με αφορμή την κύρωση της ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας
Μία από τις αγαπημένες, όχι όμως και τόσο δημοφιλείς, επικοινωνιακές τακτικές του ελληνικού κράτους είναι η διαφήμιση της «κακομοιριάς» του. Πρόκειται για τη συστηματική κατασκευή και προώθηση της εικόνας ενός θεσμικά ανοργάνωτου κράτους, όπου κυριαρχεί η αδιαφάνεια και συχνά ο έλεγχος έρχεται στα χέρια «αποφασισμένων μειοψηφιών»· ως προς την εξωτερική εικόνα της χώρας, η παραπάνω κατάσταση αντιστοιχεί σε ένα κράτος-παρία, συνεχώς «ριγμένο» στο διακρατικό μοίρασμα της πίτας, υπό διαρκή απειλή και μονίμως αδικημένο. Η εθνική κακομοιριά «μας» λεκτικοποιείται σε όρους όπως «ψωροκώσταινα», «μπανανία», «ελλαδίτσα» κ.ο.κ.· Μέσα από τη διαρκή επανάληψη αυτών των όρων, τα παραπάνω «αρνητικά» γνωρίσματα εδραιώνονται στο κοινωνικό φαντασιακό ως πραγματικά χαρακτηριστικά του ελληνικού κρατικού και κοινωνικού σχηματισμού.
Η μικρή Ελλάδα…
Το αφήγημα του κράτους-μπανανίας προωθείται ανά τα χρόνια από τα εκάστοτε κυβερνητικά επιτελεία, και χρωματίζεται τόσο από τις ιδεολογικές αναφορές των κυβερνώντων, όσο και από τις πολιτικές βλέψεις τους.
Η Δεξιά εκδοχή συνήθως εντοπίζει τα αίτια αυτής της κατάστασης στην «αριστερή ηγεμονία» και την «κληρονομιά της Μεταπολίτευσης». Στην περίπτωση αυτή ο όρος χρωματίζεται κατά τέτοιον τρόπο ώστε να κινητοποιήσει τα συντηρητικά κοινωνικά αντανακλαστικά προς μια αντιδραστική κατεύθυνση, με σκοπό να νομιμοποιηθούν οι κατασταλτικές πρακτικές, και οι αντίστοιχες (συνοδευτικές) επενδυτικές βλέψεις, πλήττοντας παράλληλα το γόητρο κάθε άλλης φωνής αντίστασης, πέρα και από την Αριστερά.
Στον αντίποδα, κατά την πρόσφατη διακυβέρνηση της «αριστεράς» του ΣΥΡΙΖΑ, η υποτίμηση του ελληνικού κρατικού σχηματισμού ήρθε να παίξει έναν διαφορετικό ρόλο: Χρησιμοποιήθηκε για να μετατοπίσει την πολιτική ευθύνη για τη συνέχιση των πολιτικών λεηλασίας των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, από την «ανήμπορη» ελληνική κυβέρνηση στους «άρπαγες ευρωπαϊκούς Θεσμούς». Το τέχνασμα του δημοψηφίσματος κατάφερε –για πρώτη φορά μετά από χρόνια διαδηλώσεων και συγκρούσεων μπροστά από το ελληνικό κοινοβούλιο– να φέρει τις κοινωνικές αντιστάσεις στο πλευρό της κυβέρνησης, σε μια διαμαρτυρία απέναντι στην ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως, αυτό που στην πραγματικότητα συνέβη, αντίθετα από την αφήγηση του ΣΥΡΙΖΑ, είναι πως εκείνες οι ημέρες αποτέλεσαν ένα σημείο καμπής για το ανταγωνιστικό κίνημα στην ελληνική επικράτεια, όπου η σοσιαλδημοκρατική αφομοιωτική πολιτική (στον αντίποδα της ολοκληρωτικής δεξιάς καταστολής) ήταν καθοριστική για την επανάκαμψη του ελληνικού κρατισμού, και την αντίστοιχη παρακμή των κοινωνικών αγώνων, που φτάνει ως τις μέρες μας…
*
Ανεξάρτητα από τις πηγές, από τις οποίες εκπορεύεται μιας τέτοια ρητορική, η διάχυση και η αποδοχή αυτής της αφήγησης εξυπηρετεί την εθνική ιδεολογία, με τη διαρκή κατασκευή μιας συλλογικής κατάστασης, σύμφωνα με την οποία, οι πολίτες μοιράζονται κάτι δυσάρεστο, βιώνουν τις ίδιες ανεπάρκειες ενός ανοργάνωτου κράτους κ.ο.κ.
