός τον φυλακισμένων υπερέβαινε κατά πολύ την πραγματική δυναμική των φυλακών. Ο υπερπληθυσμός των φυλακών είναι μια μόνιμη κατάσταση για την οποία ευθύνεται η δομή του συστήματος δικαιοσύνης, στο οποίο θα αναφερθώ παρακάτω. Η μεγάλη πλειοψηφία όσων παρανομήσουν και καταδικαστούν  μπαίνουν εφ’ όρου ζωής  σε έναν ατέρμονο βρόχο εμπλοκής με την κρατική δικαιοσύνη. Οι περισσότερες πράξεις που οδηγούν ανθρώπους στη φυλακή αφορούν την παράβαση νόμων περί ναρκωτικών. Ύστερα ακολουθούν πράξεις ενάντια στην ιδιοκτησία, όπως κλοπές και ληστείες και μετά ακολουθούν όλα τα αλλα είδη εγκλημάτων. Σε σχέση με μια δεκαετία πρίν υπάρχουν πολύ λιγότερες ληστείες τραπεζών, λόγων των μέτρων ασφαλείας στα υποκαταστήματα με αποτέλεσμα αύξηση σε ληστείες αλλού, αφου η αιτία που τις γέννα, η φτώχια, όχι μόνο συνεχίζει να υπάρχει, αλλά ενδυναμώνεται. Επίσης, υπάρχει δυστυχώς μια ποιοτική αλλαγή προς το αντικοινωνικότερο, ειδικά σε κλοπές-ληστείες σε σπίτια με κακομεταχείριση κατοίκων κτλ. Αυτά που παλιότερα δεν ήταν συχνά φαινόμενα, θεωρώ ότι είναι χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας με γενικότερα φαινόμενα κοινωνικού κανιβαλισμού. Υπεύθυνο είναι το ίδιο το σύστημα και οι αξίες του. Η εξατομίκευση και ο συνεχής μυθριδατισμός σε ακραία μιντιακή-θεαματική και αρα εύκολη βία που καθημερινά υποβάλλεται ο άνθρωπος ειδικά στα πρώτα χρόνια της ζωης του.

Αρα, έχει άλλαξει αρκετά το είδος και η ποιότητα των εγκλημάτων όσων είναι φυλακή, οπως έχει αλλάξει ποιοτικά, πιθανόν λόγω ποσοτικής αναβάθμισης που λέει η διαλεκτική, το νόμιμο έγκλημα όσων παραμένουν έξω. Γενικά, για να μην πολυλογούμε, παραμένει αλήθεια ότι είναι πιο εγκληματικό να ιδρύσεις μια τραπεζα, παρά να τη ληστέψεις. Και τα πιο ποταπά εγκλήματα που ‘χω δει στη φυλακή ωχριούν μπροστά σε αυτά που κάνουν τα αφεντικά και οι κρατικοί αξιωματούχοι. Γιατί τα δεύτερα όχι μόνο έχουν μεγαλη κλίμακα αλλά είναι και κατά συρροή, εφ’ όρου ζωής.

Η επίδραση, με ουσιαστικούς όρους, του νόμου Παρασκευόπουλου ποια είναι για τους/τις κρατούμενους/ες; Σε ένα ήδη δύσκολο πεδίο, όπως οι υπερφορτωμένες φυλακές, απλώς ανακυκλώνει τους φυλακισμένους; «Κρατάει» μερίδα κρατουμένων σε μία «ησυχία» με την αποφυλάκιση να μοιάζει -χωρίς απαραίτητα να είναι- πιο κοντά; Εν τέλει, έχει αλλάξει καθόλου η κατάσταση στις ελληνικές φυλακές λόγω αυτού του νόμου ή ό,τι ακούγεται υπάγεται στην απαίτηση για «περισσότερη ασφάλεια»;,

