Από τον Technicolor εφιάλτη στον φθινοπωρινό αγώνα για την ενηλικίωση

Κυνήγι μαγισσών, τέχνη, σώμα και πολιτική

Μια συγκριτική ματιά στις ταινίες Suspiria

Δεν έχω ξανακούσει πως υπάρχουν όμορφες μάγισσες.

Μόνο οι κακές μάγισσες είναι άσχημες, Dorothy.

(The Wizard of Oz, 1939 – H Glinda συστήνεται στην Dorothy)

Η αποτύπωση της μάγισσας στις τέχνες, και πιο συγκεκριμένα στη φιλμογραφία τρόμου, πολλές φορές δεν διαφέρει από τις μεσαιωνικές αφηγήσεις και το πατρονάρισμα της γυναικείας ελευθερίας και σεξουαλικότητας. Βέβαια, μέσα στον φαραωνικό κόσμο του σινεμά υπάρχουν θέσεις και αντιθέσεις, στοχευμένες ή μη, που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε για να πιαστούμε από σημεία και να αναδείξουμε ριζοσπαστικά και χειραφετικά χαρακτηριστικά.

Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι οι δύο ταινίες Suspiria. Η μία γυρισμένη το 1977, πατώντας στην ίδια χρονική περίοδο, και η άλλη γυρισμένη το 2017, εκτυλισσόμενη όμως και εκείνη το 1977.

Suspiria 1977

Η Suspiria του ’77 αποτελεί μία από τις σημαντικότερες ταινίες τρόμου. Σκηνοθέτης αυτής ο Dario Argento. Κινούμενος στο Ιταλικό ρεύμα των ταινιών giallo, συγγράφει (μαζί με την Daria Nicolodi) και σκηνοθετεί έναν Technicolor παραμυθένιο εφιάλτη. Η πρωτοποριακή του κινηματογραφική δεξιότητα αποτυπώνει μια πολύχρωμη φυλακή/σχολή χορού, με νευρωτικές ερμηνείες (οι οποίες ενίοτε θυμίζουν τους δεύτερους ρόλους στο «Κουρδιστό Πορτοκάλι» του Kubrick), πομπώδη φωτογραφία (από τον Luciano Tovoli), άτακτο μοντάζ γεμάτο γρήγορα γκρο, βαθιά ζουμ και σουρεαλιστικά tracking shots, λες και η κάμερα βρίσκεται πάνω σε κάποιο αιωρούμενο πλάσμα. Το χρώμα στο φιλμ αποδόθηκε με τη διαδικασία του Technicolor και η χρωματική του ιδιαιτερότητα είναι εξόφθαλμη, όπως συνδυάζεται με τον στυλιζαρισμένο φωτισμό και τα σκηνικά που είναι «βαμμένα», σαν να έχουν βγει από κάποια ταινία της Disney. Στον δυστοπικό, πολύχρωμο κόσμο του Argento, όλα είναι χρωματισμένα: η βροχή, το κρασί, το αίμα, μέχρι και το σκοτάδι, το οποίο έχει τη δική του απόχρωση, προκαλούν τον θεατή να βρει μια ταύτιση με την πραγματικότητα, δημιουργώντας μια αίσθηση εγκλεισμού και απομόνωσης μέσα σε ένα αιματοβαμμένο παραμύθι. Το σενάριο είναι απλοϊκό και η μυθολογία του βασίζεται στο έργο του Thomas De Quincey «Suspiria de Profundis». Εξιστορεί το ταξίδι για σπουδές μιας Αμερικανίδας χορεύτριας, της Susie Bannion, σε μια επιφανή σχολή χορού στο Freiburg της Γερμανίας. Η Susie γρήγορα καταλαβαίνει πως κάτι δεν πάει καλά μέσα στη σχολή, έπειτα από δυο περίεργα ατυχήματα που συνέβησαν, τις ξαφνικές της αδιαθεσίες και την επιμονή των καθηγητριών να μετακομίσει εντός της σχολής. Μετά από διερεύνηση διάφορων μυστηριωδών γεγονότων, όπως της άτακτης φυγής της μόνης φίλης της, Sarah, ανακαλύπτει πως η διοίκηση της σχολής αποτελείται από μια σύναξη μαγισσών. Όταν η Susie αντιλαμβάνεται ότι κατάλαβαν πως τις παρακολουθεί, τρέπεται σε φυγή και μπαίνει αναπάντεχα σε ένα δωμάτιο όπου βρίσκετε η Helena Μarkos, μια αιωνόβια μάγισσα που είναι γνωστή από αστικούς θρύλους. Η Susie καταφέρνει να την σκοτώσει και ξαφνικά η σχολή αρχίζει -μεταφυσικά- να διαλύεται και να τυλίγεται στις φλόγες. Το τελευταίο καρέ της ταινίας βρίσκει τη Susie να καταφέρνει να βγει έντρομη από τη σχολή, αλλά νιώθοντας τις πρώτες ψιχάλες της βροχής να την λούζουν, το ύφος της ηρεμεί και σιγά σιγά διαγράφεται ένα μεγάλο χαμόγελο ανακούφισης στο πρόσωπό της.