Έτσι, μια ιδιαιτερότητα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, που είναι προϊόν των συσχετισμών και της διαλεκτικής του κράτους, των κοινωνικών αντιστάσεων, των λαϊκών παραδόσεων και άλλων στοιχείων, διαστρεβλώνεται και υπερθεματίζεται ως ανεπάρκεια, όχι μόνο του ελληνικού κράτους, αλλά συνολικά της ελληνικής κοινωνίας. Η αποδοχή πως «μοιραζόμαστε ένα πρόβλημα», την «εθνική κακομοιριά» στην προκειμένη, προϋποθέτει την αναγνώριση και αποδοχή του κράτους (που πάσχει) ως τοποτηρητή του κοινωνικού γίγνεσθαι (που επίσης πάσχει), στη βάση του ελληνικού έθνους. Έτσι η αφήγηση εξυπηρετεί σε κάθε στιγμιότυπό της το ελληνικό κράτος, είτε πρόκειται για αναβάθμιση του ελέγχου, της επιτήρησης, της καταγραφής των υπηκόων του, και εν τέλει για την αναβάθμιση της διαμεσολάβησης των κοινωνικών σχέσεων από τους μηχανισμούς του (εσωτερική πολιτική), είτε για τις εξωτερικές βλέψεις του (εξωτερική πολιτική), είτε για την ενίσχυση της κρατικής ιδεολογίας και τη διάχυση του εθνικισμού.
…σε μεγάλα χωράφια
Αφορμή για τη σύνταξη αυτού του άρθρου αποτέλεσε η πρόσφατη κύρωση της ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας, και η τριμερής αμυντική συνεργασία στην ανατολική Μεσόγειο, μεταξύ Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ· σκοπός του να τονίσει πως το ελληνικό κράτος συνεχίζει να βελτιώνει την ισχύ και τη θέση του στον θαλάσσιο ανταγωνισμό κάνοντας καίριες συμμαχίες, παρ’ όλο που επικοινωνιακά εξακολουθεί να ποντάρει στο «δίκιο του αδικημένου».
Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, με την παραδοχή πως τα κράτη δεν έχουν φετίχ να πολλαπλασιάζουν τους στρατούς, τους εξοπλισμούς, την κατάρτιση και τα νομικά μέσα τους, ώστε να εμπλέκονται σε πολέμους· ούτε υποβόσκει κάποιου είδους «υγιής ανταγωνισμός» μεταξύ τους, όπως συμβαίνει στα επιτραπέζια παιχνίδια στρατηγικής, όπου οι «μάχες» είναι εικονικές, με σκοπό την ψυχαγωγία. Στην πραγματικότητα οι στρατοί αναβαθμίζονται, για να διατηρούν συνεχώς το αξιόμαχό τους, άρα και την ανταγωνιστικότητά τους, ώστε να υπερασπιστούν δυνητικά τα «εθνικά συμφέροντα», τα οποία βέβαια είναι αποκλειστικά οικονομικά συμφέροντα μεγαλοεργολάβων, εφοπλιστών, και διαφόρων μεγαλοαστών που έχουν προσδέσει τη δραστηριότητά τους στην κρατική πολιτική.
Στις μέρες μας, θεμελιώδες κομμάτι αυτών των συμφερόντων αποτελεί και ο κλάδος της ενέργειας, ο οποίος επανέρχεται στο πολιτικό προσκήνιο: Αφενός η κλιματική αλλαγή αποτελεί εξαιρετική πρόφαση για να επεκταθεί ο κλάδος σε ακόμα ένα πεδίο κερδοφορίας, την πράσινη ενέργεια. Αφετέρου, οι ανατιμήσεις και ο πληθωρισμός υπενθυμίζουν το βάθος και τη βαρύτητα που έχει ο κλάδος αυτός στο σύνολο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.
Στα μέρη μας, μάλιστα, το ενεργειακό ζήτημα φουντώνει όσο περνούν τα χρόνια, ενώ πυκνώνουν τα ανταγωνιστικά στιγμιότυπα μεταξύ «προαιώνιων εχθρών»: Αναζήτηση κοιτασμάτων υδρογονάνθρακα, παραβίαση των χωρικών υδάτων, ντοπαρισμένοι εθνικισμοί, πολεμικά ανακοινωθέντα, επίκληση του διεθνούς δικαίου, «διαθέσεις επιβουλής», casus belli, NavTex και αντι-NavTex, κ.ο.κ.