Κατ’ αρχήν, πρέπει να καταλάβει κανείς τι σημαίνει σύστημα δικαιοσύνης. Ας λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι περίπου το 80% όσων εμπλέκονται στη δίνη της δικαιοσύνης, ανακυκλώνουν με την παρουσία τους τον πληθυσμό της φυλακής. Αυτό το γεγονός, ότι δηλαδή δεν μπορεί να υφίσταται σωφονισμός είναι αποδεδειγμένο και παραδεκτό από τους πρώτους κοινωνικούς επιστήμονες που  ασχολήθηκαν με το σύστημα εγκλεισμού, τον 18ο αιώνα. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε το ότι οι φυλακές λέγονται κέντρα κράτησης και όχι σωφρονιστικά καταστήματα  όπως παλιότερα. Είναι δηλαδή κοινή παραδοχή και από το κράτος ακόμη, ότι ο θεσμός  αυτός δεν μπορεί  να σωφρονίσει πολλώ δε μάλλον να επανεντάξει σε μια κανονικότητα το άτομο. Άρα, γεννάται το ερώτημα γιατί υπάρχει ο θεσμός αυτός. Η απάντηση κατ’ εμέ περιλαμβάνει δύο πτυχές. Αφενός ικανοποιεί μια ανάγκη για τιμωρία, με την έννοια οτι η πλειοψηφία της κοινωνίας μπορεί να διαχωρίσει τον εαυτό της από τους «κακούς». Έτσι, λειτουργεί ως κολυμπήθρα του Σιλωάμ για τις κοινωνικές παραφωνίες. Από την άλλη και αυτό ειναι το κυρίαρχο, είναι ένας μηχανισμός που αναγκαστικά υπάρχει γιατί απο αυτόν βιοπορίζονται χιλιαδες οικογένειες που έχουν άμεση συνήθως σχέση με τον κρατικό μηχανισμό. Ο βασικός λόγος λοιπόν για το δήθεν «αδιέξοδο» του σωφρονιστικού συστήματος είναι ακριβώς αυτός.  Με όπλο το αυστηρό ποινικό πλαίσιο ικανοποιείται η ανάγκη όλων των διαπλεκόμενων με τη δικαιοσύνη κοινωνικών ομάδων (αστυνομία, δικαστικοί, προσωπικό φυλακών, διοικητικό προσωπικό, δικηγόροι) να αναπαράγουν τον λόγο ύπαρξης τους αναπαράγωντας στην πραγματικότητα το έγκλημα.

Η διάταξη αυτη λοιπόν, όπως καθετί που φωτίζει λίγο τις ελπίδες του φυλακισμένου (πχ ο ευεργετικός υπολογισμός ημερών -μεροκάματα, η υφ’ όρων απόλυση κτλ) είναι νομικές οδοί που προφανώς ασκούν επίδραση πάνω στην ψυχολογία του φυλακισμένου και τη συμπεριφορά του. Είναι όπως έξω, που η κοινωνική πολιτική του κράτους συντηρεί για ένα χρονικό διάστημα την κοινωνική βάση σε ένα επίπεδο τέτοιο ώστε να μπορεί να επιβιώνει. Αυτό έχει πολλές συνέπειες, μια εκ των οποίων είναι πιθανόν η μείωση των κοινωνικών ξεσπασματων (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η σκληρή αντικοινωνική πολιτική φέρνει τον λαϊκό ξεσηκωμό). Αυτό συμβαίνει και στη φυλακη. Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης  μπορούν να δράσουν καταλυτικά ως προς μια αναταραχή. Χωρίς πάλι να ειναι νομοτέλεια αυτο, καθώς βασικος παρονομαστής είναι και η υποκειμενική κατάσταση. Η φυσική και ψυχολογική ανοχή σε καταπιεστικές συνθήκες.