Suspiria 2018

Το Suspiria του ’18 είναι ένα remake, που δεν είναι remake. Δίχασε το κοινό πολυπλεύρως. Δίχασε και το κοινό που αγαπάει τον Argento, αλλά και το κοινό που περίμενε να δει έναν campy απόγονο του Suspiria του ’77 με τις ίδιες έντεχνες [sic] κινηματογραφικά σφαγές γυναικών και μαγισσών που καίγονται στην ίδια τους την πυρά. Όχι, σίγουρα δεν είναι μια τέτοια ταινία. Ο σκηνοθέτης Luca Guadagnino, μαζί με τον σεναριογράφο David Kajganich, κράτησαν τον μύθο του παλιού Suspiria, τις ηρωίδες και τον τόπο, δηλαδή τη Γερμανία, όμως άλλαξαν τον στόχο και την πόλη. Αυτή τη φορά, καθόλου τυχαία επιλέγεται το Βερολίνο. Ένα Βερολίνο πολιτικά και κοινωνικά διχασμένο, με το πέρασμα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου ακόμα νωπό, με τα πολιτικά κινήματα και οργανώσεις αποφασισμένα και τα ριζοσπαστικά αιτήματα ένοπλα και επικίνδυνα. Οι στιλιστικές επιλογές του Guadagnino μπορεί να είναι εκ διαμέτρου αντίθετες από αυτές του Argento, αλλά η κινηματογραφική του τεχνική κραυγάζει από πολλές απόψεις την αισθητική της δεκαετίας του ’70, με snap zooms, γκρο πλαν και slow motions, γυρισμένη αναλογικά ώστε να διαθέτει φυσικά κινηματογραφικό κόκκο. Η χρωματική του παλέτα είναι τελείως μουντή και χειμερινή, η μουσική χρησιμοποιείται με μέτρο και είναι γραμμένη από τον Thom Yorke, ξεφεύγοντας τελείως από το υπέροχο ηχοτοπίο των Goblin στην ταινία του ‘77, κατασκευάζει όμως με την έμπνευσή του ένα μελαγχολικά στοιχειωμένο soundtrack.

Το περιβάλλον όπου εξελίσσεται η ταινία, το οποίο συνθέτουν πραγματικά γεγονότα, κάνει τον κόσμο να δείχνει ζωντανό. Παρόλο που και οι δύο ταινίες υιοθετούν παρόμοια αφηγηματική τεχνική, δηλαδή η ιστορία κατά κύριο λόγο εξελίσσεται από την οπτική της ηρωίδας σε συνδυασμό με κάποιες παραθέσεις και αναδρομές, ο κόσμος του Guadagnino ξεφεύγει από την απομόνωση και την εξορία του κόσμου του Argento και παραθέτει πιο εκλεπτυσμένα υφολογικά νοήματα όσον αφορά το ήθος της ταινίας. Ευθέως αναφέρει πως η σχολή χορού δεν είναι απλά το φρούριο μιας σύναξης μαγισσών, αλλά αποτελεί καταφύγιο γυναικών από την εποχή που η Ναζιστική Γερμανία αντιμετώπιζε τις γυναίκες σαν αναπαραγωγικές μηχανές. Επίσης, είναι εμφανές πως μέλημα της σχολής είναι η γυναικεία οικονομική αυτονομία.