Στο επίκεντρο της προσοχής βρίσκονται τα πλούσια ενεργειακά αποθέματα της Μεσογείου, κινητοποιώντας τους στρατιωτικούς σχεδιασμούς των κρατών που τα λυμαίνονται. Οι διακρατικές συμφωνίες με φόντο τη Μεσόγειο υποδεικνύουν μόνο πως το ελληνικό κράτος είναι εξίσου επιθετικό και επεκτατικό με το τούρκικο. Η φιλοδοξία είναι να επωφεληθεί οικονομικά, πολιτικά και στρατηγικά, εφόσον βγει κερδισμένο στον ανταγωνισμό της μεσογειακής συνοικίας. Και πώς αλλιώς θα το πετύχει αυτό, αν όχι με ισχυρούς φίλους, των οποίων τα συμφέροντα ταυτίζονται με τα ελληνικά;
Ενδεικτικά, λοιπόν, η πολυδιαφημισμένη αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία, έρχεται να υπενθυμίσει το γαλλικό ενδιαφέρον για τους υδρογονάνθρακες της Μεσογείου. Αντίστοιχα, το μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ αμερικανικού και ελληνικού λιμενικού (Δεκέμβρης 2021) αναδεικνύει και την αμερικάνικη διάσταση του ίδιου ενδιαφέροντος. Εξάλλου τα κοιτάσματα που θα αναζητούσε η κοινοπραξία των Total (Γαλλία) και ExxonMobil (ΗΠΑ) λίγα χρόνια πριν, ίσως είναι τα ίδια που αναζητούσε και το τουρκικό Oruc Reis.1 Υπό το ίδιο πρίσμα, η τριμερής αμυντική συμφωνία μεταξύ Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ και το κοινό πλαίσιο συνεργασίας των τριών με τις ΗΠΑ (Δεκέμβρης 2021)2, επεκτείνει το πεδίο ενεργειακού ενδιαφέροντος του αμερικανικού κράτους, και επισημοποιεί την εμπλοκή μερικών ακόμα μεσογειακών κρατών στο δυτικό μπλοκ των ενεργειακών συμφερόντων.
Για το κλείσιμο
Το ελληνικό κράτος, έχοντας καταφέρει να χαλιναγωγήσει τις αντιστάσεις στο εσωτερικό του, εξασκεί διορατικά την εξωτερική πολιτική του, αξιοποιώντας τους ανά φάση διακρατικούς συσχετισμούς, και τη γεωγραφική θέση του. Γνωρίζει πως μπορεί αποτελεί πόλο σταθερότητας στη βαλκανική χερσόνησο και την ανατολική Μεσόγειο, και το επιβεβαιώνει στρεφόμενο σχεδόν προς πάσα κατεύθυνση.3 Ο μύθος του κράτους-παρία χρησιμοποιείται επικοινωνιακά και προορίζεται για εσωτερική κατανάλωση, υπονοώντας πως οι από πάνω και οι από κάτω αυτού του τόπου μοιράζονται την ίδια δύσκολη θέση. Την ίδια στιγμή βέβαια, οι πολιτικές μπίζνες δίνουν και παίρνουν, ξαναφέρνοντας λαμπρές ημέρες για το ελληνικό πολιτικό στερέωμα, και ακόμα πιο σκοτεινές για τις καταπιεσμένες και τους καταπιεσμένους.
Μ. Γ.
1. Πλέον η κοινοπραξία έχει εμπλουτιστεί με τη συντροφιά των ΕΛ.ΠΕ., του ομίλου Λάτση, αναδεικνύοντας τα ονόματα του ελληνικού ενδιαφέροντος.
3. Η πρόσφατη έναρξη συζητήσεων από το ελληνικό κράτος, με πρόθεση να ξεκινήσουν διαδικασίες για την επιστροφή των «μαρμάρων του Παρθενώνα» δεν είναι τυχαία. Έρχεται λίγους μήνες μετά την επισημοποίηση του Brexit, το ξεκαθάρισμα του τοπίου, και την εδραίωση των νέων συσχετισμών στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για μία κίνηση πραγματικής διεκδίκησης από το ελληνικό κράτος, αλλά για μία δήλωση πρόθεσης για διατήρηση των διαύλων επικοινωνίας και διαλόγου μεταξύ των δύο κρατών, παρά την αποχώρηση του ενός από την Ε.Ε.