Για να μην θεωρείται ότι ο συριζα έκανε καμία χάρη στους φυλακισμένους, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η εν λόγω διάταξη ήταν και είναι απαραίτητη για τη διαχείριση του αριθμού των φυλακισμένων. Επομένως, έδωσε αναγκαστικά μια ανάσα σε πολλούς φυλακισμένους βγάζοντάς τους στην κοινωνία κάνα χρόνο νωρίτερα απ’ ότι θα έβγαιναν κανονικά. Παρόλα αυτά οι αποφυλακίσεις γίνονται με πολύ αυστηρούς όρους αναστολής, ειδικά σε περίπτωση νέου αδικήματος. Με το δεδομένο ότι η συντριπτική πλειοψηφία θα ξανασυλληφθεί (αφού η στατιστική είναι αμείλικτη), σαφώς και η διάταξη αυτή όντας κομμάτι του συστήματος κρατικής δικαιοσύνης θα ανακυκλώσει τον πληθυσμό των φυλακισμένων. Ως απάντηση στο όργιο των ψηλών ποινών που επιβάλλουν τα δικαστήρια, γίνονται κάποια δειλά βήματα μετρίασης με τον νέο ποινικό κώδικα που έρχεται προς ψήφιση. Προσωπικά θεωρώ πως δεν θα σταθεί εμπόδιο στη συνέχιση της κατάστασης αυτής. Η εντός συστήματος λύση στον υπερπληθυσμό των φυλακισμένων θα έρθει μόνο με τον χειρότερο τρόπο που μπορεί να γίνει. Δηλαδή με νέες θέσεις εργασίας για κρατικούς υπαλλήλους, με την ανέγερση νέων φυλακών. Ο πληθυσμός των φυλακισμένων δεν μπορεί να μειωθεί όσο υπάρχει η βασική αιτία που πετάει κάποιους στη φυλακή. Τα κοινωνικά αδιέξοδα, η απογοήτευση, η εξατομίκευση και η φτώχεια. Γι’αυτό και εμείς ως αναρχικοί μπορούμε να μιλάμε για κοινωνία χωρίς φυλακές. Γιατί το όραμα μας προσβάλλει ακριβώς στη βάση τις γενεσιουργές αιτίες που γεννούν τη συντριπτική πλειοψηφία των εγκλημάτων. Καταργώντας το μεγαλύτερο έγκλημα, που ειναι η κατοχή των μέσων παραγωγής από λίγους, το οποίο κατοχειρώνεται ως δικαίωμα στην ιδιοκτησία, επιτρέπουμε στην πλειοψηφία να καρπωθεί τη συσσωρευμένη αξία αιώνων εκμετάλλευσης.

Οι αντικοινωνικές συμπεριφορές, οπως για παράδειγμα η θέληση για εξουσία και επιβολή ή για βιοπορισμό εις βάρος των άλλων, θα υπάρχουν ακόμη και σε ενα σύστημα που οι δομές του είναι τέτοιες που δεν τις προωθούν. Κανείς δεν πρέπει μιλάει για μετεπαναστατικούς παραδείσους. Η αντικοινωνική συμπεριφορά είναι κάτι που η ίδια η κοινότητα μπορεί να διαχειριστεί. Άλλωστε, δεν υπήρχαν από πάντα κράτη και νόμοι, ίσα ίσα αυτά είναι κατασκευάσματα του σύγχρονου πολιτισμού που μετρούν μερικές εκατοντάδες χρόνια. Οι κοινωνίες έχουν τη δυνατότητα να ρυθμίζουν τις ισορροπίες με τρόπο πολύ πιο αποτελεσματικό από το κράτος. Ακόμη και η αυτοδικία, όσο σκληρή κι αν γίνει στιγμιαία, δεν συγκρίνεται με την από το κράτος εκπορευόμενη τιμωρία. Η βαρβαρότητα της κρατικής τιμωρίας έγκειται όχι τοσο στη μορφή της, πχ το βασανιστήριο της στέρησης ελευθερίας, αλλά κυρίως στην ίδια τη δομή που την επιβάλλει, που την αναπαράγει και που υπάρχει ακριβώς χάρη σε αυτήν.