Οι δολοφονίες του Suspiria του ’18 είναι εξίσου τελετουργικές με αυτές του πρωτοτύπου, αλλά υπό διαφορετικό πρίσμα: ξεφεύγουν από τους ηδονοβλεπτικούς σκοτωμούς των slasher ταινιών, όπου στο επίκεντρο συνήθως βρίσκεται το «τελευταίο κορίτσι» (η θεωρία του «Final Girl»), και μετατοπίζουν τον ρόλο της ηρωίδας σε «δολοφόνο», χρησιμοποιώντας τον θάνατο ως μέρος της τελετουργίας που θα επιφέρει την αναγέννηση και την ενηλικίωση, και όχι τον εξαγνισμό από το κακό που παγιωμένα επιφέρουν οι μάγισσες. Η Susie του ’18 είναι εξίσου όμορφη (σύμφωνα με τα κυρίαρχα μέτρα και σταθμά της ομορφιάς*), αλλά αυτό δεν παίζει κανέναν απολύτως ρόλο στην επερχόμενη σύγκρουσή της με τη σύναξη. Εάν θεωρήσουμε δηλαδή ότι το υποκείμενο στην παλιά ταινία είναι η ομορφιά και ο φθόνος αυτής, στη δεύτερη είναι τα ντετερμινιστικά -από ό,τι φαίνεται- παιχνίδια εξουσίας και μικροπολιτικής και ανέλιξής της σε αυτή ή καταστροφής της. Η Susie δεν καθαρίζει το «κακό»: το μετουσιώνει, χωρίς ο Guadagnino να θέλει απαραίτητα να αποκαλύψει εάν πρόκειται όντως για κάτι διαβολικό, για μια μητριαρχική μεταφυσική κοινότητα ή απλά για έναν στενό κοινωνικό κύκλο με ιεραρχία, προνόμια και κανόνες, όπως μια επιχείρηση. Οι μάγισσες δεν μας ενδιαφέρει εάν ανήκουν σε μια συνεχή γραμμή αίματος που λατρεύει τον σατανά, αλλά μας δείχνει μια κοινότητα γυναικών που δουλεύουν, κάνουν τέχνη και αθετούν περιπαικτικά τους κοινωνικούς και κρατικούς κανόνες. Ο χορός σε αυτή την ταινία αποτελεί πολύ μεγάλο κεφάλαιο και κατέχει ρόλο-κλειδί για την εξέλιξη της ιστορίας, είτε ως επάγγελμα, είτε ως τέχνη, είτε ως τελετουργία. Μέσα από τον χορό δημιουργείται ερωτισμός, τα σώματα κινούνται χωρίς να σεξουαλικοποιούνται, αλλά αντιθέτως ο δυναμισμός και ο δεσμός μεταξύ των χορευτριών εμψυχώνεται και αναδεικνύεται. Αυτό φαίνεται από την οντισιόν της Susie, την προετοιμασία, την παράσταση, αλλά και το τελετουργικό τέλος όπου η ηρωίδα αναγεννιέται, δηλαδή ενηλικιώνεται. Σε αντιπαραβολή με την πρωτότυπη ταινία, ο Guadagnino παίρνει τον μύθο, αλλάζει το υποκείμενο, τροποποιεί το αντικείμενο και μετουσιώνει τη Susie σε Mother Suspiriorum, δηλαδή σε μια γυναίκα που δεν καταδιώκεται από τους δαίμονες της, αλλά συμφιλιώνεται με την πραγματική της ύπαρξη και τις δυνάμεις της, παίρνοντας τη ζωή στα χέρια της.

Ο κινηματογράφος τρόμου έχει περάσει από πολλά στάδια όσον αφορά το έμφυλο ζήτημα, από τον queer εφιάλτη στο δρόμο με τις λεύκες, στο ομοερωτικό καμουφλάρισμα των μάτσο ανδρικών προστατευτικών συμπεριφορών, στη σχεδόν άφυλη αγγελική «αγνότητα» των «τελευταίων κοριτσιών», στην «τερατώδη» γυναικεία φύση των ταινιών με μάγισσες κ.ο.κ. Έχει καταφέρει να μας καταδείξει πολλά στοιχεία τα οποία, ανά τους καιρούς, καθρεπτίζονται από την κοινωνία και συχνά καταδεικνύουν ζητήματα φύλου και ισότητας παρά τη θέληση τους. Μόνο που το Suspiria του 2018 το επιτυγχάνει αυτό από τη φύση του, παίρνοντας θέση, δίνοντας πάσα στο γυναικείο ζήτημα μέσω της κινούμενης εικόνας, με τους δικούς του αλληγορικούς παραλληλισμούς. Το στοιχείο του κακού υπάρχει, το στοιχείο του κακού δεν είναι όμως το πρόσωπο της μάγισσας ως αποκλεισμένης κοινωνικά γυναίκας (ή συνόλου γυναικών), αλλά εξισώνεται με τη γνώση και τη δύναμη να ξεπεράσει και να καταστρέψει τις ηγετικές φιγούρες που την περιβάλουν.

Sergei Kontovich

* O Dario Argento έχει επηρεαστεί τόσο από την ιστορία όσο και από την αισθητική της ταινίας της Disney «Η Χιονάτη» του 1937.